Ο ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
Σε κείμενα μας έχουμε εντοπίσει την αυξημένη δραστηριότητα του ευρωπαικού ιμπεριαλισμού. Με αιχμή του δόρατος συνύθως τις στρατιωτικές δυνάμεις των χωρών που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα στην κάθε περιοχή, οι ευρωπαικές χώρες, χωρίς να εξαρτώνται πάντα από τις ΗΠΑ που βέβαια παραμένουν μέσα στο παιχνίδι, επεκτείνουν τον επεμβατικό τους ρόλο. Η οικονομική ενοποίηση δεν ακολουθείται από την αντίστοιχη πολιτική ενότητα των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών, παρέχοντας όμως ευελιξία πολιτικών επιλογών και... συμμαχιών. Είναι και το ευρωπαικό μάθημα της αμερικανοβρετανικής επέμβασης στο Ιράκ, που δίχασε με δραματικό τρόπο τις ευρωαπικές αστικές τάξεις, διαμορφώνοντας το μύθο της ειρηνικής Ευρώπης ενάντια στα γεράκια ΗΠΑ-Βρετανίας!
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απόφαση των ΥΕΘΑ των ευρωπαικών κρατών για τη δράση του ΕΥΡΩΣΤΡΑΤΟΥ εντός και εκτός Ευρώπης, την αυτοτελή συνεργασία στρατιωτικών δυνάμεων ευρωπαικών χωρών-π.χ. η συνεργασία Γαλλίας-Βρετανίας-,που γίνεται στη βάση κοινών συμφερόντων, αλλά και υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης που επιβάλλει μεγάλες περικοπές στις πολεμικές δαπάνες.
Και αν στο Αφγανιστάν ως αιτία της ανάπτυξης των κατοχικών ευρωπαικών στρατευμάτων προβάλλεται ο κίνδυνος των Ταλιμπάν, στη Λίβυη ήταν η ανάγκη απομάκρυνσης του Καντάφι, ενώ στην Τουρκία αναπτύσσονται οι Ολλανδικοί και Γερμανικοί ΠΑΤΡΙΟΤ λόγω του διαμονοποιημένου Άσαντ και του Ιράν. Από την άλλη μεριά, στην Αφρικανική ήπειρο προβάλλεται ο κίνδυνος των μουσουλμάνων τρομοκρατών και των Σομαλών πειρατών. Σε κάθε περίπτωση όμως οι ευρωπαικές χώρες επεμβαίνουν σε ζώνες γεωστρατηγικής σημασίας, εκεί όπου ο αστικός τους κόσμος έχει τεράστια οικονομικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επίθεσης των Γαλλικών στρατευμάτων στο Μάλι κατά των ανταρτών, αλλά και οι αποφάσεις του γερμανικού κατεστημένου.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το γερμανικό κοινοβούλιο την Πέμπτη με συντριπτική πλειοψηφία ενέκρινε την αποστολή 330 Γερμανών στρατιωτών στο Μάλι για να συμμετάσχουν σε αποστολή της ΕΕ που αφορά την εκπαίδευση και την υλικοτεχνική υποστήριξη των γαλλικών στρατευμάτων που δρουν εκεί. Η εντολή του γερμανικού κοινοβουλίου αφορά την συμμετοχή για ένα έτος 2 αποστολών ανά 6μηνο δήλωσε ο αναπληρωτής πρόεδρος του κοινοβουλίου Wolfgang Thierse . 180 Γερμανοί στρατιώτες θα ενταχθούν αμέσως στην αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUTM). Οι40 από αυτούς θα υπηρετήσουν ως ιατρικό προσωπικό υποστήριξης στην χώρα άλλοι100 στρατιωτικοί θα παρέχουν υλικοτεχνική και διοικητική υποστήριξη σε τομείς όπως το νερό και τον ενεργειακό εφοδιασμό ενώ άλλοι 40 θα υπηρετήσουν ως εκπαιδευτές του στρατού του Μάλι. Σύμφωνα με το επικεφαλής της ΕΕ οι στρατιωτικοί εκπαιδευτές θα εκπαιδεύσουν περισσότερους από 2.500 στρατιώτες του Μάλι δημιουργώντας μία αξιόλογη δύναμη αποτροπής στην χώρα αυτή. Επιπλέον 150Γερμανοί στρατιώτες θα συμμετάσχουν στην υλικοτεχνική υποδομή των γαλλικών δυνάμεων που πραγματοποιούν επιχειρήσεις στο Μάλι όπως ο ανεφοδιασμός των μαχητικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων. Οι δύο γερμανικές αποστολές θα κοστίσουν περισσότερα από 55 εκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Άμυνας.
Οι στόχοι του γερμανικού ιμπεριαλισμού είναι πολλαπλοί: διεισδύει στρατιωτικά στην περιοχή, αποκτά έρεισμα διεκδικώντας την ικανοποίηση των πολιτικών και οικονομικών του βλέψεων, συμμετέχει στην εκπαίδευση Αδρικανικών στρατευμάτων που θα συμβάλλουν στην επιβολή και των δικών του σχεδιασμών, ενώ τέλος διεκδικεί αγορές για την πολεμική του βιομηχανία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχοντας ως βατήρα το Αφγανιστάν, και ακολουθώντας αυτή τη μεθόδευση,καταγράφεις ιδιαιτέρως κερδοφόρα αποτελέσματα-ας θυμηθούμε τις τεράστιες πωλήσεις όπλων στην Σαουδική Αραβία και στα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής
Στην ποικιλία των ερωτημάτων που δημιουργούνται μπορεί να απαντήσει το άρθρο «Η στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας».Ας το μελετήσουμε:
Έχουν περάσει μόλις δυο χρόνια από τότε που ο πρώην Γερμανός πρόεδρος Χορστ Κέλερ, επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στο Αφγανιστάν, είχε δηλώσει ότι «μια χώρα όπως η Γερμανία που βασίζεται στις εξαγωγές πρέπει να γνωρίζει ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό είναι αναγκαίες για τη στήριξη των γερμανικών συμφερόντων». Η αντίδραση της κοινής γνώμης τον ανάγκασε να παραιτηθεί για την χρονικά ατυχή, (ήταν η εποχή που είχε δημιουργήσει σάλο η δολοφονία αμάχων Αφγανών από Γερμανούς στρατιώτες), αλλά ουδόλως ανακριβή δήλωσή του, εφόσον γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις επιχειρούν σήμερα σε τρεις ηπείρους. Οι γερμανικές ελίτ αρέσκονται να σπρώχνουν κάτω από το χαλί μερικά κοινά μυστικά. Ο σημερινός πρόεδρος, Γιόακιμ Γκάουκ, μόλις 100 ημέρες στο αξίωμά του, μιλώντας στην Μπούντεσβερ (τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις) μπορεί να μην επανέλαβε αυτολεξεί τις δηλώσεις του Κέλερ, αλλά επιδόθηκε σε έναν ύμνο του γερμανικού στρατού και της αποστολής του. Με την ιδιότητά του του πρώην λουθηρανού πάστορα και δη Ανατολικογερμανού αντιφρονούντα, φαίνεται πως εκπληρεί όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις να μιλά για στρατιωτικά θέματα μένοντας στο απυρόβλητο.
«Αν κάποιος πιστεύει ακόμη ότι ο Κρίστιαν Βουλφ, που αντικατέστησε τον Κέλερ το2010, αναγκάστηκε σε παραίτηση απλώς γιατί τα ΜΜΕ τον κατηγόρησαν ότι άφησε απλήρωτο κάποιο λογαριασμό σε ξενοδοχείο και γιατί δέχτηκε κάποια ʽδωράκιαʼ,μάλλον είναι οικτρά γελασμένος. Η ομιλία του Γκάουκ στη στρατιωτική ακαδημία τον περασμένο Ιούνιο καθιστά σαφές γιατί διορίστηκε πρόεδρος της Γερμανίας.Έχει αναλάβει την αποστολή να συμβάλει στην ταχεία και ενεργητική στροφή σε μια πιο επιθετική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, παρά την αντίθεση που εκφράζει η γερμανική κοινή γνώμη»( Wolfgang Weber, “President Gauck demands more support for Germanyʼs army»). Οι αντιπολεμικές και φιλειρηνικές διαθέσεις της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού από κοινού με την ευαισθησία σε θέματα πυρηνικής ενέργειας και περιβάλλοντος αποτελούν τους δύο τομείς στους οποίους αναπτύσσεται η πιο ενεργητική παρέμβασή του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Με την αναχαίτιση αυτών των διαθέσεων καταπιάστηκε ο Γερμανός πρόεδρος στην εν λόγω ομιλία του, την ανάλυση της οποίας παρουσιάζει ο Β. Βέμπερ στο πολύ εύστοχο άρθρο του.
Σημειώνει:
«Σε άρθρο της[σοσιαλδημοκρατικών τάσεων] εφημερίδας Süddeutsche
Zeitung, των αρχών Μαΐου,γράφτηκε , από τον Γιαν Τεχάου, επικεφαλής του
δεξιού think tank Carnegie Europe, ότι η εναντίωση τμήματος του
πληθυσμού αποτελεί το βασικό εμπόδιο για τη στρατιωτικοποίηση της
εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, γράφει ο
Τεχάου, η Γερμανία είναι σήμερα η μεγαλύτερη και ισχυρότερη
κεντροευρωπαϊκή χώρα και η ηγέτιδα δύναμη της ηπείρου […] Όμως οι
Γερμανοί δεν αποδέχονται αυτό το γεγονός, λόγω των ιστορικών τραυμάτων
τους, και αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που ʽκρατά πίσω τη χώραʼ, που
την κάνει να συμπεριφέρεται ʽδειλάʼ. Ο Τεχάου προτρέπει τους Γερμανούς
να ξεχάσουν τον ναζισμό και τους παγκόσμιους πολέμους, να
αυτοσυγχωρηθούν, ώστε να συμβάλει η Γερμανία πιο ρωμαλέα στην ανάπτυξη
του ΝΑΤΟ και καλεί τη Γερμανία να ξαναχρησιμοποιήσει τον πόλεμο ως
εργαλείο της πολιτικής. Ως προς αυτό, αναθέτει ένα ιδιαίτερο καθήκον
στον πρόεδρο Γκάουκ: Να κάμψει την αντίσταση του γερμανικού λαού στους
πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και να βοηθήσει να ʽδημιουργηθούν οι
εσωτερικές προϋποθέσεις για μια κατάλληλη εξωτερική πολιτικήʼ. Ο Τεχάου
γράφει: ʽΠοιος άλλος, αν όχι ένας άνθρωπος του Θεού, θα μπορούσε να
καταστήσει σαφές στους Γερμανούς, με μια σημαντική ομιλία, ότι μπορούν
να ζήσουν εν ελευθερία και γαλήνη με τον εαυτό τους , τις γειτονικές
χώρες και τον κόσμο,όταν αποκτήσουν το κουράγιο να δώσουν άφεση σʼ
αυτούς τους ίδιους;ʼ
Ο
Γκάουκ, κατά τα φαινόμενα δεν καθυστέρησε καθόλου και έσπευσε να κάνει
αυτή τη «σημαντική ομιλία» στην Μπούντεσβερ. “ Όπως γίνεται συνήθως,
άρχισε με μια αντικομμουνιστική νότα»,γράφει ο Βέμπερ. «Ως θύμα
δεκαετιών δικτατορίαςʼ, στην πρώην Ανατολική Γερμανίαʼ, διακήρυξε ότι
ήταν πλέον ευτυχής να στέκεται ενώπιον ενός στρατού που, σε αντίθεση με
τον ανατολικογερμανικό, ήταν ένας πραγματικός ʽστρατός του λαούʼ
αφιερωμένος στη ʽμάχη για την ειρήνη και την ελευθερίαʼ, λέγοντας ότι ο
στρατός αυτός αποτελεί μέρος του ʽδημοκρατικού θαύματοςʼ που έλαβε χώρα
στη Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ʽκαι στη συνέχεια
στα ανατολικά της χώρας μας πριν από δύο δεκαετίεςʼ. «Αυτό το
ʽδημοκρατικό θαύμαʼ»,γράφει ο Βόλφγκανγκ Βέμπερ (ό.π.), «χρειάζεται μια
πιο εκ του σύνεγγυς εξέταση.Τον Οκτώβριο του 1950, ο Γκούσταβ Χάινεμαν
–αργότερα ομοσπονδιακός πρόεδρος,τότε όμως μέλος της
Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης—παραιτήθηκε από το γραφείο του υπουργού
Εσωτερικών της πρώτης ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Κόνραντ
Αντενάουερ,εις ένδειξη διαμαρτυρίας έναντι αυτού του ʽδημοκρατικού
θαύματοςʼ. Είχε γίνει γνωστό ότι ο Κ. Αντενάουερ όχι μόνο είχε
συμφωνήσει με τις ΗΠΑ πίσω από τις πλάτες του υπουργικού συμβουλίου για
τον επανεξοπλισμό του στρατού, αλλά τον Μάιο του 1950 είχε ήδη κάνει
πρακτικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με τη δημιουργία του εντελώς
μυστικού Κέντρου Εσωτερικών Υπηρεσιών. Το Κέντρο, υπό τον πρώην στρατηγό
της Ράιχσβερ Γκέρχαρτ Γκραφ φον Σβέρινγκ, αποτέλεσε τμήμα της
καγκελαρίας υπό την αποκλειστική και προσωπική εποπτεία του
Αντενάουερ.Αποστολή του ήταν να συνεργαστεί άμεσα με τους πολυάριθμους
στρατηγούς και αξιωματικούς της Ράιχσβερ για να προετοιμάσουν
συστηματικά τη συγκρότηση του νέου εθνικού στρατού , παρόλο που αυτό
–μόλις πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου—δεν είχε υποβληθεί προς
έγκριση στο Κοινοβούλιο, πολύ δε περισσότερο σε λαϊκό δημοψήφισμα. [1]
[….]»Ο σχηματισμός της Μπούντεσβερ δεν τέθηκε στη διαδικασία της
δημοκρατικής απόφασης του γερμανικού λαού, ούτε η νομισματική
μεταρρύθμιση, ούτε η εγκαθίδρυση του δυτικογερμανικού κράτους, ούτε το
σύνταγμα. Όλα αυτά τα μέτρα ήταν δυτικές επιθετικές πρωτοβουλίες στον
απόηχο του Ψυχρού Πολέμου που στόχευαν στην άσκηση οικονομικής,
πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης επί της σοβιετικής ζώνης κατοχής και
της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης και στην κατάρρευσή της, δηλαδή στο να
επιτευχθεί ηʽαναδιοργάνωση της Ανατολικής Ευρώπηςʼ, όπως το έθεσε ο
Αντενάουερ. Η σταλινική γραφειοκρατία στη Μόσχα και στο Ανατολικό
Βερολίνο, που μέχρι το 1952 σκόπευε να ιδρύσει μια ουδέτερη, αφοπλισμένη
Γερμανία ως ουδέτερο κράτος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, απλώς
αφέθηκε να αντιδράσει όπως μπορούσε. «Ο Γκ. Χάινεμαν αποδείχθηκε
αξιόπιστος μάρτυρας αυτών των εξελίξεων επίσης, εφόσον ως επί μακρόν
νομικός σύμβουλος και διευθυντής ανθρακωρυχείου του τεράστιου
ομίλουRheinstahl ήταν υπεράνω πάσης υποψίας ότι εξέτρεφε ʽσοσιαλιστικές
κλίσειςʼ.ʽΕκείνη την εποχήʼ, έγραψε αργότερα, ʽκατέληξα ότι η γενική
πολιτική κατάσταση εξελισσόταν πολύ επικίνδυνα και οι Αμερικανοί ωθούσαν
τα πράγματα με στόχο να ασκηθεί προς την Ανατολή στρατιωτική και
πολιτική πίεσηʼ.
Όμως,
θα έπρεπε να επισημανθεί και κάτι ακόμη σχετικά με το ʽδημοκρατικό
θαύμαʼ του Γκάουκ. Όσοι επέκριναν την πολιτική επανεξοπλισμού του
Αντενάουερ και διαμαρτύρονταν εναντίον της αντιμετώπιζαν την απειλή
μακροχρόνιας φυλάκισης και μεγάλων προστίμων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του 1960. Η νομοθεσία περί προδοσίας και εσχάτης προδοσίας ,που είχε
καταργηθεί από τις κατοχικές δυνάμεις ως υπόλειμμα του
ναζισμού,επανεισάχθηκε στο ποινικό δίκαιο κατά τις συνοπτικές
διαδικασίες της Πρώτης Τροπολογίας του Ποινικού Δικαίου, τον Μάιο του
1951. Σʼ αυτή τη βάση, οι δικαστές, κινούμενοι εξόφθαλμα από πολιτικούς
σκοπούς, προχώρησαν σε συνολικά250.000 αγωγές ποινικού χαρακτήρα
εναντίον όχι μόνο των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και των
οικογενειών τους, αλλά και μελών κινημάτων ειρήνης, αριστερών
συνδικαλιστών και χριστιανών φιλειρηνιστών. Εξαιτίας των πεποιθήσεών
τους, 10.000 αντίπαλοι της κυβέρνησης Αντενάουερ χαρακτηρίστηκαν«εχθροί
του συντάγματος», «κομμουνιστικά τρωκτικά» ή «υποχείρια της
ανατολικογερμανικής κυβέρνησης» και καταδικάστηκαν σε βαριά πρόστιμα και
καθείρξεις, σε κέντρα κράτησης ή φυλακές. [3]. Οι δικαστές που επέβαλαν
τέτοιες ποινές στην πλειονότητά τους κατείχαν παρόμοια αξιώματα στο
τρίτο Ράιχ και απορροφήθηκαν από το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος – όπως
ακριβώς αμέτρητοι στρατηγοί, αξιωματικοί και άνθρωποι των μυστικών
υπηρεσιών. Αντίθετα, ούτε ένας από τους περίπου 3.000 στρατοδίκες των
Ναζί δεν έδωσε λόγο για τις 30.000θανατικές καταδίκες ενάντια σε
αντιρρησίες συνείδησης και λιποτάκτες». Αυτό όμως ήταν απλώς το
πρελούδιο της ʽσημαντικής ομιλίαςʼ του Γερμανού προέδρου.Ακολούθησε το
χορικό. Ο Γκάουκ έπλεξε το εγκώμιο του μετασχηματισμού της Μπούντεσβερ
σε μια παγκόσμια μαχητική δύναμη πολεμικών επιχειρήσεων: ʽΕνώ εμείς
καθόμαστε εδώ, χιλιάδες στρατιώτες μας βρίσκονται σε αποστολές σε τρεις
ηπείρους. Ένοπλες δυνάμεις στα Βαλκάνια, στο Ινδοκούς και στο Κέρας της
Αφρικής επιχειρούν εναντίον τρομοκρατών και πειρατών … Ποιος θα πίστευε
πως αυτό θα ήταν δυνατόν πριν από είκοσι χρόνια; Έτσι, προσφιλείς άνδρες
και γυναίκες του στρατού εκπαιδεύονται σήμερα με σαφή προοπτική να
συμμετάσχουν σε τέτοιες αποστολές …ʼ
Ο
Γκάουκ δεν περιορίστηκε σε απλή πολεμική προπαγάνδα. Ο ύμνος προς τις
ένοπλες δυνάμεις συνοδεύτηκε, όπως είχε απαιτηθεί [μέσω του Τεχάου], από
μια επίθεση προς εκείνους που ʽστρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, τους
δειλούς, που δεν θέλουν να γνωρίζουνʼ – μια στηλίτευση της έλλειψης
εκτίμησης και υποστήριξης προς το στρατό και τις επιχειρήσεις του από
την κοινωνία. ʽΌλα αυτά δεν θα έπρεπε να συζητούνται στα διοικητικά
επίπεδα και στο Κοινοβούλιο μόνοʼ, τόνισε ο Γκάουκ. Χρειάζεται να
συζητούνται ʽεκεί όπου θα έπρεπε να αναγνωρίζεται η σημασία των ενόπλων
δυνάμεών μας: μέσα στην κοινωνία. Δεν μας αρέσει να σκεφτόμαστε ότι
υπάρχουν πάλι τραυματίες βετεράνοι μεταξύ μας. Άνθρωποι που η υπηρεσία
τους προς τη Γερμανία τους κόστισε τη φυσική ή διανοητική τους υγεία.
Και η κοινωνία φέρει βαρέως το γεγονός ότι και πάλι σκοτώνονται Γερμανοί
σε στρατιωτική δράσηʼ.
Ο Γκάουκ κάλεσε να γίνονται περισσότερες δημόσιες συζητήσεις με στρατιώτες και αξιωματικούς για να ξεπεραστεί η απροθυμία αποδοχής των πολεμικών επιχειρήσεων:ʽΣτρατηγοί, αξιωματικοί και στρατιώτες πρέπει να βρεθούν ξανά στο επίκεντρο της κοινωνίας μας!ʼ Επανήλθε αρκετές φορές σʼ αυτό το ζήτημα υποδεικνύοντας εμφανώς ότι στρατιώτες και αξιωματικοί θα έπρεπε να εμφανίζονται πιο συχνά στον Τύπο και στην τηλεόραση, προκειμένου να δημιουργηθεί η σωστή ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο, ʽη κοινωνία μας δεν δείχνει την ίδια ετοιμότητα αποδοχής θυσιώνʼμʼ αυτή που επιδεικνύουν οι στρατιώτες της Μπούντεσβερ, υπάρχει ελάχιστη προθυμία να πεθάνουν οι άνθρωποι, αντίθετα, περιορίζονται σε έναν εικονικόʽεθισμό στην ευτυχίαʼ. Ο Γκάουκ καυτηρίασε μια τέτοια επιδίωξη της ευτυχίας:ʽΤο γεγονός ότι υπάρχουν και πάλι γερμανικές απώλειες δεν μπορεί να το σηκώσει η κοινωνία μας που αναζητά την ευτυχία … Όμως δεν μπορούμε να έχουμε ελευθερία χωρίς ευθύνη. Για εσάς, αγαπητοί στρατιώτες/στρατιωτίνες, είναι αυταπόδεικτο.Είναι, όμως, αυταπόδεικτο και για την κοινωνία μας; Ορισμένοι θεωρούν ότι η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ευημερίας μας είναι ευθύνη του κράτους και της δημοκρατίας. Κάποιοι συγχέουν την ελευθερία με την απερισκεψία, την αδιαφορία και τον ηδονισμό. Άλλοι είναι πολύ καλοί όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους ή, όπου είναι αναγκαίο, τα απαιτούν κραυγαλέα. Και όλοι ξεχνούν πολύ εύκολα ότι μια λειτουργική δημοκρατία απαιτεί επίσης προσπάθεια,εγρήγορση, θάρρος και μερικές φορές την ύστατη θυσία από ένα άτομο: να δώσει τη ζωή τουʼ. Αυτή η ʽπροθυμία να κάνουμε θυσίεςʼ είναι σπάνια στις μέρες μας ,σύμφωνα με τον Γκάουκ. ʽΑλλά, εδώ, στις ένοπλες δυνάμεις, συναντώ ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να αφιερωθούν σε κάτι – ανθρώπους που είναι θαρραλέοι πολίτες εν στολή!ʼ Χρησιμοποιώντας αυτό τον όροʽθαρραλέοι πολίτες εν στολήʼ, ο Γκάουκ ανήγγειλε την απομάκρυνση από την ιδέα τωνʽένστολων πολιτών του κράτουςʼ, τη συνολική ιδέα της μεταρρύθμισης της Μπούντεσβερ από τη δεκαετία του 1970 που υπονοούσε ότι η διαφορά μεταξύ στρατιωτών και άλλων πολιτών στη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν ο φόνος και ο θάνατος, αλλά απλώς η στολή. Επιπλέον, ο Γκάουκ εξήρε το ʽμαχητικό πνεύμα των στρατιωτών και την προθυμία τους να πεθάνουν για ένα ιδανικόʼ …: ένα ιδανικό που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που θεωρεί ως αξιοκατάκριτη επιδίωξη της ευημερίας και της ευτυχίας. Ήδη δύο χρόνια προ της ανάδειξής του στην προεδρία, σε μια συνέντευξη προς τη Süddeutsche Zeitung, ο Γιόακιμ Γκάουκ είχε επιτεθεί βίαια στη λαχτάρα των ανθρώπων για ευτυχία. ʽΟι άνθρωποι πρέπει να σηκωθούν από την αιώρα της αναμονής της ευτυχίας μέσω της ευχαρίστησης και της ευημερίας!ʼ,κήρυξε ο πάστορας. Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου ʽΠάνε τα πράγματα πολύ καλά για εμάς;ʼ Απάντησε: ʽΑυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής που δεν κερδίζεται πλέον μέρα με τη μέρα. Η κατάσταση είναι διαφορετική σε καιρούς κρίσης ή δικτατορίαςʼ. Σήμερα προφανώς θα πρόσθετε: ʽκαι σε καιρούς πολέμου επίσηςʼ. ʽΌταν όλα πάνε καλά για εμάς, οι προκλήσεις της ζωής περνούν απαρατήρητες … και υπάρχει αναζήτηση νοήματοςʼ. Ο δημοσιογράφος ρώτησε:ʽΕίμαστε τόσο υλιστές;ʼ Και ο Γκάουκ απάντησε: ʽΕιλικρινά, το πιστεύω, ναι. Δεν αφορά μόνο την εποχή μας. Η λαχτάρα του ανθρώπου για άμεση ικανοποίηση προκειμένου να θεωρηθεί ευτυχής αποτελεί μέρος της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσηςʼ». Με αυτές τις παρατηρήσεις ο Γιόακιμ Γκάουκ επαναλαμβάνει με άμεσο τρόπο την ʽπολιτισμική κριτικήʼ των αστών ιδεολόγων και συγγραφέων της Γερμανίας πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνοι οι διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν σχεδόν τις ίδιες λέξεις όταν διαμαρτύρονταν για την κυριαρχία του ʽυλισμούʼ στην κοινωνία, την απώλεια των υψηλών ιδανικών ή μάλλον την απροθυμία να πεθαίνει κανείς γιʼ αυτά. Θεωρούσαν ευπρόσδεκτες τις κρίσεις, τη φτώχεια και τον πόλεμο ως ʽαπελευθέρωση από την παρακμήʼ, ως ʽκαθαρτήριες καταστροφέςʼ, ʽηρωικές δοκιμασίες για μια υψηλότερη ύπαρξη που να έχει νόημαʼ –ιδέες που πρόσφεραν στους μιλιταριστές, τότε όπως και τώρα, τον ιδεολογικό εξοπλισμό που είχαν ανάγκη». Ο Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς, ανώτατος Γερμανός αυτοκρατορικός στρατηγός και κτηνώδης οργανωτής της κατοχής του Βελγίου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, έγραψε εφτά χρόνια πριν από την έναρξη της σφαγής: ʽΠάνω απʼ όλα, επιθυμώ δυο καλά πράγματα για τη γερμανική πατρίδα, την πλήρη εκπτώχευση και ένα πόλεμο τιμωρίας που να διαρκέσει εφτά χρόνια. Μετά, ο γερμανικός λαός θα είχε πιθανώς την ικανότητα να ανυψωθεί ξανά και να σωθεί από μια ηθική εξαχρείωση αιώνωνʼ.
Ο Γκάουκ κάλεσε να γίνονται περισσότερες δημόσιες συζητήσεις με στρατιώτες και αξιωματικούς για να ξεπεραστεί η απροθυμία αποδοχής των πολεμικών επιχειρήσεων:ʽΣτρατηγοί, αξιωματικοί και στρατιώτες πρέπει να βρεθούν ξανά στο επίκεντρο της κοινωνίας μας!ʼ Επανήλθε αρκετές φορές σʼ αυτό το ζήτημα υποδεικνύοντας εμφανώς ότι στρατιώτες και αξιωματικοί θα έπρεπε να εμφανίζονται πιο συχνά στον Τύπο και στην τηλεόραση, προκειμένου να δημιουργηθεί η σωστή ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο, ʽη κοινωνία μας δεν δείχνει την ίδια ετοιμότητα αποδοχής θυσιώνʼμʼ αυτή που επιδεικνύουν οι στρατιώτες της Μπούντεσβερ, υπάρχει ελάχιστη προθυμία να πεθάνουν οι άνθρωποι, αντίθετα, περιορίζονται σε έναν εικονικόʽεθισμό στην ευτυχίαʼ. Ο Γκάουκ καυτηρίασε μια τέτοια επιδίωξη της ευτυχίας:ʽΤο γεγονός ότι υπάρχουν και πάλι γερμανικές απώλειες δεν μπορεί να το σηκώσει η κοινωνία μας που αναζητά την ευτυχία … Όμως δεν μπορούμε να έχουμε ελευθερία χωρίς ευθύνη. Για εσάς, αγαπητοί στρατιώτες/στρατιωτίνες, είναι αυταπόδεικτο.Είναι, όμως, αυταπόδεικτο και για την κοινωνία μας; Ορισμένοι θεωρούν ότι η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ευημερίας μας είναι ευθύνη του κράτους και της δημοκρατίας. Κάποιοι συγχέουν την ελευθερία με την απερισκεψία, την αδιαφορία και τον ηδονισμό. Άλλοι είναι πολύ καλοί όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους ή, όπου είναι αναγκαίο, τα απαιτούν κραυγαλέα. Και όλοι ξεχνούν πολύ εύκολα ότι μια λειτουργική δημοκρατία απαιτεί επίσης προσπάθεια,εγρήγορση, θάρρος και μερικές φορές την ύστατη θυσία από ένα άτομο: να δώσει τη ζωή τουʼ. Αυτή η ʽπροθυμία να κάνουμε θυσίεςʼ είναι σπάνια στις μέρες μας ,σύμφωνα με τον Γκάουκ. ʽΑλλά, εδώ, στις ένοπλες δυνάμεις, συναντώ ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να αφιερωθούν σε κάτι – ανθρώπους που είναι θαρραλέοι πολίτες εν στολή!ʼ Χρησιμοποιώντας αυτό τον όροʽθαρραλέοι πολίτες εν στολήʼ, ο Γκάουκ ανήγγειλε την απομάκρυνση από την ιδέα τωνʽένστολων πολιτών του κράτουςʼ, τη συνολική ιδέα της μεταρρύθμισης της Μπούντεσβερ από τη δεκαετία του 1970 που υπονοούσε ότι η διαφορά μεταξύ στρατιωτών και άλλων πολιτών στη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν ο φόνος και ο θάνατος, αλλά απλώς η στολή. Επιπλέον, ο Γκάουκ εξήρε το ʽμαχητικό πνεύμα των στρατιωτών και την προθυμία τους να πεθάνουν για ένα ιδανικόʼ …: ένα ιδανικό που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που θεωρεί ως αξιοκατάκριτη επιδίωξη της ευημερίας και της ευτυχίας. Ήδη δύο χρόνια προ της ανάδειξής του στην προεδρία, σε μια συνέντευξη προς τη Süddeutsche Zeitung, ο Γιόακιμ Γκάουκ είχε επιτεθεί βίαια στη λαχτάρα των ανθρώπων για ευτυχία. ʽΟι άνθρωποι πρέπει να σηκωθούν από την αιώρα της αναμονής της ευτυχίας μέσω της ευχαρίστησης και της ευημερίας!ʼ,κήρυξε ο πάστορας. Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου ʽΠάνε τα πράγματα πολύ καλά για εμάς;ʼ Απάντησε: ʽΑυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής που δεν κερδίζεται πλέον μέρα με τη μέρα. Η κατάσταση είναι διαφορετική σε καιρούς κρίσης ή δικτατορίαςʼ. Σήμερα προφανώς θα πρόσθετε: ʽκαι σε καιρούς πολέμου επίσηςʼ. ʽΌταν όλα πάνε καλά για εμάς, οι προκλήσεις της ζωής περνούν απαρατήρητες … και υπάρχει αναζήτηση νοήματοςʼ. Ο δημοσιογράφος ρώτησε:ʽΕίμαστε τόσο υλιστές;ʼ Και ο Γκάουκ απάντησε: ʽΕιλικρινά, το πιστεύω, ναι. Δεν αφορά μόνο την εποχή μας. Η λαχτάρα του ανθρώπου για άμεση ικανοποίηση προκειμένου να θεωρηθεί ευτυχής αποτελεί μέρος της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσηςʼ». Με αυτές τις παρατηρήσεις ο Γιόακιμ Γκάουκ επαναλαμβάνει με άμεσο τρόπο την ʽπολιτισμική κριτικήʼ των αστών ιδεολόγων και συγγραφέων της Γερμανίας πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνοι οι διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν σχεδόν τις ίδιες λέξεις όταν διαμαρτύρονταν για την κυριαρχία του ʽυλισμούʼ στην κοινωνία, την απώλεια των υψηλών ιδανικών ή μάλλον την απροθυμία να πεθαίνει κανείς γιʼ αυτά. Θεωρούσαν ευπρόσδεκτες τις κρίσεις, τη φτώχεια και τον πόλεμο ως ʽαπελευθέρωση από την παρακμήʼ, ως ʽκαθαρτήριες καταστροφέςʼ, ʽηρωικές δοκιμασίες για μια υψηλότερη ύπαρξη που να έχει νόημαʼ –ιδέες που πρόσφεραν στους μιλιταριστές, τότε όπως και τώρα, τον ιδεολογικό εξοπλισμό που είχαν ανάγκη». Ο Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς, ανώτατος Γερμανός αυτοκρατορικός στρατηγός και κτηνώδης οργανωτής της κατοχής του Βελγίου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, έγραψε εφτά χρόνια πριν από την έναρξη της σφαγής: ʽΠάνω απʼ όλα, επιθυμώ δυο καλά πράγματα για τη γερμανική πατρίδα, την πλήρη εκπτώχευση και ένα πόλεμο τιμωρίας που να διαρκέσει εφτά χρόνια. Μετά, ο γερμανικός λαός θα είχε πιθανώς την ικανότητα να ανυψωθεί ξανά και να σωθεί από μια ηθική εξαχρείωση αιώνωνʼ.
Ο
Γκάουκ δεν ανατρέχει στους ιδεολόγους του γερμανικού ιμπεριαλισμού πριν
από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο μόνο μέσω της επίκλησης της κρίσης, του
πολέμου και των θυσιών ως ευκαιριών για μια ʽπιο άξια και με νόημα
ύπαρξηʼ, που υπερβαίνει τη ʽσκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσηςʼ. Οι
μακροσκελείς ομιλίες του ενάντια στην επιδίωξη της ευτυχίαςʼ εντάσσονται
επίσης στην ίδια παράδοση. Φιλόσοφοι όπως ο Μαξ Σέλερ,κοινωνιολόγοι
όπως ο Γκέοργκ Ζίμελ και οικονομολόγοι όπως ο Βέρνερ Ζόμπαρτ επιδίδονται
στους ίδιους ακριβώς οδυρμούς, επικαλούμενοι συχνά τον Φρ. Νίτσε και
τους διάσπαρτους αφορισμούς του περί ʽυλισμούʼ και ʽηδονισμούʼ. Έτσι
εξέφρασαν μια άγρια εχθρότητα απέναντι στο εργατικό κίνημα που έχει
υιοθετήσει ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα και στην πάλη του για
κοινωνική ισότητα, ένα κίνημα που δεν ήταν πλέον διατεθειμένο να
ανεχθεί μια μειονότητα πλούτου στην κορφή της κοινωνίας, ενώ η
πλειονότητα βυθίζεται στη φτώχεια και στην ταλαιπωρία.
»Τα κηρύγματα του Γιόακιμ Γκάουκ κατά του ʽεθισμού στην ευτυχία και την ευημερίαʼ ισοδυναμούν επίσης με στοχευμένες επιθέσεις του εκπροσώπου της τάξης των ιδιοκτητών στα βασικά κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. Την αντίθεση των Ελλήνων ή των Ισπανών εργαζομένων στην αθλιότητα που υπαγορεύουν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες, την αντίσταση στη λιτότητα προς χάριν της ʽσωτηρίας των τραπεζώνʼ, την εναντίωση στους αποικιακούς πολέμους στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία – αυτά στιγματίζει ο Γκάουκ ως ʽεθισμό στην ευτυχίαʼ και ʽφιλοδοξία ευημερίαςʼ[…]
»Τα κηρύγματα του Γιόακιμ Γκάουκ κατά του ʽεθισμού στην ευτυχία και την ευημερίαʼ ισοδυναμούν επίσης με στοχευμένες επιθέσεις του εκπροσώπου της τάξης των ιδιοκτητών στα βασικά κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. Την αντίθεση των Ελλήνων ή των Ισπανών εργαζομένων στην αθλιότητα που υπαγορεύουν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες, την αντίσταση στη λιτότητα προς χάριν της ʽσωτηρίας των τραπεζώνʼ, την εναντίωση στους αποικιακούς πολέμους στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία – αυτά στιγματίζει ο Γκάουκ ως ʽεθισμό στην ευτυχίαʼ και ʽφιλοδοξία ευημερίαςʼ[…]
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Diktiospartakos.