Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

«Μας Έχουν Πηδήξει τα Όνειρα» – Αυτή Είναι η Νέα Εργατική Τάξη στην Ελλάδα

Posted by ΝΕΟΛΑΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ Παρασκευή, Μαΐου 26, 2017

1Επτά ιστορίες εργαζόμενων, επτά διηγήσεις εκπροσώπων της γενιάς των 400 ευρώ. Ίσως και λιγότερων....

Είμαστε μια γενιά αριθμών. Στην αρχή χαρακτηριστήκαμε ως η γενιά των 700 ευρώ. Μετά, υποβαθμιστήκαμε σε γενιά των 400. Είμαστε αυτοί που καθοριζόμαστε από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα ξεχειλωμένα ωράρια, την εργασιακή επισφάλεια. Η γενιά που αδυνατεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο μέχρι τα 30. Κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη, παλεύει να επιβιώσει. Η γενιά που δεν ονειρεύεται.
Ξόδεψε τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης σε αναγνωστήρια, αίθουσες εξετάσεων και περιστασιακές δουλειές. Οι επιδιώξεις της εξαντλούνται στην καταβολή του ενοικίου στο τέλος του μήνα. Με το ακουστικό στο αυτί ή τον δίσκο στο χέρι, αγωνίζεται καθημερινά, για να συνεχίζει να υπάρχει.
Με την υπογραφή του τέταρτου μνημονίου προ των πυλών, συλλέξαμε επτά ιστορίες εργαζόμενων ανθρώπων των οποίων η νεότητα συνέπεσε με τις πολιτικές λιτότητας. Η νέα εργατική τάξη στην Ελλάδα μπορεί να μη δουλεύει με φόρμα εργασίας, προσφέρει, ωστόσο, τις υπηρεσίες της σε πολύ χαμηλή τιμή.

Χρύσα Τσιτροπούλου, 30 ετών, καθηγήτρια αγγλικών

Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι κάνω δύο ή περισσότερες δουλειές, επειδή θεωρητικά έχω πολλούς εργοδότες. Εργάζομαι σε ένα φροντιστήριο και παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών σε παιδάκια. Ξεκινάω κάθε μέρα περίπου στις δύο το μεσημέρι και τελειώνω οκτώ, εννιά, κάποιες φορές και στις δέκα το βράδυ, ανάλογα με τις μετακινήσεις που χρειάζεται να κάνω.

Το 2010 αποφοίτησα από την Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα. Ξεκίνησα να δουλεύω ως καθηγήτρια ελληνικών, αλλά όσο περνούσε ο καιρός τα μαθήματα συνεχώς λιγόστευαν. Σε φροντιστήριο δεν μπορούσα να βρω δουλειά, επειδή ζητούσαν προϋπηρεσία – ακόμα και να την είχα, δεν θα μπορούσα να την αποδείξω με τα ιδιαίτερα μαθήματα.

Η μόνη επαφή που είχα μέχρι τότε με φροντιστήριο ήταν μέσω ενός πεντάμηνου προγράμματος voucher. Οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν εκεί ήταν τραγικές. Ουσιαστικά, δεν είχα κανένα εργασιακό δικαίωμα, επειδή, αν και εργαζόμενη, θεωρούμουν ακόμη άνεργη εκείνη την περίοδο.

«Δούλευα και ως φοιτήτρια. Τα λεφτά που έβγαζα ήταν ασύγκριτα καλύτερα»

Κάποια στιγμή, βρήκα σταθερή δουλειά σε φροντιστήριο ως καθηγήτρια αγγλικών μόνο με το πτυχίο του Proficiency. Συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να βρω περισσότερες δουλειές πάνω σε αυτό το αντικείμενο και έτσι έδωσα κατατακτήριες και μπήκα στην Αγγλική Φιλολογία. Στα 30 μου χρόνια έγινα για δεύτερη φορά φοιτήτρια.

Ενίοτε, συμπλήρωνα το εισόδημά μου παραδίδοντας μαθήματα πιάνου σε παιδιά.
Το διάστημα που δεν εργαζόμουν σε φροντιστήριο ήταν πολύ δύσκολο. Τα ιδιαίτερα δεν μου πρόσφεραν καμία ασφάλεια. Δεν ήξερα αν θα έχω δουλειά ή πόση δουλειά θα είχα την επόμενη χρονιά, δεν είχα σταθερό μισθό και προφανώς κανείς δεν μου κολλούσε ένσημα. Αναγκαζόμουν να κάνω αιματηρές οικονομίες μέσα στον χειμώνα, για να μπορώ να συντηρούμαι τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν δούλευα.

«Ποιος μπορεί να διατηρήσει τη δημιουργικότητα, το μεράκι και τη φαντασία του, όταν νιώθει ότι ο κόπος και η προσπάθεια που καταβάλλει δεν εκτιμάται από κανέναν;»

Στο φροντιστήριο το ωρομίσθιο είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο των ιδιαίτερων μαθημάτων, αλλά τουλάχιστον είσαι ασφαλισμένος, παίρνεις ένα επίδομα ανεργίας το καλοκαίρι και ένα πετσοκομμένο δώρο Πάσχα.

Πριν από το μνημόνιο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Το θυμάμαι, επειδή δούλευα και ως φοιτήτρια. Τα λεφτά που έβγαζα ήταν ασύγκριτα καλύτερα. Δεν υπήρχε αυτό το μόνιμο αίσθημα ανασφάλειας, αυτή η μόνιμη απειλή ότι μπορεί να χάσεις τη δουλειά σου ανά πάσα στιγμή. Αλλά ακόμη και αυτό να συνέβαινε, δεν υπήρχε ο φόβος του τι θα γίνει μετά. Ήξερες ότι ακόμη και αν απολυόσουν, θα έβρισκες σύντομα κάποια άλλη δουλειά.

Ακόμη και οι γονείς συμπεριφέρονται διαφορετικά. Βλέπω ότι πλέον λειτουργούν περισσότερο ως εργοδότες. Οι απαιτήσεις έχουν αυξηθεί, χωρίς, βέβαια, αυτό να αποτυπώνεται στον μισθό.

Οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν, μας αναγκάζουν, δυστυχώς, να ρίξουμε και την ποιότητα της δουλειάς μας. Ποιος μπορεί να διατηρήσει τη δημιουργικότητα, το μεράκι και τη φαντασία του, όταν νιώθει ότι ο κόπος και η προσπάθεια που καταβάλλει δεν εκτιμάται από κανέναν;
Θυμάμαι ότι παλιότερα αντιμετώπιζα τα πράγματα διαφορετικά. Η αισιοδοξία που είχα, όταν βγήκα για πρώτη φορά από το πανεπιστήμιο, έχει σβήσει.

Βλέπω μία γενιά που παλεύει να επιβιώσει, που προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί μέσα σε αυτήν την κατάσταση. Δεν βλέπω ανθρώπους να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, να βουλιάζουν. Βλέπω ανθρώπους που έχουν δυσκολίες, αλλά παλεύουν να τις αντιμετωπίσουν. Όμως βλέπω και έναν τεράστιο συμβιβασμό. Πλέον και με τα λίγα είμαστε ευχαριστημένοι, συμβιβαζόμαστε πολύ πιο έυκολα. Δεχόμαστε δουλειές, συμπεριφορές, μισθούς που σε άλλη περίπτωση δεν θα δεχόμασταν. Κάνουμε πίσω, δεν βάζουμε τα όριά μας και, σε τελική ανάλυση, καταλήγουμε να υποτιμάμε τους ίδιους μας τους εαυτούς μας.

Μαρία Μπαρούτα, 27 ετών, πωλήτρια

Στα 19 μου συνειδητοποίησα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Πέρασα σε μία ιδιωτική δραματική σχολή, αλλά, για να μπορώ να πληρώνω τα δίδακτρα, αναγκάστηκα να δουλεύω από πολύ μικρή. Οι γονείς μου δεν είχαν τη δυνατότητα να με στηρίξουν οικονομικά και κάπως έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο.

Σηκωνόμουν κάθε μέρα στις πέντε το πρωί για τη δουλειά και συνέχιζα μέχρι τις δέκα το βράδυ στη σχολή. Έμενε ένα χρονικό περιθώριο τεσσάρων-πέντε ωρών, για να φάω και να κοιμηθώ. Δεν γνώρισα αυτό που ονομάζουμε φοιτητική ζωή. Από την πρώτη στιγμή της ενηλικίωσής μου χρειάστηκε να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι δεν θα έχω ελεύθερο χρόνο.

Σταδιακά ο μισθός μου έπεσε στο 50% και πλέον δεν μπορούσα να αγοράσω ούτε τα βασικά από το σούπερ μάρκετ. Έπαιρνα 250 με 300 ευρώ και ήμουν από τις 5 το πρωί στο πόδι. Μιλάμε για ξεφτίλα.

Όταν εγκατέλειψα αυτήν τη δουλειά, βρέθηκα για περίπου δύο χρόνια άνεργη. Έβρισκα μόνο περιστασιακές δουλειές. Έχω δουλέψει ως τραπεζοκόμα, ως πωλήτρια, ως γραμματέας, ως βοηθός ταχυδακτυλουργού. Έχω εργαστεί στην εστίαση, σε φρουτεμπορική, σε τηλεφωνικό κέντρο, σε γηροκομείο, σε promotion. Υπήρχαν περίοδοι που βρισκόμουν τη μία εβδομάδα σε μία δουλειά και την επόμενη σε άλλη.

«Αν μπορώ να πληρώνω το νοίκι και το σούπερ μάρκετ μου, θα είμαι ευτυχισμένη. Έχουμε αναγκαστεί να νιώθουμε ευτυχισμένοι με τα απολύτως απαραίτητα»

Θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο όσο τίποτα στον κόσμο, αλλά η κατάσταση είναι τέτοια που δεν σε αφήνει. Το επάγγελμα του ηθοποιού, όπως χιλιάδες άλλα, ήταν και είναι πολύ αβέβαιο. Δεν ξέρεις κάθε μήνα πού θα βρίσκεσαι, αν θα έχεις δουλειά, αν και πότε θα πληρωθείς. Έχει τύχει πολλές φορές να βγαίνουμε με την ομάδα μετά τις παραστάσεις και να μοιραζόμαστε τα λεφτά μας, για να μπορούμε να πιούμε μία μπίρα.

Πρέπει να κάνω άλλες δουλειές, για να συντηρώ το θέατρο. Για να συντηρώ την ψυχούλα μου, στην πραγματικότητα. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό που έχω σπουδάσει είναι το επάγγελμά μου και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το πω ποτέ. Επειδή επάγγελμα, είναι αυτό που σου επιτρέπει να επιβιώνεις. Μέχρι στιγμής, δουλεύω, για να χρηματοδοτώ το χόμπι μου.

Τώρα εργάζομαι ως πωλήτρια σε ένα κατάστημα με εσώρουχα. Δεν είναι η πιο εύκολη δουλειά του κοσμου. Έχει πολλή ορθοστασία και κουβάλημα. Καταπονείσαι πολύ σωματικά. Ο χώρος των πωλήσεων είναι πολύ πιεστικός γενικά, επειδή συνήθως όσο πουλάς πληρώνεσαι, αλλά μπορώ να πω ότι είμαι από τους τυχερούς που βρίσκονται σε ένα ανθρώπινο εργασιακό περιβάλλον.

«Μας έχουν γεράσει πριν την ώρα μας. Μας έχουν πηδήξει τα όνειρα»

Το μεγάλο μου όνειρο είναι να μπορώ να ζήσω από το θέατρο. Αν μπορώ να πληρώνω το νοίκι και το σούπερ μάρκετ μου, θα είμαι ευτυχισμένη. Έχουμε αναγκαστεί, δηλαδή, να νιώθουμε ευτυχισμένοι με τα απολύτως απαραίτητα.

Σκέφτομαι συχνά να μεταναστεύσω. Αν δεν υπήρχαν οι γονείς μου, θα είχα φύγει ήδη. Η Ελλάδα μας τρώει, μας καταστρέφει. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά. Άνθρωποι με δημιουργικότητα, φαντασία και απίστευτες ικανότητες. Είναι ντροπή να υπάρχει τόσο καλό υλικό και να μένει αναξιοποίητο. Αυτή τη στιγμή είναι πολυτέλεια να μπορείς να μείνεις στη χώρα σου.

Υπάρχει τεράστια ανισότητα και υπάρχει μια φωνή που δεν βγαίνει προς τα έξω. Μας έχει ρουφήξει η απογοήτευση. Οι κραυγές εγκλωβίζονται στα σώματά μας. Είμαστε όλοι γερασμένοι, μας έχουν γεράσει πριν την ώρα μας. Μας έχουν πηδήξει τα όνειρα.

Ζωή Λατσούδα, 27 ετών, υπάλληλος σε τηλεφωνικό κέντρο

Αποφοίτησα το 2014 από το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου και συνέχισα με μεταπτυχιακό στα ανθρώπινα δικαιώματα, στη Βουδαπέστη. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, ξεκίνησα να ψάχνω για δουλειά συναφή με το αντικείμενο που σπούδασα. Για ένα ολόκληρο εξάμηνο, έστελνα καθημερινά αιτήσεις σε ΜΚΟ, ιδρύματα και φυλακές ανηλίκων, αλλά δεν μου απαντούσε κανείς.

Έπειτα, ξεκίνησα να ψάχνω και αλλού: γραμματειακή υποστήριξη, τηλεφωνικά κέντρα, μέχρι και για θέση καθαρίστριας σε αλυσίδα εστιατορίων. Δεν έπαιρνα θετική απάντηση ούτε από εκεί.

Μετά από έναν χρόνο αναζήτησης, προσλήφθηκα στο τηλεφωνικό κέντρο που είμαι τώρα. Πρόκειται για μία δουλειά με απίστευτη πίεση. Παλεύεις καθημερινά να φτάσεις τον στόχο που έχει οριστεί από την επιχείρηση. Δουλεύουμε σε ένα περιβάλλον πολύ ανθυγιεινό. Με τον διπλανό μου μας χωρίζει απόσταση μικρότερη του μισού μέτρου. Στην αίθουσα επικρατεί απίστευτη φασαρία και επειδή πρέπει να ακούγεσαι στον πελάτη, αναγκάζεσαι και εσύ να φωνάζεις παραπάνω, για να καλύψεις τις φωνές των υπόλοιπων εργαζομένων.

Διαβάστε ακόμηΔούλεψα για Μισή Ώρα σε ένα Τηλεφωνικό Κέντρο και Ήταν σαν να Βρισκόμουν στον Μεσαίωνα

Είσαι σε μία αίθουσα γεμάτη ανθρώπους, αλλά στην πραγματικότητα είσαι μόνος σου. Περνάς οκτώ και περισσότερες ώρες από τη ζωή σου με ένα ακουστικό στο αυτί, με τον χρόνο να κυλάει αντίστροφα και τον στόχο γραμμένο στον πίνακα να σου υπενθυμίζει τον όγκο εργασίας που πρέπει να βγάλεις καθημερινά. Επιστρέφω σπίτι στο τέλος της ημέρας και νιώθω το μυαλό μου μουδιασμένο, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Υπάρχει μόνο κενό.

Οι εργοδότες συνήθως προτιμούν να μην αναπτύσσουμε κοινωνικές σχέσεις μεταξύ μας, αλλά είναι αδύνατο να επιβιώσεις σε αυτήν τη δουλειά, αν δεν έρχεσαι σε επαφή με τους συναδέλφους σου. Προσπαθούμε να λειτουργούμε συναδελφικά, να υπάρχει ένα κλίμα αλληλεγγύης.

«Στα τηλεφωνικά κέντρα θα βρεις κόσμο από 20 έως 60 χρονών»

Η αντιμετώπιση των πελατών δεν είναι πάντα η καλύτερη. Συχνά εκνευρίζονται, επειδή νιώθουν ότι εισβάλεις στον ιδιωτικό τους χώρο. Πολλοί από αυτούς γίνονται αγενείς και εριστικοί, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είμαστε απλώς εργαζόμενοι σε μία επιχείρηση.

Στα τηλεφωνικά κέντρα θα βρεις κόσμο από 20 έως 60 χρονών. Συνήθως, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν έχουν τελειώσει κάποια σχολή. Οι νεότεροι, στη συντριπτική μας πλειοψηφία, έχουμε πτυχία – έχουμε πτυχιούχους Νομικής, Φιλοσοφικής, Ψυχολογίας και Δημοσιογραφίας.

 Κάποιοι έχουμε και μεταπτυχιακά. Για εμάς που είμαστε πιο νέοι είναι ευκολότερο να εγκαταλείψουμε αυτήν τη δουλειά. Υπάρχει όμως κόσμος στο τηλεφωνικό κέντρο που έχει από πίσω του οικογένεια να θρέψει.
Δεν μπορώ να πω ότι έχω ελεύθερο χρόνο. Το βράδυ μετά τη δουλειά σπάνια έχω όρεξη να πάω για ένα ποτό. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα επιλέγω να μένω σπίτι και να κοιμάμαι, επειδή νιώθω εξαντλημένη από την εβδομάδα που πέρασε. Έχω χαθεί με τους περισσότερους φίλους μου, επειδή δουλεύουμε όλοι πολύ και έχουμε διαφορετικά ωράρια.

«Το μόνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να συντηρούμαι και να βοηθάω τη μητέρα μου – στο τέλος κάθε μήνα τής βάζω κρυφά ένα 50ευρο στο πορτοφόλι»

Προσωπικά αντιμετωπίζω αυτήν τη δουλειά σαν ένα προσωρινό στάδιο, μέχρι να βρω κάτι που να με εκφράζει περισσότερο και να μου εξασφαλίζει τα βασικά. Τρομάζω στην ιδέα ότι θα εργάζομαι για πάντα σε τηλεφωνικό κέντρο.

Δεν με νοιάζει να βγάλω λεφτά, ούτε να κάνω καριέρα. Δεν κάνω μεγάλα όνειρα. Το μόνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να συντηρούμαι και να βοηθάω τη μητέρα μου, όταν πιέζεται οικονομικά. Δεν της το έχω πει ποτέ, αλλά στο τέλος κάθε μήνα τής βάζω κρυφά ένα 50ευρο στο πορτοφόλι. Θέλω να ξέρω ότι δεν νιώθει ανασφάλεια.

Είχα φανταστεί τη ζωή μου πολύ διαφορετική. Όταν τελείωσα με τις Πανελλαδικές αποφάσισα να μπω στην Κοινωνιολογία, επειδή ονειρευόμουν να γίνω κοινωνική λειτουργός. Έβλεπα οικογενειακούς μας φίλους να κάνουν αυτήν τη δουλειά και τους θαύμαζα. Όταν βγήκα από το πανεπιστήμιο, ένιωσα τεράστια απογοήτευση, επειδή είδα εξ” αρχής ότι υπάρχει μηδενική απορρόφηση. Οι γονείς μου επένδυσαν πολλά χρήματα και εγώ άπειρες ώρες διαβάσματος, για να μπω στο πανεπιστήμιο και αργότερα για να αποφοιτήσω. Και όλα αυτά για τι;

Νίκος (Γιακουμέλος), 26 ετών, δημοσιογράφος

Ξεκίνησα από τα 21 να δουλεύω σε ιστοσελίδες, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα σταματήσω να αναδημοσιεύω δελτία Τύπου και ότι θα ξεκινήσω να παράγω κανονική δημοσιογραφική δουλειά. Αντ” αυτού, κάποια στιγμή μου ζήτησαν να ψάχνω έτοιμες ειδήσεις και απλά να τις αναδιαμορφώνω. Μερικές φορές, το μόνο που είχα να κάνω είναι να προσθέτω την πηγή του κειμένου.
Αυτήν τη στιγμή κάνω δύο δουλειές – η μία είναι πλήρους και η δεύτερη μερικής απασχόλησης. Δουλεύω περίπου 11 ώρες την ημέρα. Καταφέρνω να συντηρηθώ αλλά, προφανώς, όχι πλουσιοπάροχα.

Τα ωράρια διαφέρουν σε κάθε επιχείρηση. Μπορεί να κάνεις αυτήν τη δουλειά για τέσσερις ώρες, μπορεί να την κάνεις και για δέκα. Εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες του Μέσου. Σε κάποιες επιχειρήσεις δούλευα πενθήμερο και σε κάποιες άλλες αναγκαζόμουν να εργάζομαι και τα σαββατοκύριακα. Αν είσαι με σύμβαση πρακτικής, μπορεί και να μην πληρώνεσαι καθόλου. Μου έχει τύχει να δουλεύω σε επίχειρηση πενθήμερο, οχτάωρο και να πληρώνομαι με 200 ευρώ ανασφάλιστος.

Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, έχω περάσει από περίπου δέκα επιχειρήσεις.
Η δουλειά είναι πολύ μηχανική. Επιστρέφεις σπίτι με ένα βουητό στα αυτιά σου. Δεν μπορείς να δεις τον εαυτό σου σε αυτό που παράγεις, επειδή δεν υπάρχει τίποτα δημιουργικό σε αυτό.

«Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι «τι θέλω να κάνω», το ερώτημα είναι «πώς θα ζήσω;»»

Σε καθημερινή βάση, ανεβάζω κατά μέσο όρο 50 με 60 ειδήσεις. Υπήρξε μέρα που χρειάστηκε να ανεβάσω μέχρι και 250.

 
Το κλίμα στον εργασιακό χώρο είναι μοναχικό. Δεν έχεις χρόνο να μιλήσεις με τους συναδέλφους σου. Είσαι όλη μέρα μπροστά από μία οθόνη. Μου είναι πιο εύκολο να μιλήσω με έναν φίλο μου στο Facebook, παρά με κάποιον συνάδελφο. Νομίζω ότι αυτός είναι και ο λόγος που δεν δημιουργείται κλίμα συλλογικότητας και αλληλεγγύης στον εργασιακό χώρο. Θυμίζει γραμμή παραγωγής. Είμαι το νούμερο «8» και δεν ξέρω τίποτα για τον διπλανό μου.

Νιώθω απογοητευμένος, επειδή δεν είναι αυτό που είχα στο μυαλό μου ως δημοσιογραφία, όταν τελείωσα τη σχολή – και δεν είναι δημοσιογραφία, στην πραγματικότητα. Παρ” όλα αυτά, προσεγγιστικά, το 80% των δημοσιογράφων στο Ίντερνετ απασχολούνται στη ροή ειδήσεων.

Πολλοί από τους συμφοιτητές μου παράτησαν τη σχολή, επειδή απογοητεύτηκαν, όταν είδαν ποιες είναι οι εργασιακές σχέσεις που επικρατούν στον χώρο και απασχολούνται σε επαγγέλματα άσχετα με το αντικείμενο της σχολής. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται χρόνια στην ανεργία.
Η γενιά μας αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε απόγνωση. Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι «τι θέλω να κάνω», το ερώτημα είναι «πώς θα ζήσω;».

Αντώνης Βαλσαμής, 29 ετών, αρτεργάτης

Δουλεύω σε φούρνο από τότε που τελείωσα το σχολείο, δηλαδή τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής μου. Είχα περάσει στο ΤΕΙ Καλαμάτας, στο Τμήμα Διαχείρισης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας. Πήγα για κάποιους μήνες, αλλά, επειδή δεν με ενδιέφερε το αντικείμενο, ξεκίνησα να δουλεύω στον φούρνο της οικογένειάς μου. Εργάστηκα εκεί για ένα διάστημα με τον πατέρα μου, προκειμένου να αποκτήσω εξοικείωση με το επάγγελμα. Τώρα, είμαι μισθωτός σε μία άλλη επιχείρηση.

Ο μισθός που παίρνεις για αυτήν τη δουλειά είναι αρκετά αξιοπρεπής, αλλά τα ωράρια είναι τέτοια που δεν σου επιτρέπουν να έχεις ελεύθερο χρόνο και προσωπική ζωή. Πλέον μπορώ να πω ότι το έχω συνηθίσει.

Κανένας φούρναρης δεν δουλεύει λιγότερο από δέκα ώρες.Έχω δουλέψει σε επιχειρήσεις που χρειαζόταν να ξυπνήσω από τις 00:30. Αντιστοίχως, όταν δούλευα σε αλυσίδα αρτοποιείων, πήγαινα για δουλειά στις 20:30 και έφευγα στις 11:00, το έπομενο πρωί.

Στο φούρνο που είμαι τώρα, πρέπει να ξυπνάω στς 04:30 το ξημέρωμα – είναι μακράν το καλύτερο ωράριο που είχα, μέχρι στιγμής.

Ο νόμος για τους αρτεργάτες είναι ο ίδιος από το 1930. Σύμφωνα με αυτόν, δικαιούμαστε ενάμισι λίτρο γάλα την ημέρα και τρία αρτοσκευάσματα της επιλογής μας, αλλά κανένας εργοδότης δεν τα παρέχει. Αντ” αυτού, υπήρχαν περιπτώσεις που μας χρέωναν ακόμη και τους καφέδες, χωρίς να μας το πουν: Σε ανύποπτο χρόνο, μας ανακοίνωναν ότι έχουμε οφειλές της τάξης των 200 ευρώ.

Υπάρχει τρομερή εκμετάλλευση σε αυτό το επάγγελμα. Οι εργοδότες μάς αντιμετωπίζουν σαν ζώα, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μας απευθύνονται. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας σεβασμός απέναντι στα εργασιακά μας δικαιώματα: δεν δίνουν τις άδειες που δικαιούμαστε, δεν πληρώνουν δώρα, δεν παρέχουν το λεγόμενο «μεροκάματο της λαγάνας». Σπάνια μάς κολλάνε ένσημα για όλες τις ώρες. Συνήθως μας ασφαλίζουν για τέσσερις και πέντε ώρες.

Βέβαια, όταν πλησιάζουν οι γιορτές προσπαθούν να μας συμπεριφέρονται ευγενικά και να μας καλοπιάνουν. Όταν τελειώσουν, γυρίζουμε στην προηγούμενη κατάσταση όπου φωνάζουν και παραπονιούνται για τα πάντα. Στις γιορτές δουλεύουμε περισσότερες από 14 ώρες την ημέρα.

Ολίβια Τζιουβάρα, 26 ετών, babysitter

Αποφοίτησα από το Βιολογικό της Πάτρας, πριν από κάποια χρόνια και αυτήν τη στιγμή ολοκληρώνω το μεταπτυχιακό μου στην Αθήνα. Ξεκίνησα να δουλεύω ως babysitter πριν από τέσσερις μήνες, επειδή οι γονείς μου δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών μου και τη διαμονή μου σε μία άλλη πόλη.

Τα πρωινά εργάζομαι σε μία οικογένεια και τα απογεύματα γράφω τη διπλωματική μου. Μαζί με τις μετακινήσεις, αφιερώνω σχεδόν δέκα ώρες καθημερινά στη δουλειά.

Πρόκειται για δύσκολο και αγχωτικό επάγγελμα, επειδή ένα μικρό παιδί χρειάζεται διαρκώς φροντίδα και προσοχή. Υπάρχει μόνιμα ο κίνδυνος να πάθει κάτι και για οτιδήποτε συμβεί θα είμαι η μοναδική υπεύθυνη.

Οι σχέσεις που αναπτύσσεις με τους εργοδότες σου, δηλαδή με την οικογένεια, στο babysitting είναι πιο περίπλοκες απ” ότι συνήθως. Μπαίνω στο σπίτι τους και φροντίζω το παιδί τους για οκτώ ώρες. Με κάποιον τρόπο, είμαι κομμάτι της ιδιωτικής τους ζωής.

«Θα ήθελα να ασχοληθώ με την έρευνα και να συνεχίσω με διδακτορικό. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να συμπληρώνω το εισόδημά μου με το babysitting για κάποια χρόνια ακόμη»

Δεν νιώθεις το ίδιο αναλώσιμος, όπως μπορεί να νιώθεις σε κάποια επιχείρηση, επειδή αναπτύσσεις πολύ στενή σχέση με το παιδί. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι εργασιακές συνθήκες είναι πάντα ιδανικές.

Αντιθέτως, τα λεφτά τις περισσότερες φορές δεν είναι αντίστοιχα της ευθύνης που φέρεις όσο δουλεύεις. Δεν είναι, επίσης, αρκετά, για να βγάλεις τον μήνα. Οι babysitters είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανασφάλιστες.

Υπάρχουν πολλοί γονείς που ζητούν πτυχίο στα παιδαγωγικά, σεμινάρια στη δημιουργική απασχόληση και το θεατρικό παιχνίδι, προκειμένου να προχωρήσουν σε πρόσληψη. Κατάρτιση και δεξιότητες που προφανώς δεν προσμετρούνται στον μισθό.

«Έχουμε συμβιβαστεί με τους χαμηλούς μισθούς, τα παράλογα ωράρια και την ανασφάλεια»
Προσωπικά, θα ήθελα να ασχοληθώ με την έρευνα και να συνεχίσω με διδακτορικό στο αντικείμενό μου. Αυτό, αν λάβουμε υπόψη τη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα, σημαίνει ότι θα χρειαστεί να συμπληρώνω το εισόδημά μου με το babysitting για κάποια χρόνια ακόμη.

Σκέφτομαι πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσω. Δεν θέλω να φύγω και να αφήσω την οικογένειά μου πίσω, αλλά ξέρω από τώρα ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να απορροφηθώ στην Ελλάδα ως ερευνήτρια. Ήδη οι περισσότεροι συμφοιτητές μου έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Νιώθω τρομερή ανασφάλεια, παρ” ότι ακόμη υπάρχει μία στήριξη από το σπίτι. Για να συντηρηθώ μόνη μου, θα χρειαζόταν να κάνω αιματηρές οικονομίες.

Δυστυχώς, δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος, επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε εργαστεί στην προμνημονιακή περίοδο. Δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης. Έχουμε συμβιβαστεί με τους χαμηλούς μισθούς, τα παράλογα ωράρια και την ανασφάλεια.

Ηλιάνθη Παπαρρίζου, 21 ετών, σερβιτόρα

Πριν από τρία χρόνια μετακόμισα από την Πρέβεζα, για να σπουδάσω στη Νομική Αθηνών. Τον δεύτερο χρόνο των σπουδών μου, ξεκίνησα να δουλεύω, για να μπορώ να καλύπτω τα έξοδα κίνησής μου στην Αθήνα. Η οικονομική κατάσταση των γονιών μου είναι τέτοια που δεν τους επιτρέπει να στηρίξουν πλήρως τη διαμονή μου εδώ. Πλέον, χρειάζεται να καλύπτω και ένα μέρος από τους λογαριασμούς.

Έχω δουλέψει κατά καιρούς ως babysitter, σε φυλλάδια και σε κάποιες καφετέριες. Τώρα, δουλεύω σε ένα μεζεδοπωλείο τρεις φορές την εβδομάδα, για εννιά ώρες. Συνήθως, σχολάω στις τέσσερις τα ξημερώματα.

Το βραδινό ωράριο είναι πολύ κουραστικό και σου αλλάζει ριζικά την καθημερινότητα. Ακόμη και τις μέρες που έχω ρεπό δεν μπορώ να κοιμηθώ πριν από τις πέντε το πρωί. Έχω συνηθίσει πλέον σε ένα πολύ διαφορετικό πρόγραμμα ύπνου.

«Αν μπορούσαν, δεν θα μας ασφάλιζαν καθόλου»

Όταν δουλεύεις βράδυ και είσαι φοιτήτρια, αναγκαστικά οι σπουδές σου μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Μου “χει τύχει πολλές φορές να θέλω να παρακολουθήσω μάθημα στη σχολή και να μην μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου το επόμενο πρωί από την κούραση.

Είναι μία δουλειά αρκετά κουραστική που περιλαμβάνει τρομερή ορθοστασία. Τα πόδια μου πονάνε και τα χέρια μου γεμίζουν φουσκάλες.

Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο, ωστόσο, είναι ότι πολλοί πελάτες νομίζουν ότι, επειδή δουλεύω ως σερβιτόρα, έχουν το δικαίωμα να με παρενοχλούν. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι βρίσκομαι εκεί, για να μπορώ να βγάλω το μήνα.

Διαβάστε ακόμηΕλληνάρες Σταματήστε να Είστε Μαλάκες με τα Γκαρσόνια

Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολλοί εργοδότες δεν παίρνουν θέση, για να μη χάσουν την πελατεία τους. Δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την τσέπη τους και λιγότερο για τους υπαλλήλους τους. Προσωπικά, αυτό που με νοιάζει είναι να ξέρω ότι τέτοιου τύπου συμπεριφορές δεν θα γίνονται ανεκτές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επεμβαίνει ο εργοδότης, «για να προστατεύσει τα κορίτσια του». Δεν είναι ο νταβατζής μου.

Μπορώ να υπερασπιστώ και μόνη μου τον εαυτό μου.
Ο εργοδότης προσπαθεί συνήθως να σε ασφαλίσει για όσες λιγότερες ώρες γίνεται. Πιστεύω ότι, αν μπορούσαν, δεν θα μας ασφάλιζαν καθόλου.
Σε αρκετά μαγαζιά απαγορεύεται η επαφή με τους υπόλοιπους συναδέλφους ή η χρήση του κινητού μας.

«Όταν μπήκα στη σχολή, είχα απορρίψει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να φύγω στο εξωτερικό. Τελευταία, σκέφτομαι πολύ σοβαρά την προοπτική της μετανάστευσης»

Παρατηρώ μία γενικευμένη στροφή προς τέτοιου τύπου επαγγέλματα, κυρίως από φοιτητές που δεν μπορούν πλέον να βασιστούν στην οικονομική βοήθεια της οικογένειάς τους. Φίλοι και γνωστοί με ρωτάνε κατά καιρούς αν έχω ακούσει για κάποιο μαγαζί που να ψάχνει σερβιτόρους.

Το τελευταίο διάστημα πιέζομαι πολύ οικονομικά. Μπορώ να εξασφαλίσω το φαγητό ή τον καφέ μου, αλλά δυσκολεύομαι να πληρώσω τους λογαριασμούς. Ίσως χρειαστεί να βρω και μία δεύτερη δουλειά, για να συντηρούμαι λίγο πιο άνετα.

Όταν μπήκα στη σχολή, είχα απορρίψει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να φύγω στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια, δεν ήθελα να φύγω ούτε από την Αθήνα. Τελευταία, σκέφτομαι πολύ σοβαρά την προοπτική της μετανάστευσης. Στην πραγματικότητα, δεν μου προσφέρεται η δυνατότητα της επιλογής.





πηγή
  • Blogroll

  • Blog Archive