Η «ΝΟΜΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ» ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ εξέδωσαν κείμενο σχετικά με τα δικαιώματα μας στην άρνηση πληρωμής μας στα ΜΜΜ.
Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα:
Σύμφωνα με τις γνώσεις, την προσωπική και επαγγελματική εμπειρία μας, αναφέρουμε τα κάτωθι:
Οι πολίτες- επιβάτες της Θεσσαλονίκης, εδώ και αρκετούς μήνες, προβαίνουν στην κινηματική δράση, της μη καταβολής κομίστρου για τις μετακινήσεις τους με τα λεωφορεία του Ο.Α.Σ.Θ., άλλοι δε στην παραχώρηση των εισιτηρίων που έχουν αγοράσει και επικυρώσει, σε πολίτες που επιβιβάζονται σε λεωφορεία του ως άνω οργανισμού, από την στάση όπου αυτοί κατέρχονται. Τα εισιτήρια αυτά, ισχύουν για διαδρομή, χρονικής διάρκειας 70 λεπτών και αρκετοί επιβάτες αποδέχονται και κάνουν χρήση, των εισιτηρίων που τους παραχωρούνται κατ’ αυτό τον τρόπο, πριν την λήξη του ανωτέρου χρόνου.
Οι συμπολίτες μας, προβαίνουν στην ως άνω ενέργεια λόγω: α) της οικονομικής αδυναμίας πολλών εξ’ αυτών να καταβάλουν το αντίτιμο του εισιτηρίου για την μετακίνησή τους με τα λεωφορεία του Ο.Α.Σ.Θ., β) ως ένδειξη δημόσιας διαμαρτυρίας, για την επιβολή αυξήσεων σε κοινωνικά αγαθά, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, θεωρώντας προκλητική, την αύξηση του επιχειρηματικού κέρδους του ως άνω οργανισμού, ο οποίος χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση και κατά συνέπεια από τον Ελληνικό λαό γ)του αισθήματος αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους τους, που πλήττονται καθημερινά, από την συνεχόμενη μείωση του οικογενειακού τους εισοδήματος θεωρώντας ότι, η προσφορά του ήδη προπληρωμένου εισιτηρίου τους, είναι ένα ελάχιστο δείγμα συμπαράστασης κατανόησης, ανθρωπιάς και προσφοράς, στον συνάνθρωπό τους, δ)της δικαιολογημένης αγανάκτησης τους, για τις προαναγγελλόμενες και επιβαλλόμενες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων και των υπερβολικών και καταχρηστικών χρηματικών προστίμων, που επιβάλλονται στους παραβάτες.
Προκειμένου να αποτραπεί αυτή η κινηματική δράση, εκδόθηκε από τον ΟΑΣΘ, μεγάλος αριθμός εισιτηρίων, τα οποία αγόραζαν και χρησιμοποιούσαν οι επιβάτες μέχρι και την 31-1-2011, αξίας 60 λεπτών και με δικαίωμα μετεπιβίβασης εντός χρονικής διάρκειας 70 λεπτών της ώρας. Ειδικότερα το ως άνω εισιτήριο ανέγραφε στο οπίσθιο μέρος αυτού, με κεφαλαία γράμματα το εξής: « Η ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΟΥ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ (Π.Κ.ΑΡΘΡ. 186.2&392)
Με την κυκλοφορία των εισιτηρίων αυτών, δημιουργήθηκε η πλήρης πεποίθηση στο επιβατικό κοινό, ότι τελούσε ποινικά κολάσιμη πράξη, όποιος πολίτης παραχωρούσε το εισιτήριο του στον επόμενο επιβάτη, καθώς και όποιος αποδεχόταν και χρησιμοποιούσε το εισιτήριο αυτό. Θεωρούσε δηλαδή κατ’ αυτό τον τρόπο, ότι υπήρχε η δυνατότητα σύλληψής του, όταν προέβαινε στην ανωτέρω ενέργεια.
Το άρθρο 186παρ.2 Π.Κ. τιμωρεί με φυλάκιση, όποιον προκαλεί η παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον, να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι’ αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά. Κατά συνέπεια για να θεωρηθεί κάποιος υπαίτιος της τέλεσης του ως άνω αδικήματος, απαραίτητη προϋπόθεση, για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του, είναι η πρόκληση, η παρότρυνση , η προσφορά και η αποδοχή, να αφορά την διάπραξη πλημμεληματικής εγκληματικής πράξης, πρέπει δηλαδή να υφίσταται αυτό το πλημμέλημα και να προβλέπεται από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις.
Το άρθρο 391Π.Κ. περί της δόλιας αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου, καταργήθηκε με το άρθρο1 παρ.12β του ν.2207/1994, με την εισηγητική περί καταργήσεως έκθεση του νομοθέτη, στο πρώτο κεφάλαιο της οποίας και στην παράγραφο 12 αναφέρει ότι: « Το άρθρο 391 καταργείται, διότι δεν είναι σκόπιμη η ποινική πρόβλεψη για την αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου, αφού μάλιστα για τις περισσότερες περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο αυτό υπάρχουν διοικητικές κυρώσεις, ικανές να αποτρέψουν την παράνομη συμπεριφορά του δράστη.» Είναι σαφές από την έκθεση αυτή, ότι το πνεύμα και η θέληση του νομοθέτη, είναι η πλήρης αποποινικοποίηση της δόλιας αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου, αρκούμενος στις διοικητικές μόνο κυρώσεις.
Το άρθρο 392 Π.Κ. περί δόλιας αποδοχής παροχών, συνυπήρχε νομοθετικά με την ειδική διάταξη του άρθρου 391Π.Κ., μέχρι και την κατάργηση της τελευταίας, καθώς η κάθε μια από αυτές, είχε διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και αντικείμενο ποινικής πρόβλεψης. Αν ο νομοθέτης θεωρούσε ότι η ποινική πρόβλεψη του άρθρου 391Π.Κ. ήταν περιττή, γιατί τα αδικήματα που προβλέπονταν και τιμωρούνταν από αυτήν, εμπεριέχονται και καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 392Π.Κ. που συνεχίζει να υφίσταται, θα το είχε αναφέρει και αιτιολογήσει στην εισηγητική έκθεση του ν.2207/1994.
Εφ’ όσον λοιπόν ο νομοθέτης, επέλεξε να αποποινικοποιήσει την συμπεριφορά της δόλιας αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου, κάθε άλλη ερμηνεία περί υπαγωγής της στο άρθρο 392 Π.Κ., είναι αντισυνταγματική και παράνομη, καθώς δεν επιτρέπεται αναλογική εφαρμογή σε βάρος του κατηγορουμένου, ούτε διασταλτική ερμηνεία, αναφορικά με το τι συνιστά υπηρεσία κατ’ άρθρ. 392 Π.Κ.
Σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναλύθηκαν θεωρούμε ότι δεν διαπράττει κανένα ποινικό αδίκημα, όποιος δεν έχει καταβάλει κόμιστρο και δεν είναι κάτοχος επικυρωμένου εισιτηρίου του Ο.Α.Σ.Θ., αλλά και ούτε και όποιος παραχωρεί το εισιτήριό του σε άλλον επιβάτη, για διαδρομή διάρκειας 70 λεπτών, της οποίας το αντίτιμο έχει ήδη καταβάλλει.
Ενδεχομένως δε, η παραπάνω συμπεριφορά να συνιστά και δωρεά, υπό το πρίσμα, ότι αφού έχει καταβληθεί, το αντίτιμο του εισιτηρίου για το σύνολο της διαδρομής, διάρκειας 70 λεπτών, αφενός δεν υπάρχει περιουσιακή βλάβη του ΟΑΣΘ και αφετέρου παραχωρώ αυτό το δικαίωμα, του υπολοίπου της διαδρομής που δικαιούμαι χαριστικά σε άλλον, αφού από επιλογή δεν συνεχίζω να χρησιμοποιώ το λεωφορείο για την υπόλοιπη διαδρομή.
Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί, ότι ακόμα κι αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως, θα έπρεπε να θεωρηθεί ανεφάρμοστο το άρθρο 392 Π.Κ. στην συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του κλασικού δόγματος του ποινικού δικαίου, ότι κάθε φορά που υπάρχει αμφιβολία, δεν πρέπει να υπάρχει ενοχή.
Πέραν τούτου, θα μπορούσε ακόμα να υποστηριχθεί, ότι η συγκεκριμένη πράξη, παραχώρησης του εισιτηρίου, είναι και πράξη διαμαρτυρίας που συμβαίνει σε δημοσιότητα και εμπίπτει στο Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, γι’ αυτό κάθε σχετικός περιορισμός, θα πρέπει να προβλέπεται με σαφήνεια από το νόμο.
Ακόμα όμως κι αν θεωρηθεί βάσιμη, η αντίθετη νομική άποψη, ότι δηλαδή οι ως άνω συμπεριφορές, εμπίπτουν στις ποινικά κολάσιμες πράξεις του άρθρου 392, πρέπει να τονιστεί ότι το αδίκημα αυτό διώκεται κατ’ έγκλιση και δεν επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη από τα αστυνομικά όργανα, πριν την υποβολή της. Για να προβεί ο ελεγκτής σε υποβολή (κατάθεση) εγκλίσεως (μηνύσεως), πρέπει να έχει ειδική εξουσιοδότηση από αυτούς που ορίζονται από το καταστατικό του Ο.Α.Σ.Θ., ότι είναι αρμόδιοι προς τούτο. Στην εξουσιοδότηση αυτή, πρέπει ν’ αναφέρονται ειδικά τα πλήρη στοιχεία του επιβάτη που θα εγκαλέσει (μηνύσει). Κατά συνέπεια, καθίσταται εκ των πραγμάτων αδύνατο, να κατέχει ο ελεγκτής αυτού του είδους την εξουσιοδότηση, τη χρονική στιγμή που υφίσταται η υποτιθέμενη παράβαση.
Αναφορικά δε με τα δικαιώματα των ελεγκτών του Ο.Α.Σ.Θ. και τα δικαιώματα των επιβατών, παρατηρούμε τα κάτωθι:
Ο ελεγκτής δεν είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τον Ν.1214/1981, βάση του οποίου οι υπάλληλοι του Ο.Α.Σ.Θ. επιβάλουν το πρόστιμο: «ο καταλαμβανόμενος ως παραβάτης είναι υποχρεωμένος, αν δεν καταβάλλει αμέσως το πρόστιμο στον συντάκτη της πράξης επιβολής του, να επιδείξει στον αρμόδιο για τον έλεγχο και την καταβολή του προστίμου υπάλληλο την αστυνομική του ταυτότητα ή άλλο έγγραφο από το οποίο αποδεικνύονται τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Σε περίπτωση άρνησης ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει την συνδρομή αστυνομικού οργάνου.»
Επομένως η συνδρομή αστυνομικού οργάνου θεωρούμε ότι μπορεί να ζητηθεί, μόνο σε περίπτωση άρνησης. Αν ο επιβάτης δώσει τα στοιχεία του, αλλά δηλώσει ότι δεν έχει την ταυτότητα μαζί του, αυτό συνιστά αδυναμία και όχι άρνηση και κατά συνέπεια, είναι αμφίβολο αν δικαιούται ο ελεγκτής να καλέσει την συνδρομή της αστυνομίας, καθώς κανένας νόμος, δεν υποχρεώνει τον πολίτη να φέρει υποχρεωτικά μαζί του ταυτότητα.
Από καμία όμως νομοθετική διάταξη, δεν προβλέπεται η υποχρέωση του πολίτη να περιμένει την αστυνομία για να τον ελέγξει, αν δεν το επιθυμεί, καθώς δεν έχει διαπράξει κανένα ποινικό αδίκημα.
Αφού θεωρούμε, ότι δεν υφίσταται κανένα ποινικό αδίκημα, στις ως άνω περιγραφόμενες κινηματικές συμπεριφορές, ο ελεγκτής, ο οδηγός, ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν έχει κανένα δικαίωμα να δεσμεύσει, να συλλάβει, να κρατήσει ή να περιορίσει με οποιονδήποτε τρόπο, τον επιβάτη, ούτε βέβαια να κλείσει τις πόρτες του λεωφορείου.
Σύμφωνα με το άρθρο 325 Π.Κ. «όποιος με πρόθεση κατακρατεί άλλον χωρίς την θέλησή του ή του στερεί με άλλον τρόπο την ελευθερία της κίνησης του, τιμωρείται με φυλάκιση». Επομένως, όποιος περιορίσει με οποιονδήποτε τρόπο τον πολίτη π.χ. κλείνοντας τις πόρτες του λεωφορείου, ή εμποδίζοντας την κίνηση ή την έξοδό του από το όχημα, διαπράττει το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325Π.Κ.), τόσο ως προς αυτόν που δεν έχει εισιτήριο όσο και ως προς όλους τους επιβάτες των οποίων εμποδίζεται η έξοδος. Το αδίκημα διώκεται αυτεπάγγελτα. Οποιοσδήποτε πολίτης αντιλαμβάνεται τέτοιου είδους συμπεριφορά, μπορεί να καταγγείλει το γεγονός στην αστυνομία και να ζητήσει την συνδρομή της. Τα αστυνομικά όργανα είναι υποχρεωμένα να συλλάβουν τον δράστη και να σχηματίσουν δικογραφία εις βάρος του, τηρώντας όσα προβλέπονται στον Κ.Π.Δ. περί αυτοφώρου διαδικασίας. Ο παθών έχει δικαίωμα ν’ αξιώσει αποζημίωση, για ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης.
Ο ελεγκτής δεν έχει δικαίωμα να προβαίνει σε ανακριτικές πράξεις, προς διασταύρωση και ταυτοποίηση των στοιχείων που θα του δώσει ο επιβάτης, όπως π.χ. να ζητήσει από τον επιβάτη να τηλεφωνήσει σε κάποιον γνωστό του πρόσωπο, προκειμένου να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του, ούτε και υπάρχει υποχρέωση του πολίτη να του δώσει προσωπικά δεδομένα, δικά του ή άλλου, όπως αριθμούς τηλεφώνου, στοιχεία που αφορούν την εργασία του, την οικογενειακή του κατάσταση, το σχολείο που φοιτά κ.λ.π.
Η ανακοίνωση των στοιχείων της ταυτότητας του επιβάτη, η επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, που αποδεικνύει τα στοιχεία της ταυτότητάς του, είναι υποχρεωτική στα αστυνομικά όργανα, σε περίπτωση που θα έρθουν και θα θελήσουν να τον υποβάλλουν σε έλεγχο και δεν πρέπει να περιέρχονται σε γνώση των υπολοίπων πολιτών, που παρίστανται κατά την διάρκεια του ελέγχου, λόγω προστασίας των προσωπικών δεδομένων του ατόμου.
Σύμφωνα με τον «χάρτη υποχρεώσεων προς τους καταναλωτές» τον οποίο συνέταξε ο Ο.Α.Σ.Θ. βάση νόμου και τον Κώδικα Υποχρεώσεων και Δεοντολογίας, τα οποία είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του ως άνω οργανισμού, προς ενημέρωση των επιβατών: οι ελεγκτές πρέπει να επιδεικνύουν ή να έχουν τοποθετημένη σε εμφανές σημείο την υπηρεσιακή τους ταυτότητα, κατά την διάρκεια του ελέγχου των εισιτηρίων, επίσης πρέπει να συμπεριφέρονται ευγενικά προς το επιβατικό κοινό και να διενεργούν τον έλεγχο με λεπτότητα. Η μη τήρηση από τον Ο.Α.Σ.Θ. ορισμένων διατάξεων του Χ.Υ.Κ., μπορεί να οδηγήσει και στην καταβολή αποζημιώσεως στον επιβάτη-πολίτη.
Επομένως καθ’ όλη την διάρκεια του ελέγχου εντός του λεωφορείου, πρέπει να είναι εμφανής η υπηρεσιακή ταυτότητα του ελεγκτή, προκειμένου το επιβατικό κοινό να γνωρίζει τα στοιχεία του, ώστε να μπορεί ν’ ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του (π.χ. αναφορά στην υπηρεσία του, δικαίωμα εγκλίσεως, αγωγής κ.λ.π.)
Πέραν τούτου σύμφωνα με τον. Ν.1214/1981 που αφορά τις κυρώσεις των επιβατών επί μη καταβολής κομίστρου, θεωρούμαι ότι το δικαίωμα ελέγχου και η επιβολή προστίμου από τους ελεγκτές, υφίσταται μόνο κατά την διάρκεια της διαδρομής και εντός του λεωφορείου και όχι σε πολίτες που αναμένουν κοντά στην στάση του λεωφορείου και παραχωρούν π.χ. το εισιτήριό τους σ’ έναν συμπολίτη τους. Από τις διατάξεις του ως άνω νόμου δεν υπάρχει υποχρέωση καταστροφής του αποδεικτικού κομίστρου (εισιτηρίου), μετά την έξοδό τους από το όχημα, παρά μόνο η υποχρέωση φύλαξης αυτού καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής.
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ορισμένες συμπεριφορές και ενέργειες, που έχουν παρατηρηθεί και ανακοινωθεί σε ανοιχτές συνελεύσεις, από μέλη της κίνησης «ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», αν όντως συνιστούν αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, προβλέπονται και τιμωρούνται από τις υφιστάμενες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, μετά από έγκλιση των παθόντων.
Ειδικότερα : «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του», τελεί το αδίκημα της δυσφήμησης (άρθρο362 Π.Κ.).
Επίσης «Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο», τελεί το αδίκημα της εξύβρισης (άρθρο 361 Π.Κ.).
Αναφορικά με τις αστικές αξιώσεις του Ο.Α.Σ.Θ. κατά των «παραβατών» επιβατών θα επιφυλαχτούμε για την διατύπωση της νομικής και επιστημονικής μας άποψης, καθώς αναμένουμε τις εισηγήσεις των συναδέλφων μας, που ασχολούνται με την νομική μελέτη και επεξεργασία του θέματος αυτού, προκειμένου να διατυπώσουμε μια ορθή και εμπεριστατωμένη νομική άποψη, με βάσιμα επιχειρήματα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην υπεράσπιση των συμπολιτών μας.
Πάντως σε κάθε περίπτωση, συμβουλεύουμε τους πολίτες, που υπογράφουν την «πράξη βεβαίωσης παράβασης και επιβολής προστίμου», να αναγράφουν πριν θέσουν την υπογραφή τους «με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας»