πηγή:withoutreasonorrhyme
Ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» και το «1984» είναι δύο βιβλία, διαφορετικών συγγραφέων. Περιγράφουν πάνω κάτω το ίδιο πράγμα: μια ολοκληρωτική κοινωνία. Η διαφορά τους είναι στην δομή της κοινωνίας. Στον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο», περιγράφεται μια απόλυτα αυταρχική και ολοκληρωτική κοινωνία. Οι άνθρωποι είναι μέσω βιοτεχνολογίας απόλυτα χωρισμένοι σε διαφορετικές τάξεις, με ξεχωριστούς και συγκεκριμένους ρόλους για την καθεμία, προς όφελος των ανώτερων τάξεων. Η διατήρηση του ελέγχου στην κοινωνία αυτή, επιτυγχάνεται μέσω της κατανάλωσης. Η τιμωρία δεν υπάρχει, παρα μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Όλοι κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Έχουν ελεύθερο χρόνο, τον οποίο σπαταλούν στο ελεύθερο σεξ, στα ναρκωτικά που είναι νόμιμα, σε βραδινές εξόδους, σπορ, συναυλίες, διασκεδάσεις. Η καταστολή μέσω της κατανάλωσης.
Στο «1984», περιγράφεται μία ολοκληρωτική κοινωνία, διαφορετική όμως από αυτή που περιέγραψα πιο πάνω. Οι τρείς υπερδυνάμεις της γής πολεμούν συνεχώς μεταξύ τους. Οι πολίτες δέχονται την προπαγάνδα του «Μεγάλου Αδερφού», του μόνου, απόλυτου, πάνσοφου, ηγέτη του Κόμματος. Ρουκέτες πέφτουν στα προάστεια τρομοκρατώντας τον λαό. Οι νίκες του στρατού στα μέτωπα καταλήγουν σε αποθέωση της χώρας και του συστήματος. Η ατομικότητα αποθεώνεται, ενώ οποιαδήποτε μορφή προσέγγισης μεταξύ ατόμων τιμωρείται. Η γλώσσα πετσοκόβεται από επίσημες υπηρεσίες του κράτους. Ο έρωτας απαγορεύεται. Μία κοινωνία, σε μόνιμο τρόμο του «ξένου», του «εχθρού», λειτουργεί με απόλυτη ομοιομορφία μεταξύ των των μελών της, ως ένα σώμα, που κινείται και αντιδρά ακριβώς όπως ο εγκέφαλος του διατάζει. Η καταστολή μέσω του φόβου.
Ίσως αυτά τα βιβλία να είναι από τις καλύτερες περιγραφές του παρελθόντος μας και του μέλλοντος μας. Έως τώρα, το κεφάλαιο κινούταν σιγά, ύπουλα. Χτυπούσε κάτω από το τραπέζι. Για χρόνια, πότιζε την κοινωνία άρτο και θεάματα. Απομάκρυνε τους πολίτες από την πολιτική. Έταζε καπιταλιστικά όνειρα πλούτου και εξουσίας στον καθένα, με την διαφορά όμως ότι για να τα επιτύχει έπρεπε να πατήσει επι πτωμάτων. Διαιρούσε σε τμήματα κοινωνίες ολόκληρες. Καθυσήχαζε όταν ήθελε, τρομοκρατούσε όταν το διάλεγε. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τους Έλληνες. Ένας λαός, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του, όπως όλοι. Μία κοινωνία, με μαύρες και χρυσές σελίδες ιστορίας, μετατράπηκε σε λίγα χρόνια από ένα περήφανο λαό που (άλλοτε καλώς, άλλοτε κακώς), πολεμούσε συνεχώς επι εκατονταετίες. Εξεγειρόταν, επαναστατούσε. Έκανε τεράστιες θυσίες για να προχωρήσει μπροστά. Και από την πτώση της χούντας, φτάσαμε να μετράμε την περηφάνεια μας με το Καγιέν, την επιτυχία μας με τα λουλούδια στα μπουζούκια και να θεωρούμε ως απόλυτη ευτυχία το έκτρωμα του νεόπλουτου ελληναρά. Όσο πιο πολύ καταναλώναμε, τόσο πιο ανώτεροι είμασταν στην πυραμίδα της κοινωνίας.
Όταν λοιπόν όλη μας η σαπίλα ανατινάζεται σε δύο χρόνια, διότι ακόμα και αυτά που μας είχαν πετάξει για να χτίσουμε το εγώ μας, αποφάσισαν ότι είναι πολλά. Και κάπου εδώ αρχίζει να μπαίνει ο Όργουελ στην μέση. Η καταστολή πλέον επιτυγχάνεται με τον φόβο. Απέναντι σε οτιδήποτε: στην απόλυση, στον εξωτερικό εχθρό, στους μετανάστες, στα δακρυγόνα και τις συλλήψεις, στους διαφορετικούς. Χρησιμοποιούν τον φόβο για να πνίξουν την όποια δημοκρατία είχαμε μέχρι τώρα, διότι και αυτή πλέον είναι επικύνδυνη για να μετατρέψει μια χώρα και μία ήπειρο σε ένα έργοστάσιο. Κάποιος το είπε μάλιστα, αντιστοιχώντας την κατάσταση της χώρας με αυτή μιας εταιρίας που μπαίνει μέσα και αναγκάζεται να λάβει μέτρα για να επιστρέψει στην κερδοφορία.Αν το σκεφτεί κανείς, η παρομοίωση της κοινωνίας με μία εταιρία είναι ξεκάθαρα η εξέλιξη του καπιταλισμού: ένα σώμα που ο μόνος σκοπός είναι η παραγωγή κέρδους για τους ιδιοκτήτες, που λειτουργεί αυταρχικά με βάση την παραγωγικότητα.
Το ζήτημα είναι ότι για να το πετύχει αυτό ο καπιταλισμός, πρέπει να επέμβει στην σκέψη μας. Παραδοσιακά, οι εξουσίες στηρίζονταν στην καταστολή για να διατηρούνται. Λίγο πολύ, η καταστολή αυτή στην ανθρώπινη ιστορία ήταν φυσική: οι επαναστάσεις πνίγονταν στο αίμα, φυλακές, βασανιστήρια, αστυνομία, εκτελέσεις και πάει λέγοντας. Ο καπιταλισμός όμως έχει την τάση (σε αντίθεση ίσως με τους αντιπάλους του) να διαβάζει την ιστορία και να μαθαίνει. Έμαθε λοιπόν ότι, αντί να σκοτώνεις τους εξεγερμένους, είναι καλύτερα να προλαβαίνεις τις εξεγέρσεις, με το να παρεμβαίνεις στην ρίζα κάθε προόδου και εξέγερσης: την σκέψη.
Επι χρόνια, η κουλτούρα της κατανάλωσης έκανε ακριβώς αυτό: μάθαινε τους ανθρώπους να σκέφτονται το βόλεμα τους. Να κρίνουν ο ένας τον άλλο με βάση τα υλικά του αγαθά η την «επιτυχία» του. Να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο πέραν της καλοπέρασης τους, η οποία ήταν συνδεδεμένη με το αυτοκίνητο, την τηλεόραση, τις διακοπές, την διασκέδαση, το πήδημα. Και τώρα εκμεταλλεύεται όλα αυτά για να τρομοκρατήσει μια ολόκληρη χώρα, και να την κάνει να υποταχθεί επειδή φοβάται. Το δάχτυλο που κουνούσε ο υπουργός οικονομικών σήμερα μιλώντας για την 7η δόση, το ύφος σιγουριάς του, ο επιβλητικός του τόνος, εκεί βασίζονται: στο να πείσουν μια ολόκληρη κοινωνία να παραδοθεί επειδή φοβάται. Και να χρησιμοποιήσει τον φόβο αυτό για να την υποτάξει και να την διαιρέσει, σε όσα περισσότερα τμήματα γίνεται. Να της στερήσει κάθε δυνατότητα επέμβασης στο μέλλον της.
Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η καταστολή δεν είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα χημικά, τα γκλοπ, οι αύρες και οι μυριάδες ασφαλίτες. Η καταστολή ξεκινά στο σαλόνι του καθενός, με τα δελτία των 8. Η φυσική καταστολή είναι για αυτούς που ξεφεύγουν από την προπαγάνδα, αφού πρώτα απομονωθούν πολιτικά από την υπόλοιπη κοινωνία, ώστε να μπορεί να τους αντιμετωπίσει όπως θέλει. Το βλέπουμε συνεχώς σε όσα κινήματα έχουν ξεπηδήσει τον τελευταίο καιρό, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Ένα κίνημα θα γίνει πραγματικά επικίνδυνο όταν σπάσει αυτή την τρομοεπιβολή του συστήματος στους ανθρώπους. Πρίν μιλήσουμε για εξεγέρσεις, επαναστάσεις, κόκκινες (ή ότι άλλου χρώματος θέλει ο καθένας) σημαίες, προλετάριους στα όπλα και οδοφράγματα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε τα πράγματα, πρέπει να καταστρέψουμε την επιβολή στην σκέψη. Η αντίσταση ξεκινά με το off της τηλεόρασης. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα μπορούν να πάρουν τον δρόμο τους. Πώς θα γίνει αυτό; Δεν το ξέρω. Αλλά ας αρχίσουμε να βάζουμε κοντινούς στόχους και να προσπαθούμε να τους επιτύχουμε κάνοντας σοβαρή ανάλυση και αυτοκριτική. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Το ζητούμενο είναι να βρούμε το πώς. Αυτό δεν το έχει κανένας πρόχειρο, και όποιος σας πεί ότι «ξέρει τι πρέπει να γίνει» είτε δεν έχει ιδέα είτε ζει στον φαντασιακό του κόσμο. Ο δρόμος στρώνεται σιγά σιγά, αλλά μπορεί να πάει μακριά. Αρκεί να αρχίσουμε να τον φτιάχνουμε από το μηδέν.