Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΓΑ
Μετά τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους που ήδη χρεοκόπησαν, εν μέσω ενταφιασμού των εργασιακών σχέσεων και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, και η χώρα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού.
Ακόμη και μετά το «κούρεμα» του χρέους «η Ελλάδα έχει ελάχιστες ελπίδες να πετύχει τους στόχους της».
Στη ζοφερή αυτή προοπτική κατέληξε διεθνές συνέδριο του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ με θέμα: «Κρίση χρέους στην Ελλάδα και την ευρωζώνη: Υπάρχει διέξοδος;»
Ανοίγοντας τις εργασίες του συνεδρίου ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γ. Παναγόπουλος έκανε λόγο για το φόρο ζωής που πληρώνουν οι εργαζόμενοι, αναφερόμενος στην υψηλή ανεργία που προκάλεσε το πρόγραμμα «σταθεροποίησης» στην οικονομία. Ενώ καλωσόρισε όλα τα κόμματα τα οποία, τώρα, υιοθετούν την κριτική της ΓΣΕΕ για τα «άδικα, άνισα και αναποτελεσματικά μέτρα -όπως εξ αρχής τα είχαμε χαρακτηρίσει- αν και στη συνέχεια χρωματίζουν τις απόψεις τους κομματικά...»
«Καταστρέφεται μυϊκή μάζα»
Ο επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Εργασιακών Σχέσεων (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Αργείτης επισήμανε ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα στην Ελλάδα δεν καίνε λίπος, όπως αυτάρεσκα αναφέρουν ορισμένοι, «γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν εξυγιαντικό». Πλέον, σημείωσε χαρακτηριστικά, «καταστρέφουν μυϊκή μάζα».
Πέραν των περικοπών, ανέφερε ότι και μετά την αναδιάρθρωση του χρέους (κούρεμα) απαιτούνται πάνω από 15 δισ. ευρώ το χρόνο για τόκους (σ.σ. και άγνωστο, αλλά μικρότερο σε σχέση με την εφαρμογή του PSI, ποσό για χρεολύσια). Ενα ποσό δυσθεώρητο ακόμη και εάν επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης στο 4% του ΑΕΠ, αφού κάτι τέτοιο θα αποδώσει επιπλέον φορολογικά έσοδα έως 3 δισ. ετησίως. Ετσι, πρότεινε μεγαλύτερο «κούρεμα» του χρέους και χρηματοδότηση προγραμμάτων απασχόλησης (καταφύγιο ύστατης απασχόλησης).
* Ο Δ. Παπαδημητρίου (Levy Economics Institute of Bard College) ανέφερε ότι το «κούρεμα» του χρέους βοηθάει τη χώρα να επιβιώσει για λίγο, σημείωσε πως το πρόγραμμα (σταθεροποίησης) δεν ασχολείται με την ανάπτυξη, ενώ επισήμανε ότι «τα δύσκολα δεν έχουν έρθει ακόμη». Θύμισε τον Κέινς που είχε πει ότι «οι χώρες με πλεονάσματα είτε τα χρησιμοποιούν είτε τα χάνουν». Η Ελλάδα, κατέληξε, για να μειώσει το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών χρειάζεται επενδύσεις από την πλεονασματική Γερμανία. Επίσης ζήτησε η ΕΚΤ να μετατραπεί σε δανειοδότη ύστατης καταφυγής.
* Ο Τζ. Κριγκέλ (Levy Economics Institute of Bard College και Tallin University of Technology) σημείωσε ότι η «επιθυμητή σύγκλιση των οικονομιών του ευρω όσον αφορά την παραγωγικότητα, το κόστος εργασίας και τις αποδόσεις του κεφαλαίου δεν επετεύχθη. Ως αποτέλεσμα υπήρξε αύξηση του δανεισμού εντός της ευρωζώνης προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι ανισορροπίες στα ισοζύγια». Παράλληλα, σημείωσε, «όλα τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε σημαντική υποεκτίμηση του κινδύνου αθέτησης πληρωμών για τις χώρες που είχαν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και δεν έγιναν οι αναγκαίες ενέργειες για τη μείωση του συγκεκριμένου κινδύνου».
* Ο Ε. Χέιν (Berlin School of Economics and Law) ανέπτυξε την άποψη ότι «η ασκούμενη πολιτική στην ευρωζώνη οδηγεί σε αρκετά δυσμενείς εξελίξεις στις χώρες με ελλείμματα, χωρίς αυτό να είναι παράλληλα προς όφελος των πλεονασματικών χωρών». Πρότεινε δε «η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια και να έχει τη δικαιοδοσία αγοράς ομολόγων από την πρωτογενή αγορά, έτσι ώστε τα επιτόκια δανεισμού των κρατών να διατηρούνται χαμηλά. Επίσης οι πλεονασματικές χώρες να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με αυξήσεις στους μισθούς, έτσι ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση». Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Π. Τσίμας. (enet)