Τα τελευταία χρόνια κουρεύομαι, αραιά και πού, στη γειτονιά μου, σ’
ένα κουρείο που το δουλεύει αλλοδαπός. Ενα ταπεινό καθαρό ημιοϋπογειάκι,
όπου δεν συχνάζουν μόνο συμπατριώτες του· οι συμφερτικές τιμές κι η
καλή δουλειά φέρνουν εκεί και Ελληνες. Εντάξει, έλεγε μέχρι πριν από
λίγο καιρό, δεν είναι κι ο παράδεισος εδώ, και δεν είναι η πατρίδα μου.
Αλλά ακόμα είναι καλύτερα από κει που γεννήθηκα. Κι ύστερα, εδώ είναι η
πατρίδα των παιδιών μου. Εδώ γεννήθηκαν, τα ελληνικά πρωτοέμαθαν, εδώ
πήγαν σχολείο, εδώ ντύθηκαν τσολιαδάκια στις γιορτές, εδώ έκαναν παρέες,
εδώ διάλεξαν ομάδα, εδώ φλερτάρουν. Κι εδώ θέλουν να ζήσουν. Στη δική
μου πατρίδα πάνε το καλοκαίρι. Για λίγο. Σαν τουρίστες.
Τώρα; Τώρα
φοβάται. Ακούει όσα γίνονται (η τηλεόρασή του είναι συνεχώς ανοιχτή,
και στο κουρείο και στο σπίτι, για να τροχίζεται η δεύτερη γλώσσα του),
μαθαίνει κι από τους δικούς του... πολλά που δεν βγαίνουν στο γυαλί, ξέρει.
Ξέρει ότι προς το παρόν το μόνο που τον προστατεύει είναι το δέρμα του,
η λευκότητά του. Ο κουρέας της Μεταμόρφωσης όμως δεν είχε το προνόμιο
της λευκότητας. Δεν τον προστάτευε η αιγίδα της λευκής επιδερμίδας. Ηταν
σκούρος. Πακιστανός, Μπανγκλαντεσιανός, Αφγανός, τι σημασία έχει, «όλοι
ίδιοι είναι, Πάκηδες, κι όλοι βρομάνε και τρώνε τα σκυλιά μας». Ολη η
σημασία άλλωστε βρίσκεται στο δέρμα του. Και το δέρμα του δεν είναι σαν
το δικό μας, το καθαρό, το υπέρτερο, το άριο. Είναι λοιπόν κατάρα,
στίγμα, μια διαρκής έκθεση στον κίνδυνο, που παραμονεύει παντού, με τη
μορφή χρυσαυγιτών καταδρομέων ή κάποιας παρέας γηγενών, μισομεθυσμένων
από ούζο και ρατσισμό, που για να ξεσκάσουν βαρβαρίζουν ελληνοπρεπώς.
Να
δούλευε παράνομα το κουρείο του ο Πακιστανός δεν φαίνεται πιθανό. Δεν
θα πήγαινε μόνος του να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά. Αλλά είδαμε ήδη
πως η ύπαρξη ή μη άδειας είναι γελοίο πρόσχημα που το χρησιμοποιούν
δημοκοπικά οι νεοναζιστές. Αδειούχοι ήταν οι μικροπωλητές στη Ραφήνα, το
βεβαίωσε ο δήμαρχος, κι όμως οι πάγκοι τους σμπαραλιάστηκαν για να
μάθουν τι εστί Ελλην. Ελληνες βέβαια ήταν κι αυτοί που πέταξαν τη
μολότοφ και κάηκε το κουρείο· από τους Ελληνες που, μαζί με όλα τ’ άλλα,
εξευτελίζουν και τη σημαία κι ό,τι σημαίνει, όταν τη χρησιμοποιούν σαν
όπλο καταστροφής και βίας.
Ελληνας όμως ήταν κι ο πελάτης του
κουρείου που έβαλε τις φωνές στους πυρπολητές, για να τον μαχαιρώσουν
έτσι οι ακροδεξιοί. Αλλά Ελληνας από εκείνους που ντρέπονται και
δηλητηριάζονται με την παράδοση μιας χώρας, αυτής της χώρας, στους
νεοναζιστές, που σπέρνουν τον τρόμο «τροχίζοντας τις ξιφολόγχες τους στο
πεζοδρόμιο» (όπως είπε ο αρχηγός τους, που βαυκαλίζεται με την ιδέα πως
γεννήθηκε σαν Μεγαλεξανδρολεωνίδας), για να θερίσουν ψηφαλάκια
περίτρομων και καταδημαγωγημένων ανθρώπων. Οτι δεν είμαστε ίδιοι όλοι οι
Ελληνες το ξέραμε και πριν. Αλλά τώρα ο διχασμός φτάνει σιγά σιγά ώς τη
ρίζα. |