Σε ένα τετράγωνο τεσσάρων χωριών και δυο εγκαταλελειμμένων οικισμών στην
επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, είναι εγκατεστημένοι 50, περίπου,
μετανάστες και δίνουν ζωή, όσο μπορούν, στις ολιγάριθμες κοινωνίες τους.
«Ευτυχώς, που υπάρχουν κι αυτοί», λένε οι λιγοστοί, που αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να σμίξουν τις κουλτούρες τους και να κινούνται στους ίδιους ρυθμούς ζωής.
Στην πλειονότητά τους οι μετανάστες είναι Πακιστανοί, οι περισσότεροι φοβισμένοι, είτε γιατί βρίσκονται «χωρίς χαρτιά» στη χώρα, είτε ζουν και εργάζονται με τον κίνδυνο της χρυσαυγίτικης απειλής για τη ζωή τους. Παρ'όλα αυτά μένουν εκεί και προσπαθούν να μην σκέφτονται και τα δύο!
Ανηφορίζοντας από την Κοξαρέ, τη άλλοτε «Μικρή Μόσχα» των Μπολσεβίκων, φτάνεις στο... ομόχρωμο, πολιτικά, χωριό των Ατσιπάδων. Δε συναντάς ψυχή! Τα σπίτια σφαλισμένα, όλα έρημα. Μόνο μερικές γάτες τριγυρνούν στα δρομάκια και σε ένα περιφραγμένο χώρο, κάποιες αλανιάρες κότες με τον πετεινό τους απολαμβάνουν το απόγευμά τους, σαν να ζουν τον… έρωτά τους!
Ανάμεσα στις αλανιάρες κότες, μέσα στην περίφραξη και ο πετεινός στις Ατσιπάδες.
Ψάχνεις να βρεις ένα άνθρωπο να μιλήσεις ή να πεις κάτι, μάταια όμως. Όσοι δεν έφυγαν, πριν δεκαετίες, για τον νέο οικισμό όταν το χωριό περπατούσε, έμειναν να «φυλάνε Θερμοπύλες». Κι αυτοί είναι οι γέροντες…
Παρουσιάζεται έξαφνα ο Σεμπίν ο Πακιστανός με τη μηχανή του. Αυτός θα με οδηγήσει στον οικισμό Κατσογρίδα, που είναι πολύ κοντά, και εκεί υπάρχει και ένας άλλος ομοεθνής του που ασχολείται στις εργασίες του πατρικού σπιτιού του επιχειρηματία Γιάννη Παυλάκη.
«Η Κατσογρίδα», μου λέει, «ήταν τουρκοχώρι και εδώ έμεναν οι πιο άγριοι Τούρκοι, φόβος και τρόμος για την ευρύτερη περιοχή. Τώρα», συνεχίζει, «δε μένει άνθρωπος. Έρχομαι εγώ που διατηρώ κάποιες καλλιέργειες, όμως μένω στο Ρέθυμνο, και η Αθανασία Δασκαλάκη που και αυτή μένει στο Ρέθυμνο…».
«ΜΕ ΤΡΑΒΑ Ο ΤΟΠΟΣ…»
Και είναι συχνή η παρουσία του επιχειρηματία στον οικισμό. Και το αιτιολογεί: «Είμαι σχεδόν κάθε απόγευμα εδώ. Έχω ξένους στη δούλεψή μου, παράγω κηπευτικά και άλλα αγροτικά προϊόντα και τα διοχετεύω στα μαγαζιά που διατηρώ στην πόλη του Ρεθύμνου. Αυτό είναι το σπίτι μου που βλέπεις και κάνω διαμορφώσεις του εξωτερικού χώρου. Με τραβά αυτός ο τόπος, το χωριό μου. Σε τούτο το σπίτι μεγάλωσα. Μπορείς να το ξεχάσεις;»
Ερείπιο το σπίτι στην Κατσογρίδα
Νιώθεις να είσαι σε ένα άλλο γαλήνιο κόσμο που τους «καλούς καιρούς», άκουγες, έστω από λίγους, μια παιδική φωνή, ένα χαχανητό, ένα χωρατό, ένα κλάμα. Τώρα, τίποτα από όλα αυτά. Μόνο τα κελαϊδίσματα των πουλιών, που φαίνεται να είναι ευτυχισμένα γιατί τα δυστυχισμένα χάνουν τη λαλιά τους και χώνονται στις φωλιές τους…
Συνεχίζεις, ψάχνοντας σε τρεις οικισμούς τη ζωή! Ο δρόμος από τις Ατσιπάδες στον άλλο πεθαμένο μικρότερο οικισμό του Τσικαλαριού, είναι χωμάτινος και σε κάποια σημεία τους μήνες του χειμώνα είναι αδιάβατος. Δείχνει να τον περπατούν, όταν τον περπατούν, μόνο τα ζώα των κτηνοτρόφων της περιοχής. Προφανώς, εδώ, επειδή δεν υπήρχαν από τη δεκαετία του ’50 άνθρωποι να το κατοικούν, οι Αρχές δεν χρειάστηκε να τον επισκευάσουν ή να τον ασφαλτοστρώσουν.
ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ
Στο Τσικαλαριό, από τότε κυριαρχούσε στα κτήματα ο δικηγόρος ο Μανουσέλης. Και τώρα, αφού ο νομικός έχει αναχωρήσει για την αιωνιότητα, την περιουσία του διαχειρίζεται ο Γιώργος Τσόντος, που και αυτός δε διαμένει εκεί και προτίμησε μια κοντινή περιοχή έχοντας παρέα συγχωριανούς και φίλους: Την Παλέ και το όμορφο καφεμεζεδοπωλείο του Παυλή και της Σαραντούλας Μαμαλάκη.
Το ένα και μοναδικό σπίτι που υπάρχει και το φυλάνε, ως πιστοί φύλακες, δυο σκυλιά, κατοικείται κατά διαστήματα από τον εγγονό του αείμνηστου Μανουσέλη. Ο Ελληνογερμανός εγγονός του, έρχεται από τη Γερμανία που διαμένει μόνιμα, και για ένα μήνα, περισσότερο ή λιγότερο, γεμίζει τις μπαταρίες του με κρητικό αέρα και επιστρέφει. Φαίνεται να ανανεώνεται και να αποκτά δυνάμεις, επιστρέφοντας στο Μερκελιστάν!
Το μοναδικό σπίτι στο Τσικαλαριό είναι αυτό του Μανουσέλη Έτσι, όμως, τα έφεραν οι καιροί! Οι καρποί των δέντρων, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό εφόδιο για το κάθε σπίτι, πέφτουν καταγής και όποιος θέλει στους χρόνους της ανέχειας, χωρίς καμιά ενόχληση κι αν δεν βαριέται ή φοβάται μη… χάσει τη μέση του, μπορεί να μαζέψει. Και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες παρακαλάνε να βρίσκονται άνθρωποι να τους μαζεύουν για να μη χάνονται…
Από τη γαλήνη σε λίγες ώρες, θα γυρίσεις και πάλι ανάμεσα στους πολλούς. Εκεί θα συνεχίσεις και θα αναμένεις την επόμενη βδομάδα για ένα νέο οδοιπορικό ψάχνοντας τους τόπους που τους ξέχασαν οι άνθρωποι, όχι όμως και ο Θεός. Και με αυτή την προσμονή θα περνάνε οι ώρες και οι μέρες…
MadeinCreta
«Ευτυχώς, που υπάρχουν κι αυτοί», λένε οι λιγοστοί, που αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να σμίξουν τις κουλτούρες τους και να κινούνται στους ίδιους ρυθμούς ζωής.
Στην πλειονότητά τους οι μετανάστες είναι Πακιστανοί, οι περισσότεροι φοβισμένοι, είτε γιατί βρίσκονται «χωρίς χαρτιά» στη χώρα, είτε ζουν και εργάζονται με τον κίνδυνο της χρυσαυγίτικης απειλής για τη ζωή τους. Παρ'όλα αυτά μένουν εκεί και προσπαθούν να μην σκέφτονται και τα δύο!
Ανηφορίζοντας από την Κοξαρέ, τη άλλοτε «Μικρή Μόσχα» των Μπολσεβίκων, φτάνεις στο... ομόχρωμο, πολιτικά, χωριό των Ατσιπάδων. Δε συναντάς ψυχή! Τα σπίτια σφαλισμένα, όλα έρημα. Μόνο μερικές γάτες τριγυρνούν στα δρομάκια και σε ένα περιφραγμένο χώρο, κάποιες αλανιάρες κότες με τον πετεινό τους απολαμβάνουν το απόγευμά τους, σαν να ζουν τον… έρωτά τους!
Ανάμεσα στις αλανιάρες κότες, μέσα στην περίφραξη και ο πετεινός στις Ατσιπάδες.
Ψάχνεις να βρεις ένα άνθρωπο να μιλήσεις ή να πεις κάτι, μάταια όμως. Όσοι δεν έφυγαν, πριν δεκαετίες, για τον νέο οικισμό όταν το χωριό περπατούσε, έμειναν να «φυλάνε Θερμοπύλες». Κι αυτοί είναι οι γέροντες…
Παρουσιάζεται έξαφνα ο Σεμπίν ο Πακιστανός με τη μηχανή του. Αυτός θα με οδηγήσει στον οικισμό Κατσογρίδα, που είναι πολύ κοντά, και εκεί υπάρχει και ένας άλλος ομοεθνής του που ασχολείται στις εργασίες του πατρικού σπιτιού του επιχειρηματία Γιάννη Παυλάκη.
«Η Κατσογρίδα», μου λέει, «ήταν τουρκοχώρι και εδώ έμεναν οι πιο άγριοι Τούρκοι, φόβος και τρόμος για την ευρύτερη περιοχή. Τώρα», συνεχίζει, «δε μένει άνθρωπος. Έρχομαι εγώ που διατηρώ κάποιες καλλιέργειες, όμως μένω στο Ρέθυμνο, και η Αθανασία Δασκαλάκη που και αυτή μένει στο Ρέθυμνο…».
«ΜΕ ΤΡΑΒΑ Ο ΤΟΠΟΣ…»
Και είναι συχνή η παρουσία του επιχειρηματία στον οικισμό. Και το αιτιολογεί: «Είμαι σχεδόν κάθε απόγευμα εδώ. Έχω ξένους στη δούλεψή μου, παράγω κηπευτικά και άλλα αγροτικά προϊόντα και τα διοχετεύω στα μαγαζιά που διατηρώ στην πόλη του Ρεθύμνου. Αυτό είναι το σπίτι μου που βλέπεις και κάνω διαμορφώσεις του εξωτερικού χώρου. Με τραβά αυτός ο τόπος, το χωριό μου. Σε τούτο το σπίτι μεγάλωσα. Μπορείς να το ξεχάσεις;»
Ερείπιο το σπίτι στην Κατσογρίδα
Νιώθεις να είσαι σε ένα άλλο γαλήνιο κόσμο που τους «καλούς καιρούς», άκουγες, έστω από λίγους, μια παιδική φωνή, ένα χαχανητό, ένα χωρατό, ένα κλάμα. Τώρα, τίποτα από όλα αυτά. Μόνο τα κελαϊδίσματα των πουλιών, που φαίνεται να είναι ευτυχισμένα γιατί τα δυστυχισμένα χάνουν τη λαλιά τους και χώνονται στις φωλιές τους…
Συνεχίζεις, ψάχνοντας σε τρεις οικισμούς τη ζωή! Ο δρόμος από τις Ατσιπάδες στον άλλο πεθαμένο μικρότερο οικισμό του Τσικαλαριού, είναι χωμάτινος και σε κάποια σημεία τους μήνες του χειμώνα είναι αδιάβατος. Δείχνει να τον περπατούν, όταν τον περπατούν, μόνο τα ζώα των κτηνοτρόφων της περιοχής. Προφανώς, εδώ, επειδή δεν υπήρχαν από τη δεκαετία του ’50 άνθρωποι να το κατοικούν, οι Αρχές δεν χρειάστηκε να τον επισκευάσουν ή να τον ασφαλτοστρώσουν.
ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ
Στο Τσικαλαριό, από τότε κυριαρχούσε στα κτήματα ο δικηγόρος ο Μανουσέλης. Και τώρα, αφού ο νομικός έχει αναχωρήσει για την αιωνιότητα, την περιουσία του διαχειρίζεται ο Γιώργος Τσόντος, που και αυτός δε διαμένει εκεί και προτίμησε μια κοντινή περιοχή έχοντας παρέα συγχωριανούς και φίλους: Την Παλέ και το όμορφο καφεμεζεδοπωλείο του Παυλή και της Σαραντούλας Μαμαλάκη.
Το ένα και μοναδικό σπίτι που υπάρχει και το φυλάνε, ως πιστοί φύλακες, δυο σκυλιά, κατοικείται κατά διαστήματα από τον εγγονό του αείμνηστου Μανουσέλη. Ο Ελληνογερμανός εγγονός του, έρχεται από τη Γερμανία που διαμένει μόνιμα, και για ένα μήνα, περισσότερο ή λιγότερο, γεμίζει τις μπαταρίες του με κρητικό αέρα και επιστρέφει. Φαίνεται να ανανεώνεται και να αποκτά δυνάμεις, επιστρέφοντας στο Μερκελιστάν!
Το μοναδικό σπίτι στο Τσικαλαριό είναι αυτό του Μανουσέλη Έτσι, όμως, τα έφεραν οι καιροί! Οι καρποί των δέντρων, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό εφόδιο για το κάθε σπίτι, πέφτουν καταγής και όποιος θέλει στους χρόνους της ανέχειας, χωρίς καμιά ενόχληση κι αν δεν βαριέται ή φοβάται μη… χάσει τη μέση του, μπορεί να μαζέψει. Και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες παρακαλάνε να βρίσκονται άνθρωποι να τους μαζεύουν για να μη χάνονται…
Από τη γαλήνη σε λίγες ώρες, θα γυρίσεις και πάλι ανάμεσα στους πολλούς. Εκεί θα συνεχίσεις και θα αναμένεις την επόμενη βδομάδα για ένα νέο οδοιπορικό ψάχνοντας τους τόπους που τους ξέχασαν οι άνθρωποι, όχι όμως και ο Θεός. Και με αυτή την προσμονή θα περνάνε οι ώρες και οι μέρες…
MadeinCreta