Πολιτικός κρατούμενος και αιχμάλωτος πολέμου, εκλεγμένος βουλευτής και μαχητής του αντάρτικου στρατού του IRA, ο Σαντς ξεκίνησε την απεργία πείνας την 1η Μαρτίου, και σύντομα τον ακολούθησαν σ' αυτήν κι άλλοι συγκρατούμενοί του αντάρτες, που συνέχισαν και μετά τον θάνατό του, μέχρι τον Οκτώβριο του 1981. Αλλοι 9.....
Ακολούθησε στην άρνηση τροφής, ο κρατούμενος Φράνσις Χιούζ, που άρχισε την απεργία πείνας δυο βδομάδες αργότερα από τον Σαντς και άντεξε 59 μέρες.Ετων 25...
ο Ρέιμοντ Μακ Κρις, 25 ετών. με τον Πάτσι Ο’ Χάρα (24 χρονών), μετά από 61 μέρες, την 21η Μαΐου. Ακολούθησε ο Τζόε Μακ Ντόνελ (30 χρονών) στις 8 Ιουλίου, μετά από 61 μέρες. Ο Μάρτιν Χάρσον (25 χρονών) στις 13 Ιουλίου, ύστερα από 46 μέρες. Την 1η Αυγούστου ο Κέβιν Λίντς (25 χρονών), μετά από 71 μέρες. Στις 2 Αυγούστου ο Κίραν Ντόροθι (26 χρονών), με 73 μέρες απεργία πείνας. Στις 8 Αυγούστου ο Τόμας Μακ Έλβι (24 χρονών), σε 62 μέρες και τελευταίος ο Μάικαλ Ντιβάιν (27) χρονών, μετά 62 μέρες.
Η απεργία τους καταγράφηκε στην ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων και των αυτονομιστικών αντάρτικων ως η διαμαρτυρία των Πέντε Αιτημάτων, επειδή πέντε ήταν τα αιτήματα των απεργών του Λονγκ Κες:
- το δικαίωμα να μην φορούν στολές φυλακισμένων,
- το δικαίωμα να αρνούνται την καταναγκαστική εργασία στη φυλακή,
- το δικαίωμα να συναναστρέφονται ελεύθερα με άλλους κρατούμενους και να οργανώνουν δικές τους ψυχαγωγικές δραστηριότητες,
- το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα, ένα πακέτο κάθε εβδομάδα,
- και τέλος να επανακτήσουν το δικαίωμα μείωσης ποινής, μετά τη λήξη της απεργίας.
Ο Σαντς περιέγραψε τις «ατελείωτες μοναχικές μέρες» της απομόνωσης: «Η ξαφνική και πλήρης κατάργηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το βάδισμα και ο καθαρός αέρας, η επιλογή των ρούχων που θα φορώ και των ανθρώπων που θα συναναστρέφομαι, των εφημερίδων και των βιβλίων που θα διαβάζω, ακόμη και των τσιγάρων μου, κάνουν τη ζωή ανυπόφορη».
Ο Σαντς, όπως και οι συγκρατούμενοί του αντάρτες, δεν θεωρούνταν από τους Βρετανούς πολιτικοί κρατούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά κάτι σαν το σημερινό απαξιωτικό, πολιτικά κενό και ψευδεπίγραφο «παράνομοι μαχητές» που εμπνεύστηκαν οι Αμερικανοί στήνοντας το Γκουαντάναμο.