Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Στη θλιβερή επέτειο του Λόρκα

Posted by ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Μιά θλιβερή επέτειος. Στις 19 Αυγούστου του 1936, τουφεκίστηκε στο Βιθνάρ στα περίχωρα της Γρανάδα, στα 38 του χρόνια, από τα όργανα  του φασίστα δικτάτορα Φράνκο ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, για να περάσει στην Αθανασία δίπλα σ’  αυτούς που με τη  ζωή και το έργο τους προσπάθησαν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και να «μερέψουν» τον άνθρωπο. Ισπανός στην καταγωγή ο Λόρκα, μα δεν άργησε να "γίνει" και Αμερικανός, Ρώσος, Αφρικανός, πανανθρώπινος. Ο ίδιος και το έργο του... αγαπήθηκαν με πάθος και μισήθηκαν θανάσιμα, σαν όλους τους αληθινά μεγάλους. Στη γλώσσα  μας το έργο του αποδόθηκε από σπουδαίους ποιητές μας και μελοποιήθηκε από μεγάλους και καταξιωμένους συνθέτες. Τραγουδήθηκε απ’ τα χείλη του λαού μας σε στιγμές ανάτασης, έρωτα, χαράς ή μελαγχολίας, τόσο που να τον νιώθουμε Έλληνα, έναν απ' τους δικούς μας μεγάλους, κλείνοντάς  τον για πάντα στην καρδιά μας.
Στη μνήμη του, τρία αγαπημένα μου τραγούδια, σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνευμένα μαγικά από την Αρλέτα. Περιέχονται στον δίσκο της «ROMANCERO GITANO του FEDERICO GARCIA LORKA και τέσσερα άλλα τραγούδια», που κυκλοφόρησε το 1978.
(«Πατήστε» πάνω στους τίτλους των τραγουδιών για να τα ακούσετε.)
Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
και στη Σεβίλλια πάει
τα κατσαρά του γυαλλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαψός
από του φεγγαριού το φως
Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει
εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να τον φτάνουν
κάτω απ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν
Από βραδύς η ώρα οκτώ
τον σέρνουν σε κελί μικρό
απόξω κάθονται φυλάνε
πίνουν ρακί και βλαστημάνε
Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει
Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.
Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».
Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού 'χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δεν μιλεί.
Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ' Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.
Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:
Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.
Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.
Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:
Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.
Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.
Ενώ απ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.
Federico Garcia Lorca
  • Blogroll

  • Blog Archive