Εγώ όλα τα προτιμώ του γάλακτος.
Την σοκολάτα, την κρέμα, τ'αρνάκι. Και στον καφέ μου δηλαδής, πάντοτε ζητώ να μου βάλουν διπλή δόση να ξανθίνει το χρώμα του. Για να καταλάβεις το πιο φοβιστικό άσμα που μπορείς να μου τραγουδήσεις είναι το No Milk Today -τόσο πολύ μου αρέσει το γάλα! Ίσως γι'αυτό λατρεύω και τον γαλατά. Όχι τον μίλκμαν, συγκεντρώσου. Τον Γαλατά, τη συνοικεία. Στην....
Πόλη ντε!
Εκεί, στην κορφή του λόφου που στέκεται δίπλα στον Κεράτιο, δεσπόζει ο
Πύργος του Γαλατά. Γενοβέζικος είναι, το 1348 χτίστηκε. Τότες που οι
Βυζαντινοί είχαν παραχωρήσει προνόμια στους Γενοβέζους και ήρθαν εκείνοι
και κατσικώθηκαν στην αντίπερα όχθη κι αγνάντευαν την Κωνσταντινούπολη.
Το Χρυσό Κέρας.
Κατά την οθωμανική περίοδο, χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο, ως φάρος,
ως φυλακή αλλά και ως μπουζουκλερί μη-χειρότερα. Από τα μέσα της
δεκαετίας του ΄60 μετατράπηκε σε ένα από τα τοπ αξιοθέατα της Πόλης
-τύπου πάει ο τουρίστας, αφήνει τα οκτώ (γλουπ!) ευρουδάκια του κι
ανεβαίνει ν'απολαύσει το βιου από αψηλά. Ο παρατηρητικός αναγνώστης θα
διαπίστωσε ότι στην ασπρόμαυρη φωτό από πάνου, ο Πύργος δεν έχει τη
γνωστή κωνική του οροφή. Ο λόγος είναι ότι το 1875 και κατά τη διάρκεια
μίας καταιγίδας, κατέρρευσε και έμεινε το τάουερ κολοβό.
Όμως μην μου ανησυχείς, σήμερις η οροφή έχει αποκατασταθεί και ο Πύργος
ζει μεγάλες δόξες, καθώς συρρέουν καθημερινώς ορδές τουριστών και η ουρά
αναμονής βγαίνει όξω και στροβιλίζεται στο πεζοδρόμιο.
Καλά κι ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί σε κουβάλησα μέχρις εδώ; Για έναν λόγο εντελώς προσωπικό.
Έχω ανέβει σε αυτόν τον Πύργο διάφορες ώρες της ημέρας, διάφορες εποχές
του χρόνου και με διάφορους καιρούς (όπως φαίνεται από το ποτ πουρί των
φωτογραφιών που σου έχω παραθέσει ως τώρα).
Όμως ετούτο το πρωινό με τον σταχτί φθινοπωρινό ουρανό της Πόλης να
βυθίζει στο μουντό τα χρώματα των οριζόντων, θα μείνει για πάντα
χαραγμένο στη μνήμη μου. Πέρναγα από κάτου ενωρίς και παρότι έχω ανέβει
τόσες φορές, ήταν νομίζω η πρώτη που τον επέτυχα τόσο άδειο. Αφού μου
έκαμε εντύπωση η ησυχία του! Κοντοστάθηκα. Ύψωσα το βλέμμα μου στα 62
μέτρα τ'αναστήματός του. Λύγισα πάλι κι απεφάσισα να τον ανέβω.
Βγήκα στην κορφή και γαντζώθηκα στο μεταλικό κάγκελο που στεφανώνει το
τριγυριστό μπαλκόνι. Κοίταξα κάτου τους δρόμους. Η κίνηση ήταν ακόμη
υποτονική στα στενά. Άκουγες όμως την πόλη να ξυπνά. Τα μαγαζιά
ν'ανοίγουν. Τους ανθρώπους να πηγαίνουν στις δουλειές τους.
Ύστερα ύψωσα το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση που σβήνει ο Κεράτιος.
Στην αποδώ μεριά το Πέραν κι ύστερα πιο μακριά, το Ταρλάμπασι -μία
γειτονιά με χαρακτηριστικά γκέτο που διαμένουν πάμφτωχοι μετανάστες από
την Ανατολία και μπόλικοι Κούρδοι. Δύσκολη βόλτα αλλά θα την κάμουμε
κάποια στιγμή. Στην απέναντι όχθη το Φανάρι και πέρα εκεί που χάνεται ο
ορίζοντας, το Εγιούπ. Θα σε πάω και κατά κει, αλλά να φορέσεις μία
μαντήλα, αναγνώστρια.
Πιο αριστερά, υψώνουν τους μιναρέδες τους τα μεγάλα τεμένη. Το Φατίχ και
το Σουλεϊμανιγιέ. Τα καραβάκια πηγαινοέρχονται τον Κεράτιο, οι γέφυρες
ενώνουν τις ακτές του.
Ακόμα πιο αριστερά, η περιβόητη γέφυρα του Γαλατά. Που κι αν σου'χω
μιλήσει τόσες και τόσες φορές γι'αυτήν. Που δεν θα χορτάσω μια ζωή
ολόκληρη να την περπατάω από την μια της άκρη στην άλληνε. Εκείνη
αριστερά είναι η Αγιά Σοφιά και λίγο πιο δεξιά της το Μπλέ Τζαμί.
Ο ουρανός γλύκανε για λίγο και φωτίστηκε η Πόλη. Χάθηκε ο ήχος, σα να
σταμάτησε ο χρόνος και όλα έγιναν εντύπωση. Στάθηκα βουβός κι απεφάσισα
ετούτη τη στιγμή να μην την ξεχάσω ποτέ όσο ζω. Να τη φυλάξω στη μνήμη
μου και να την κρατήσω ως προσωπικό μου κειμήλιο.
Ύστερα επανήλθα στην πραγματικότητα. Στα κορναρίσματα, στις φωνές, στους
θορύβους. Από ετούτη την πλευρά φαίνεται η νέα εκδοχή της Πόλης. Τους
βλέπεις τους ουρανοξύστες στο βάθος; Κάθε φορά που τους μετράω κι είναι
περισσότεροι. Ένα τουρκικό Μανχάταν χτίζεται στο Σισλί.
Λίγο πριν αποφασίσω να κατέβω, συναντήθηκα και με το Θανασάκη. Καθόταν
απάνου σε μία από τις πέτρινες μπάλες που κοσμούν το κυκλικό μπαλκόνι.
Τον επλησίασα με τρόπο. Με στραβοκοίταξε. Του πιασα για λίγο την
κουβέντα. Τα είπαμε πτηνό προς πτηνό. Πίσω του ο Βόσπορος και στο βάθος η
Ασία -είχε απίθανο μπαγκράουντ ο γλάρος! Του είπε ότι τον ζηλεύω. Που
μπορεί και πετάει αψηλά και βλέπει όλα όσα εμείς απλώς υποψιαζόμαστε.
Που μπορεί να συλλάβει την εικόνα στην πληρότητά της και όχι στην
αποσπασματικότητα που επιφυλάσσει σε εμάς η καθημερινότητά μας. Ναι,
φιλοσοφική συζήτηση πιάσαμε, στο είπα ότι είχε απίθανο μπαγκράουντ.
Τότες μου είπε μία ιστορία. Γύρω στο 1630, όταν Σουλτάνος ήταν ο
τρομερός Μουράτ Δ', ένας παράτολμος νέος, ο Χεζαρφέν Αχμέτ Τσελεμπή,
βάλθηκε να πραγματοποιήσει μία πτήση απάνου από το Βόσπορο. Προσάρμοσε
αυτοσχέδια φτερά στο σώμα του και αφού έκαμε κάμποσες δοκιμές πέφτοντας
από το μιναρέ του τζαμιού Οκμεϊντανί, κάλεσε τον Σουλτάνο, ανέβηκε εδώ
στον Πύργο του Γαλατά, άνοιξε τα φτερά του και πήδηξε με τόλμη στο κενό.
Προς έκπληξη του Μουράτ και των λοιπών παρισταμένων, τα φτερά στήριξαν
τον Χεζαρφέν και με τη βοήθεια τ'ανέμου, εκείνος πέρασε πάνου από τη
θάλασσα, έφθασε από την Ευρώπη στην Ασία και προσγειώθηκε στο Σκούταρι,
στην πλατεία των Ντογαντζήδων (που σημαίνει στα τούρκικα "γερακάρηδων").
Εντυπωσιασμένος ο Μουράτ αντάμειψε τον Χεζαρφέν με μία φούχτα χρυσά
νομίσματα κι ύστερα διέταξε να τον εξορίσουν στην Αλγερία. "Γιατί, βρε
γλάρε, τον εξόρισαν μετά από τέτοιο κατόρθωμα;" ρώτηξα σαστισμένος.
"Γιατί σκέφτηκαν ότι ένας άνθρωπος τόσο αποφασισμένος και ατρόμητος,
μπορεί να πραγματοποιήσει ό,τι βάλει σκοπό. Και άρα είναι επικίνδυνος."
Κι ύστερα ο γλάρος πέταξε. Κι εγώ κατέβηκα.