Περιπολίες και διευκολύνσεις εκατομμυρίων ευρώ από Ελλάδα
Οι “πλανητάρχες” του G20 δεν έχουν
να αντιμετωπίσουν μόνο τα διλήμματα της οικονομικής κρίσης διεθνώς που
βρίσκεται ξανά εκτός ελέγχου. Έχουν να διαχειριστούν μια νέα στρατιωτική
επέμβαση που...
δρομολογείται στη Συρία, εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων
αναμεταξύ τους, που στόχο έχει να ελέγξει τις επαναστάσεις στην ευρύτερη
περιοχή και να φέρει τη σταθεροποίηση των καθεστώτων αλλάζοντας τις
διεφθαρμένες ηγεσίες που στήριζαν οι ίδιοι επί χρόνια.
Την ίδια ώρα που η λιτότητα -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- παραμένει κοινή δέσμευση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, προετοιμάζονται στρατιωτικές σπατάλες ξανά στη Μέση Ανατολή με αιχμή τη Συρία προκαλώντας έντονες αντιπολεμικές αντιδράσεις στις περισσότερες πρωτεύουσες.
Τι να πει κανείς για την ελληνική κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που με το ένα χέρι κόβει σε σχολεία, δήμους, νοσοκομεία, μισθούς και συντάξεις και με το άλλο υπόσχεται όρκους πίστης για συμμετοχή σε ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη στη Συρία με στρατιωτικές περιπολίες στα σύνορα (για τους μετανάστες τους οποίους κλείνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξεγείρονται) και παροχή εξοπλιστικών διευκολύνσεων με κόστος εκατομμυρίων ευρώ.
To σύνδρομο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, όπως το σύνδρομο του Βιετνάμ κατατρώει τις κυβερνήσεις καθώς οι αντιπολεμικές αντιδράσεις καταγράφονται από το Παρίσι και το Λονδίνο έως τη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον.
Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον δεν πρόλαβε να πει το “ναι” στον Ομπάμα και εισέπραξε ένα ατιμωτικό “όχι” από το κοινοβούλιο, ενώ ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ λέει τώρα πως η Γαλλία δεν πρόκειται να ενεργήσει μόνη εάν το αμερικανικό Κογκρέσο καταψηφίσει την επέμβαση στη Συρία.
Στις ΗΠΑ, περίπου ένας στους δυο (ποσοστό 48%) δήλωσε ότι διαφωνεί με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στη Συρία, σύμφωνα με την δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από το ερευνητικό κέντρο Pew. Σε άλλη δημοσκόπηση για λογαριασμό του τηλεοπτικού καναλιού ABC και της εφημερίδας Ουάσινγκτον Ποστ: το 59% των ερωτηθέντων διαφωνεί. Σχεδόν τρεις στους τέσσερις (ποσοστό 74%) από τους συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση του Pew πιστεύουν ότι ένα πλήγμα εναντίον της Συρίας θα επέφερε αντίποινα.
Την ίδια ώρα, ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Γκι-Μουν προειδοποίησε σήμερα γα τους κινδύνους που συνεπάγεται η ενδεχόμενη ανάληψη στρατιωτικής δράσης προς "παραδειγματισμό" της Συρίας, τονίζοντας ότι η χρήση βίας θεωρείται νόμιμη μόνο όταν γίνεται για λόγους αυτοάμυνας ή εάν έχει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ
"Θα πρέπει να αναλογιστούμε τις συνέπειες που θα είχε μια τιμωρητική ενέργεια στις προσπάθειες που καταβάλλονται για να αποφευχθεί η περαιτέρω αιματοχυσία και να διευκολυνθεί η εξεύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση", είπε ο Μπαν μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Υπό αυτό το πρίσμα οι ηγέτες των χωρών μελών της Ομάδας των Είκοσι (G20) συναντώνται την Πέμπτη και την Παρασκευή στην Αγία Πετρούπολη, φιλοξενούμενοι της Ρωσίας που επιμένει άκαμπτη να εγκρίνει μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ένα θέμα που απειλεί να υπερισχύσει της συζήτησης σχετικά με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Επισήμως, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των σημαντικότερων ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών του πλανήτη πρόκειται να συζητήσουν σχετικά με την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και να εξετάσουν τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης που πλέον μεταφέρεται στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες καταγράφεται σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης και πλήττονται τα εθνικά νομίσματα. Αλλά καθ' ομολογία πολλών από τους ηγέτες που θα λάβουν μέρος στη σύνοδο κορυφής, η συριακή κρίση ενδέχεται να κυριαρχήσει τελικά στη σύνοδο.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ υπενθύμισε χθες ότι «η G20 δημιουργήθηκε για να επιλύονται οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα», προσθέτοντας ότι η Συρία «δεν βρίσκεται στην ατζέντα της συνόδου της Αγίας Πετρούπολης». Μολαταύτα, ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας αναγνώρισε πως «οποιοσδήποτε πολιτικός ηγέτης μπορεί να θέσει το ζήτημα αυτό στο τραπέζι. Είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια συζήτηση».
Το Σάββατο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε κρίνει ότι η G20 αποτελεί «ένα καλό πεδίο» για να συζητηθεί η κρίση στη Συρία, αν και τόνισε ότι ασφαλώς «δεν μπορεί να αντικαταστήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας» του ΟΗΕ. «Γιατί να μην επωφεληθούμε;», πρόσθεσε ο πρόεδρος της Ρωσίας.
Αντιπαραθέσεις
Ο οικοδεσπότης της συνόδου παραμένει ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του καθεστώτος του Μπαράκ αλ Άσαντ καθώς η Ρωσία τα τελευταία δύο χρόνια έχει εμποδίσει την κύρωση οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μαζί με την Κίνα. Χθες η Μόσχα ανέφερε ότι «ανησυχεί έντονα» για το ενδεχόμενο μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Η Ρωσία δεν άλλαξε στάση αφού πολλές δυτικές δυνάμεις κατηγόρησαν την συριακή κυβέρνηση ότι χρησιμοποίησε χημικά όπλα σε μία επίθεση η οποία στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους την 21η Αυγούστου σε προάστιο της Δαμασκού, επιχειρηματολογώντας ότι δεν είναι πειστικά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν παρουσιαστεί ως σήμερα.
Η ρωσική θέση ενισχύθηκε μετά την απόρριψη της συμμετοχής της Βρετανίας στη στρατιωτική επέμβαση από τη βουλή των κοινοτήτων, αλλά και την ανακοίνωση του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ότι θα ζητήσει την έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου, το οποίο είναι κλειστό ως την 9η Σεπτεμβρίου.
Νωρίτερα σήμερα η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ, η οποία έχει αποκλείσει τη συμμετοχή της χώρας της σε ενδεχόμενη στρατιωτική δράση στη Συρία, εξέφρασε την ελπίδα να υπάρξει διεθνής συναίνεση στη σύνοδο κορυφής της G20 ώστε να υπάρξει «ενιαία» αντίδραση από μέρους διεθνούς κοινότητας στην επίθεση με χημικά όπλα για την οποία δυτικές χώρες θεωρούν ότι ευθύνεται η κυβέρνηση Άσαντ.
Αλλά οι διαφορές πολύ δύσκολα θα ξεπεραστούν, ιδίως σε μια συγκυρία που οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ εξαιτίας και της υπόθεσης του Έντουαρντ Σνόουντεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πρόκειται να γίνει η διμερής συνάντηση ανάμεσα στον Πούτιν και στον αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα, η οποία —πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο με τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν για το πρόγραμμα παρακολούθησης των επικοινωνιών από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και η Μόσχα χορηγήσει πολιτικό άσυλο στον Αμερικανικό πληροφορικό— προγραμματιζόταν να γίνει πριν από την διεξαγωγή της G20, ενώ δεν αναμένεται να έχουν κατ' ιδίαν επαφές ούτε και στη διάρκεια της συνόδου κορυφής.
«Δεν βλέπω το πώς θα μπορούσαν να συμφωνήσουν» οι ηγέτες σχετικά με τη Συρία, σχολίασε ο Σεργκέι Καραγκανόφ της σχολής Οικονομίας και Διεθνούς Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Κατά τον ίδιο, η σύνοδος δεν θα αποβεί «σε συμφωνία για κανένα σημαντικό θέμα».
Υφεση
Πέραν της Συρίας, η σύνοδος σημειώνεται ενώ οι αναδυόμενες χώρες βλέπουν τα νομίσματά τους να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση: η ινδική ρουπία έχει χάσει το ένα τέταρτο της αξίας της από την αρχή του 2013, το βραζιλιάνικο ρεάλ 15% και το ρωσικό ρούβλι 10%. Παρότι είχαν συγκρατήσει εν μέρει την παγκόσμια οικονομία συνεχίζοντας να αναπτύσσονται εν μέσω της κρίσης της περιόδου 2008-2009, οι χώρες αυτές προστίθενται στις πηγές ανησυχίας για την παγκόσμια οικονομία, την ώρα που η ευρωζώνη βγαίνει από την ύφεση. Υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, που είχε ωθήσει τους επενδυτές σε διεθνές επίπεδο να στραφούν ξανά στην αμερικανική οικονομία, εν αναμονή ανόδου των επιτοκίων.
Η ομάδα των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτρέψουν «παράπλευρες απώλειες» σε αυτές εξαιτίας της νομισματικής τους πολιτικής: απαιτείται, λένε οι κυβερνήσεις τους, «καλύτερη αναγνώριση του γεγονότος ότι ζούμε σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο» και η αποφυγή της λήψης αποφάσεων «οι οποίες βασίζονται μόνον στα εθνικά συμφέροντα (και οι οποίες) πιθανόν έχουν βαριές συνέπειες για άλλα έθνη».
Εν μέσω της κρίσης στη Συρία και της κατάστασης των οικονομικών των αναπτυσσόμενων χωρών, σε αυτή τη σύνοδο της G20 πιθανόν καταγράφονται «οι περισσότερες διαφωνίες από ποτέ», σχολίασε ο Κρις Ουίφερ, οικονομολόγος της εταιρίας συμβούλων Macro Advisory.
με πληροφορίες ΑΠΕ, Reuters