Λιλιάνα Δρίτσα (διήγημα)
Ένας μεσόκοπος άντρας, ήταν, γύρω στα πενήντα-ίσως και νεότερος αλλά κακοπερασμένος…
Κάτι έλεγε στη γλώσσα του κι έκλαιγε γοερά.
Γύρω του κι άλλοι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι. Μερικοί κάτι ψέλλιζαν. Άλλοι χτυπούσαν το κεφάλι τους.
Ανάμεσα στα κεφάλια...
ξεχώριζες μικρόφωνα που διαγκωνίζονταν.
Ανάμεσα στα κλάματα ξεχώριζες φωνές δημοσιογράφων.
Ο άνθρωπος έκλαιγε.
Αν έσβηνες τον ήχο δεν καταλάβαινες πως μιλούσε ξένη γλώσσα.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας αγρότης που είχε καταστραφεί η σοδιά του.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας ψαράς που του ’χε βουλιάξει η βάρκα του.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας οικογενειάρχης που είχε χάσει το σπίτι του κι έμενε στο δρόμο.
Ο άνθρωπος έκλαιγε.
Έδειχνε τη θάλασσα κι έκλαιγε.
Μπορεί να ‘δειχνε και προς το μέρος της πατρίδας του.
Μπορεί να καταριόταν τη στιγμή που πήρε την απόφαση να φύγει ή αυτούς που τον ¨βοήθησαν¨…
Μπορεί να προσπαθούσε να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη.
Πάντως έκλαιγε.
Ένας μεσόκοπος άντρας που μιλούσε μια ξένη γλώσσα αλλά θα μπορούσε να είναι κι έλληνας.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας μετανάστης στην προκυμαία της Νέας Υόρκης.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας μετανάστης στο σταθμό του Μονάχου.
Θα μπορούσε να είναι ένας έλληνας μετανάστης στην Μελβούρνη.
Έκλαιγε.
Κι ένας συμπατριώτης του μετέφραζε.
Τα τρία παιδιά του κι η γυναίκα του είχαν πνιγεί.
Έκλαιγε.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο πια.
Ούτε να συνεχίσει το ταξίδι του για την Ευρώπη της επαγγελίας.
Ούτε να γυρίσει πίσω.
Ούτε να συνεχίσει τη ζωή του.
Τα τρία παιδιά του κι η γυναίκα του είχαν πνιγεί.
Ο άνθρωπος έκλαιγε.
Θα μπορούσε να είναι έλληνας…
Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας, μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών