Η ψεύτικη συνοχή που συχνότατα δημιουργείται πίσω από την επιφανειακή
ομοιότητα (σε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό βασισμένη) καλύπτει αρκετά
σημαντικά πράγματα. Ένα από αυτά είναι ότι η απόσταση που χωρίζει έναν
πεπαιδευμένο άνθρωπο από έναν αποκτηνωμένο είναι πολύ μεγαλύτερη από την
απόσταση που χωρίζει έναν άνθρωπο από ένα ζώο.
Ένας από τους πιο κοινούς πειρασμούς ο οποίος όμως οδηγεί στις
μεγάλες συμφορές είναι ο πειρασμός των λέξεων: «Όλοι έτσι κάνουν».
Έγραψε ο Τολστόι, θέλοντας να στηλιτεύσει τον ακίνητο, παθητικό άνθρωπο,
που ακολουθεί ένα ρεύμα στο οποίο, είτε το επέλεξε είτε όχι, βρίσκει
μέσα του την συχνά κτηνώδη ασφάλεια και προστασία που προσφέρει μια
μηχανική πλειοψηφία, ή μια αδιάσειστη θαρρεί ακόμη και στην μειοψηφία
της «εξουσίας».Και πως συχνά η αλληλεγγύη δεν έχει αταβίστικα να κάνει με το αν είσαι δίποδο ή τετράποδο.
Άλλωστε ο άνθρωπος γενικά έχει πολύ δρόμο για να γίνει ζώο, αφού είναι το κτηνώδες πλάσμα που σκοτώνει μαζικά για το κέρδος ή την εκδίκηση και την χαρά.
Τη προηγούμενη βδομάδα ένα ποσοστό κόσμου στην Ελλάδα πάγωσε από τον βάναυσο τρόπο με τον οποίον ένα ανθρωποειδές θανάτωσε ένα κουταβάκι στην Εύβοια...
Το ξεγέλασε (τόσο εύκολο! ο εγκέφαλος τους είναι νηπιακός μπροστά μας) με λίγη τροφή, κι αυτό πιστεύοντας πως βρήκε λίγη αγάπη σε έναν επιθετικό για τα αδεσποτάκια (δίποδα και τετράποδα) κόσμο προσέγγισε, το έπιασε με σκοινί και με την καρέκλα του επέφερε ο άντρακλας θανατηφόρα χτυπήματα στο κεφάλι.
Αλλά το μαγαζί ψητοπωλείο της ανθρωπόμορφης κτηνάρας όχι μόνο δεν άδειασε παρά τις κινητοποιήσεις των φιλόζωων αλλά γέμισε από ανθρώπους που υποστήριζαν χωρίς αιδώ πως αν όσοι υποστηρίζουν το νεκρό κουταβάκι είναι φιλόζωοι, οι ίδιοι που υποστηρίζουν την κτηνάρα είναι φιλάνθρωποι. Πώς δημιουργήθηκε αυτό το παντελώς ανυπόστατο διαχωριστικό δίπολο που απονέμει τον τίτλο του φιλάνθρωπου στα ρεμάλια που συμπαρατάσσονται με το κτήνος και όχι σε όσους παλεύουν για έναν αληθινά πιο ανθρώπινο κόσμο;
Ο «Κώστας», όπως είναι τ’ όνομα του φονιά, είναι ο μέσος Έλληνας, μέλος ενός λαού (παρά τον κίνδυνο της σχηματικής κι άρα άδικης περιγραφής) που έχει χτυπηθεί βάναυσα από την προγονοπληξία κι έχει αναπτύξει απίστευτα συμπλέγματα κατωτερότητας, τα οποία εκδηλώνονται ως σύμπλεγμα ψευδοανωτερότητας. Το Ελληνικό φαντασιακό συνέδεσε τον κάθε πικραμένο παρλαπίπα με τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, κι η ελληνικότητα, (και επί μέρους ταυτότητες πχ η κρητικότητα εντός της) αναγορεύτηκε σε ιδιότητα μαγική, όχι σε ζήτημα (όπως και κάθε ιδιότητα, εθνοτική ή άλλη) βαθιάς και κριτικής παιδείας που με προσωπικό κόπο έπρεπε να κατακτήσεις. Καθήμενος στις «δάφνες του» θύμιζε σε συλλογικό επίπεδο το προσωπικό σύνδρομο που χτυπά συχνά παιδιά καλών οικογενειών ή ισχυρών προσωπικοτήτων, που βρίσκονται αμήχανα να κατέχουν μια θέση που η ψυχή τους γνωρίζει ότι δεν την αξίζουν και για να εντυπωσιάσουν λένε και κάνουν ό,τι μαλακία μπορείς να φανταστείς, μένοντας πάντοτε σε σχέση με το αληθινό αποτέλεσμα και την ζωή υποτονικοί και κάτω του μετρίου (από την Βουλή μέχρι τα κόμματα και τα ΑΕΙ, και όχι μόνο, γεμάτος ο τόπος αν θέλεις να εντρυφήσεις «κοινωνιολογικά»).
Ως ανταπάντηση βέβαια της ίδιας προβληματικής σχέσης σε ένα εκκρεμές που δεν θα μπορούσε να ισορροπήσει εύκολα, υιοθετώντας αρχικά την υγιή δόση ναρκισσισμού που λένε κι οι ψυχαναλυτές, (η οποία σε κάνει να αγαπάς τον εαυτό, συλλογικό ή ατομικό, συγκροτημένα κι έτσι ν’ ανοίγεσαι στο «άλλο» αγαπώντας τό δημιουργικά και όχι χρησιμοθηρικά) ήρθε η πλήρης απόρριψη της Αγάπης για τον εαυτό, μένοντας αυτό που λέει η Κρίστεβα «παντοτινά ξένοι για τον εαυτό μας». Η πλειοψηφική παθογένεια του περιούσιου λαού κι απέναντι η μειονοτική παθογένεια του Έλληνες είστε και φαίνεστε.
Αλλά ενώ η μειοψηφική παθογένεια χτυπιέται από παντού ώστε να μην συγκροτηθεί σε αίτημα αλλαγής όπως φυσιολογικά θα μπορούσε, η πλειοψηφική χαϊδεύεται με «κορυφαία» ανεκδοτολογικά ιδεολογήματα, όπως το περίφημο «φιλότιμο», φράση που ωραιοποιεί την απουσία συγκροτημένης, συνειδητής, στάσης ζωής από τον πολίτη ή συγκροτημένης, ισότιμης πολιτικής από την πλευρά αυτού που εκπροσωπεί το κράτος, (ή στην δική σου σχέση όταν απαιτείς από το κράτος, και πως όχι;) και τα ανάγει όλα σε θεάρεστη χειρονομία της «καλής στιγμής» και του «καλού ανθρώπου», που ’ναι και μάγκας κι άμα θέλει το κάνει να ’ουμε αλλά να που ‘χει «φιλότιμο»!
Βασικό χαρακτηριστικό του φιλότιμου είναι η απονομή χάρης, αλλά (προσέξτε!) στο ίδιο, στο όμοιο, ή στο ομοιότροπα διαφορετικό.
Έτσι σε μια οικογενειο-κεντρική μικροαστική κουλτούρα το όμοιο αφορά το «έχω ένα παιδί ρε παιδιά! νταξ! Ό,τι έγινε έγινε… Όλοι έτσι κάνουν».
Ο Κώστας ως κουτοπόνηρος ελληναράς (Έλληνα μάγκα σερνικέ όλου του κόσμου πανικέ δεν τραγουδούσε το τραγούδι του Notis; Ναι είναι αλήθεια! Πατεράδες κρύβουν τις κόρες τους στην άλλη άκρη της γης, άνδρες ξυπνούν τρέμοντας στο Μεξικό πως θα βγάλουν τη μέρα, άστα! ένας ελληνικός πλανήτης, όπου ελληνικότητα είναι η… μαγκιά…) ο Κώστας λοιπόν αμέσως άρχισε να χρησιμοποιεί τις οικογενειακές αξίες τονίζοντας πως έχει ένα 9χρονο παιδί…
Χρησιμοποιώντας με άλλα λόγια το μοναδικό νομιμοποιημένο τρόπο ζωής που οι διακρίσεις υπέρ του (από υπηρεσιακή μοριοδότηση ως εκκλησιαστικές ευλογίες) δεν κάνουν τους ταγούς του συστήματος να ομιλούν περί συντεχνίας.
Να μην παρεξηγηθώ: Το να χρησιμοποιείς την προσωπική σου ζωή για να κερδίσεις πόντους είναι αηδιαστικό όποια κι αν είναι η προσωπική επιλογή σου. Το ίδιο θα αντιδρούσα αν έλεγε «αχ εγώ ο έρμος που δεν έκανα παιδιά…». Αλλά δεν είναι η 2η επιλογή που νομιμοποιεί τα απίστευτα στην χώρα της μικροαστικής καταστροφής, είναι η πρώτη. Και πως όχι αφού δεν αφορά καν μόνο την Ελλάδα;
Η οικογενειοκεντρική κουλτούρα δεν υπήρξε πολιτικά ουδέτερη. Μελετητές ενδελεχής όπως ο Gorham έδειξαν πως ο «οικογενειακός παραδείσιος κήπος» καθιερώθηκε τους 4 τελευταίους αιώνες και χρησιμοποιήθηκε σε Δύση (και Ανατολή… πηγή και της αριστερής συντήρησης) για να αποτραβήξει και να παθητικοποιήσει το κοινωνικό υποκείμενο από τις αλλοτριώσεις του βιομηχανικού καπιταλισμού και των πολιτικών συστημάτων που συνδέθηκαν ως συμμαχικά ή γιαλαντζί αντίπαλα μαζί του.
Σε αυτό το «αυτονόητο» του» ολοκληρωμένου κοινωνικά ανθρώπου» μέσω του γάμου και της τεκνοποιίας ανταπάντησε το πλέον θεμελιακό κοινωνικό κίνημα που γονιμοποίησε κι όλα τα άλλα, το φεμινιστικό, το οποίο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 και το 2ο κύμα αποκαθήλωσε την μάσκα του φιλήσυχου δήθεν πολίτη υποστηρίζοντας (βλέπε πχ Michele Barrett and Mary Mclntosh The Anti-Social Family) πως η οικογένεια όπως την εννοεί το πλειοψηφικό ρεύμα είναι (στην πράξη…) όχι το θεμέλιο της κοινωνίας μα αντίθετα ο πιο αντικοινωνικός θεσμός αφού σε κάνει να ενδιαφέρεσαι μονάχα γι’ αυτήν σπάζοντας την συλλογικότητα της υπόλοιπης, αποξενωμένης εκ των πραγμάτων κι εκ των τραυμάτων, κοινωνίας…
Στην κυνική ακρότητα του αυτό το φαινόμενο, αφού έτσι κι αλλιώς ανάγεται σε ακροτελεύτιο φρούριο «ασφάλειας» σε μια «κοινωνία» διάσπαρτων κι ανταγωνιστικών ατομικοτήτων, δημιουργεί το είδος «της» (και «του» πια αφού κι η γυναίκα κατέβηκε στην αγορά εργασίας ή είχε προίκα) ανθρώπου που προσδοκά να παντρευτεί ένα βαρβάτο επάγγελμα κι έπειτα κλαίγεται και νιώθει αδικημένη (ή αδικημένος) που δεν της έλαχε «άνθρωπος σωστός»!
Σε αυτόν τον χιλιοεμπεδωμένο ηθικίστικο και συμπεριφορικό αταβισμό και στα μικροσυμφέροντα του απευθύνθηκε ο Κώστας, θυμίζοντας πως έχει ένα 9χρονο παιδί, πως είναι «ένας από εμάς» (από εσάς)/ από αυτούς) δηλαδή, λες και η τιμωρία του ζητήθηκε γιατί είναι ή δεν είναι πατέρας, λες κι ο ίδιος σεβάστηκε το παιδί του (άραγε το σέβεται γενικά;) ή το παιδί ενός άλλου πλάσματος όταν σκότωνε το κουτάβι.
Αλλά το τρικ πέτυχε και το μαγαζί γέμισε γιατί δεν είναι τρικ, γιατί είναι πολλοί ακριβώς έτσι, που ζουν έτσι, που ψηφίζουν έτσι, που συμπεριφέρονται έτσι.
Θαυμάζοντας τον εαυτό τους (την εαυτή τους) στον κοινωνικό, πολιτικό, καθημερινό καθρέφτη. Τον γεμάτο λερωμένες γωνιές καθρέφτη από τον τρόπο που φερόμαστε στους άλλους, ξένους (εκτός αν τα τσεπώνουμε, οπότε…) ανάπηρους, ζώα, ομοφυλόφιλους, γυναίκες, πολιτικούς ή αθλητικούς αντιπάλους. Από τον συμπλεγματικό τρόπο με τον οποίον φερόμαστε στον εαυτό μας, μικραίνοντας τον κι εκδικούμενοι στο βάθος αυτήν την αίσθηση πως ό,τι κι αν κάνουμε δεν θα ‘μαστε ποτέ αρκετά καλοί για τους «γονείς/προγόνους» μας, γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε. Είμαστε ήδη οι πιο καλοί απ’ όλους.
Ακόμη κι αν σκοτώνουμε μπορούμε πάντα να συνευρεθούμε για να πιούμε ένα κρασάκι! Φιλότιμο! Στηρίζουμε στην στραβή, στον εκφασισμό και στα ποικίλα θραύσματά του, έναν πατέρα, έναν άνθρωπο «φυσιολογικό όπως εμείς» ρε γαμώτο!
Έλληνες, όχι ο μοναδικός, αλλά ένας ακόμη λαός (για τους δικούς του όμως ιδιαίτερους λόγους) με ειδικές ανάγκες… Δε βαριέσαι! Γιατί, οι άλλοι είναι καλύτεροι;
«Όλοι έτσι κάνουν!»
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ