Όταν οι Ινδιάνοι πείστηκαν, ο Τσίβινγκτον διέταξε τους 700 άντρες που διοικούσε, να επιτεθούν στην κατασκήνωση στο Σαντ Κρικ. Ήταν 29 Νοεμβρίου του 1864. Το προηγούμενο βράδυ, η στρατιά του Τσίβινγκτον γλεντούσε, αναμένοντας την νίκη της εναντίον των φιλήσυχων Σεγέν. Γνώριζαν πολύ καλά, ότι οι μόνοι αντίπαλοί τους στην περιοχή, η πολεμική ομάδα των “Στρατιωτών Σκύλων”, δεν είχε καμία σχέση, με τους ανθρώπους που θα έβρισκαν στην κατασκήνωση. Διαπίστωσαν μάλιστα, λίγο πριν την επίθεσή τους, ότι οι πιο νέοι και μάχιμοι άντρες της φυλής έλειπαν για κυνήγι, γιατί είχαν εμπιστευτεί τον συνταγματάρχη, όταν τους υποσχόταν ότι θα τους προστάτευε. Όσοι είχαν απομείνει, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά, ήταν τελείως απροστάτευτοι. Η “γενναία” πολιτοφυλακή του Κολοράντο δεν τους λυπήθηκε καθόλου. Οι 700 άνδρες του Τσίβινγκτον χίμηξαν στην κατασκήνωση με λύσσα και σάρωσαν ότι βρέθηκε στον διάβα τους. Δε σταμάτησαν, ούτε όταν οι Ινδιάνοι σήκωσαν λευκή σημαία, σε ένδειξη υποταγής.
Μαρτυρίες κάποιων στρατιωτών περιέγραφαν σκηνές πρωτόγνορης αγριότητας: “Είδα τα κορμιά των ανθρώπων πεσμένα στο έδαφος, ακρωτηριασμένα. Οι γυναίκες είχαν ξεσκιστεί με μαχαίρια, τους είχαν πάρει τα σκαλπ, τα κρανία τους είχαν ραγίσει. Παιδιά δύο και τριών μηνών, κάθε ηλικίας, από μωρά μέχρι ενηλίκους… ποιος τα κατακρεούργησε; Τα στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών…”. Μετά το τέλος της επίθεσης, οι στρατιώτες συνέχισαν τις θηριώδες. Σκότωσαν όλους τους τραυματίες και διαμέλισαν τα πτώματα. Έκοψαν τα γεννητικά όργανα αντρών και γυναικών, και τα έβαλαν για διακοσμητικά στις λόγχες τους.
Το σώμα ενός απ” τους αρχηγούς της φυλής, της Λευκής Αντιλόπης, βρέθηκε στο στόχαστρό τους. Έκοψαν τη μύτη, τα αυτιά και τα γεννητικά του όργανα. Τα τελευταία τα χρησιμοποίησαν ως θήκη για τον καπνό.
Πήραν μέχρι και ένα έμβρυο απ” την κοιλιά της νεκρής μητέρας του. Τα “τρόπαια” τα περιέφεραν με περηφάνια οι στρατιώτες, σε σαλούν της περιοχής. Συνολικά υπολογίζεται ότι σφαγιάστηκαν 137 Ινδιάνοι, απ” τους οποίους οι 109 ήταν γυναικόπαιδα. Υπήρχαν απώλειες κι απ” τη μεριά των Αμερικάνων, περίπου 24 άτομα. Βέβαια οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από φιλικά πυρά, γιατί, όπως είπαν οι ίδιοι, οι στρατιώτες ήταν μεθυσμένοι απ” το γλέντι της προηγούμενης νύχτας και πυροβολούσαν χωρίς καν να στοχεύουν.
Στην αναφορά που συνέταξε μετά τη μάχη, ο Τσίβινγκτον έκανε λόγο για μία θριαμβευτική νίκη, εναντίον ενός παντοδύναμου εχθρού. Αλλά οι μαρτυρίες μερικών “μετανοημένων” στρατιωτών, αποκάλυψαν τι πραγματικά έγινε στο Σαντ Κρικ στις 29 Νοεμβρίου. Κατηγορήθηκε ότι “σχεδίασε και εκτέλεσε μία σφαγή τόσο αχρεία, που θα ντρόπιαζε ακόμα και τους βάρβαρους που έγιναν θύματά του. Γνωρίζοντας τον φιλικό τους χαρακτήρα, εκμεταλλεύτηκε την απροστάτευτη κατάστασή τους, για να ικανοποιήσει τα χείριστα πάθη, που γέννησε ποτέ η ψυχή του ανθρώπου”. Η στρατιωτική και πολιτική καριέρα του Τσίβινκγτον ήταν παρελθόν. Ήταν η μικρότερη δυνατή συνέπεια για έναν σφαγέα.
Ο απόηχος
Συνέπεια της σφαγής, ήταν η προσχώρηση όλων των ειρηνικών δυνάμεων των Σεγέν και Αραπάχο, στους “Στρατιώτες Σκύλους”. Οι πιο σεβάσμιοι και διαλλακτικοί αρχηγοί των φυλών, είχαν πεθάνει στο Σαντ Κρικ και όσοι απέμεναν, ήταν πολύ πιο νέοι και πολύ πιο πρόθυμοι για πόλεμο. Για έναν χρόνο, οι εμπλουτισμένες δυνάμεις των “Στρατιωτών Σκύλων” έκαναν πολλές επιθέσεις εναντίον των “χλωμών προσώπων”, σπέρνοντας κι αυτοί, με τη σειρά τους, τον θάνατο. Το 1965, υπογράφηκε άλλη μία συνθήκη, αυτή του “Μικρού Αρκάνσας”, με την οποία προσέφεραν οι Αμερικάνοι στους Ινδιάνους γη και χρήματα, ως αποζημίωση για τη σφαγή του Σαντ Κρικ. Δύο χρόνια μετά, η αμερικανική κυβέρνηση είχε καταπατήσει πέρα για πέρα τη συνθήκη του ’65 και οι Ινδιάνοι είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν στην Οκλαχόμα. Η γη που τους αντιστοιχούσε, μειωνόταν με γεωμετρική πρόοδο.
Μέχρι το 2002, η σφαγή του Σαντ Κρικ συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις “μάχες της πολιτοφυλακής του Κολοράντο”. Μόλις μία δεκαετία πριν, προστέθηκε επιγραφή, που εξηγεί ότι είναι λάθος ο χαρακτηρισμός του Σαντ Κρικ ως μία δίκαιη και τίμια μάχη.