Τουλάχιστον 41 δισ. ευρώ «έκοψαν» από τους εργαζομένους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά,
μαζί με την τρόικα, στο πλαίσιο εφαρμογής των μνημονίων που μόνο στόχο,
εξαρχής, είχαν να καλύψουν τις –υπέρογκες- απαιτήσεις των δανειστών.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας
...
της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, οι μειώσεις του
μέσου πραγματικού μισθού και της απασχόλησης συρρικνώνουν το διαθέσιμο
πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών που προέρχεται από εργασία. «Στην διάρκεια των ετών 2010 – 2013, σε τρέχουσες τιμές, οι αποδοχές εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων μειώθηκαν κατά 41 δισ. ευρώ και πρόκειται να μειωθούν κατά περίπου 2 επί πλέον δισ. ευρώ το 2014» αναφέρεται στην έκθεση, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στη Θεσσαλονίκη, ενόψει των εγκαινίων της Διεθνούς Εκθεσης (ΔΕΘ).
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1993 – 2009 οι πραγματικές αποδοχές
ανά απασχολούμενο αυξάνονταν με ρυθμούς που επέτρεπαν την σύγκλιση των
αμοιβών στην Ελλάδα έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου των 15 πιο
ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι το 2009 οι μέσες
αποδοχές των εργαζομένων ανέρχονταν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στο
81% της μέσης αγοραστικής δύναμης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των
15.
Κατά το 2010 – 2014 η ανοδική πορεία της σύγκλισης
των αποδοχών έχει αντιστραφεί και ο δείκτης μειώθηκε στο 65%του μέσου
όρου της ΕΕ – 15. Έτσι, η απόκλιση των πραγματικών μισθών έναντι του
μέσου όρου της ΕΕ – 15 έχει αυξηθεί τόσο ώστε να είναι συγκρίσιμη με την
αντίστοιχη απόκλιση της δεκαετίας του 1980.
Συρρικνώθηκε η αγοραστική δύναμη
Επίσης,
σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η αγοραστική δύναμη των μέσων
αποδοχών ανά μισθωτό κατά την πενταετία 2010 – 2014 μειώθηκε κατά 23%,
με αποτέλεσμα στο τέλος του 2014 να επιστρέψει στα επίπεδα του έτους
1995. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα κατά
το 2014, ανέρχεται στα 2/3 της αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης στην
ΕΕ-15.
Έτσι, η αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Μάλτα, στην Σλοβενία, την Κύπρο και την Κροατία. Η αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών εργασίας στην Ελλάδα έχει πλέον εξισωθεί με αυτήν της Πορτογαλίας,
έναντι της οποίας υπήρχε πάντοτε σημαντική απόσταση που απέρρεε από τη
μεγάλη διαφορά στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Φτάσαμε στα επίπεδα των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ
Το κόστος εργασίας
ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα για το σύνολο της οικονομίας
υπολογισμένο σε δολάρια και συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 37
άλλων ανεπτυγμένων χωρών μειώθηκε στη διάρκεια της περιόδου 2009 – 2013
κατά 20%. Η αντίστοιχη μείωση σε εθνικά νομίσματα (χωρίς δηλαδή να
λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ
έναντι των άλλων νομισμάτων) ανήλθε σε 21%. Οι μεταβολές αυτές
μετέτρεψαν σημαντικά το επίπεδο του κόστους εργασίας αφού στο τέλος του
2013, η μείωση των αμοιβών εργασίας της τετραετίας 2010 – 2013, είχε
αντισταθμίσει ολόκληρη την αρνητική επίπτωση που είχε επιφέρει η
ανατίμηση του ευρώ στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Η Ελλάδα έχει πλέον
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος χαμηλότερο από τις άλλες 14 πιο
ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την Κύπρο και την
Σλοβενία. Είναι η χώρα με το χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας μετά
από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι μέσες ετήσιες μικτές (ακαθάριστος μισθός και εισφορές εργοδότη) αποδοχές σε ευρώ στην Ελλάδα ανά απασχολούμενο κατά το 2014 είναι μικρότερος από αυτές της Σλοβενίας και της Κύπρου (όπου επίσης έχει μειωθεί ο πραγματικός μισθός) και ανέρχονται σε 21.930 ευρώ, έναντι περίπου 35.000 ευρώ στην Ισπανία, 39.000 ευρώ στην Γερμανία, 49.000 ευρώ στην Γαλλία και 45.000 ευρώ στην Ιρλανδία.
nez.gr