Δεν γνώριζα τότε πόσα τελείωσαν. Όταν κοιτάζω τώρα απ’ αυτόν τον ψηλό λόφο του γήρατός μου, μπορώ ακόμη να δω τις σφαγμένες γυναίκες και παιδιά να κείτονται σωριασμένοι και διαμελισμένοι καθ’ όλο το μήκος τους στραβού βαράθρου τόσο ζωντανά, όσο τους είχα δει με τα νεανικά μου μάτια. Και μπορώ να δω πως κάτι άλλο πέθανε εκεί στην ματωμένη λάσπη και θάφτηκε στη χιονοθύελλα. Τ’ όνειρο των ανθρώπων μου πέθανε εκεί. Ήταν ένα όνειρο όμορφο… η ελπίδα της φυλής τσακίστηκε και διαμελίστηκε. Δεν υπάρχει σημείο αναφοράς πλέον και το ιερό δέντρο είναι νεκρό.
Black Elk, σαμάνος των Oglala Lakota (1863-1950)
Ένα παγωμένο πρωινό, σαν σήμερα, στις 29 Δεκεμβρίου του 1890, πολυπληθές απόσπασμα του 7ου Συντάγματος Ιππικού των Η.Π.Α, συλλαμβάνει μια ολόκληρη ορδή των Miniconjou Lakota, καθώς κι επί πλέον τριάντα οχτώ Hunkpapa Lakota κοντά στο Porcupine Butte. Διοικητής του αποσπάσματος ήταν ο ταγματάρχης Samuel M. Whitside. Η ορδή μετακινούνταν προς αναζήτηση χειμερινού καταλύματος και τροφής. Αμέσως μετά τη σύλληψη τους, οδηγούνται με... την βία οχτώ χιλιόμετρα δυτικά, κοντά στον παραπόταμο Wounded Knee. Εκεί, υπό την απειλή όπλων, αναγκάζονται να στήσουν πρόχειρα τον καταυλισμό τους. Λίγο αργότερα, οι υπόλοιπες δυνάμεις του 7ου Συντάγματος Ιππικού καταφθάνουν στο Wounded Knee με επικεφαλής τον συνταγματάρχη James W. Forsyth. Πέραν του συμβατικού ατομικού οπλισμού, φέρουν στο οπλοστάσιο τους και τέσσερα ορειβατικά πυροβόλα Μ1875, την ελίτ του πυροβολικού της εποχής.
Το ίδιο λοιπόν πρωινό, ο χασάπης με τα τρία χρυσά άστρα στις επωμίδες James W. Forsyth διατάζει τους στρατιώτες του να αφοπλίσουν όλους τους αιχμαλώτους Lakota. Οι ινδιάνοι δεν φέρνουν αντίσταση και δέχονται να αφοπλιστούν∙ γνωρίζουν πολύ καλά πως, όντας ολιγάριθμοι σε σχέση με τους διώκτες τους και σαφώς κατώτερα οπλισμένοι, όχι μόνον θα σφαγιασθούν ανηλεώς οι ίδιοι, αλλά ουδείς εκ των στρατιωτών θα δείξει έλεος στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όπερ και συνέβη. Κάποια στιγμή κι ενώ η διαδικασία της παράδοσης του οπλισμού εξελισσόταν κανονικά, το Μαύρο Κογιότ αρνείται να παραδώσει το τυφέκιο του∙ όντας κουφός, δεν αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβαινε. Δίχως δεύτερη κουβέντα, μια ομάδα στρατιωτών πέφτει επάνω του να αποσπάσει το τυφέκιο με την βία κι αυτό εκπυρσοκροτεί, χωρίς ωστόσο να πετύχει κάποιον. Αυτομάτως, το σύνολο του Συντάγματος Ιππικού αρχίζει να βάλλει με επαναληπτικά τυφέκια εναντίον κάθε έμβιου στόχου∙ άντρες, γυναίκες, παιδιά, πόνι, σκυλιά δολοφονούνται σε ελάχιστο χρόνο. Τα πυροβόλα Μ1875 βάλλουν εναντίον τίπις, μετατρέποντας το πρωινό σε αιματοβαμμένη επίδειξη απανθρωπιάς κι αγριότητας. Κι ο αέρας ακόμη γίνεται αποπνικτικός από την οσμή της πυρίτιδας, που, όπως κι ο θάνατος, καλύπτουν τον καταυλισμό πλέον απ’ άκρη σ’ άκρη. Είναι τέτοια η μανία των στρατιωτών, ώστε, αψηφώντας ακόμη κι εντολές ανωτέρων τους, δίνουν την «χαριστική» βολή σε κάθε ινδιάνο τραυματία, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Δηλωτικό επίσης του όλου μακελειού είναι πως καταδιώκονται και ξεκοιλιάζονται με ξιφολόγχες ακόμη και μικρές ομάδες γυναικόπαιδων, που καταφέρνουν να απομακρυνθούν λίγες εκατοντάδες μέτρα από το σφαγείο του Wounded Knee. Ακολούθησαν τρεις μέρες χιονοθύελλας, που έκαναν τις όχθες του παραπόταμου να μοιάζουν με αιματοβαμμένο νυφικό, με ρίγη αποκτήνωσης καλυμμένα πρόχειρα με ολόλευκα πέπλα.
Από τους συνολικά 350 Lakota επέζησαν μόνον 51 (47 γυναίκες και παιδιά και 4 άνδρες). Όπως ήταν βεβαίως αναμενόμενο, όλοι τους οδηγήθηκαν με την βία να αργοπεθάνουν στις άθλιες συνθήκες του στρατοπέδου συγκέντρωσης με την επωνυμία «καταυλισμός Pine Ridje». Οι απώλειες για τον στρατό των Η.Π.Α ήταν 25 νεκροί και 39 τραυματίες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία δολοφονημένοι από «φίλια» πυρά, μιας και το άσβεστο πάθος των συναδέλφων τους για αίμα ήταν πέρα κι από την λογική των εντολέων τους βαθμοφόρων.
Το κράτος των Η.Π.Α απένειμε, φυσικά, μετάλλια τιμής στους μακελάρηδες. Ποιος θα περίμενε, άλλωστε, κάτι διαφορετικό; Μολονότι το φαιδρότερο όλων δεν ήταν η παρασημοφόρηση των αιμοσταγών ανθρωποειδών, αλλά το γεγονός πως μια σφαγή ανθρώπων κάθε ηλικίας γράφτηκε από μεγάλη μερίδα των αμερικανών ακαδημαϊκών με αδαμάντινα γράμματα στην ιστορία ως «η μάχη του Wounded Knee». Οι τηβεννοφέροντες κονδυλοφόροι για άλλη μια φορά εις την υπηρεσία της κρατικής πανώλης.
Έχει άραγε σημασία να διατηρούμε ως μνήμη ένα γεγονός που συνέβη τόσο μακρυά στο χώρο και τον χρόνο; Για εμάς σίγουρα κι αταλάντευτα. Για κάποιους πάλι ίσως να μην λογίζεται ως κάτι σημαντικό. Η εξέλιξη διαχρονικά του ελλαδικού κοινωνικού γίγνεσθαι ενδεχομένως να θεωρείται, ακόμη κι από συντρόφους, ως μια κατάσταση εν πολλοίς ξένη με τον τρόπο ζωής των ινδιάνικών φυλών, αλλά και με την αγριότητα, με την οποία τους τσάκισε το σιδηρούν κρατικό-πολιτισμικό χέρι. Και τούτο ουκ ολίγες φορές να αποτελεί τροχοπέδη στο να ειδωθούν οι αγώνες των ινδιάνικων φυλών ως μέρος του συνολικού αγώνα των ανθρώπων ενάντια στην εξουσία διαχρονικά. Ας εκφράσουμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά την διαφωνία μας με την άνωθι άποψη: αποτελεί ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για τους αναρχικούς, που αγωνιούν για την ολική απελευθέρωση, να αναδεικνύουν ως παράδειγμα και μνήμη τους αγώνες των απολίτιστων ανθρώπων ενάντια στην πολιτισμική λαίλαπα, όπου και όποτε κι αν έγιναν. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως θεωρούμε υποδεέστερης σημασίας την ανάδειξη αγώνων εντός των κοινωνικών τειχών, οπουδήποτε και οποτεδήποτε κι αν αυτοί συνέβησαν, επίσης. Άλλωστε, ουδέποτε θεωρήσαμε τους μεν ως υψηλότερης «αξίας» από τους δε. Κάθε ουσιαστική προσφορά τόσο στο προχώρημα της αναρχικής θεώρησης, όσο και στην ανάδειξη της μνήμης των κοινοτικών/κοινωνικών απελευθερωτικών αγώνων, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολύμορφης αναρχικής δράσης εν γένει.