Το αν έπρεπε ή όχι να υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας με τους όρους που περιλάμβανε αποτέλεσε ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα το οποίο συζητήθηκε επίσημα και ανεπίσημα τόσο την περίοδο που υπογράφτηκε η Συμφωνία όσο και μεταγενέστερα. Απασχόλησε δε όλες τις βαθμίδες του Κομμουνιστικού Κόμματος από τα ανώτερα κομματικά κλιμάκια έως την κομματική βάση.
Υπερασπιζόμενη την απόφασή της να υπογράψει τη Συμφωνία και να διατάξει τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τα όπλα η ηγεσία του ΚΚΕ πρόβαλε ως κύριο επιχείρημα ότι η Βάρκιζα ήταν ένας συμβιβασμός που έδινε στο λαό τη δυνατότητα να παλέψει για τα συμφέροντά του με νόμιμο τρόπο ενώ παράλληλα παρείχε το δικαίωμα στο ΕΑΜ να προωθήσει τους στόχους του ανοιχτά (Εισήγηση Γ. Σιάντου στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ, 14/2/45).
Ο γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος Γ. Σιάντος σε συνέντευξη του στο Ριζοσπάστη (15-2-1945), τρεις μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, δήλωνε ότι η αυτή αποτελεί συνέχιση της πολιτικής της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. Για αυτό το λόγο, παρόλο που θα ήταν πολύ εύκολο για το ΚΚΕ να πάρει την εξουσία κατά την αποχώρηση των Γερμανών, το κόμμα προτίμησε να μην το κάνει για να μην προκαλέσει το μίσος της Δεξιάς και την δυσπιστία των συμμάχων και ιδιαίτερα των Άγγλων. Η ουσία της στρατηγικής του απέβλεπε στη διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Εφεξής το ΚΚΕ θα επεδίωκε την οριστική του ενσωμάτωση στο πλαίσιο της συνταγματικής και πολιτικής νομιμότητας, όπως αυτή διαγράφονταν από τους όρους της Συμφωνίας. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πράγμα που σήμαινε ότι η Αριστερά βρισκόταν σε τροχιά εξουσίας υπό τρεις προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση ήταν ότι θα διασφαλίζονταν νόμιμες και δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες οι οποίες θα εξασφάλιζαν ότι η εξουσία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης του λαού. Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν η εδραίωση της συνοχής της εαμικής συμμαχίας. Η τρίτη προϋπόθεση ήταν μια πολιτική η οποία θα απαντούσε στις ανάγκες των κοινωνικών μερίδων τις οποίες εκπροσωπούσε η Αριστερά. Κοινός άξονας όλων αυτών των προϋποθέσεων ήταν η διαμόρφωση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο θα επιβεβαίωνε το αντίστοιχο της Κατοχής αλλά προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών για να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες συνθήκες μετά την Απελευθέρωση .
Η πολιτική αυτή έπρεπε ωστόσο να επιβληθεί στο εσωτερικό του ΚΚΕ, όπου εκδηλώνονταν έντονες διαφωνίες. Ο Καραγιώργης και ο Ζεύγος άσκησαν οξεία κριτική στους διαπραγματευτές της Συμφωνίας και στην πλειοψηφία του Πολιτικού Γραφείου. Οι επικρίσεις των ηγετικών στελεχών επικεντρώνονταν κυρίως στο ζήτημα της αμνηστίας. Η μερική αμνήστευση των κατοχικών αδικημάτων και ο όρος περί φυσικής και ηθικής αυτουργίας παρέδιδε μεγάλο μέρος των στελεχών και μελών του ΚΚΕ στη μήνη των δικαστικών διώξεων ενώ η αποστράτευση του ΕΛΑΣ καθιστούσε πιθανό ένα μοναρχικό πραξικόπημα:
«Στην Κεντρική Επιτροπή έγινε χαλασμός κυρίου. Αυτά βέβαια δεν τα γράφουν γιατί είναι εντελώς εσωκομματικά. Έγινε χαλασμός κυρίου γιατί όλοι αντέδρασαν και είπαν να ακυρωθεί. Γιατί ήταν υπό την αίρεση να εγκρίνει η Κεντρική Επιτροπή. Και όταν ήρθαν εκεί πέρα και είπαν τους όρους της Βάρκιζας, το ξέρω αυτό από πρώτο χέρι από τον Καραγιώργη, το ξέρω και από τον Χατζή, τον γραμματέα του ΕΑΜ με τον οποίο είχαμε πολλές σχέσεις, το ξέρω και από άλλους που ήταν εκεί όχι και τόσο γνωστοί αλλά προσωπικοί μου συνεργάτες, ότι αντέδρασαν πάρα πολύ, ότι φαγώθηκαν εκεί μέσα. Κι όμως επικράτησε του Ιωαννίδη και του Σιάντου. Τουλάχιστον είπαν πηγαίνετε να κάνετε καλύτερους όρους, δηλαδή ότι δεν θα πειραχθεί κανένας… Στην ΚΕ έδωσε τη μάχη του ο Καραγιώργης, ο Ζεύγος, ο Χατζής, δώσανε μάχη για να μην υπογραφεί ή τουλάχιστον με καλύτερους όρους. Μάχη δώσανε. Δηλαδή τους άκουγαν όλοι γύρω», αφηγείται σε προφορική μαρτυρία η Μαρία Καραγιώργη.
Τελικά, παρά τις επικρίσεις και τις εσωκομματικές διαφωνίες στην Κεντρική Επιτροπή ύστερα από τη στήριξη του Ιωαννίδη η Συμφωνία υπερψηφίστηκε. Εφεξής, αποτελούσε ζήτημα αυστηρής κομματικής πειθαρχίας ενώ κάθε κριτική ή απόρριψή της επέφερε βαρύτατες κομματικές κυρώσεις.
Για να περιβληθούν οι αποφάσεις της ηγεσίας με μεγαλύτερο κύρος και για να δεσμευτούν κατά κάποιο τρόπο όσοι πιθανά εξέφραζαν τη διαφωνία τους η ηγεσία ενεργοποίησε εκ νέου το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη και τον Σαράφη οι οποίοι υπέγραψαν την τελευταία ημερήσια διαταγή του ΕΛΑΣ στις 16 Φεβρουαρίου 1945 με την οποία δίνονταν η διαταγή για διάλυσή του ενώ τα κατά τόπους διατάγματα αποστράτευσης υπογράφτηκαν από προβεβλημένα στρατιωτικά στελέχη. Παρά ωστόσο τις προσπάθειες του Σιάντου, εξακολουθούσαν να υπάρχουν οξύτατες αντιθέσεις στους κόλπους της Κεντρικής Επιτροπής οι οποίες εντείνονταν από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι διαφωνούντες της Βάρκιζας, όπως ο Βελουχιώτης.
Στην 11η Ολομέλεια, που συγκλήθηκε στην Αθήνα στις 5-10 Απριλίου 1945, δύο μήνες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Σιάντος στην εισήγησή του προσπάθησε να δικαιολογήσει τη Βάρκιζα με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον» επιχειρηματολογώντας ότι η συνέχιση του αγώνα θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στο κόμμα. Κατά τον Σιάντο, η Συμφωνία της Βάρκιζας «είναι μια συμφωνία ανάγκης, δεν είναι όμως παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη. Δίνει ακόμα το πλεονέκτημα να γίνει απόφαση των μαζών, της κοινής γνώμης του εξωτερικού και των συμμάχων». Ο Σιάντος παρότρυνε τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ αφενός να παλέψουν για την εφαρμογή της Συμφωνίας, την οποία έπρεπε να υποστηρίξουν, και αφετέρου να ασκήσουν πιέσεις για την ψήφιση συγκεκριμένης νομοθεσίας που να κατοχυρώνει την εφαρμογή της (ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ.5, σ. 425) .
Και ο άλλος ισχυρός άνδρας του κόμματος, ο Γ. Ιωαννίδης, στην εισήγησή του στην 11η Ολομέλεια υποστήριξε ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας και ήταν επόμενο οι όροι της να είναι βαρείς. Θεωρούσε εντούτοις και αυτός ότι η υπογραφή Συμφωνίας, δηλαδή η πολιτική λύση του προβλήματος, ήταν απόλυτα σωστή καθώς παρείχε στο ΚΚΕ τη στοιχειώδη δυνατότητα να διατηρήσει τους δεσμούς του με τις μάζες ενώ εξασφάλιζε στοιχειώδεις εγγυήσεις πολιτικής δράσης. Έδινε δηλαδή στο ΚΚΕ ένα ελάχιστο πλαίσιο δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για να δουλέψει μαζικά και να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Η συνέχιση του αγώνα, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, θα ήταν καταστροφικό λάθος και θα συνεπάγονταν πολιτική ήττα και πολύ μεγαλύτερη ζημιά για το κόμμα καθώς το ΚΚΕ θα έχανε τα ερείσματά του στις πόλεις και δεν θα μπορούσε να αναπτύξει καμία μαζική πολιτική δράση (Γ. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις. Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945) .
Η 11η Ολομέλεια διαπίστωσε την ορθότητα της πολιτικής γραμμής του κόμματος αναγνώρισε ωστόσο λάθη στην πρακτική εφαρμογή της. Υπογράμμισε ιδιαίτερα τα λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του Δεκεμβρίου 1944 τα οποία εμπόδισαν την κομματική καθοδήγηση να έχει μια σαφή προοπτική για την πορεία της σύγκρουσης και να συνάψει μια συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους από ότι η Βάρκιζα. Δεν αμφισβητούνταν δηλαδή η Συμφωνία της Βάρκιζας αυτή καθ’ αυτή καθώς αναγνωρίζονταν ότι έγινε ύστερα από την στρατιωτική ήττα στην Αθήνα και ήταν κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτη. Η Συμφωνία της Βάρκιζας όπως και η Συμφωνία της Γιάλτας θεωρούνταν ότι αποτελούσαν σοβαρό πολιτικό έρεισμα στον αγώνα κατά του φασισμού και την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας (ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. 5, σ. 258).
Κατά τον ίδιο τρόπο, η 12η Ολομέλεια η οποία συγκλήθηκε με την παρουσία του Ζαχαριάδη στις 25- 27 Ιουνίου 1945 δήλωνε ότι «το ΕΑΜ από την αρχή έως το τέλος της Κατοχής παρέμεινε στο σωστό δρόμο. Δεν έγιναν λάθη» (Ριζοσπάστης, 3 Ιουλίου 1945). Στο 7ο Συνέδριο τέσσερις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο 1945, δεν έγινε καμία αναφορά στη Συμφωνία της Βάρκιζας ενώ η ίδια γραμμή διατηρήθηκε και στις πέντε ολομέλειες που συγκλήθηκαν τα τέσσερα επόμενα χρόνια μέχρι και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Η διαφωνία για την ορθότητα της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν ένα από τα σημεία της διαμάχης που ξέσπασε στους κόλπους του ΚΚΕ μετά τη στρατιωτική ήττα του στον εμφύλιο πόλεμο. Έληξε προσωρινά με την απομάκρυνση των Παρτσαλίδη, Καραγιώργη και Βαφειάδη και την καθαίρεση του ίδιου του Ζαχαριάδη το 1956, απασχόλησε ωστόσο και κατοπινές ολομέλειες.
Η πρώτη κριτική στη Συμφωνία της Βάρκιζας από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος έγινε μετά την στρατιωτική ήττα και λήξη του Εμφυλίου από έναν από αυτούς που την υπέγραψαν, τον Μήτσο Παρτσαλίδη. Κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό (ή προσπαθώντας να αιτιολογήσει την αρνητική εξέλιξη της κατάστασης για το ΔΣΕ), ο Παρτσαλίδης υποστήριξε ότι η Συμφωνία ήταν ένα λάθος και ότι ο ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να παραδώσει τα όπλα αλλά συνεχίσει τον αγώνα και έξω από την Αθήνα. Επιπλέον, αν η Συμφωνία σκόπευε να κρατήσει ακέραιες τις δυνάμεις του κόμματος, ήταν αυτό ακριβώς που δεν πέτυχε. Αυτό θα επιτυγχάνονταν μόνο αν το ΚΚΕ είχε πάρει την απόφαση να συνεχίσει τον αγώνα εκτός Αθηνών. Και ο Καραγιώργης σε γράμμα του προς το Πολιτικό Γραφείο, τον Ιούνιο του 1950, ασκούσε έντονη κριτική στις αποφάσεις και τις μεθόδους του κόμματος και διατύπωνε εκ νέου τη διαφωνία του με τη Βάρκιζα.
Αλλά και η θέση του ίδιου του γενικού γραμματέα του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη απέναντι στη Βάρκιζα δεν παρέμεινε η ίδια. Μέχρι το τέλος του εμφυλίου διαρκώς διατύπωνε την άποψη ότι η Βάρκιζα ήταν σωστή. Στην 7η Ολομέλεια του κόμματος, το Μάιο 1950, παραδέχθηκε για πρώτη φορά ότι η Βάρκιζα ήταν λάθος. Στην έκθεσή του πρόβαλε το επιχείρημα ότι με τη Βάρκιζα το ΚΚΕ παραδόθηκε στον εχθρό και έκανε μια συμφωνία η οποία δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του κινήματος. Το ίδιο επιχείρημα επανέλαβε στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Οκτώβριο 1950. Εκεί υποστήριξε ότι η Βάρκιζα δεν ήταν ένας αποδεκτός συμβιβασμός αλλά μια ανεπίτρεπτη παράδοση που άφησε το κίνημα εκτεθειμένο στον εχθρό. Ο Ζαχαριάδης απέδιδε την ευθύνη στον Παρτσαλίδη και στο Σιάντο οι οποίοι παραβιάζοντας τις οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου υπέγραψαν μια Συμφωνία η οποία δεν εγγυώνταν γενική αμνηστία. Κατά τον Ζαχαριάδη οι ευθύνες βάρυναν το σύνολο του Πολιτικού Γραφείου (ΚΚΕ, 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ 10-14/10/1959. Εισηγήσεις, Λόγοι, Αποφάσεις, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αύγουστος 1951, «Εισήγηση Ν. Ζαχαριάδη πάνω στο 1ο Θέμα» ).
Μένει να διερευνηθεί κατά πόσο η καταδίκη της Βάρκιζας από το Ζαχαριάδη αποτελούσε μια προσπάθεια να απαλύνει τις δικές του ευθύνες για την πρόσφατη βαριά ήττα του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο 1949 και την υποχώρηση των μαχητών του εκτός των Ελληνικών συνόρων αναζητώντας λάθη στην Κατοχή και την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, που ο ίδιος δεν είχε το τιμόνι του Κόμματος.
tvxs
Υπερασπιζόμενη την απόφασή της να υπογράψει τη Συμφωνία και να διατάξει τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τα όπλα η ηγεσία του ΚΚΕ πρόβαλε ως κύριο επιχείρημα ότι η Βάρκιζα ήταν ένας συμβιβασμός που έδινε στο λαό τη δυνατότητα να παλέψει για τα συμφέροντά του με νόμιμο τρόπο ενώ παράλληλα παρείχε το δικαίωμα στο ΕΑΜ να προωθήσει τους στόχους του ανοιχτά (Εισήγηση Γ. Σιάντου στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ, 14/2/45).
Ο γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος Γ. Σιάντος σε συνέντευξη του στο Ριζοσπάστη (15-2-1945), τρεις μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, δήλωνε ότι η αυτή αποτελεί συνέχιση της πολιτικής της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. Για αυτό το λόγο, παρόλο που θα ήταν πολύ εύκολο για το ΚΚΕ να πάρει την εξουσία κατά την αποχώρηση των Γερμανών, το κόμμα προτίμησε να μην το κάνει για να μην προκαλέσει το μίσος της Δεξιάς και την δυσπιστία των συμμάχων και ιδιαίτερα των Άγγλων. Η ουσία της στρατηγικής του απέβλεπε στη διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Εφεξής το ΚΚΕ θα επεδίωκε την οριστική του ενσωμάτωση στο πλαίσιο της συνταγματικής και πολιτικής νομιμότητας, όπως αυτή διαγράφονταν από τους όρους της Συμφωνίας. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πράγμα που σήμαινε ότι η Αριστερά βρισκόταν σε τροχιά εξουσίας υπό τρεις προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση ήταν ότι θα διασφαλίζονταν νόμιμες και δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες οι οποίες θα εξασφάλιζαν ότι η εξουσία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης του λαού. Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν η εδραίωση της συνοχής της εαμικής συμμαχίας. Η τρίτη προϋπόθεση ήταν μια πολιτική η οποία θα απαντούσε στις ανάγκες των κοινωνικών μερίδων τις οποίες εκπροσωπούσε η Αριστερά. Κοινός άξονας όλων αυτών των προϋποθέσεων ήταν η διαμόρφωση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο θα επιβεβαίωνε το αντίστοιχο της Κατοχής αλλά προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών για να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες συνθήκες μετά την Απελευθέρωση .
Η πολιτική αυτή έπρεπε ωστόσο να επιβληθεί στο εσωτερικό του ΚΚΕ, όπου εκδηλώνονταν έντονες διαφωνίες. Ο Καραγιώργης και ο Ζεύγος άσκησαν οξεία κριτική στους διαπραγματευτές της Συμφωνίας και στην πλειοψηφία του Πολιτικού Γραφείου. Οι επικρίσεις των ηγετικών στελεχών επικεντρώνονταν κυρίως στο ζήτημα της αμνηστίας. Η μερική αμνήστευση των κατοχικών αδικημάτων και ο όρος περί φυσικής και ηθικής αυτουργίας παρέδιδε μεγάλο μέρος των στελεχών και μελών του ΚΚΕ στη μήνη των δικαστικών διώξεων ενώ η αποστράτευση του ΕΛΑΣ καθιστούσε πιθανό ένα μοναρχικό πραξικόπημα:
«Στην Κεντρική Επιτροπή έγινε χαλασμός κυρίου. Αυτά βέβαια δεν τα γράφουν γιατί είναι εντελώς εσωκομματικά. Έγινε χαλασμός κυρίου γιατί όλοι αντέδρασαν και είπαν να ακυρωθεί. Γιατί ήταν υπό την αίρεση να εγκρίνει η Κεντρική Επιτροπή. Και όταν ήρθαν εκεί πέρα και είπαν τους όρους της Βάρκιζας, το ξέρω αυτό από πρώτο χέρι από τον Καραγιώργη, το ξέρω και από τον Χατζή, τον γραμματέα του ΕΑΜ με τον οποίο είχαμε πολλές σχέσεις, το ξέρω και από άλλους που ήταν εκεί όχι και τόσο γνωστοί αλλά προσωπικοί μου συνεργάτες, ότι αντέδρασαν πάρα πολύ, ότι φαγώθηκαν εκεί μέσα. Κι όμως επικράτησε του Ιωαννίδη και του Σιάντου. Τουλάχιστον είπαν πηγαίνετε να κάνετε καλύτερους όρους, δηλαδή ότι δεν θα πειραχθεί κανένας… Στην ΚΕ έδωσε τη μάχη του ο Καραγιώργης, ο Ζεύγος, ο Χατζής, δώσανε μάχη για να μην υπογραφεί ή τουλάχιστον με καλύτερους όρους. Μάχη δώσανε. Δηλαδή τους άκουγαν όλοι γύρω», αφηγείται σε προφορική μαρτυρία η Μαρία Καραγιώργη.
Τελικά, παρά τις επικρίσεις και τις εσωκομματικές διαφωνίες στην Κεντρική Επιτροπή ύστερα από τη στήριξη του Ιωαννίδη η Συμφωνία υπερψηφίστηκε. Εφεξής, αποτελούσε ζήτημα αυστηρής κομματικής πειθαρχίας ενώ κάθε κριτική ή απόρριψή της επέφερε βαρύτατες κομματικές κυρώσεις.
Για να περιβληθούν οι αποφάσεις της ηγεσίας με μεγαλύτερο κύρος και για να δεσμευτούν κατά κάποιο τρόπο όσοι πιθανά εξέφραζαν τη διαφωνία τους η ηγεσία ενεργοποίησε εκ νέου το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη και τον Σαράφη οι οποίοι υπέγραψαν την τελευταία ημερήσια διαταγή του ΕΛΑΣ στις 16 Φεβρουαρίου 1945 με την οποία δίνονταν η διαταγή για διάλυσή του ενώ τα κατά τόπους διατάγματα αποστράτευσης υπογράφτηκαν από προβεβλημένα στρατιωτικά στελέχη. Παρά ωστόσο τις προσπάθειες του Σιάντου, εξακολουθούσαν να υπάρχουν οξύτατες αντιθέσεις στους κόλπους της Κεντρικής Επιτροπής οι οποίες εντείνονταν από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι διαφωνούντες της Βάρκιζας, όπως ο Βελουχιώτης.
Στην 11η Ολομέλεια, που συγκλήθηκε στην Αθήνα στις 5-10 Απριλίου 1945, δύο μήνες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Σιάντος στην εισήγησή του προσπάθησε να δικαιολογήσει τη Βάρκιζα με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον» επιχειρηματολογώντας ότι η συνέχιση του αγώνα θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στο κόμμα. Κατά τον Σιάντο, η Συμφωνία της Βάρκιζας «είναι μια συμφωνία ανάγκης, δεν είναι όμως παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη. Δίνει ακόμα το πλεονέκτημα να γίνει απόφαση των μαζών, της κοινής γνώμης του εξωτερικού και των συμμάχων». Ο Σιάντος παρότρυνε τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ αφενός να παλέψουν για την εφαρμογή της Συμφωνίας, την οποία έπρεπε να υποστηρίξουν, και αφετέρου να ασκήσουν πιέσεις για την ψήφιση συγκεκριμένης νομοθεσίας που να κατοχυρώνει την εφαρμογή της (ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ.5, σ. 425) .
Και ο άλλος ισχυρός άνδρας του κόμματος, ο Γ. Ιωαννίδης, στην εισήγησή του στην 11η Ολομέλεια υποστήριξε ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας και ήταν επόμενο οι όροι της να είναι βαρείς. Θεωρούσε εντούτοις και αυτός ότι η υπογραφή Συμφωνίας, δηλαδή η πολιτική λύση του προβλήματος, ήταν απόλυτα σωστή καθώς παρείχε στο ΚΚΕ τη στοιχειώδη δυνατότητα να διατηρήσει τους δεσμούς του με τις μάζες ενώ εξασφάλιζε στοιχειώδεις εγγυήσεις πολιτικής δράσης. Έδινε δηλαδή στο ΚΚΕ ένα ελάχιστο πλαίσιο δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για να δουλέψει μαζικά και να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Η συνέχιση του αγώνα, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, θα ήταν καταστροφικό λάθος και θα συνεπάγονταν πολιτική ήττα και πολύ μεγαλύτερη ζημιά για το κόμμα καθώς το ΚΚΕ θα έχανε τα ερείσματά του στις πόλεις και δεν θα μπορούσε να αναπτύξει καμία μαζική πολιτική δράση (Γ. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις. Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945) .
Η 11η Ολομέλεια διαπίστωσε την ορθότητα της πολιτικής γραμμής του κόμματος αναγνώρισε ωστόσο λάθη στην πρακτική εφαρμογή της. Υπογράμμισε ιδιαίτερα τα λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του Δεκεμβρίου 1944 τα οποία εμπόδισαν την κομματική καθοδήγηση να έχει μια σαφή προοπτική για την πορεία της σύγκρουσης και να συνάψει μια συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους από ότι η Βάρκιζα. Δεν αμφισβητούνταν δηλαδή η Συμφωνία της Βάρκιζας αυτή καθ’ αυτή καθώς αναγνωρίζονταν ότι έγινε ύστερα από την στρατιωτική ήττα στην Αθήνα και ήταν κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτη. Η Συμφωνία της Βάρκιζας όπως και η Συμφωνία της Γιάλτας θεωρούνταν ότι αποτελούσαν σοβαρό πολιτικό έρεισμα στον αγώνα κατά του φασισμού και την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας (ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. 5, σ. 258).
Κατά τον ίδιο τρόπο, η 12η Ολομέλεια η οποία συγκλήθηκε με την παρουσία του Ζαχαριάδη στις 25- 27 Ιουνίου 1945 δήλωνε ότι «το ΕΑΜ από την αρχή έως το τέλος της Κατοχής παρέμεινε στο σωστό δρόμο. Δεν έγιναν λάθη» (Ριζοσπάστης, 3 Ιουλίου 1945). Στο 7ο Συνέδριο τέσσερις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο 1945, δεν έγινε καμία αναφορά στη Συμφωνία της Βάρκιζας ενώ η ίδια γραμμή διατηρήθηκε και στις πέντε ολομέλειες που συγκλήθηκαν τα τέσσερα επόμενα χρόνια μέχρι και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Η διαφωνία για την ορθότητα της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν ένα από τα σημεία της διαμάχης που ξέσπασε στους κόλπους του ΚΚΕ μετά τη στρατιωτική ήττα του στον εμφύλιο πόλεμο. Έληξε προσωρινά με την απομάκρυνση των Παρτσαλίδη, Καραγιώργη και Βαφειάδη και την καθαίρεση του ίδιου του Ζαχαριάδη το 1956, απασχόλησε ωστόσο και κατοπινές ολομέλειες.
Η πρώτη κριτική στη Συμφωνία της Βάρκιζας από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος έγινε μετά την στρατιωτική ήττα και λήξη του Εμφυλίου από έναν από αυτούς που την υπέγραψαν, τον Μήτσο Παρτσαλίδη. Κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό (ή προσπαθώντας να αιτιολογήσει την αρνητική εξέλιξη της κατάστασης για το ΔΣΕ), ο Παρτσαλίδης υποστήριξε ότι η Συμφωνία ήταν ένα λάθος και ότι ο ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να παραδώσει τα όπλα αλλά συνεχίσει τον αγώνα και έξω από την Αθήνα. Επιπλέον, αν η Συμφωνία σκόπευε να κρατήσει ακέραιες τις δυνάμεις του κόμματος, ήταν αυτό ακριβώς που δεν πέτυχε. Αυτό θα επιτυγχάνονταν μόνο αν το ΚΚΕ είχε πάρει την απόφαση να συνεχίσει τον αγώνα εκτός Αθηνών. Και ο Καραγιώργης σε γράμμα του προς το Πολιτικό Γραφείο, τον Ιούνιο του 1950, ασκούσε έντονη κριτική στις αποφάσεις και τις μεθόδους του κόμματος και διατύπωνε εκ νέου τη διαφωνία του με τη Βάρκιζα.
Αλλά και η θέση του ίδιου του γενικού γραμματέα του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη απέναντι στη Βάρκιζα δεν παρέμεινε η ίδια. Μέχρι το τέλος του εμφυλίου διαρκώς διατύπωνε την άποψη ότι η Βάρκιζα ήταν σωστή. Στην 7η Ολομέλεια του κόμματος, το Μάιο 1950, παραδέχθηκε για πρώτη φορά ότι η Βάρκιζα ήταν λάθος. Στην έκθεσή του πρόβαλε το επιχείρημα ότι με τη Βάρκιζα το ΚΚΕ παραδόθηκε στον εχθρό και έκανε μια συμφωνία η οποία δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του κινήματος. Το ίδιο επιχείρημα επανέλαβε στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Οκτώβριο 1950. Εκεί υποστήριξε ότι η Βάρκιζα δεν ήταν ένας αποδεκτός συμβιβασμός αλλά μια ανεπίτρεπτη παράδοση που άφησε το κίνημα εκτεθειμένο στον εχθρό. Ο Ζαχαριάδης απέδιδε την ευθύνη στον Παρτσαλίδη και στο Σιάντο οι οποίοι παραβιάζοντας τις οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου υπέγραψαν μια Συμφωνία η οποία δεν εγγυώνταν γενική αμνηστία. Κατά τον Ζαχαριάδη οι ευθύνες βάρυναν το σύνολο του Πολιτικού Γραφείου (ΚΚΕ, 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ 10-14/10/1959. Εισηγήσεις, Λόγοι, Αποφάσεις, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αύγουστος 1951, «Εισήγηση Ν. Ζαχαριάδη πάνω στο 1ο Θέμα» ).
Μένει να διερευνηθεί κατά πόσο η καταδίκη της Βάρκιζας από το Ζαχαριάδη αποτελούσε μια προσπάθεια να απαλύνει τις δικές του ευθύνες για την πρόσφατη βαριά ήττα του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο 1949 και την υποχώρηση των μαχητών του εκτός των Ελληνικών συνόρων αναζητώντας λάθη στην Κατοχή και την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, που ο ίδιος δεν είχε το τιμόνι του Κόμματος.
tvxs