«Το Σύνδρομο της Κίνας» είναι όρος που επινοήθηκε από Αμερικανό φυσικό το 1971 για να περιγράψει ένα πιθανό επακόλουθο μιας σοβαρής πυρηνικής κατάρρευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας λιωμένα συστατικά του πυρήνα του αντιδραστήρα μπορούν να διαπεράσουν το φλοιό της Γης και θεωρητικά να βγουν από την άλλη πλευρά του πλανήτη, στην Κίνα! Κι αν ο όρος ήταν τότε επί τούτου υπερβολικός, προκειμένου να αναδείξει το ανεξέλεγκτο ενός πυρηνικού ατυχήματος, σήμερα επανέρχεται για να περιγράψει τις τυχόν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις που μπορεί να δημιουργήσει για την παγκόσμια οικονομία η πρόσφατη κινεζική κρίση.
Μέχρι πριν λίγους μήνες στους περισσότερους διαμορφωτές πολιτικής, αναλυτές και ΜΜΕ κυριαρχούσαν δύο απόψεις για την Κίνα: ...
πρώτον ότι η οικονομική πρόοδος της χώρας είναι μια διαρκώς ανερχόμενη καμπύλη και δεύτερον πως δημιουργεί έναν άλλο πανίσχυρο πόλο για την παγκόσμια ανάπτυξη, πλην αυτού των ΗΠΑ και εκείνου της ασθμαίνουσας Ευρώπης.
Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις έδειξαν ότι τα πράγματα δεν κινούνται με γραμμικό τρόπο και πως η Κίνα ίσως είναι ανέτοιμη να αναλάβει τον προαναφερόμενο διεθνή ρόλο. Επιπλέον, σοβαρές ανησυχίες δημιουργεί το μεγάλο κομμάτι του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κίνας, το οποίο, λειτουργώντας πέραν του επίσημου τραπεζικού συστήματος, παραμένει στη σκιά και εν πολλοίς εκτός ελέγχου, το αυξανόμενο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, αλλά και η προοπτική απότομης και όχι ομαλής προσγείωσηs της ανάπτυξης της χώρας σε χαμηλότερα ποσοστά.
Η αντιστροφή των τάσεων που αφορούν την Κίνα ξεκίνησαν με την πρώτη καταιγίδα στα μέσα Ιουνίου, όταν μία ταυτόχρονη και κάθετη πτώση των χρηματιστηρίων της Σαγκάης, της Σεντζέν και του Χονγκ Κονγκ κατέστησε σαφές ότι έσκαγε αυτό που κάποιοι λίγοι ειδικοί αποκαλούσαν τα τελευταία χρόνια «φούσκα των κινεζικών αγορών».
Πάντως, ότι κι επρόκειτο, ήταν μια διαδικασία που είχε οδηγήσει τις μετοχές τους σε άνοδο 150% μέσα σε ένα μόνο έτος! Ως προς τα αίτια, τώρα είναι πολλοί εκείνοι που κρίνουν ότι η φούσκα καλλιεργήθηκε κυρίως από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό για αγορά μετοχών, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό προήλθε από το σκιώδες παρατραπεζικό σύστημα της Κίνας. Ως προς τα αποτελέσματα, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού άρχισαν να μεταφέρονται στις αγορές της Δύσης και της υπόλοιπης Ανατολής οι τεκτονικοί κραδασμοί των κινεζικών χρηματιστηρίων.
Τα εσπευσμένα μέτρα του Πεκίνου
Αντιμέτωπες με αυτές τις εξελίξεις , οι αρχές του Πεκίνου προχώρησαν εσπευσμένα σε σειρά μέτρων : -προέβησαν σε μείωση, την 5η από τον περασμένο Νοέμβριο, των επιτοκίων του γουάν -αποφάσισαν τη 2η, μέσα σε δύο μήνες, μείωση του ορίου των κεφαλαίων που πρέπει να διατηρούν οι κινεζικές τράπεζες στην κεντρική τράπεζα της χώρας -προχώρησαν σε αυξήσεις της ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα, ύψους περίπου 101 δισ. δολαρίων (650 δισ. γουάν), ενώ από την αρχή του χρόνου και έως τον Ιούνιο η κεντρική τράπεζα είχε χορηγήσει συνολικές ενέσεις ρευστότητας άνω των 205 δισ. γουάν στην αγορά -«παρακίνησαν» τις 21 μεγαλύτερες χρηματιστηριακές εταιρίες της χώρας να τοποθετήσουν από κοινού τουλάχιστον 120 δισ. γουάν (19,33 δισ. $), σε αγορές μετοχών με σκοπό τη σταθεροποίηση του χρηματιστηρίου –ζήτησαν από σειρά κινεζικών επιχειρήσεων να αναστέλλουν για μερικούς μήνες την αρχική δημόσια εγγραφή τους στα κινεζικά χρηματιστήρια – προέβησαν την 11η Αυγούστου σε αιφνιδιαστική υποτίμηση κατά 1,9% της ισοτιμίας του γουάν έναντι του δολαρίου, η οποία ακολουθήθηκε τις επόμενες μέρες από διολισθήσεις που έφτασαν συνολικά το 4,5%.
Η ομοβροντία αυτών μέτρων, ορισμένα εκ των οποίων θα ήταν αδιανόητα για αναπτυγμένες οικονομίες, υπολογίζεται ότι κόστισε, μέχρι στιγμής, στο κινεζικό κράτος και την κεντρική τράπεζα της χώρας άνω του μισού τρις δολ.
Το ποσό αυτό ανέρχεται περίπου στο 4% του ΑΕΠ της Κίνας, αλλά, εκτός από το ύψος του, το ζήτημα είναι αν έφερε αποτελέσματα. Και προς το παρόν, οι έντονες παρεμβάσεις του Πεκίνου στη λειτουργία των αγορών είχαν μικρή επιτυχία, ενώ δημιούργησαν και νέα προβλήματα.
Έτσι, η εντολή στις κρατικές εταιρείες και στον κλάδο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να αγοράσουν μετοχές δεν βοήθησαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη «φουσκωμένη» χρηματιστηριακή αγορά της Κίνας, Αντέστρεψαν, μόνο προσωρινά το σκηνικό συντονισμένης πτώσης, ενώ υπήρξαν αρκετές συνεδριάσεις των 3 χρηματιστηρίων της χώρας (Σανγκάης, Σεντζέν και Χονγκ Κονγκ), όπου οι δείκτες τους συνέχισαν την πορεία τους προς τα χαμηλότερα επίπεδά τους από τον περασμένο Δεκέμβριο.
Από την άλλη, η απόφαση της Κίνας να προχωρήσει σε αιφνιδιαστική υποτίμηση του γουάν πυροδότησε την πτώση των νομισμάτων άλλων αναπτυσσόμενων χωρών έναντι του δολαρίου.
Εν τέλει, τις τελευταίες μέρες η κινεζική ηγεσία δεν έχει προχωρήσεις στη λήψη νέων μέτρων, παρά τη συνεχιζόμενη πτώση, δίνοντας την εντύπωση ότι αρχίζει να θεωρεί μάταιες αυτές τις προσπάθειες.
Ο συναγερμός από την υποτίμηση του γουάν και ο κίνδυνος νομισματικού πολέμου
Στις 11 Αυγούστου έκρουσε ένας δεύτερος κώδωνας του κινδύνου για την παγκόσμια οικονομία, όταν το Πεκίνο προχώρησε σε υποτίμηση του γουάν κατά 1,9% έναντι του δολαρίου. Επρόκειτο για μια απροσδόκητη κίνηση, η οποία οδήγησε σε περαιτέρω διολίσθηση του κινεζικού νομίσματος, εξωθώντας εν τέλει τις κινεζικές αρχές σε παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος για να την ανακόψουν.
Τελικά, οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν άμεσα ανησυχίες σε Ασία, Ευρώπη και Αμερική, καθώς ενέσπειραν υποψίες πως η δεύτερη οικονομία στον κόσμο και ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης επιβραδύνεται πολύ πιο ραγδαία από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί. Παράλληλα, δημιούργησαν ανησυχίες ότι η κινεζική ηγεσία μπορεί να έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Και βεβαίως, αν αυτά ισχύουν, τότε μπορεί να συμπαρασύρουν την παγκόσμια οικονομία, επειδή ο ασιατικός γίγαντας εισάγει και καταναλώνει δυσθεώρητους όγκους πρώτων υλών από πετρέλαιο μέχρι χαλκό και από νικέλιο μέχρι χρυσό.
Επισήμως η υποτίμηση του γουάν παρουσιάστηκε ως απόφαση του Πεκίνου να προσαρμόσει την ισοτιμία του νομίσματος προλειαίνοντας το έδαφος για την ένταξή του στο καλάθι νομισμάτων του ΔΝΤ. Επρόκειτο, όμως, για την πρώτη υποτίμηση του γουάν 10 χρόνια μετά την ελεγχόμενη απελευθέρωση της ισοτιμίας του και τη σταδιακή ανατίμησή του έναντι του δολαρίου, η οποία στόχευε στην ικανοποίηση παγίου αιτήματος της Ουάσιγκτον. Να σημειωθεί ότι βάση της «ελεγχόμενης απελευθέρωσης» του νομίσματος της Κίνας, η κεντρική τράπεζας της χώρας καθορίζει κάθε μέρα διοικητικά μια ισοτιμία, η οποία εν συνεχεία έχει το περιθώριο διακυμάνσεων ±2% βάση των αντιδράσεων των αγορών.
Πάντως, όπως προαναφέρεται, οι διεθνείς αγορές αντιδρώντας αρνητικά στην υποτίμηση του γουάν έριξαν την ισοτιμία του χαμηλότερα από τις προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας. Έτσι, η πτώση του χρηματιστηρίου δεν ανακόπηκε και η Κεντρική Τράπεζα υποχρεώθηκε σε αντίστροφες παρεμβάσεις. Επιπλέον, η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να υποτιμήσει το γουάν, συμπαρέσυρε τις ισοτιμίες των νομισμάτων άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Πρόκειται για μια τάση που ήρθε να προστεθεί στην εξασθένηση των νομισμάτων αρκετών από αυτές εδώ και ένα περίπου χρόνο, μέσα στον οποίο τα νομίσματα π.χ. της Ρωσίας, της Κολομβίας, της Βραζιλίας, της Τουρκίας, του Μεξικού και της Χιλής έχουν απολέσει 20% – 50% της αξίας τους προς το δολάριο.
Όλα αυτά κάνουν τους αναλυτές να διερωτώνται αν τυχόν οδηγούμαστε σε έναν νέο νομισματικό πόλεμο. Οι Financial Times διεξήγαγαν στις πρόσφατες εκδόσεις τους μια μεγάλη έρευνα πάνω στο θέμα, τα ευρήματα της οποίας καθιστούν σαφές ότι, εάν ξεσπάσει ένας τέτοιος πόλεμος ανάμεσα σε αναπτυσσόμενες χώρες, μάλλον θα αποβεί καταστροφικότερος από ό,τι αρχικά είχε σκεφθεί κανείς. Το παγκόσμιο εμπόριο θα περισταλεί, επηρεάζοντας δυσμενώς και την ανάπτυξη σε ευρεία κλίμακα και όχι απλώς αναδιανέμοντας συγκεκριμένο όγκο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ «νικητών» και «νικημένων». Οι συντάκτες της έρευνας εξέφρασαν, επίσης, τις ανησυχίες τους για το ότι ορισμένες χώρες έχουν αποδυθεί σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, αποσκοπώντας να δυσχεράνουν τις γειτονικές τους και να τους υποκλέψουν μερίδια αγοράς.
Αμφιβολίες για την απόδοση των μέτρων-Οι διεθνείς επιπτώσεις
Ο προβληματισμός που προκαλούν οι κραδασμοί της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο και η ανησυχία για τις επιπτώσεις μιας ραγδαίας επιβράδυνσής της στην παγκόσμια οικονομία διαφαίνονται, άλλωστε, στις δηλώσεις πολιτικών και οικονομολόγων, ανεξαρτήτως σε ποιον βαθμό επιχειρούν να καθησυχάσουν ή να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου.Επίσης, αρκετοί ειδικοί αρχίζουν να θεωρούν ότι τα εργαλεία με τα οποία η Κίνα αναδείχθηκε ως η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη άρχισαν να παλιώνουν.
Π.χ. η κλασσική συνταγή των κρατικών επενδύσεων στον τομέα των εξαγωγών μοιάζει να ξεπερνιέται, αφού οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 8% σε έναν χρόνο, με εργοστάσια όπως της General Motors και της Volkswagen να έχουν μειώσει την παραγωγή σε ιστορικό χαμηλό. Ακόμη και στον τομέα της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών, ο κολοσσός Lenovo έκανε απολογισμό χειρότερου τετραμήνου από την ίδρυσή του, κυρίως λόγω της αιφνίδιας υποτίμησης του γουάν.
Επίσης, σύμφωνα με ανεξάρτητες πηγές στο Χονγκ Κονγκ που είναι σε θέση να γνωρίζουν τι συμβαίνει στα ενδότερα της Κίνας, απεργίες και διαμαρτυρίες έχουν ξεσπάσει μεταξύ του εργατικού δυναμικού στις βιομηχανικές βορειοανατολικές περιοχές της χώρας, ειδικά στον κλάδο των κατασκευών που μαστίζεται πλέον από κρίση. Οι δε φόβοι των επενδυτών για την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας -οι οποίοι προξενούν μαζικές απώλειες στις αγορές- έρχονται να επαληθευτούν από τα τελευταία στοιχεία για τον Δείκτη Διευθυντών Προμηθειών (ΡΜΙ) στη μεταποίηση, ο οποίος υποχώρησε στις 49,7 μονάδες τον Αύγουστο από τις 50 μονάδες τον Ιούλιο.
Υπάρχουν, βεβαίως, και οι απόψεις διεθνών οργανισμών, όπως π.χ. το ΔΝΤ, που θεωρούν πως η κάθετη πτώση της κινεζικής χρηματαγοράς οφείλεται σε διορθωτική κίνηση και ότι η προσγείωση της κινεζικής ανάπτυξης σε χαμηλότερα ποσοστά γίνεται με ομαλό τρόπο. Αυτά, πάντως, λέγονταν και γράφονταν στις εκθέσεις του ΔΝΤ έως πρόσφατα. Όμως, την περασμένη Παρασκευή 4/9, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στη Σύνοδο του G20 στην Άγκυρα ανέλυσε την εξασθένηση της Κίνας και εξέφρασε ανησυχία για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη παγκόσμια ανάπτυξη. Η διευθύντρια του ΔΝΤ συνέστησε εγρήγορση για τις διεθνείς παρενέργειες από την Κίνα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Συνόδου των υπουργών Οικονομίας και των κεντρικών τραπεζιτών του G20 αφιερώθηκε στο κινεζικό ζήτημα.