Με 2 διατάξεις που περιελήφθησαν «στα κρυφά» στο ν. 4389/2016 του περασμένου Μαίου, με συντελεστή φόρου αυξημένο από το 13% στο 22%, δέχονται χτύπημα κάτω από τη μέση 350.000 φορολογούμενοι για τα εισοδήματα του 2017 που προέκυψαν από…
αγροτικές δραστηριότητες, έστω και αν αυτό είναι το μοναδικό τους επαγγελμα!
Η εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο….
Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται πλέον ο φορολογούμενος ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 50% του ετησίου εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και τηρεί λογιστικά βιβλία για τις δραστηριότητες αυτές.
Το καθεστώς που ίσχυε πριν τη διάταξη αυτή (παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010) προέβλεπε ότι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται αυτός ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 35% του συνολικού εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και δεν έθετε ως πρόσθετη προϋπόθεση την τήρηση λογιστικών βιβλίων.
Με τα νέα αυστηρότερα κριτήρια που θέτει η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, παύει να θεωρείται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης όποιος αποκτά εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστά από 35% έως και 49% του συνολικού ετησίου εισοδήματός του, καθώς επίσης και όποιος δεν τηρεί λογιστικά βιβλία, ανεξαρτήτως του εάν ασκεί κυρίως αγροτικές δραστηριότητες!
Σημειώνεται ότι οι λοιπές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότη παραμένουν.
Για να θεωρηθεί κάποιος κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θα πρέπει, πέραν των δύο προαναφερθεισών προϋποθέσεων (τουλάχιστον 50% του συνολικού εισοδήματος προερχόμενο από αγροτικές δραστηριότητες και τήρηση λογιστικών βιβλίων):
α) να είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης,
β) να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του,
γ) να είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκμετάλλευση.
Πέραν των παραπάνω αλλαγών, με τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του ν. 4389/2016, προβλέπεται πλέον ότι οι φορολογούμενοι που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καθώς και, γενικότερα, όλοι όσοι αποκτούν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα σε ποσοστό μικρότερο από το 50% του συνολικού εισοδήματός τους δεν δικαιούνται την έκπτωση φόρου εισοδήματος που κυμαίνεται από 1.900 ευρώ έως 2.100 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων τέκνων, η οποία θεσπίστηκε με τον ασφαλιστικό και φορολογικό νόμο 4387/2016!
Οι φορολογούμενοι που εξαιρούνται από τον χαρακτηρισμό του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, αλλά και γενικότερα όλοι όσοι δεν αποκτούν αγροτικό εισόδημα σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 50% του συνολικού τους εισοδήματος δεν δικαιούνται το αφορολόγητο όριο εισοδήματος το οποίο προκύπτει από την έκπτωση φόρου των 1.900 – 2.100 ευρώ και το οποίο κλιμακώνεται από 8.636 έως 9.545 ευρώ, με αποτέλεσμα να υποχρεούνται πλέον να καταβάλουν φόρο 22% από το πρώτο ευρώ του συνολικού αγροτικού τους εισοδήματος!
Με το καθεστώς που ίσχυε μέχρι και το φορολογικό έτος 2015, το αγροτικό εισόδημα φορολογείτο αυτοτελώς με 13% από το πρώτο ευρώ.
Άρα οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα, οι οποίοι βάσει των νέων διατάξεων του ν. 4389/2016 δεν δικαιούνται το αφορολόγητο των 8.636 – 9.545 ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν για τα εισοδήματα αυτά φόρους υπέρμετρα αυξημένους, καθώς ο συντελεστής φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματός τους μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ αυξάνεται κατά 69,2%, από το 13%, που ίσχυε μέχρι το φορολογικό έτος 2015, στο 22%!
Υπολογίζεται ότι οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα που θα υπαχθούν σ’ αυτό το νέο επαχθές καθεστώς φορολόγησης υπερβαίνουν τους 350.000, δεδομένου ότι με τις νέες αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, οι φορολογούμενοι που θα διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό αυτό εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στους 175.000, την ώρα που όλοι όσοι δηλώνουν στην Εφορία αγροτικά εισοδήματα υπερβαίνουν τους 530.000.
Διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 4387/2016 (άρθρο 112) και 4389/2016 (άρθρα 44 και 65), που επέφεραν αλλαγές στη φορολόγηση των αγροτικών εισοδημάτων που αποκτώνται από την 1η-1-2016 και μετά:
Για όσους ασκούν ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά τον προσδιορισμό του κέρδους τους από επιχειρηματική δραστηριότητα, περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις, κατά το ποσό που αυτές υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.
Η προαναφερόμενη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2016 και εφεξής. Διευκρινίζεται ότι, με τον νέο νόμο δεν επέρχεται καμία μεταβολή στη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτικών αποζημιώσεων, οι οποίες στο σύνολό τους, εξακολουθούν να μην περιλαμβάνονται στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση που αποκτώνται αππο την 1η-1-2016 και μετά θα εξακολουθούν να φορολογούνται αυτοτελώς, όχι όμως με συντελεστή 13% αλλά με βάση κλίμακα στην οποία τα πρώτα 20.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος θα φορολογούνται με συντελεστή 22%, τα επόμενα 10.000 ευρώ με συντελεστή 29%, τα επόμενα 10.000 ευρώ με συντελεστή 37% και το επιπλέον ποσό με συντελεστή 45%. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος έχει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθωτή εργασία και συντάξεις (που φορολογούνται αθροιστικά) και παράλληλα έχει και εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η παραπάνω κλίμακα θα εφαρμόζεται αυτοτελώς για το εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και ξεχωριστά για το άθροισμα του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Σε περίπτωση που το εισόδημα ενός φυσικού προσώπου είναι μέχρι 20.000 ευρώ και προκύπτει μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις σχετικά με την ιδιότητα του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, τότε ο φόρος θα μειώνεται, όπως για τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις, δηλαδή κατά 1.900 ευρώ εάν δεν υπάρχουν προστατευόμενα τέκνα, κατά 1.950 ευρώ εάν υπάρχει ένα προστατευόμενο τέκνο, κτά 2.000 ευρώ εάν υπάρχουν δύο προστατευόμενα τέκνα και κατά 2.100 ευρώ εάν υπάρχουν τρία ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα.
Εάν το εισόδημα υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, τότε η έκτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ κατά περίπτωση θα μειώνεται κατά το 1% του ποσού κατά το οποίο το εισόδημα αυτό υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Στην περίπτωση, όμως, που αποκτάται εισόδημα από μισθούς και συντάξεις μαζί με εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση, οι παραπάνω μειώσεις του φόρου θα υπολογίζονται μία φορά για το σύνολο των εισοδημάτων.
Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση μαζί με εισόδημα από λοιπές κατηγορίες, οι μειώχεις του φόρου θα εφαρμόζονται αναλογικά μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται αποκλειστικά από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.
Η μείωση του φόρου για τους ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται μόνο για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία (άρθρο 2 παρ. 1 του ν.3874/2010 όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 65 του ν.4389/2016), εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.
Όταν αποκτάται εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, η μείωση του φόρου υπολογίζεται μόνον στο εισόδημα που αποκτάται από την αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το εάν αυτός χαρακτηρίζεται ως κατ’ επάγγελμα αγρότης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και του ποσοστού συμμετοχής του εισοδήματός του από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα.
Εφόσον, μαζί με τα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου αποκτάται και εισόδημα από μισθωτή εργασία ή συντάξεις, η μείωση του φόρου θα υπολογίζεται αναλογικά μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία και συντάξεις, καθώς και από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η ανωτέρω ρύθμιση έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.»
Πηγή: ergasianews.gr
αγροτικές δραστηριότητες, έστω και αν αυτό είναι το μοναδικό τους επαγγελμα!
Η εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο….
Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται πλέον ο φορολογούμενος ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 50% του ετησίου εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και τηρεί λογιστικά βιβλία για τις δραστηριότητες αυτές.
Το καθεστώς που ίσχυε πριν τη διάταξη αυτή (παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010) προέβλεπε ότι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται αυτός ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 35% του συνολικού εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και δεν έθετε ως πρόσθετη προϋπόθεση την τήρηση λογιστικών βιβλίων.
Με τα νέα αυστηρότερα κριτήρια που θέτει η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του ν. 4389/2016, παύει να θεωρείται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης όποιος αποκτά εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστά από 35% έως και 49% του συνολικού ετησίου εισοδήματός του, καθώς επίσης και όποιος δεν τηρεί λογιστικά βιβλία, ανεξαρτήτως του εάν ασκεί κυρίως αγροτικές δραστηριότητες!
Σημειώνεται ότι οι λοιπές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότη παραμένουν.
Για να θεωρηθεί κάποιος κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θα πρέπει, πέραν των δύο προαναφερθεισών προϋποθέσεων (τουλάχιστον 50% του συνολικού εισοδήματος προερχόμενο από αγροτικές δραστηριότητες και τήρηση λογιστικών βιβλίων):
α) να είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης,
β) να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του,
γ) να είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκμετάλλευση.
Πέραν των παραπάνω αλλαγών, με τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του ν. 4389/2016, προβλέπεται πλέον ότι οι φορολογούμενοι που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καθώς και, γενικότερα, όλοι όσοι αποκτούν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα σε ποσοστό μικρότερο από το 50% του συνολικού εισοδήματός τους δεν δικαιούνται την έκπτωση φόρου εισοδήματος που κυμαίνεται από 1.900 ευρώ έως 2.100 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων τέκνων, η οποία θεσπίστηκε με τον ασφαλιστικό και φορολογικό νόμο 4387/2016!
Οι φορολογούμενοι που εξαιρούνται από τον χαρακτηρισμό του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, αλλά και γενικότερα όλοι όσοι δεν αποκτούν αγροτικό εισόδημα σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 50% του συνολικού τους εισοδήματος δεν δικαιούνται το αφορολόγητο όριο εισοδήματος το οποίο προκύπτει από την έκπτωση φόρου των 1.900 – 2.100 ευρώ και το οποίο κλιμακώνεται από 8.636 έως 9.545 ευρώ, με αποτέλεσμα να υποχρεούνται πλέον να καταβάλουν φόρο 22% από το πρώτο ευρώ του συνολικού αγροτικού τους εισοδήματος!
Με το καθεστώς που ίσχυε μέχρι και το φορολογικό έτος 2015, το αγροτικό εισόδημα φορολογείτο αυτοτελώς με 13% από το πρώτο ευρώ.
Άρα οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα, οι οποίοι βάσει των νέων διατάξεων του ν. 4389/2016 δεν δικαιούνται το αφορολόγητο των 8.636 – 9.545 ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν για τα εισοδήματα αυτά φόρους υπέρμετρα αυξημένους, καθώς ο συντελεστής φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματός τους μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ αυξάνεται κατά 69,2%, από το 13%, που ίσχυε μέχρι το φορολογικό έτος 2015, στο 22%!
Υπολογίζεται ότι οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα που θα υπαχθούν σ’ αυτό το νέο επαχθές καθεστώς φορολόγησης υπερβαίνουν τους 350.000, δεδομένου ότι με τις νέες αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, οι φορολογούμενοι που θα διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό αυτό εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στους 175.000, την ώρα που όλοι όσοι δηλώνουν στην Εφορία αγροτικά εισοδήματα υπερβαίνουν τους 530.000.
Διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 4387/2016 (άρθρο 112) και 4389/2016 (άρθρα 44 και 65), που επέφεραν αλλαγές στη φορολόγηση των αγροτικών εισοδημάτων που αποκτώνται από την 1η-1-2016 και μετά:
Για όσους ασκούν ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά τον προσδιορισμό του κέρδους τους από επιχειρηματική δραστηριότητα, περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις, κατά το ποσό που αυτές υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.
Η προαναφερόμενη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2016 και εφεξής. Διευκρινίζεται ότι, με τον νέο νόμο δεν επέρχεται καμία μεταβολή στη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτικών αποζημιώσεων, οι οποίες στο σύνολό τους, εξακολουθούν να μην περιλαμβάνονται στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση που αποκτώνται αππο την 1η-1-2016 και μετά θα εξακολουθούν να φορολογούνται αυτοτελώς, όχι όμως με συντελεστή 13% αλλά με βάση κλίμακα στην οποία τα πρώτα 20.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος θα φορολογούνται με συντελεστή 22%, τα επόμενα 10.000 ευρώ με συντελεστή 29%, τα επόμενα 10.000 ευρώ με συντελεστή 37% και το επιπλέον ποσό με συντελεστή 45%. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος έχει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθωτή εργασία και συντάξεις (που φορολογούνται αθροιστικά) και παράλληλα έχει και εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η παραπάνω κλίμακα θα εφαρμόζεται αυτοτελώς για το εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και ξεχωριστά για το άθροισμα του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Σε περίπτωση που το εισόδημα ενός φυσικού προσώπου είναι μέχρι 20.000 ευρώ και προκύπτει μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις σχετικά με την ιδιότητα του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, τότε ο φόρος θα μειώνεται, όπως για τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις, δηλαδή κατά 1.900 ευρώ εάν δεν υπάρχουν προστατευόμενα τέκνα, κατά 1.950 ευρώ εάν υπάρχει ένα προστατευόμενο τέκνο, κτά 2.000 ευρώ εάν υπάρχουν δύο προστατευόμενα τέκνα και κατά 2.100 ευρώ εάν υπάρχουν τρία ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα.
Εάν το εισόδημα υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, τότε η έκτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ κατά περίπτωση θα μειώνεται κατά το 1% του ποσού κατά το οποίο το εισόδημα αυτό υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Στην περίπτωση, όμως, που αποκτάται εισόδημα από μισθούς και συντάξεις μαζί με εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση, οι παραπάνω μειώσεις του φόρου θα υπολογίζονται μία φορά για το σύνολο των εισοδημάτων.
Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση μαζί με εισόδημα από λοιπές κατηγορίες, οι μειώχεις του φόρου θα εφαρμόζονται αναλογικά μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται αποκλειστικά από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.
Η μείωση του φόρου για τους ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται μόνο για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία (άρθρο 2 παρ. 1 του ν.3874/2010 όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 65 του ν.4389/2016), εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.
Όταν αποκτάται εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, η μείωση του φόρου υπολογίζεται μόνον στο εισόδημα που αποκτάται από την αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το εάν αυτός χαρακτηρίζεται ως κατ’ επάγγελμα αγρότης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και του ποσοστού συμμετοχής του εισοδήματός του από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα.
Εφόσον, μαζί με τα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου αποκτάται και εισόδημα από μισθωτή εργασία ή συντάξεις, η μείωση του φόρου θα υπολογίζεται αναλογικά μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία και συντάξεις, καθώς και από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η ανωτέρω ρύθμιση έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα.»
Πηγή: ergasianews.gr