Σάββατο 27 Αυγούστου 2016


«Τρεις βολές πιο αψηλός απ’ τον πατέρα μου. Κι έχει και ένα μεγάλο- μεγάλο κόκκινο άλογο. Και πίσω τον ακολουθεί πάντοτες ένας τρανός αητός με μια σημαία.»


«Έχει μακριά γένια κι ένα αληθινό άστρο στο μαύρο σκούφο του. Κι άμα μιλάει –κι ας χιονίζει ακόμα- γίνεται μονομιάς πολλή ζέστα. Κι όταν ακούνε τ’ όνομα του οι Γερμανοί κρύβονται σαν λαγοί μέσα στα δάσα…»
Γιάννη Ρίτσου, Το Υστερόγραφο της Δόξας
(Άρης Βελουχιώτης)...
 
Ο Θανάσης Κλάρας γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1905 στη...
Λαμία προερχόμενος από μια από τις πιο επιφανείς οικογένειες της πόλης. Ο πατέρας του, Δημήτριος Κλάρας, ήταν δικηγόρος (για κάποιο διάστημα διετέλεσε και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της πόλης) και η μητέρα του, το γένος Ζέρβα (πιθανόν να υπήρχε μακρινή συγγένεια με τον αρχηγό του ΕΔΕΣ, Ναπολέοντα Ζέρβα), ανήκε σε οικογένεια συμβολαιογράφου. Κτήματα, ένα ελαιοτριβείο και σαπωνοποιείο ανήκαν στην περιουσία της οικογένειας. Ο Θανάσης έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Λαμία, όπου από μικρό παιδί αγαπούσε τη δράση του δρόμου και την παρέα με τα φτωχόπαιδα της γειτονιάς. Το γυμνάσιο δεν το τελείωσε, αν και η επαφή του με τα γράμματα ήταν μεγάλη. Το 1919, σε ηλικία 14 χρόνων, φεύγει από την πόλη και μπαίνει οικότροφος στην «Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή Λάρισας». Εκεί ο Θανάσης είναι ένας σχολαστικός και επιμελής μαθητής, γεγονός που εμφανίζεται στα σωζόμενα μέχρι σήμερα μαθητικά του τετράδια. Όταν τελείωσε τη Σχολή επέστρεψε στη Λαμία. Εκεί ο πατέρας του ελπίζει ότι θα ασχοληθεί με τα κτήματα της οικογένειας στη Στυλίδα. Είχε μάλιστα σκοπό να επεκτείνει την επιχείρησή του, στην οποία ο Θανάσης θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις γνώσεις του. Αυτό όμως αρνείται, διότι πίστευε ότι «αν γινόταν πλούσιος…θα έπαυε να σκέφτεται τους φτωχούς» και προτιμά το διορισμό του στο Δημόσιο, ως υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας. Στα 18 του χρόνια, ως υπάλληλος της Γεωργικής Υπηρεσίας, βρίσκεται στη Δράμα, στο συνοριακό χωριό Μπούκια, για να βοηθήσει στον εποικισμό των ακτημόνων. Η άρνηση του νεαρού Κλάρα να συμμετάσχει στα ρουσφέτια της εποχής έχει αποτέλεσμα τη μετάθεση του στα Τρίκαλα. Απογοητευμένος «από τις ρεμούλες που διαπιστώνει και στη νέα του θέση» δηλώνει παραίτηση και φεύγει για την Αθήνα το 1923.
 "Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ. Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρκια, αλλά με αγώνες και θύματα!"



Ο Θανάσης Κλάρας στην Αθήνα

Η πρώτη γνωριμία του Κλάρα στην Αθήνα γίνεται με το συμπατριώτη, τότε φοιτητή της Νομικής, Τάκη Φίτσο, ο οποίος τον φέρνει σε επαφή με επαναστατικές οργανώσεις και με τις φιλολογικές παρέες που συχνάζουν στη Δεξαμενή. Το 1924 περνάει στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος ως μέλος της Τοπικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Αθήνας (ΚΝΑ) και δυο χρόνια αργότερα καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του. Αν και υποψήφιος στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, κόβεται επειδή συμμετέχει σε επεισόδιο. Από δεκανέας, που ήταν, καθαιρείται και στέλνεται στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου, το πρώτο κάτεργο που γνωρίζει στη ζωή του. Όταν απολύεται, έχοντας υπηρετήσει επιπλέον τρεις μήνες ως ποινή, επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα.

Μέλος πια της Κομμουνιστικής Νεολαίας, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές επιχειρήσεις αποδράσεων κρατουμένων κομμουνιστών (δυο φορές μάλιστα είχε βοηθήσει να δραπετεύσει ο Νίκος Ζαχαριάδης, τότε ηγετικό στέλεχος της Κομμουνιστικής Νεολαίας). Στα τέλη του 1928 γίνεται συντάκτης του «Ριζοσπάστη» και όταν ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, Αριστοτέλης Τσουρτσούλης, συλλαμβάνεται, ο Κλάρας τον αντικαθιστά για αρκετό διάστημα. Στα τέλη του 1936 συλλαμβάνεται και στέλνεται στις φυλακές της Αίγινας. Από εκεί τον Ιούνιο του 1939 μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, από όπου αποφυλακίζεται αφού πρώτα υπογράφει τη γνωστή δήλωση μετάνοιας.

Όταν ο πόλεμος ξεσπάει, ο Κλάρας καλείται στο Πυροβολικό, όπου είχε υπηρετήσει, και επιστρατεύεται στο Μακεδονικό Μέτωπο, στη 10η πυροβολαρχία του 3ου Συντάγματος του αντιαεροπορικού πυροβολικού. Με την είσοδο των Γερμανών και την κατάρρευση του μετώπου επιστρέφει στην Αθήνα πριν φτάσουν στην πόλη τα γερμανικά στρατεύματα.


Ο Άρης Βελουχιώτης καπετάνιος του ΕΛΑΣ


Στην προσπάθεια του για αντιστασιακό αγώνα μεγάλη ήταν η συνεισφορά κάποιων μικρών κομμάτων, τα οποία είχαν αναπτύξει αντιδικτατορική δράση ενάντια στο καθεστώς του Μεταξά. Σε αυτόν τον πολιτικό χώρο βρίσκονταν το «Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας» (ΣΚΕ), το «Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας» (ΑΚΕ) και η «Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΕΛΔ). Στο τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Σεπτεμβρίου αντιπρόσωποι αυτών των κομμάτων και του ΚΚΕ συναντήθηκαν και ξεκίνησαν τις διαδικασίες για τη δημιουργία του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με την ίδρυση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου» (ΕΑΜ). Αν και στο πρώτο χειμώνα Κατοχής το ΕΑΜ και άλλες οργανώσεις ασχολούνταν με τα θέματα της επιβίωσης, παράλληλα η κομμουνιστική ηγεσία προωθούσε τον ένοπλο αγώνα, ο οποίος μάλιστα είχε περιληφθεί και στους στόχους της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ. Στις αρχές Οκτωβρίου το ΚΚΕ δημιουργεί ένα εμβρυώδες «Στρατιωτικό Κέντρο  Αντίστασης» (ΣΚΑ), το οποίο αποτελούνταν από κομματικά στελέχη και λίγους αξιωματικούς, με στόχο τη μελέτη του ένοπλου αγώνα. Στα τέλη του Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου το ΣΚΑ στέλνει το Θανάση Κλάρα στην περιοχή της Λαμίας για να μελετήσει τις δυνατότητες ανάπτυξης αντάρτικου αγώνα. Επιστρέφει το Δεκέμβριο και εισηγείται τη δυνατότητα για τη  δημιουργία ομάδων ανταρτών, πρόταση που, παρά τις διάφορες αμφιβολίες, έγινε δεκτή από τη Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) του ΚΚΕ.

Καθώς από τα τέλη του 1941 άρχισαν στην ελληνική ύπαιθρο να εμφανίζονται και άλλες ένοπλες ομάδες, η αντίληψη που άρχισε να σχηματίζεται ήταν ότι το ΕΑΜ θα έπρεπε να κατευθύνει το αγώνα της Αντίστασης. Έτσι, το ΣΚΑ αναδιοργανώθηκε και τη θέση του πήρε, το Δεκέμβριο του 1941, η «Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή» (ΚΣΕ), η οποία ελεγχόταν πια από το ΕΑΜ. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1942 συνήλθε στην Αθήνα η 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ, στης οποίας την απόφαση ορίζονταν καθαρά η ανάγκη ένοπλου αγώνα και η δημιουργία στρατού της Εθνικής Αντίστασης, ενώ, αντίστοιχα, καθοριζόταν και η φύση του ένοπλου αγώνα. Λίγες μέρες αργότερα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους για την δημιουργία του «Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» (ΕΛΑΣ). Στις 2 Φεβρουαρίου του 1942 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη με σκοπό την επίσημη ίδρυση του Λαϊκού Στρατού του ΕΑΜ. Η Κ.Ε. του ΕΑΜ ενέκρινε την ίδρυση του Λαϊκού Στρατού και καθόρισε τη σύνθεση της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (η ΚΣΕ μετονομάστηκε σε Κ.Ε. του ΕΛΑΣ) στις 10 Φεβρουαρίου του 1942.

Το Μάρτιο του 1942 ο Θανάσης Κλάρας αναχωρεί από την Αθήνα, με εντολή να οργανώσει ομάδες ενόπλων στη Ρούμελη. Από το σημείο αυτό ο Θανάσης Κλάρας θα μείνει γνωστός με το όνομα Άρης Βελουχιώτης. Παράλληλα με αυτή την κίνηση δραστηριοποιούνται οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ σε όλη την Ελλάδα για τη δημιουργία ομάδων ενόπλων. Στις 22 Μαΐου 1942 ο Άρης Βελουχιώτης σχηματίζει την πρώτη του ανταρτοομάδα, έξω από την Σπερχειάδα, που στις 25 Μαΐου αριθμούσε 15 αντάρτες. Το καλοκαίρι του 1942 οι ανταρτική κίνηση του Βελουχιώτη σταθεροποιείται  και ο ΕΛΑΣ περνάει στην επιθετική δράση εναντίον των δυνάμεων του εχθρού, εκτελώντας διάφορες επιχειρήσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτή της συνεισφοράς του στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.

Από τις αρχές του 1943 οι συμπλοκές του ΕΛΑΣ άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και γίνονταν πια με τμήματα του εχθρικού στρατού. Η ανάπτυξη όμως του ΕΛΑΣ ήταν τόσο ραγδαία, που η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ ήταν αδύνατο να διευθύνει τον αγώνα από την Αθήνα. Αποφασίστηκε λοιπόν η δημιουργία ενός νέου οργάνου, του Γενικού Στρατηγείου (Γ.Σ.) του ΕΛΑΣ για την αποτελεσματικότερη διοίκησή του. Με κοινή απόφαση της Κ.Ε. του ΕΑΜ και της Κ.Ε του ΕΛΑΣ ιδρύθηκε στις 2 Μαΐου του 1943 το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ, για την ενιαία και συντονισμένη καθοδήγηση και διεύθυνση του αγώνα. 

Η διοίκηση του Γ.Σ. ακολούθησε και αυτή το τριπλό σύστημα που επικρατούσε στην οργάνωση του ΕΛΑΣ. Στρατιωτικός αρχηγός τοποθετήθηκε ο απότακτος του κινήματος του 35 συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, καπετάνιος ο Άρης Βελουχιώτης και αντιπρόσωπος της Κ.Ε. του ΕΑΜ ο Ανδρέας Τζήμας (με το ψευδώνυμο Βασίλης Σαμαριώτης). Στα τέλη Μαΐου τα μέλη της διοίκησης του Γ.Σ. συναντήθηκαν στη Ρούμελη, όπου κατάρτισαν ένα πρόχειρο επιτελείο και εξέδωσαν τις πρώτες διαταγές.

Τον Απρίλιο του 1944 ο Βελουχιώτης εστάλη στην Πελοπόννησο. Η ανάπτυξη των Ταγμάτων Ασφαλείας (μονάδες που είχαν εξοπλίσει οι Γερμανοί από κοινού με την κυβέρνηση Ράλλη) στην Πελοπόννησο ένα επιπλέον πρόβλημα στις μονάδες του ΕΛΑΣ έδρευαν στην περιοχή. Ο Βελουχιώτης έδωσε στον ΕΛΑΣ έναν πιο επιθετικό προσανατολισμό, εξαπολύοντας ισχυρές επιθέσεις στις βάσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά τις παραμονές της απελευθέρωσης. Την ίδια όμως περίοδο ήταν ένας από τους πολλούς που διαφώνησαν με τις επιλογές της ηγεσίας για συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπανδρέου και ανάθεση της ηγεσίας στους Βρετανούς. Και όταν τον Οκτώβριο του 1944, έπειτα από πολλές επιτυχημένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο επί ένα εξάμηνο, επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του, ζητάει να περάσει από την Αθήνα, η ηγεσία το αρνείται. Μάταια προσπαθεί το Νοέμβριο του 1944 να πείσει τους αντάρτες για το «στραβό δρόμο» και τη σύγκρουση που έρχεται. Λίγο πριν από το Δεκέμβριο στέλνει στην ηγεσία του κόμματος ένα σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας με τη βοήθεια δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο, το οποίο δεν λαμβάνει καν υπόψη. Την περίοδο των Δεκεμβριανών κρατιέται σε απόσταση, με το να αποσταλεί μαζί με τον Σ. Σαράφη στην Ήπειρο, όπου διαλύει τις δυνάμεις το ΕΔΕΣ, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Ζέρβα να καταφύγουν στην Κέρκυρα.

Μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας, υπογράφει μαζί με τον Σαράφη μια «Ημερήσια διαταγή του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ» (στις 16 Φεβρουαρίου του 1945), στην οποία αναφερόταν ότι ο ένοπλός αγώνας του ΕΛΑΣ τελείωνε και ο ΕΛΑΣ αποστρατεύεται. Στη συνέχεια με μια ομάδα συντρόφων του άρχισε την περιπλάνηση του στα βουνά. Στα τέλη του Φεβρουαρίου κάνει ακόμη μια μάταιη προσπάθεια επαφής με τους άλλους καπετάνιους, αλλά σταδιακά οι οργανώσεις τον απομόνωναν και λίγοι ήταν αυτοί που έδειξαν προθυμία για να τον ακολουθήσουν. Τις κινήσεις αυτές του Βελουχιώτη τις πληροφορείται το κόμμα και αντιδρά έντονα. Του ζητάνε ή να γυρίσει στην Αθήνα ή να φύγει σε μια ανατολική χώρα.

Πέρα όμως από τη μεγάλη φήμη του, η πειθαρχία προς τις εντολές του ΚΚΕ αποτελούσε ίσως το σημαντικότερο παράγοντα, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους γύρω του. Καταλυτική ήταν η επιστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη από τη Γερμανία, όπου κρατούνταν όμηρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, ο οποίος έσπευσε αμέσως να καταδικάσει της απειθαρχία του Άρη. Στις 12 Ιουνίου του 1945 το ΚΚΕ, σε μια μικρή στήλη στον «Ριζοσπάστη» που δημοσιεύτηκε δίπλα στα αθλητικά και τα θέματα της ημέρας, αποκήρυξε τον Βελουχιώτη με ένα πολύ σκληρό δημοσίευμα, του οποίου ένα απόσπασμα χαρακτηριστικά ανέφερε: «Ο σ. Ζαχαριάδης μας ανακοίνωσε ότι η Κ.Ε του ΚΚΕ, αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήλθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια)».
Το τέλος του Βελουχιώτη δεν άργησε να έρθει. Στις 16 του ίδιου μήνα, πιο μόνος παρά ποτέ, κυκλωμένος από το στρατό και παρακρατικούς, αυτοκτόνησε κοντά στις όχθες του Αχελώου. Δυο μέρες αργότερα το κεφάλι του, κομμένο, κρεμόταν από το φανοστάτη των Τρικάλων.


Ο ΑΡΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΞΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

 

Όλη η διαδρομή του Άρη Βελουχιώτη, από τη γέννησή του ως και το θάνατό του, παρέχει πλούσιο εμπειρικό υλικό που στηρίζει θεωρητικές υποθέσεις σχετικές με τη θεωρία της πολιτικής ηγεσίας και ιδιαίτερα της επαναστατικής ηγεσίας. Τόσο η πρώιμη ριζοσπαστικοποίηση της προσωπικότητας του Θανάση Δ. Κλάρα όσο και η περίοδος κυοφορίας και ανάδειξης του επαναστατικού ηγέτη Άρη Βελουχιώτη μπορούν ως ένα βαθμό να ερμηνευθούν μέσα από μεθοδολογικές προσεγγίσεις που εντάσσονται στη σύγχρονη θεωρία της επαναστατικής ηγεσίας. Χωρίς να είναι πρόθεσή μας εδώ να υπεισέλθουμε σε αυτές, άλλωστε ο χώρος δεν το επιτρέπει, θα πρέπει να πούμε ότι κάθε πτυχή της ζωής ενός επαναστατικού ηγέτη έχει ενδιαφέρον για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του και τη ερμηνεία της συμπεριφοράς του. Υπάρχουν προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση σε ψυχολογικούς παράγοντες, άλλες σε κοινωνικοϊστορικούς και άλλες στις περιστάσεις εκείνες που ταιριάζουν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ηγέτη.

Η συνωμοτική και οργανωτική κομματική του δράση: οι αποδράσεις

   Η μεταξική δικτατορία βρίσκει τον Θανάση Κλάρα σε πλήρη κινητικότητα, δηλαδή ασυνήθιστη για πολλούς κομματική οργανωτική και συνωμοτική δράση. Σε μια εποχή χαφιεδισμού ανάμεσα στα μέλη και τα στελέχη του κόμματός του, αυτός ήταν από τους λίγους που είχε την εμπιστοσύνη όλων. Αναλάμβανε και τις περισσότερες φορές ολοκλήρωνε με επιτυχία πολλές επικίνδυνες αποστολές, συνωμοτικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα, αψηφώντας κινδύνους για τη σωματική του ακεραιότητα και ασφάλεια. Ο Θανάσης Κλάρας υπήρξε ο εγκέφαλος μεγάλων αποδράσεων. Όπως γράφει ο Κ. Γκριτζώνας: «δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά μια απόδραση. Εκτός από τόλμη απαιτούσε και μυαλό». Είχε ήδη στο ενεργητικό του από τα προηγούμενα χρόνια την οργάνωση και επιτυχή εκτέλεση σχεδίων απόδρασης σημαντικών κομματικών στελεχών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Τέτοιες επιτυχείς μεγάλες αποδράσεις με κύριο οργανωτή το Θανάση Κλάρα ήσαν αυτές που έγιναν λίγα χρόνια πριν από τη μεταξική δικτατορία, όπως ήταν αυτή που πέτυχε την απόδραση του Ν. Ζαχαριάδη από το Τμήμα Μεταγωγών στη Πλάκα (1929). Αξίζει επίσης να αναφερθεί η μεγάλη απόδραση συντρόφων με βαριές ποινές από τις φυλακές της Αίγινας το Μάιο του 1934, στην οποία συνέβαλε βοηθώντας απ’ έξω. Έτσι ο Θανάσης Κλάρας ως τις παραμονές της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους οργανωτές του κόμματος, μια πληθωρική και πολυσύνθετη προσωπικότητα, που αν και νέος είχε μια τόσο πλούσια δράση.

Σύλληψη, φυλάκιση, βασανιστήρια

    Είχαν ήδη προηγηθεί το πέμπτο και έκτο συνέδριο του ΚΚΕ το Μάρτιο του 1934 και ο Δεκέμβριο του 1935. Ήδη η Κ.Ε. του ΚΚΕ, σε έκτακτη συνεδρίασή της δυο μέρες μετά την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας, είχε πάρει αποφάσεις για οργάνωση αγώνα κατά της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, στον οποίον ο Θ. Κλάρας επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο και οργανωτικότητα. Λίγο καιρό όμως αργότερα, περί τα τέλη του 1936, η Ασφάλεια του Μανιαδάκη συλλαμβάνει το Θανάση Κλάρα στην Αθήνα για διανομή αντιφασιστικού υλικού. Τον φυλακίζουν στην Αίγινα. Την Πρωτοχρονιά του 1937 θα τον φέρουν στα κρατητήρια της Ασφάλειας Αθηνών μαζί με άλλους είκοσι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Θ. Κλάρας με το χιούμορ και την αισιοδοξία του. Ωστόσο, θα επιδιώξουν να τον κάμψουν μέσα από τα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό της προσωπικότητας. Λίγες μέρες αργότερα θα τον στείλουν στις φυλακές της Αίγινας, απ’ όπου θα τον φέρουν πάλι στην Αθήνα για να τον δικάσουν. Εκεί στα δικαστήρια του «Αρσακείου» με ασυνήθιστη σβελτάδα θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία λόγω απροσεξίας των φυλάκων και θα δραπετεύσει μαζί με άλλους συγκρατούμενους. Έτσι, ελεύθερος, θα αναλάβει πάλι κομματικά καθήκοντα μακριά, στη Μακεδονία. Στη Δράμα όμως γρήγορα συλλαμβάνεται για αντιφασιστική δράση και πρώτη του καταδίκη σε 3 μήνες φυλακή αφορά μόνο πλαστογραφία ταυτότητας. Από τη Δράμα μεταφέρεται στις φυλακές Αίγινας ως υπόδικος για παράβαση του Ν. 117, που είχε αντικαταστήσει τον περίφημο νόμο του «Ιδιώνυμου». Με την απόφαση 6512/31.3.1938 καταδικάζεται για αντιφασιστική δράση για Πλημμελειοδικείο Αθήνας σε 4 χρόνια φυλάκισης.

  Εκεί στις φυλακές Αίγινας θα συναντηθεί με τον Λευτέρη Αποστόλου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά για τη συνάντηση αυτή:«Έτσι, κατά το 1938 ένα απόγευμα, μαζί με μερικούς άλλους νεοφερμένους, έμπαινε στην ακτίνα μας και ο Θανάσης Κλάρας. Ήταν αδύνατος και το χλωμό χρώμα του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο που θα έπρεπε για αρκετό χρόνο να είχε ζήσει κλεισμένος σε κρατητήριο χωρίς να τον δει ο ήλιος».

   Παρά τα αυστηρά μέτρα επιτήρησης των φυλακών, στο πλαίσιο της «μορφωτικής» επιτροπής ο Θανάσης Κλάρας θα αναπτύξει δράση ιδεολογικής διαφώτισης και εξύψωσης του μορφωτικού επιπέδου των φυλακισμένων. Παράλληλα όμως έχει καθήκοντα διερεύνησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες είχαν γίνει συλλήψεις συντρόφων του με σκοπό να εντοπίσει τους πιθανούς χαφιέδες. Η δραστηριότητα αυτή που του είχε γίνει έμμονη ιδέα ανακόπτεται προσωρινά με τη μεταγωγή του, τον Ιούνιο 1939 στις φυλακές της Κέρκυρας. Εκεί είναι φυλακισμένος και ο Νίκος Ζαχαριάδης, με τον οποίον ο Θανάσης Κλάρας επιδιώκει επαφή. Μια παράτολμη κίνηση του σε διπλανό κελί, που γειτνίαζε με του Ζαχαριάδη, υπέπεσε στην αντίληψη ενός φύλακα που τον έφερε πάλι στο δικό του κελί. Ωστόσο λέγεται ότι μια ατελής επικοινωνία γινόταν μέσω του κώδικα Μορς. Αυτή είναι η ευνοϊκότερη εκδοχή για τη δικαιολόγηση της «δήλωσης» νομιμοφροσύνης που θα κάνει τον επόμενο μήνα της κράτησής του στις φυλακές της Κέρκυρας (Ιούλιος 1939). Υποστηρίζονται και άλλες εκδοχές για την ερμηνεία της πράξης «δήλωσης», για τις οποίες έχει χυθεί αρκετό μελάνι και δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν εδώ, αρκεί να επισημανθεί ότι τελικά αυτή του η δήλωση στράφηκε εναντίον του.

O Λευτέρης Αποστόλου, αναφερόμενος σε δυο-τρεις συναντήσεις του με τον Άρη, τη μια πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, γράφει: «Όλη η ιστορία του Θανάση Κλάρα στο κίνημα, από το 1923 που τον πρωτογνωρίζω μέχρι το 1940 που θα τον συναντούσα, ο ίδιος ο χαρακτήρας του και η ψυχολογία του απέκλειαν την απλή ακόμα υπόνοια να είχε σπάσει κάτω από ένα οποιοδήποτε καθεστώς πιέσεων… Έτσι, αν τη δήλωση την είχε κάνει ακόμα με δική του πρωτοβουλία ήταν πράξη ξεχωριστού θάρρους που τον τιμούσε ακόμα περισσότερο».

Αποτιμώντας ψύχραιμα το όλο ζήτημα της δήλωσης ο Λευτέρης Αποστόλου θα καταλήξει: «Ήταν πράξη ξεχωριστού πολιτικού θάρρους, που πρέπει να προστεθεί στη θετική συμβολή του Θανάση Κλάρα-Άρη Βελουχιώτη στο κίνημα».

 

 

Η μεταμορφωτική δύναμη της «δήλωσής» του

   Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα κίνητρα μιας κατ’ αρχάς «δήλωσης» εδώ, αλλά και κάθε πράξης ενός σημαίνοντος στελέχους, δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να αγνοήσουμε τις επιπτώσεις και συνέπειες της πράξης αυτής πέραν των άλλων στη μετέπειτα πορεία ου στελέχους αυτού. Τοσούτο μάλλον καθ’ όσον αυτό το στέλεχος αναδεικνύεται  σε ηγέτη ενός ολόκληρου αντιστασιακού κινήματος. Ο ίδιος ο Θανάσης Κλάρας, ως Άρης Βελουχιώτης, θα πει σε μια εξομολογητική του στιγμή: «Δεν ήταν καλό που έκανα δήλωση. Δεν έκανα καλά. Αλλά ήθελα να βοηθήσω το κόμμα απ’ έξω και να το προφυλάξω. Το μόνο που θέλω είναι να λογοδοτήσω σε κομματικό δικαστήριο για τη στάση μου και τη δράση μου. Θέλω το κόμμα μου να με ακούσει και ας αποφασίσει οτιδήποτε». Λίγο αργότερα (1944) θα εξομολογηθεί σε συντρόφους του: «Αχ, φταίει το κεφάλι μου , που για μια στιγμή επικράτησε μέσα μου η διάθεση να βγω έξω και να δράσω». Αυτή η τελευταία φράση του «να βγω έξω και να δράσω» ταιριάζει απόλυτα στην ψυχολογία και ιδιοσυγκρασία του Θανάση Κλάρα. Παρά τα βασανιστήρια και τους ηθικούς εξευτελισμούς της προσωπικότητάς του, διατήρησε μέσα του το σφρίγος και τη σβελτάδα σώματος και ψυχής, που ζητούσαν διέξοδο για δράση. Αυτή η λαχτάρα του για δράση, που υπάκουε σε μια συγκεκριμένη αποστολή-ψυχική ανάγκη, μετέτρεψε την περίφημη αυτή δήλωση σε ένα εργαλείο μεταμορφωτικής δύναμης που φάνηκε ευθύς αμέσως. Ο ίδιος όχι μόνο δεν είναι τότε το παραμικρό ίχνος ψυχολογίας «δηλωσία», αλλ’ αρχίζει αμέσως, διαψεύδοντας την ίδια «δήλωση νομιμοφροσύνης» , με τη συνεργασία συντρόφων του, να ξεσκεπάζει, τις προδοτικές τακτικές της Ασφάλειας του Μανιαδάκη και να εντοπίζει τα «χαφιεδικά στοιχεία», περιφρουρώντας το κόμμα και  εμψυχώνοντας παντοιοτρόπως δεκάδες παλιούς, πιστούς συντρόφους.

    Είναι προφανές ότι η «δήλωση» του αυτή ήταν σημείο τομής στη ζωή του. Γιατί στο ψυχικό επίπεδο υπήρξε παράγων μεταστροφής του, σε βαθμό που ο αδελφός ο Μπάμπης Κλάρας, που τον έζησε από κοντά όσο λίγοι, να λέει ότι «έγινε άλλος άνθρωπος». Αυτό επιβεβαιώνεται από την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων και τη μετέπειτα συμπεριφορά του Θανάση Κλάρα.

Από Θανάσης Κλάρας γίνεται Άρης Βελουχιώτης  

     Καταλυτικό γεγονός για τη μετέπειτα πορεία  και εξέλιξη του Θανάση Κλάρα υπήρξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την κήρυξη του πολέμου παρουσιάζεται στη μονάδα του και αναλαμβάνει ως «αρχηγός στοιχείου», αντιαεροπορικής πυροβολαρχίας, η οποία διακρίθηκε για την ευστοχία της, την πειθαρχία και το θάρρος των ανδρών της. Επιστρέφοντας από το μέτωπο και αποχωριζόμενος στο Σχηματάρι τους συντρόφους του φαντάρους θα πει: «να συνεχίσουμε τον πόλεμο», ενώ λίγο αργότερα σε μεγαλύτερη συγκέντρωση φαντάρων που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο θα τους μιλήσει ανοιχτά πλέον. Ανεβασμένος στα σκαλοπάτια μιας οικίας στην 3ης Σεπτεμβρίου (Λαύριο) θα τους πει: «Όσοι δεν έχετε παραδώσει τον οπλισμό σας να μην τον παραδώσετε, να τον φυλάξετε. Ο αγώνας για την πατρίδα τώρα αρχίζει». Τα λόγια του αυτά θα μετουσιωθούν σε λίγο σε σύσταση προς κομματικούς συντρόφους που θα διαμορφώσουν το πλαίσιο της αντιστασιακής οργάνωσης. Ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου παραστατικά γράφει: «15 Μαΐου 1941. Στο δασύλλιο μεταξύ Ζωγράφου-Καισαριανής-Κουπονίων στην Αθήνα. Λίγοι φίλοι μαζεμένοι ανάμεσα σε πυκνά πεύκα, και ένας κοντός, αδύνατος, ξερακιανός, μα γεμάτος δύναμη και νεύρο, να μας μιλήσει. Ο Θανάσης Κλάρας,  ο κατοπινός Άρης Βελουχιώτης. Παλιός αγωνιστής και φίλος…Και να επιμένει πως ο πόλεμος συνεχίζεται…Μην αμφιβάλλετε πως γρήγορα θα το σκάσουν και τα παλικάρια του κόμματος από τα ξερονήσια και τις φυλακές και θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικολαϊκού αγώνα που θα αρχίσουμε».

     Την πρώτη αυτή σύσκεψη που προσδιόρισε τις βασικές θέσεις του Άρη την ακολούθησαν και άλλες πολλές για να οδηγήσουν στην ίδρυση του ΕΑΜ (27 Σεπτεμβρίου 1941) και λίγο αργότερα του ΕΛΑΣ (Δεκέμβριο), για τα οποία δεν μπορεί να γίνει εδώ λόγος, μέσα από τη σύλληψη της ιδέας, τους κανόνες και τις εργώδεις προσπάθειες υλοποίησής της από τον ίδιο τον Θανάση Κλάρα. Από τα Χριστούγεννα του 1941 εγκαθίσταται στη Σπερχειάδα που τη χρησιμοποιεί ως ορμητήριο στα γύρω χωριά απ’ όπου στρατολογεί αντάρτες, τους περίφημους «κλαρίτες». Τους εμψυχώνει και όταν τους βλέπει πρόθυμους και βιαστικούς, τους ρωτάει ρουμελιώτικα: «Βαστάει η περδικούλα σου; Όταν θα φτάσει η ώρα θα τα πούμε». Ωστόσο ένας από τους πρώτους αντάρτες κάποια στιγμή του λέει: «Εγώ δίχως κομματική απόφαση ούτε το δάχτυλό μου δεν κουνώ», για να πάρει την απάντηση: «Το αντάρτικο, σύντροφε, δεν γίνεται με κομματικές αποφάσεις.... Το ντουφέκι θέλει ψυχή το ρημάδι να κελαηδήσει!». Σαν βγήκε η ιδρυτική διακήρυξη του ΕΛΑΣ (16 Φεβρουαρίου) κι αργότερα έλαβε την εντολή του κόμματος περί τα μέσα του Απριλίου 1942 για να αναλάβει τη δημιουργία του αντάρτικου στη Ρούμελη, θα πει παραγματικά στον Χατζηπαναγιώτου: «Επιτέλους την πήραμε. Όλα θα πάνε καλά, λέει και ξαναλέει. Μιλάει σαν να ονειρεύεται, χωρίς, ωστόσο, να του ξεφεύγει η πραγματικότητα».

  'Έπειτα από την ιστορική σύσκεψη στη Λαμία της 14ης Μαΐου 1942 βγαίνει η διακήρυξη που θέτει τους στόχους και δημοσιεύτηκε στο «Λαμιακό Τύπο» με τον τίτλο: ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ, που κυκλοφορεί σε χιλιάδες αντίτυπα. Ο Άρης γυρίζει στους αντάρτες του που τον περιμένουν όλοι ανυπόμονα στη Σπερχειάδα και θα τους εμψυχώσει λέγοντας: «Η αποστολή μας είναι να πολεμήσουμε τους Γερμανούς και Ιταλούς που σκλάβωσαν την χώρα μας... Είμαστε στρατιώτες του ΕΛΑΣ»  και συνεχίζει: «Εμένα από δω και πέρα θα με ξέρετε και θα με φωνάζετε Άρη. Θα είμαι ο Άρης Βελουχιώτης>>. Όπως αφηγείται ο Παπακόγκος: «Ο Άρης έλαμπε ολάκερος, θωρώντας τους αντάρτες του που γίναν' πάλι δεκατέσσερις. Καμάρωνε, πηγαινοερχόταν, μιλούσε μ' όλο του το κορμί, καλαμπούριζε, τρανταζόταν η καλύβα από τα γέλια».

   Σε λίγο οι αντάρτες θα δώσουν τον όρκο: «Εγώ, παιδί του εργαζόμενου ελληνικού λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ για να διώξω τον εχθρό της πατρίδας μας από τον τόπο... να αγωνιστώ μεσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ για την ελευθερία του λαού». Ο Άρης Βελουχιώτης, πλέον συνεπαρμένος από την αποστολή του, θα πορευτεί μαζί με τους αντάρτες του στη Δόμνιστα Ευρυτανίας από όπου θα σηκώσει τη σημαία της Εθνικής Αντίστασης, ως αρχηγός και πρωτοκαπετάνιος της. Είναι Κυριακή, 7 Ιουνίου 1942, που μπαίνει στη Δόμνιστα: «“Να φωνάξετε τον πρόεδρο, τον παπά και τον δάσκαλο νάρθουν εδώ που τους θέλω κι αν υπάρχει και γιατρός νάθει κι΄ ο γιατρός”. Όταν έφτασαν αυτοί, τους έδωσε το χέρι και συστήθηκε: Άρης Βελουχιώτης, ταγματάρχης του πυροβολικού. Να χτυπήσουμε την καμπάνα πρόεδρε, να έρθουν οι χωριανοί; Σα γέμισε η πλατεία από κόσμο, καθισμένος σε μια καρέκλα, τους μιλά χαμηλόφωνα: “Εμείς που μας βλέπετε απόψε εδώ στο χωριό σας, είμαστε αντάρτες. Βγήκαμε στο βουνό για να πολεμήσουμε για τη λευτεριά της πατρίδας μας... Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ συνεχίζουν το έργο της κλεφτουριάς του 1821. Και ΕΛΑΣ θα πει Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός”. Και με φωνή που έγινε βροντερή, βαριά τελετουργική, θα αναφωνήσει: Κηρύσσω την Επανάσταση κατά των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους!».

 

 

Ο ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΑΣ

 

Η ένοπλη Αντίσταση

   Κάτω από το γενικό όρο Αντίσταση, Εθνική Αντίσταση αν προτιμάτε, κρύβονται πολλές επιμέρους ενέργειες, πολλές καταστάσεις και περιπτώσεις, άνισες μεταξύ τους σε σημασία, μερικές φορές αντιφατικές, άλλες φορές αμήχανες. Μία όποια εγκύκλιος ιερωμένου για την σωτηρία μικρών Εβραιόπουλων, λόγου χάρη, όσο σημαντική κι αν ήταν στη συγκυρία της τότε σκοτεινής εποχής, δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με τον ίδιο ορισμό που, την ίδια στιγμή, πιστοποιεί την επανάσταση και την ανατροπή κοινωνικών και πολιτικών σταθερών σε μια ολόκληρη χώρα. Το πλήθος των διαφορετικών εννοιών και σημαινόμενων, οι διαφορές στα μεγέθη και στην ποιότητα, καθιστούν τον όρο Αντίσταση  αόριστο και σε τελευταία ανάλυση προβληματικό στο να προσδιορίσει τα συμβαίνοντα τόσο στις μέρες μας όσο και στις εποχές στις οποίες ο όρος αυτός αναφέρεται.

  Ο προσδιορισμός ένοπλη Αντίσταση προσδίδει στον όρο ακριβέστερα τα χαρακτηριστικά. Το γιατί, είναι προφανές. Στο πλαίσιο ενός μεγάλου πολέμου που όμοιό του δεν είχε ποτέ πριν γνωρίσει η ανθρωπότητα, στο πλαίσιο της κατάκτησης της χώρας από ξένα στρατεύματα, στο πλαίσιο ενός βίαιου καθεστώτος που δημιούργησαν οι κατακτητές και όσοι-για πολλούς και διάφορους λόγους-επέλεξαν να συνεργαστούν ή και να συστρατευθούν μαζί τους, η προσφυγή στην ένοπλη αναμέτρηση, είτε με τον κατακτητή είτε με τον εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό αντίπαλο, εμπεριείχε μια καίρια ρήξη με τα ως τότε ισχύοντα. Η ενεργός συμμετοχή στον πόλεμο, με τρόπο μάλιστα μαζικό, με στρατούς και κανόνες τακτικού πολέμου,      

  αποδείκνυε με τον διαυγέστερο τρόπο την πολιτική επιτυχία εκείνων των δυνάμεων που αποφάσισαν, σε δύσκολους καιρούς, να προασπίσουν τη χώρα και το λαό της. Με άλλα λόγια χωρίς τον ΕΛΑΣ, τον Ελληνικό (Εθνικό) Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, η Εθνική Αντίσταση των  Ελλήνων στη διάρκεια κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα θα ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό από εκείνο που γνωρίζουμε πως ήταν.

Η δημιουργία του ΕΛ.ΑΣ

   Η ιδέα της ενεργού συμμετοχής στον πόλεμο υπήρχε στις προϋποθέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας πριν ακόμα δημιουργηθούν οι βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε καείς να υποθέσει ότι οι εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για δυναμικές ενέργειες ενάντια στο κατακτητή, ο οποίος, από τις 22 Ιουνίου του 1941, απειλούσε με καταστροφή τη μητρόπολη του κομμουνιστικού κινήματος, επέδρασαν καταλυτικά σε αυτή την επιδίωξη. Οπωσδήποτε δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Πολλούς μήνες νωρίτερα, τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο ηγέτης του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, στη γνωστή επιστολή του, έδωσε το στίγμα των καιρών. Ο πόλεμος ενάντια στο φασισμό και το ναζισμό, η προάσπιση της πατρίδας, ήταν καθήκον των κομμουνιστών ανεξάρτητα από το αν η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τον χιτλερισμό. Οι βιαστικές-και ως εκ τούτου με καταστροφικές συνέπειες-ένοπλες ενέργειες των αποκομμένων από τη κεντρική καθοδήγηση του ΚΚΕ κομμουνιστικών οργανώσεων της Μακεδονίας, το καλοκαίρι του 1941, πιστοποιούσαν αυτή την αδημονία των κομμουνιστών να πλήξουν τον κατακτητή με τα μέσα του πολέμου.

    Η υλοποίηση αυτών των επιθυμιών και προθέσεων όμως ήταν μια άλλη δύσκολη ιστορία. Όταν άρχισε η Κατοχή, η οργανωτική δύναμη του ΚΚΕ αποτελούνταν από περίπου 2.000 στελέχη φυλακισμένα σε φυλακές και στρατόπεδα τύπο Ακροναυπλίας ή εξόριστους σε απομονωμένα νησιά, από πολλές χιλιάδες «δηλωσίες»,που είχαν γράψει την αιτούμενη από το καθεστώς του Μεταξά δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού και, ως εκ τούτου, είχαν εκπέσει της κομματικής εμπιστοσύνης και ταυτότητας, καθώς και από μερικές δεκάδες μέλη και στελέχη που ναι μεν είχαν αποφύγει τη σύλληψη, αλλά που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είχαν χάσει τη σύνδεσή τους με τους κομματικούς μηχανισμούς και αντιμετώπιζαν με καχυποψία κάθε επαφή στις διαβρωμένες από την Ειδική Ασφάλεια και αποσαθρωμένες οργανώσεις του ΚΚΕ. Το κύρος που διατηρούσε το ΚΚΕ στην κοινωνία οφειλόταν περισσότερο στον ίδιο τον αντίπαλο παρά στις δικές του προσπάθειες και ενέργειες. Ο επίμονος αντι-κομμουνισμός του καθεστώτος της 4ης-Αυγούστου στο εσωτερικό, του φασισμού και του ναζισμού στο εξωτερικό, είχε πείσει πολύ κόσμο ότι η πιο σταθερή και αξιόπιστη δύναμη αντίστασης σε αυτές ήσαν οι κομμουνιστές. Άσχετα αν οι τελευταίοι έπρεπε να κτίσουν σχεδόν από την αρχή τις δυνάμεις τους.

   Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ενασχόληση με την ένοπλη Αντίσταση και τον ΕΛΑΣ ήταν φυσικό να καθυστερήσει. Ο πρώτος χρόνος της Κατοχής, δηλαδή από το Μάιο του 1941 ως το Μάιο του 1942, υπήρξε μια εξαιρετικά δραστήρια και γόνιμη σε κάθε πεδίο εποχή. Οργανωτικά το ΚΚΕ μπόρεσε να αποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό τη λειτουργία του και να δημιουργήσει το ευρύτερο οργανωτικό πλαίσιο, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ΕΑΜ, μέσα από το οποίο θα ενοποιούσε και θα καθοδηγούσε τις επιμέρους αντιστασιακές ενέργειες και πρωτοβουλίες. Το κυριότερο ήταν όμως ότι, στο ίδιο αυτό διάστημα, δημιουργήθηκαν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις που θα στήριζαν και θα τροφοδοτούσαν τις πρωτοβουλίες για ένοπλη Αντίσταση. Οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο ήταν αρκετά σύνθετες και θα ήταν οπωσδήποτε αδύνατον να τις αναπτύξουμε στο πλαίσιο του μικρού μας σημειώματος. Σε γενικές γραμμές πάντως, η ένοπλη αντιστασιακή δράση που ήταν καταδικασμένη να αποτύχει -και όπου επιχειρήθηκε απέτυχε- το καλοκαίρι του 1942. Ακριβώς στην αρχή αυτού του καλοκαιριού οι οργανώσεις του ΚΚΕ έστειλαν τις πρώτες ένοπλες αντιστασιακές ομάδες.

   Πριν γίνει αυτό ο ΕΛΑΣ- που πήρε το όνομά του αυτό το Φεβρουάριο του 1942-ήταν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της Αριστεράς στην Αθήνα. Κοινή διαπίστωση όλων αυτών των ατελείωτων συσκέψεων  ήταν ότι ούτε οι επαγγελματίες αξιωματικοί ούτε οι επαγγελματίες επαναστάτες είχαν μία ξεκάθαρη ιδέα για το πως έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Αρκέστηκαν στη διατύπωση γενικών πλαισίων και άφησαν τα υπόλοιπα στους ανθρώπους που θα αναλάμβαναν να υλοποιήσουν, να κάνουν συγκεκριμένη πράξη τις αόριστες πολεμικές προθέσεις. Στο σημείο αυτό ήρθε η ώρα του Θανάση Κλάρα, του Άρη Βελουχιώτη του ΕΛΑΣ.

Η πρώτη ομάδα του Άρη

   Η εμπλοκή του Θανάση Κλάρα με την ένοπλη Αντίσταση οφείλονταν στο οικογενειακό και κομματικό παρελθόν του. Καταγόταν από τη Λαμία, είχε μεγαλώσει εκεί και γνώριζε στη περιοχή πρόσωπα και πράγματα. Από την άλλη πλευρά, αν και ποτέ δεν είχε ανεβεί σε σημαντικές θέσεις στην ιεραρχία του ΚΚΕ, ήταν από πολύ παλιά ένα έμπιστο στέλεχος στον κομματικό μηχανισμό, ικανό να φέρει σε πέρας εμπιστευτικές και περίπλοκες αποστολές. Η «δήλωση» που υπέγραψε τον Ιούλιο του 1939 δε φαίνεται να κλόνισε σημαντικά αυτές τις σχέσεις εμπιστοσύνης που ένωναν το Θανάση Κλάρα με την ηγεσία του κόμματος.

   Τον Νοέμβριο του 1941 είχε βρεθεί στη Λαμία για να αποκαταστήσει κομματικές συνδέσεις και, παρεμπιπτόντως, να εξασφαλίσει αποστολές τροφίμων στην πεινασμένη Αθήνα για λογαριασμό του παράνομο μηχανισμού και της ηγεσίας του ΚΚΕ. Είναι ασαφές σε ποιο ακριβώς σημείο οι προθέσεις των επικεφαλής του ΚΚΕ    

για ανάληψη ένοπλου αγώνα συναντήθηκαν με την επιθυμία του Θανάση Κλάρα να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πιθανός καταλύτης σε αυτή τη συνάντηση επιθυμιών και προθέσεων ήταν η δραστηριότητα των βρετανικών 

κατασκοπευτικών δικτύων που κινούνταν δραστήρια στο χώρο των αξιωματικών, με σκοπό τη δημιουργία ομάδων που θα προετοίμαζαν το έδαφος για την υποδοχή ομάδων Βρετανών σαμποτέρ. Το σίγουρο είναι ότι στις 22 Μαΐου του 1942 ο Θανάσης Κλάρας βρέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας 14 ενόπλων που είχε στρατολογήσει η περιφερειακή οργάνωσης της Λαμίας του ΚΚΕ και ξεκίνησε, από την περιοχή της Σπερχειάδας, τον ένοπλο αγώνα του. Για την περίσταση ο Θανάσης Κλάρας μετονομάστηκε σε Άρη Βελουχιώτη, συνωμοτικό και αγωνιστικό ψευδώνυμο που, στην ιστορία, εξαφάνισε τελικά το όνομα του μετέπειτα αρχικαπετάνιου.

   Ο νεοβαπτισθείς Άρης Βελουχιώτης δεν είχε ξεκάθαρη ιδέα για το πως ακριβώς θα λειτουργούσε η μικρή του ομάδα και ποια θα ήταν η δράση της. Εξαρτιόταν στις τοπικές κομματικές οργανώσεις  για τη στρατολογία νέων μελών, για πληροφορίες και καθοδήγηση και, προπαντός, για τροφοδοσία και υλική στήριξη. Τα τελευταία αυτά αποδείχτηκαν το πλέον δύσκολο κεφάλαιο στην πρώτη αυτή σταδιοδρομία του αντάρτη. Οι κομματικές οργανώσεις ήταν μικρές, οι άνθρωποί τους φτωχοί, το περίσσευμα λίγο, η μεταφορά του επικίνδυνη και αβέβαιη. Τις πρώτες ημέρες η κύρια μέριμνα των ανταρτών ήταν να κρύβονται φοβούμενοι πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους και να περιμένουν πεινασμένοι και κατάκοποι την καθορισμένη συνάντηση με τους απεσταλμένους των οργανώσεων που θα τους έφερναν ένα πάντοτε λειψό φαγητό και ίσως κάποιο νέο αντάρτη. Από τους τελευταίους, περισσότεροι έφευγαν παρά έρχονταν. Η πείνα, το ατελείωτο κρυφτό και η απραξία δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν φανταστεί ως «συνέχιση του έπους της Αλβανίας». Η ομάδα κινδύνευσε να διαλυθεί και οι αόριστες προσδοκίες για πιθανή βρετανική υποστήριξη αποδείχτηκαν σε αυτή τη φάση ανεδαφικές. Στο σημείο αυτό ο Άρης Βελουχιώτης χρειάστηκε να γίνει πραγματικός ηγέτης. Να βρει δηλαδή τους τρόπους για επιβίωση και ανάπτυξη του μικρού στρατού, το οποίου τη δημιουργία είχε ο ίδιος επιδιώξει.

   Τρία πράγματα οφείλουν μάλλον να αποδώσουμε στον Άρη σε αυτή τη κρίσιμη για τον ΕΛΑΣ περίοδο. Τ πρώτο ήταν η πρωτοβουλία του για τις δημόσιες εμφανίσεις της μικρής ομάδας του στα χωριά της Ευρυτανίας, εμφανίσεις που θα δημιουργούσαν με την κατάλληλη σκηνοθεσία ένα κλίμα στήριξης για τους αντάρτες. Με αφετηρία τη Δομνίστα, στις 7 Ιουνίου 1942, η μικρή ομάδα των ενόπλων του ΕΛΑΣ μπήκε σε μια σειρά από χωριά της περιοχής σαν σε παρέλαση, με την ελληνική σημαία μπροστά-την είχαν δανειστεί από Δημοτικό σχολείο-και τον αρχηγό να συστήνεται ως ταγματάρχης του Πυροβολικού και να μιλά στους έκπληκτους χωριάτες για τον απελευθερωτικό αγώνα που μόλις άρχιζε-όπως στα 1821. Οι πρώτες αυτές εμφανίσεις δημιούργησαν ατμόσφαιρα απορίας και ταραχής στην περιοχή, ατμόσφαιρα που ενίσχυσε η πρώτη ρίψη εφοδίων από βρετανικό αεροπλάνο, καθώς και οι σπασμωδικές ενέργειες των Ιταλών που προσπαθούσαν να προλάβουν αυτό που ετοιμαζόταν. Οι κινήσεις των κατακτητών έπειθαν και τους πλέον δύσπιστους ότι κάτι το πολύ σοβαρό γινόταν.

   Το δεύτερο σημείο ήταν η ευέλικτη πολιτική που εφάρμοσε απέναντι στους κύριους ενοίκους των βουνών, τους ληστές και τους φυγόδικους. Η τακτική απέναντί τους ήταν τακτική λήθης και αμνηστίας για το πρόσφατο παρελθόν τους στην περίπτωση που προσχωρούσαν στον ΕΛΑΣ, η έστω που δέχονταν να εγκαταλείψουν τα ορεινά και να στραφούν σε άλλες λιγότερο ενοχλητικές για τους γύρω δραστηριότητες. Στην αντίθετη περίπτωση η σύγκρουση μαζί τους θα ήταν αμείλικτη , απειλή που οι περισσότεροι κατανόησαν εγκαίρως, καθώς το κύρος του ΕΛΑΣ καθημερινά αύξανε στους κατοίκους των ορεινών χωριών, τη στιγμή που το δικό τους κατέρρεε. Πρακτικά η ληστεία περιορίστηκε και εξαφανίστηκε με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς και πολλοί από τους πρώην αφέντες των δυσπρόσιτων καταφυγίων των βουνών αποδείχτηκαν στη συνέχεια εξαιρετικοί αντάρτες. Παρόμοια τακτική ακολούθησε ο Άρης και απέναντι στους διώκτες των ληστών, τους χωροφύλακες δηλαδή, τα μικρά αποσπάσματα των οποίων υποχρεώθηκαν πολύ γρήγορα να αποφεύγουν τα ορεινά.

   Το τρίτο μέτρο που θεμελίωσε τη δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν η ιδέα του Βελουχιώτη να χρησιμοποιήσει τη περιουσία του κράτους για να στηρίξει οικονομικά το αντάρτικο και να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα του εφοδιασμού. Επρόκειτο για το «άνοιγμα» των αποθηκών της συγκέντρωσης, δηλαδή των κέντρων όπου, σύμφωνα με τα κυβερνητικά διατάγματα, γινόταν η συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής με στόχο την αποστολή της στις πόλεις. Το μέτρο ήταν εξαιρετικά επαχθές για τους παραγωγούς καθώς υποχρεώνονταν να πουλούν τη σοδειά τους με αντάλλαγμα άχρηστες δραχμές-άχρηστες, επειδή λίγα βιομηχανικά προϊόντα ήταν  πλέον διαθέσιμα για αγορά-τη στιγμή που θα μπορούσαν να τη διοχετεύσουν στη «μαύρη αγορά» ή στα δίκτυα ανταλλαγών με σαφώς μεγαλύτερο κέρδος. Το «άνοιγμα» των αποθηκών αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλής κίνηση, ενώ ταυτόχρονα έδωσε στον ΕΛΑΣ τα μέσα για να ασκήσει πολιτική και να απαλλάξει τις μικρές οργανώσεις των χωριών από το επαχθές καθήκον της συντήρησης των ανταρτών.

   Δεν ήταν όμως όλες οι επιλογές του Άρη σωστές και αποδοτικές. Η ιδέα να επιτεθεί στο χωριό Νέο Μοναστήρι του Δομοκού ενάντια στο μεγαλοκτηματία Μαραθέα, να σκοτώσει τον ίδιο και να απαγάγει το παιδί του και το παιδί του επιστάτη του, θέτοντας στη χήρα τους όρους για την απελευθέρωσή τους αποδείχθηκε, μάλλον κακή. Παρά τα ελαφρυντικά που υπήρχαν για τη συγκεκριμένη ενέργεια εξαιτίας των ειδικών σχέσεων του Μαραθέα με το κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου και τις ιταλικές αρχές, η κίνηση θεωρήθηκε ληστρική και εκβιαστική. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι πέρα από τη τιμωρία ενός προδότη, ο Άρης με την πρώτη βίαιη αυτή πρωτοβουλία του αποσκοπούσε και στην τρομοκράτηση των κτηματιών της Θεσσαλίας, με στόχο την υποχρεωτική από μέρους τους τροφοδοσία του ΕΛΑΣ. Ήταν δύσκολες εποχές στον τομέα αυτό τότε. Η κίνηση όμως του Άρη και η επιμονή του στην κράτηση των παιδιών τον έφερε σε αντιπαράθεση με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας που εύλογα ανησυχούσε για το πολιτικό κόστος αυτών των πρακτικών. Οι αναφορές της τελευταίας στην Αθήνα δημιούργησαν έντονες ανησυχίες στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ που αποφάσισε να πλαισιώσει τον Άρη με κομματικά στελέχη, περιορίζοντας την ελευθερία επιλογών που ως τότε απολάμβανε,  

στην πρώτη ευκαιρία. Οι τοπικές οργανώσεις δεν ήταν αρκετές στον τομέα αυτό.

Ο Γοργοπόταμος

   Το Σεπτέμβριο οι οργανώσεις του ΚΚΕ σε άλλες περιοχές, γύρω από το θεσσαλικό κάμπο για παράδειγμα, άρχισαν να δημιουργούν και αυτές ένοπλες ομάδες στα βουνά. Οι πρακτικές τους δεν ήταν πάντοτε απομίμηση των αντιστοίχων του Βελουχιώτη, μερικές από αυτές απέτυχαν, οι περισσότερες όμως άρχισαν μεθοδικά   να δημιουργούν νέα πραγματικότητα στα ορεινά. 





Το συγκρότημα του Άρη όμως εξακολουθούσε να δίνει τον τόνο. Στις 9 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις του συγκρούστηκαν για πρώτη φορά με ισχυρό ιταλικό απόσπασμα-μία διμοιρία-που αναζητούσε τα εφόδια που οι Βρετανοί είχαν ρίξει με αλεξίπτωτα στην περιοχή. Το απόσπασμα αιχμαλωτίστηκε. Ακολούθησαν νέες συγκρούσεις που ενίσχυσαν τη φήμη του αντάρτικου, καθώς μάλιστα υπήρξαν συνετές και πετυχημένες. Το γεγονός που έδωσε όμως νέο κύρος στον Άρη ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.







  Η επιχείρηση για την ακρίβεια δεν πιστώθηκε εκείνη την εποχή στον Βελουχιώτη ούτε από τους Βρετανούς, που αναφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνο στη συμμετοχή του Ζέρβα, ούτε από τον Τύπο της Αθήνας, που δημοσίευσε την επικήρυξη του Ζέρβα πάλι και μόνο από τις κατοχικές αρχές. Εκείνο που είχε σημασία όμως ήταν ότι η επιχείρηση επισημοποίησε το αντάρτικο καθώς απέδειξε την ενεργό σύμπραξη των Βρετανών μαζί του. Από κει και πέρα ήταν θέμα χώρου και μεγέθους. Ο ΕΛΑΣ, στηριγμένος στις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, με τις δυνάμεις του απλωμένες σε ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους, ήταν σαφώς πιο έτοιμος να υποδεχθεί τους νέους αντάρτες που ο Γοργοπόταμος έπεισε να ανεβούν στο βουνό.




Μέλος του Γενικού Στρατηγείου

   Στο σημείο αυτό τερματίστηκε η μοναχική πορεία του Άρη Βελουχιώτη. Η αποτυχημένη προσπάθεια προσεταιρισμού ή εξουδετέρωσης του Ζέρβα με την πορεία στην Ήπειρο και ο πολλαπλασιασμός-και εξαιτίας της δράσης των Βρετανών-των λιποταξιών από τις γραμμές του ΕΛΑΣ βοήθησαν ίσως στο να εκδηλωθούν οι δυσάρεστες πλευρές του Άρη κάθε φορά που βρισκόταν κάτω από πίεση. Ο παρορμητικός του χαρακτήρας τον οδηγούσε εύκολα και συχνά άκριτα σε εξαιρετικές βίαιες αντιδράσεις σε τρόπο ώστε να αμαυρώνεται τόσο η προσωπική του αίγλη όσο και κείνη του ΕΛΑΣ. Ο Τάσος Λευτεριάς και οι οργανώσεις της Ρούμελης ανέφεραν αυτά τα περιστατικά με αυξημένη ανησυχία στην Αθήνα και, στις αρχές του 1943, η ηγεσία του ΚΚΕ κάλεσε τον Άρη να παρουσιαστεί στην πρωτεύουσα για διαβουλεύσεις. Φαίνεται πως εκείνη τη στιγμή όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοικτά, ακόμη και ο πλήρης παραγκωνισμός του Βελουχιώτη από την υπηρεσία του στον ΕΛΑΣ.

   Στο διάστημα της απουσίας του Άρη στην Αθήνα, οι εξελίξεις στην ελληνική επαρχία υπήρξαν ραγδαίες. Πρώτα από όλα το σύνολο πλέον των τοπικών οργανώσεων του ΚΚΕ-για την ακρίβεια του ΕΑΜ, καθώς αυτή η οργάνωση είχε πλέον αναπτύξει παντού τους μηχανισμούς της-δημιούργησαν τις δικές τους-η καθεμία-μαχητικές ομάδες σε τρόπο ώστε οι ένοπλοι του ΕΛΑΣ να πολλαπλασιαστούν και να απλωθούν σε κάθε γωνιά της ελληνικής υπαίθρου, ακόμη και σε πολλά από τα μεγάλα νησιά. Το δεύτερο και σπουδαιότερο ήταν η εκρηκτική ατμόσφαιρα, η κατάσταση εξέργεσης που απλώθηκε στις ελληνικές επαρχίες το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1943. Με κορύφωση τα γεγονότα του Φαρδύκαμπου στον κάμπο των Γρεβενών στη Δυτική Μακεδονία, όπου ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα παραδόθηκε στους εξεγερμένους αγρότες της περιοχής, η κατάσταση γενικής εξέγερσης πολλαπλασίασε τις ένοπλες ομάδες με ρυθμούς που ήταν αδιανόητοι λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Τις περισσότερες από αυτές τις ομάδες τις ενσωμάτωσε ο ΕΛΑΣ, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο είδε τη δύναμη του να περνά από 400 ως 600 αντάρτες σε δέκα χιλιάδες και πλέον ενόπλους! Το κέντρο βάρους της δύναμης αυτής μεταφέρθηκε μάλιστα στα ορεινά της Θεσσαλίας και της Δυτικής κυρίως Μακεδονίας.

   Όταν ο Βελουχιώτης επέστρεψε στο βουνό στις 9 Μαρτίου του 1943 η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη που άφησε πίσω του φεύγοντας. Οι αντάρτικες ομάδες είχαν πλέον μεταβληθεί σε πραγματική στρατιωτική δύναμη και τα προβλήματα που δημιουργούσε η νέα εξέλιξη απαιτούσαν νέου τύπου λύσεις. Στην ουσία έπρεπε να δημιουργηθεί ένας στρατιωτικός οργανισμός που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στηρίζεται πάνω σε έναν πολιτικό μηχανισμό περίπου κρατικού τύπου. Άλλος τρόπος για τη συντήρηση και διοίκηση αυτού του μαζικού ΕΛΑΣ δεν υπήρχε. Με άλλα λόγια είχε έρθει η ώρα των επαγγελματιών αξιωματικών και των υψηλόβαθμων στελεχών του αντιστασιακού κινήματος. Σε κάθε περίπτωση, ο Άρης Βελουχιώτης δεν μπορούσε να είναι ο απόλυτος κύριος του παιχνιδιού στις νέες συνθήκες. Ο ρόλος του αποκτούσε, σχεδόν αναγκαστικά, νέες παραμέτρους.

   Η θέση του καπετάνιου, που του ανατέθηκε στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ το Μάιο του 1943, εξέφραζε αυτό το νέο ρόλο. Ανάμεσα στο στρατιωτικό αρχηγό συνταγματάρχη Σαράφη και τον πολιτικό υπεύθυνο Τζήμα(Σαμαρινιώτη), ο ρόλος του πρώτου καπετάνιου του ΕΛΑΣ φαινόταν ίσως αρκετά ασαφής και απροσδιόριστος. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έτσι. Το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ υποκαθιστούσε στην ουσία ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό που είχε καταρρεύσει στις ζώνες της ελεύθερης Ελλάδας έπειτα από τον απογαλακτισμό τους από την κυβέρνηση της Αθήνας, πολλαπλασίαζε τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των στελεχών του αναγκάζοντας τους να είναι και πολιτικοί διοικητές στις περιοχές όπου κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ. Η οργάνωση υποδομών, η απονομή δικαιοσύνης, ο καταμερισμός των διαθέσιμων αγαθών και η οργάνωση ενός συστήματος φορολογίας ήταν στην ουσία καθήκοντα του ΕΛΑΣ. Η τριαδική εξουσία στον ΕΛΑΣ αποδείχθηκε αναγκαία στις νέες περίπλοκες συνθήκες, καθώς μάλιστα οι δεξιότητες των μελών της αλληλοσυμπληρώνονταν.

Η ΠΕΕΑ και η Πελοπόννησος
   Η στροφή του Μαρτίου του 1944 προς την «πολιτικοποίηση» της διοίκησης στην ελεύθερη Ελλάδα που εκφράστηκε με τη δημιουργία της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), μετέβαλε σημαντικά τα παραπάνω δεδομένα. Σε μεγάλο βαθμό ο ΕΛΑΣ περιορίστηκε προοδευτικά στα στρατιωτικά του καθήκοντα, γεγονός που περιόρισε το οργανωτικό βάρος που σήκωνε η διοίκηση του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Άρης Βελουχιώτης, έτοιμος πάντα για δύσκολες αποστολές, στάλθηκε στην Πελοπόννησο όπου η κυβέρνηση Ράλλη είχε μεθοδεύσει την εκστρατεία της ενάντια στην Αντίσταση με την πύκνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η αποστολή αυτή δεν σήμαινε ακριβώς την αποξένωσή του από τον ΕΛΑΣ, θα μπορούσε όμως να ερμηνευθεί, όπως ίσως ερμηνεύθηκε από τον ίδιο, ως ένα είδος απομάκρυνσης του από το κεντρικό στρατιωτικό και πολιτικό προσκήνιο. Αυτό ήταν μια άλλη ιστορία. Γεγονός είναι πως αυτόν ακριβώς τον καιρό η πικρία και η δυσαρέσκεια του Άρη εκδηλώθηκε δημόσια, κατά κάποιον τρόπο, με την υιοθέτηση ως «επίσημου» χαιρετισμού από μέρους του της απαισιόδοξης ρήσης «καλή αντάμωση στα γουναράδικα!..».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΡΗ ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ


 

«Αδέλφια, Έλληνες, και Ελληνίδες της Λαμίας και της περιοχής της! Από μέρους του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ σας φέρω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς. Όπως βλέπετε, πρόκειται “να βγάλω λόγο”. Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ ούτε πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή ποτάμια, όπως σας υποσχότανε πως θα σας φέρουν οι παλιοί κομματάρχες. Ούτε και θα σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Δεν επιδιώκω να αποσπάσω επαίνους για τη ρητορική μου δεινότητα. Επιδιώκω απλώς να ακούσετε αυτά που θα σας πω. Προσέχετε. Θα αρχίσω σαν τα παραμύθια...»

 

«...Επί Μεταξά βιάστηκαν γυναίκες, υπέστησαν μαρτύρια χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώθηκαν και γκρεμίστηκαν από τα μπαλκόνια της Ασφάλειας γέροι, έγιναν τόσα εγκλήματα, μα κανείς από αυτούς δεν είπε τίποτα. Μα τώρα φωνάζουνε ότι ο Άρης σφάζει.

Ναι, σφάξαμε κι είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς είμαστε πιο πονόψυχοι από αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε εκείνους που πρόδιναν στους κατακτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και διαπράττανε εγκλήματα...»

 

«...Έτσι, το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, από αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά κι έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα.

Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕΑΜ[...]

Όταν λέγαμε ότι σε λίγο θα σφυρίξει το μάλιγχερ και θα κροταλίζει ξερά το πολυβόλο στις βουνοκορφές και τα φαράγγια μας κι οι Γερμανοί και Ιταλοί θα φύγουν ντροπιασμένοι, ίσως πολλοί να λέγανε πως αυτά δεν ήταν παρά ηχηρές φράσεις...»

 

«...Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει τη θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω και αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με τη διαταγή, που έβγαλε κάποτε ένας αστυνομικός στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων!...»

 

«...Κάποτε, η γωνιά αυτή της γης που πατάμε ήτανε δοξασμένη και είχε ένα πολιτισμό που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει και παραμένει για να θαυμάζεται από όλο τον κόσμο. [...] Κάποτε λοιπόν η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν και έχασε την παλιά της δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά πάλι ελευθερωθήκαμε [...] Μια μαυρίλα πλάκωσε τον ελληνικό ορίζοντα [...] κάθε μέρα κοκκινίζανε τα βουνά και τα φαράγγια από το αίμα [...] Άναψαν, οι πραγματικοί Έλληνες, τον δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του έθνους...»

 

«...Θα έχουμε δύο εθνικές γιορτές, την 25η Μαρτίου και την 27η Σεπτέμβρη-επέτειο δημιουργίας του ΕΑΜ, της νέας Φιλικής Εταιρείας, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μας απελευθέρωσης...»

 

«...Οι κοτζαμπάσηδες βλέποντας ότι δεν είναι δυνατόν να συγκρατήσουν το λαό και φοβούμενοι την οργή του, αναγκάστηκαν να κόψουν τη συνεργασία με τους κατακτητές, για να ευνουχίσουν το λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα...»

 

«...Όταν ήταν εδώ ο κατακτητής, αυτοί θέλανε τότε την τάξη. Εμείς θέλαμε την αταξία για να κάνουμε ανυπόφορη τη ζωή του κατακτητή. Τώρα αυτοί θέλουνε την αταξία. Μα εμείς θέλουμε την τάξη...»

 

«...Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, που αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουν μόνο τρεις ντουφεκιές και στο Αλβανικό μέτωπο και ύστερα να μας παραδώσουν [...] Το έπος της Αλβανίας είναι ολοκληρωτικά έργο του λαού. Είναι έργο του λαού που το πραγματοποίησε, με το μένος που είχε ενάντια στο φασισμό και το ζυγό του Μεταξά, με θυσίες και ηρωισμούς [...] Ο λαός [...] αναγκάστηκε να υποκύψει, στον πόλεμο, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήτανε ήττα του λαού μας, μα ήττα και χρεοκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941...»

 

«...Τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από αυτούς [...] οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες [...] Κι όμως δεν θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δεν βγαίνανε πάλι τα στοιχεία αυτά κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας [...] την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη [...] Μα ο ελληνικός λαός δεν θάτανε αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός της ζούγκλας, αν δεν έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα του τους αρχηγούς εκείνους που θα τον οδηγούσανε στην λευτεριά του...»

 

«...Αυτοί είναι οι οργανωτές του εμφυλίου πολέμου για να εκμεταλλεύονται το λαό μας. Αυτοί είναι οι λύκοι, που προσπαθούν να κατασπαράξουν το κοπάδι, εμάς, εσάς, όλους μας, το λαό δηλαδή...»

 

«...Να ένα παράδειγμα: Ένας άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες τις ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος διαλύει στην περίπτωση αυτή την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές συνθήκες που δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία;...»

 

«...Καλύτερα να γινότανε το παν ένα μπουρλότο, παρά να υποταχτούμε στους καταχτητές...»

 

«...Τεράστια σημασία θα έχει αν καταδικάσετε και θανατώσετε σεις, ο κυρίαρχος λαός, το καθεστώς που γεννάει τέτοια καθάρματα...»

 
«...Μεθαύριο θα τραβήξουμε στις εκλογές. Το πρώτο ράπισμα πρέπει να δοθεί στο δημοψήφισμα με την οριστική καταδίκη του βασιλισμού και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. [...] Το δεύτερο ράπισμα πρέπει να δοθεί στις εκλογές, που θα καθορίσουν το πολίτευμα της χώρας μας. Εμάς, η μόνη μας φιλοδοξία είναι νάμαστε υπηρέτες του λαού. Γι' αυτό θα σεβαστούμε την ετυμηγορία σας, όποια κι αν είναι αυτή. Μα έχουμε αυτές τις απαιτήσεις: Να ψηφίσει ο λαός ανεπηρέαστα και να σεβασθούν το λαό. Αν αυτά δεν εκτελεστούν, τότε σας υπόσχομαι ότι πάλι θα ξαναβγούμε στα βουνό. Μα είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν θα συμβούν. Γιατί ο λαός μας χειραφετήθηκε πια. Δοκιμάσθηκε και ξύπνησε. Θ' ακολουθήσει τους δρόμους που του δείχνουμε και που μοναδικά του συμφέρουν. Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ να φωνάξουμε: “Ζήτω ο κυρίαρχος ο λαός μας!”»    
Η πηγάδα απόψε αναπολεί τις ένδοξες στιγμές που της χάρισε ο μεγαλύτερος αντιφασίστας της

ΠΗΓΗ
  • Blogroll

  • Blog Archive