Οι Άθλοι Του Θησέα...
-Ο Θησεύς έβαλε σκοπό να ελευθερώσει τον παραλιακό δρόμο που από την Τροιζήνα οδηγούσε στην Αθήνα και καταδυναστεύονταν από ληστές.
Δεν ήθελε να έλθει μόνο σε σύγκρουση, αλλά να εκδικηθεί όλους εκείνους πού θα τολμούσαν να του κάνουν κακό τιμωρώντας τους με τον ίδιο τρόπο, όπως τα εγκλήματα τους, όπως έκανε ο Ηρακλής.
-Στην Επίδαυρο ο Περιφήτης, ο ανάπηρος, του επιτέθηκε.
Ο Περιφήτης, γιος του Ποσειδώνα ή κατά άλλους γιος του Ήφαιστου και της Αντίκλειας, είχε ένα πελώριο σιδερένιο ρόπαλο με το οποίο σκότωνε τούς περαστικούς.
Γι' αυτό και επονομαζόταν...
Κορυνήτης ή «ροπαλοφόρος».
Ο Θησεύς άρπαξε το ρόπαλο από τα χέρια του και τον χτύπησε πολλές φορές, μέχρι πού τον σκότωσε.
Το μέγεθος και το βάρος του ρόπαλου του άρεσε τόσο πολύ πού από τότε σχεδόν πάντα το κουβαλούσε μαζί του.
Αν και ο ίδιος ήταν ικανός να αποκρούσει την φονική του ταλάντωση, χρησιμοποιώντας το ο ίδιος ποτέ δεν απέτυχε στο στόχο του (2).
-Στο πιο στενό σημείο του Ισθμού, από όπου φαίνονται και ο Κορινθιακός και ο Σαρωνικός Κόλπος, ζούσε ο Σίνις, ο γιος του Πήμονα ή κατά άλλους του Πολυπήμονα και της Συλέας, κόρης του Κορίνθου, πού ισχυριζόταν ότι ήταν νόθος γιος του Ποσειδώνα (3).
Επονομαζόταν Πιτυοκάμπτης δηλ. «αυτός πού λυγίζει τα πεύκα» γιατί ήταν τόσο δυνατός πού λύγιζε τα πεύκα μέχρι πού η κορυφή τους άγγιζε τη γη και συχνά ζητούσε βοήθεια από τούς αθώους περαστικούς, οπότε ξαφνικά τα άφηνε.
Καθώς το δένδρο πεταγόταν όρθιο ξανά, αυτοί εκσφενδονίζονταν ψηλά στον αέρα και όταν έπεφταν σκοτώνονταν.
Ή λύγιζε δύο γειτονικά δένδρα μέχρι να συναντηθούν οι κορυφές τους, έδενε από ένα χέρι του θύματος σε κάθε δένδρο και αφήνοντας τα να ξαναγυρίσουν στη θέση τους, τούς καταξέσκιζε (4).
-Ο Θησεύς πάλεψε με τον Σίνι και τον εξολόθρευσε με τον ίδιο τρόπο.
Καθώς γίνονταν αυτά, μια όμορφη κοπέλα έτρεξε να κρυφτεί μέσα σε μια πυκνή συστάδα από βούρλα και άγρια σπαράγγια. την ακολούθησε και μετά από μακρά αναζήτηση, την βρήκε να ξορκίζει τα φυτά υποσχόμενη ότι αν κατάφερναν να την κρύψουν, ποτέ δεν θα τα έκαιγε ή θα τα κατάστρεφε.
Όταν ο Θησεύς ορκίστηκε ότι δεν θα της έκανε κακό, δέχτηκε να βγει έξω και αποδείχτηκε ότι ήταν η Περιγούνη, η κόρη του Σίνι.
Η Περιγούνη ερωτεύτηκε τον Θησέα με την πρώτη ματιά, του συγχώρεσε το φόνο του μισητού πατέρα της και έκανε μαζί του ένα γιο, τον Μελάνιππο στη συνέχεια, την πάντρεψε με τον Δηιονέα από την Οιχαλία.
Ο γιος του Μελάνιππου Ιωξός, μετοίκησε στην Καριά.
Εκεί, οι απόγονοι του Ιωξίδες σέβονταν τα βούρλα και τα άγρια σπαράγγια και δεν άναβαν ποτέ φωτιά μ’ αυτά (5).
-Κάποιοι όμως λένε ότι ο Θησεύς σκότωσε τον Σίνι πολλά χρόνια αργότερα και επαναφιέρωσε τα Ίσθμια σ' αυτόν, παρόλο πού είχαν καθιερωθεί από τον Σίσυφο προς τιμήν του Μελικέρτη, του γιου της Ινώς (6).
-Στη συνέχεια, κυνήγησε και σκότωσε στην Κρομμυώνα, μια μανιασμένη τερατώδη αγριογούρουνα (Φαία), πού είχε σκοτώσει τόσους πολλούς κάτοικους στην περιοχή, πού δεν τολμούσαν πια να οργώσουν τα χωράφια τους.
Αυτό το θηρίο πού πήρε το όνομα από τη γριά πού το ανέθρεψε, λέγεται ότι ήταν παιδί του Τυφώνα και της Έχιδνας (7).
-Ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο, ο Θησεύς έφτασε στους απόκρημνους βράχους πού υψώνονται κάθετα πάνω από τη θάλασσα και ήταν το οχυρό του ληστή Σκίρωνα.
Ορισμένη τον αποκαλούν Κορίνθιο, γιο του Πέλοπα ή του Ποσειδώνα, άλλοι γιο της Ηνιόχης και του Κανήθου.
Ο Σκίρων καθόταν συνήθως πάνω σ' ένα βράχο και ανάγκαζε τούς περαστικούς να του πλένουν τα πόδια.
Μόλις εκείνοι έσκυβαν να τον υπηρετήσουν, αυτός με μια κλοτσιά τούς γκρέμιζε από το βράχο στη θάλασσα, όπου μια γιγάντια θαλάσσια χελώνα περίμενε να τούς καταβροχθίσει. (Οι θαλάσσιες χελώνες μοιάζουν πολύ με τις χερσόβιες με τη διαφορά ότι είναι μεγαλύτερες και έχουν πτερύγια αντί για πόδια).
Ο Θησεύς αρνούμενος να πλύνει τα πόδια του Σκίρωνα, τον έσπρωξε με ορμή και τον εξακόντισε μέσα στη θάλασσα (9).
-Οι Μεγαρείς πάντως λένε ότι ο μοναδικός Σκίρων με τον όποιο ο Θησεύς ήλθε σε σύγκρουση ήταν ένας τίμιος και γενναιόδωρος πρίγκιπας των Μεγάρων, ο πατέρας της Ενδηίδας, πού παντρεύτηκε τον Αιακό και από αυτόν γέννησε τον Πηλέα και τον Τελαμώνα.
Προσθέτουν ότι ο Θησεύς σκότωσε τον Σκίρωνα με την κατάληψη της Ελευσίνας, πολλά χρόνια αργότερα, και τέλεσε τα Ίσθμια προς τιμήν του, υπό την προστασία του Ποσειδώνα (10).
-Οι Σκιρωνίδες Πέτρες βρίσκονται κοντά στις Μολουρίδες Πέτρες και από πάνω τους περνάει το μονοπάτι που κατασκεύασε ο ίδιος ο Σκίρων όταν ήταν αρχηγός των Μεγαρικών στρατευμάτων.
Ο δυνατός βορειοδυτικός άνεμος ,πού φυσάει από τη θάλασσα ανάμεσα από αυτά τα υψώματα, ονομάστηκε Σκίρων από τούς Αθηναίους (11).
-Η λέξη σκίρων σημαίνει «σκιάδιο» και ο μήνας Σκιροφοριών ονομάζεται έτσι γιατί στις Γυναικείες Γιορτές της Δήμητρας και της Κόρης, την δωδέκατη μέρα του Σκιροφοριώνα, ο ιερέας του Ερεχθέα κρατούσε ένα λευκό σκιάδιο και η ιέρεια της Αθηνάς Σκιράς ένα άλλο κατά την τελετουργική πομπή από την Ακρόπολη - γιατί μ' αυτή την αφορμή η θεϊκή μορφή καλυπτόταν με σκίρο, ένα είδος γύψου, για να τιμήσουν τη μνήμη της λευκής εικόνας πού ο Θησεύς έκανε για χάρη της όταν εξολόθρευσε τον Μινώταυρο (12).
-Στη συνέχεια του ταξιδιού του προς την Αθήνα ο Θησεύς συνάντησε τον Κερκύονα από την Αρκαδία πού μερικοί θεωρούν γιο του Βράγχου και της νύμφης Αργιόπης, άλλοι όμως λένε ότι ήταν γιος του Ήφαιστου ή του Ποσειδώνα (13).
Προκαλούσε τούς διαβάτες να παλέψουν μαζί του και μετά τους συνέθλιβε μέσα στη δυνατή αγκαλιά του.
Ο Θησεύς όμως τον σήκωσε ψηλά από τα γόνατα και για μεγάλη χαρά της Δήμητρας πού παρακολουθούσε τη μάχη, τον έριξε με δύναμη με το κεφάλι προς τα κάτω, πάνω στη γη. Ο Κερκύων πέθανε αμέσως.
Ο Θησεύς δεν είχε τόση εμπιστοσύνη στη δύναμη, όση στην επιδεξιότητα, γιατί είχε επινοήσει την τέχνη της πάλης, οι αρχές της οποίας δεν είχαν γίνει κατανοητές μέχρι τότε .
Η παλαίστρα του Κερκύονα υπάρχει ακόμη κοντά στην Ελευσίνα, στο δρόμο για τα Μέγαρα δίπλα στον τάφο της κόρης του Αλόπης, την οποία όπως λέγεται γοήτευσε ο Θησεύς.
-Φτάνοντας στον Κορυδαλλό της Αττικής, ο Θησεύς σκότωσε τον πατέρα του Σίνι τον Πολυπήμονα, πού επονομαζόταν Προκρούστης.
Ζούσε δίπλα στο δρόμο και μέσα στο σπίτι του είχε δυο κρεβάτια, ένα κοντό και ένα μακρύ. Πρόσφερε νυκτερινή διαμονή στους ταξιδιώτες, ανάγκαζε τούς κοντούς να ξαπλώσουν στο μακρύ κρεβάτι και τούς βασάνιζε τραβώντας τους μέχρι να τούς φέρει ίσια με το κρεβάτι, ενώ από τούς μεγαλόσωμους πάνω στο κοντό κρεβάτι έκοβε τα πόδια πού περίσσευαν.
Άλλοι λένε ότι χρησιμοποιούσε μόνο ένα κρεβάτι και τραβούσε ή έκοβε τα πόδια των φιλοξενούμενων μέχρι να 'ρθουν στα μέτρα του.
Όπως κι αν έχει όμως, ο Θησεύς τον περιποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο.