Παρά τα όσα συχνά πυκνά γράφοντα....η ιστορία της καθιέρωσης της Κυριακής
ως αργίας, είναι πλούσια και παραμένει ακατάγραφη, αφού ακόμη και η
ημερομηνία εφαρμογής της αναπαράγεται λανθασμένα. Όλοι ασχολήθηκαν με
τους εμπόρους, τους επιχειρηματίες και τους οικονομικούς παράγοντες.
Κανείς δεν.... αποτύπωσε τι συνέβη με τις περισσότερο ωφελημένες τάξεις
συμπαθών εργαζομένων, όπως τα «μπακαλόπαιδα», οι μικροί «γαυριάδες» και
οι «μικροϋπάλληλοι», αφού είχε έλθει επιτέλους και γι’ αυτούς μία ημέρα
που θα αναπαύονταν ή θα διασκέδαζαν με τον υπόλοιπο κόσμο!
Και βεβαίως, η απόφαση για εφαρμογή της Κυριακής ως αργίας, ήταν προϊόν
πολύχρονων διεργασιών. Δεν ελήφθη μέσω του Εμπορικού Συλλόγου, όπως
αναπαράγεται τα τελευταία χρόνια, ούτε εφαρμόσθηκε το 1908. Οφείλεται
στην Κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ψήφισε ειδικό Nόμο, ο οποίος
δημοσιεύθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου 1909 και άρχισε να εφαρμόζεται την
πρώτη Κυριακή του νέου χρόνου, 4 Ιανουαρίου1910. Η απόφαση δεν ήταν
εύκολη. Υπήρξαν βουλευτές που υποστήριξαν στη Βουλή πως η εφαρμογή του
μέτρου θα προκαλούσε «μακελειό»!
Όσοι αργούσαν το πανηγύρισαν δεόντως. Το πρωί γέμισαν τις εκκλησίες, τα
αμάξια διαρκώς πηγαινοέρχονταν, τα τραμ ήταν πλημμυρισμένα μέχρι τη
νύχτα και πολλοί ξεχύθηκαν στις εξοχές, παρά τη βροχή και την παγωνιά…
Όσα καταστήματα εξαιρούντο από την εφαρμογή του νόμου (καφενεία,
ζαχαροπλαστεία, καπνοπωλεία, κινηματογράφοι) έκαναν χρυσές δουλειές,
όπως και τα οινοπωλεία στις γειτονιές. Εκεί, ένα μωσαϊκό αγωνιστών της
καθημερινής βιοπάλης εγκατέλειπε τα υγρά υπόγεια και απολάμβανε το νέο
θεσμό με αισθήματα ανακούφισης.
Τότε εφαρμόσθηκε –για πρώτη φορά– ο θεσμός των εφημερευόντων φαρμακείων,
ενώ το πρόστιμο για όσους θα άνοιγαν τις επιχειρήσεις ανερχόταν σε 500
δραχμές, ή για τους ενδεείς κράτηση μέχρι 30 ημέρες. Πάντως, από την
εφαρμογή του νόμου εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έπρεπε
να εργασθούν κανονικά!
Η αργία της Κυριακής: η καθιέρωσή της το 1909-10
και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους καταστηματάρχες
του Νίκου Ποταμιάνου*
Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας το 1909, έναν αιώνα πριν, ήταν το
πρώτο μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα. Το ξήλωμα,
στα χρόνια των μνημονίων, κάθε νομικού πλαισίου που περιορίζει τον βαθμό
εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας δεν θα μπορούσε να την αφήσει
αλώβητη. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύουμε, μια αναδρομή στο ιστορικό της
καθιέρωσής της και η εξέταση των κοινωνικών και ιδεολογικών συμμαχιών
που την προώθησαν . ίσως εκπλήξει τον αναγνώστη η (διαφορετική από τη
σημερινή) στάση των μεγάλων και μικρών εργοδοτών απέναντι στην αργία της
Κυριακής, την οποία θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε με βάση τις
διαφορετικές δομές .
Η τήρηση της αργίας με βάση τις χριστιανικές επιταγές παρέμενε ζωντανή
ως πρακτική σε πολλούς βιοτεχνικούς κλάδους και σε εργοστάσια, σε
γενικές γραμμές όμως είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια του 19ουαιώνα στην
Ελλάδα.[1]
Σε επιμέρους πόλεις και κλάδους επιτυγχάνονταν συχνά λιγότερο ή
περισσότερο βραχύβιες συναινέσεις για το κλείσιμο των καταστημάτων τις
Κυριακές, αρκούσε όμως η πεισματική άρνηση ελάχιστων επαγγελματιών να
συμμετάσχουν στο κλείσιμο για να ναυαγήσουν οι σχετικές προσπάθειες.[2]
Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε γίνει πια συνείδηση ότι δεν θα μπορούσε
να επιτευχθεί μια μόνιμη «συνεννόηση κυρίων» και απαιτούνταν νομοθετική
ρύθμιση.[3]
Το ζήτημα το έθεταν επί τάπητος κυρίως οι εργατικές διεκδικήσεις –οι
οποίες αποτελούσαν συνήθως και την κινητήρια δύναμη πίσω από τις
συμφωνίες μεταξύ των εργοδοτών τους που αναφέραμε. Στην Αθήνα η διαμάχη
επικεντρώθηκε ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κλπ)
των κεντρικών δρόμων, με σημαντικότερες κινητοποιήσεις αυτές του 1890,
1891 (απεργία) και 1896, καθώς και στους τυπογράφους (1882 και
1909-1910), στους ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894,
1902 και 1903), στους αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν το
1909 στα παντοπωλεία.
Η καθιέρωση λοιπόν της κυριακάτικης αργίας μετά το κίνημα στο Γουδί
βασιζόταν σε ένα αίτημα που είχε πια ωριμάσει –αντίθετα με τις
εκτιμήσεις που συχνά συναντάμε στη βιβλιογραφία για το πρόωρο της
εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910. Θεμελιώθηκε στη βούληση του
Στρατιωτικού συνδέσμου να δείξει ένα φιλολαϊκό πρόσωπο, στη βραχύβια
συμμαχία του με τις «συντεχνίες», σ’ ένα γενικότερο μεταρρυθμιστικό
πνεύμα που εκφράστηκε με την ψήφιση εκατοντάδων νόμων από τη βουλή μετά
το κίνημα και στη στήριξη συντηρητικών πατερναλιστών όπως ο Κ.
Παπαμιχαλόπουλος που εισηγήθηκε τον σχετικό νόμο στη βουλή. Η αργία της
Κυριακής καθιερωνόταν με διαφορετικούς όρους σε κάθε επάγγελμα, και
καταρχάς σε τρεις μόνο πόλεις (Αθήνα, Πειραιά και Βόλο): μπορούσε να
επεκτείνεται σε άλλους δήμους εφόσον το ζητούσαν τα κατά τόπους δημοτικά
συμβούλια, και στα επόμενα χρόνια δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός
διαταγμάτων που αφορούν την ισχύ ή την κατάργηση της αργίας σε διάφορες
πόλεις και χωριά, συχνά με το ίδιο δημοτικό συμβούλιο να αλλάζει την
απόφασή του σε μικρό χρονικό διάστημα.[4]
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η κυριακάτικη αργία, στον βαθμό που
αποσκοπούσε ως μέτρο στη μείωση του χρόνου εργασίας των μισθωτών, θα
μπορούσε να έχει τη μορφή του «εβδομαδιαίου ρεπό» που καθιερώθηκε εκείνα
τα χρόνια στα καταστήματα της «κοσμικής» Γαλλίας, χωρίς δηλαδή να
προσδιορίζεται μια θρησκευτικά φορτισμένη κοινή μέρα ρεπό για τους
υπαλλήλους και κλεισίματος των μαγαζιών.[5]
Στη Γαλλία όμως είχε μόλις προηγηθεί μια σφοδρή σύγκρουση με επίδικο
την εκκοσμίκευση του κράτους, ενώ στην Ελλάδα και σοβαρό
αντικληρικαλιστικό ρεύμα δεν υπήρχε και οι συμμαχίες με την εκκλησία και
θρησκευόμενους συντηρητικούς κύκλους παρουσιάζονταν ως αναγκαίες καθώς
πρόσφεραν μια σημαντική νομιμοποιητική βάση για το αίτημα.[6]
Άλλωστε ήταν φανερό ότι η επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων που
περιόριζαν τον εργάσιμο χρόνο ήταν ευκολότερη όταν αυτοί ίσχυαν για όλα
τα καταστήματα συγχρόνως: ενώ η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας από
τους εργοδότες αποτελούσε τον κανόνα κατά τον μεσοπόλεμο, οι νόμοι για
το ωράριο των καταστημάτων και την αργία της Κυριακής ήταν αυτοί που
παραβιάζονταν λιγότερο σύμφωνα με τις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας
–οι οποίοι πρότειναν την επέκταση του πρότυπου του ταυτόχρονου και
υποχρεωτικού κλεισίματος των καταστημάτων και σε άλλες περιπτώσεις
[7]
Ζητούμενη, επιπλέον, ήταν η μείωση του χρόνου εργασίας όχι μόνο των
εργατών αλλά και των επαγγελματιών: δεν θα ήταν λίγοι οι μικροαστοί που
επιθυμούσαν να μην αναγκάζονται για λόγους ανταγωνιστικότητας να
εργάζονται Κυριακές, κι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το κλείσιμο
των καταστημάτων.
Κυρίαρχη στάση της εργοδοσίας, πάντως, μεγάλης και μικρής, φαίνεται ότι
ήταν η αντίθεση σε οποιαδήποτε κρατική πρωτοβουλία περιόριζε τα
διευθυντικά της δικαιώματα. Η στάση αυτή είναι εμφανής όσον αφορά το
σύνολο της εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910, ενώ ειδικά όσον
αφορά το νόμο για την κυριακάτικη αργία αφενός διαβάζουμε αμέσως μετά
την ψήφισή του ότι «οι προϊστάμενοι γενικώς δυσφορούν» μ’ αυτόν,
[8]
αφετέρου τους επόμενους τρεις μήνες τροποποιήθηκε δύο φορές εξαιτίας
των διαμαχών που ξέσπασαν ως προς τους ακριβείς όρους εφαρμογής της
αργίας, της επέκτασης ή της ακύρωσής της σε κάθε επάγγελμα (πχ
φαρμακεία, οινοπαντοπωλεία, κουρεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια). Οι
διαμάχες αυτές επανέκαμπταν τακτικά σε διάφορα επαγγέλματα (πχ ένας από
τους όρους των εργοδοτών στα βυρσοδεψεία για να σταματήσουν το λοκ-άουτ
που επέβαλαν τον Δεκέμβριο ήταν η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας),
[9] και εκτιμάμε ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας τον Μάρτιο του 1910
[10]Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η στάση των εργοδοτών δεν ήταν ενιαία
αλλά διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους
επιφάνεια. Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει σήμερα, δεν ήταν οι
μεγαλύτερες επιχειρήσεις αυτές που αντιδρούσαν στην κυριακάτικη αργία
αλλά οι μικρότερες. Συναντάμε μάλιστα περιπτώσεις μεγάλων επιχειρηματιών
που συμμάχησαν ανοιχτά με το εργατικό κίνημα για την προώθησή της, όπως
ο πρόεδρος της συντεχνίας αρτοποιών Φ. Ηλιόπουλος που το 1905 είχε
παροτρύνει τους αρτεργάτες να ιδρύσουν σωματείο για να διεκδικήσουν τη
νομοθέτηση της αργίας της Κυριακής
[11]Στα παντοπωλεία της Αθήνας, διαβάζουμε το 1910, ενάντια στην κυριακάτικη
αργία στρέφονταν κυρίως οι «μπακάληδες των μικροσυνοικιών».
12]
Στα μπακάλικα ήταν ιδιαίτερα εμφανές ένα μοντέλο με λίγο πολύ γενική
ισχύ: οι ανεξάρτητοι παραγωγοί επιβίωναν ως τέτοιοι υποβαλλόμενοι (και
υποβάλλοντας τους υπάλληλους τους) σε υπερεργασία . στο εμπόριο με το να
μένουν τα συνοικιακά και τα μικρά μπακάλικα περισσότερες ώρες ανοιχτά,
αποκτώντας έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, την προσφορά της αναγκαίας
υπηρεσίας ή αγαθού κοντά στην κατοικία του πελάτη σε ώρες και μέρες που
οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές τους ήταν κλειστοί.
[13]Τα κουρεία αποτελούσαν έναν άλλο κλάδο στον οποίο ένα πλήθος μικρών
μαγαζιών επιβίωνε χάρη στο παρατεταμένο ωράριο λειτουργίας τους, ιδίως
το Σαββατοκύριακο που ξυριζόταν η λαϊκή πελατεία τους. Το χαρακτηριστικό
αυτό επικαλούνταν οι καταστηματάρχες κουρείς «δευτέρας και τρίτης
τάξεως», όπως αυτοαποκαλούνταν, που «διατηρούνται εκ [πελατείας] των
εργατικών τάξεων» και περίμεναν το Σαββατοκύριακο για να δουλέψουν, σε
αντίθεση με τα κουρεία της Σταδίου των οποίων η «εκλεκτή πελατεία» δεν
περίμενε την Κυριακή για να ξυριστεί: ζήτησαν και πέτυχαν να δουλεύουν
τα κουρεία το πρωί της Κυριακής, παρότι οι υπάλληλοι και κάποιοι
καταστηματάρχες κινητοποιήθηκαν για να το αποτρέψουν.
[14]Ο σχηματισμός τέτοιων στρατοπέδων δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούσε
ελληνική ιδιαιτερότητα. Στην Αγγλία και τον Καναδά στα τέλη του 19ου
αιώνα πολλοί από τους μεγαλύτερους καταστηματάρχες υποστήριξαν
ενεργητικά νόμους περιορισμού των ωρών εργασίας των μαγαζιών, ενάντια
στις αντιδράσεις των μικρών καταστηματαρχών, δίχως να διστάσουν να
συμπορευτούν (ή και να συμμαχήσουν) με το εργατικό κίνημα. Στη Γαλλία τη
δεκαετία του 1930 για την επιβολή ενιαίου ωραρίου στα κουρεία
συμμάχησαν το εργατικό σωματείο με τους ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων
κουρείων, σε σύγκρουση με τους ιδιοκτήτες τόσο των μικροσκοπικών όσο και
των μεγάλων κομμωτηρίων.
[15]Πώς να ερμηνεύσουμε την ανοίκεια αυτή εικόνα, τη στιγμή που βλέπουμε
σήμερα τους κολοσσούς του εμπορίου να επιδιώκουν την κατάργηση των
περιορισμών στο ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και τους
μικρομαγαζάτορες να συμμαχούν με το εργατικό κίνημα στην υπεράσπισή
τους; Είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στο λιανικό εμπόριο από εκείνη
την εποχή, και πρώτα πρώτα τα επίπεδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης
του κεφαλαίου: στην Ελλάδα του 1909 δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα,
πολυκαταστήματα και μεγάλες αλυσίδες, ούτε καν σουπερμάρκετ, και οι
δυνατότητες ελέγχου της αγοράς από τα μεγάλα καταστήματα ήταν
μικρότερες.
Η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων, η ευκολία μετακίνησης στην πόλη
σήμερα και η μείωση της σημασίας της γειτονιάς για την κοινωνική ζωή με
την ανάπτυξη υπερτοπικών πόλων κατανάλωσης και διασκέδασης κατέρριψαν
μεγάλο μέρος των «τοπικών» φραγμών στην προέλαση των μεγάλων
επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους.
Για άλλους κλάδους σημαντικότερη υπήρξε
η κανονικοποίηση των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων (πχ με την κυριαρχία
της μορφής του μισθού έναντι του μεροκάματου), η οποία οδήγησε σε
παρακμή τον μηχανισμό του βερεσέ που παλιότερα έθετε όρια στις προόδους
που μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες μονάδες στο λιανικό εμπόριο των
«βασικών ειδών»: η αγορά με πίστωση, η οποία «έδενε» τον πελάτη σε
συγκεκριμένα καταστήματα, μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στα πλαίσια των
σχέσεων αλληλογνωριμίας που επίκεντρο είχαν το μικρό συνοικιακό μαγαζί,
ενισχύοντας έτσι τα χωρικά πλεονεκτήματα που οδηγούν σε «τοπικά
μονοπώλια» στην πόλη.
Με λίγα λόγια, το 1909 οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν πολύ λιγότερο πιθανό
να ωφεληθούν δυσανάλογα από τη λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή,
κάτι που μπορούν σαφώς να προσδοκούν σήμερα. Τέλος, η πενιχρότητα των
υποδομών, η πολύ περιορισμένη ακόμα χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και η
ανυπαρξία υποχρέωσης υπερωριακής αμοιβής των υπαλλήλων σήμαινε ότι ήταν
μικρή η αύξηση στα λειτουργικά έξοδα που συνεπαγόταν η λειτουργία την
Κυριακή και οι μικρές μονάδες δεν δυσκολεύονταν να αντεπεξέλθουν σ’
αυτά.
Μπορεί να υποθέσει κανείς βέβαια ότι, χάρη και στην επανεμφάνιση του
βερεσέ, από την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας θα ευνοηθούν (στους
κλάδους των «βασικών αγαθών») μικροσκοπικά μαγαζιά που βασίζονται στην
υπερεργασία του ιδιοκτήτη τους και της οικογένειάς του. Συνολικά,
πάντως, οι φόβοι που εκφράζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των
επαγγελματιών και των εμπόρων για επιτάχυνση του ρυθμού χρεοκοπιών των
μικρών επιχειρήσεων και ενίσχυση του μεριδίου των μεγάλων στην αγορά
φαίνονται απολύτως βάσιμοι.
Οδός Ερμού 1920 - Πηγή Αυγή |
[1]
Οι εργάται της Ελλάδος προς την διπλήν βουλήν των Ελλήνων. Υπόμνημα του
Εργατικού Κέντρου Αθηνών, Αθήνα 1911, Χαρίλαος Γκούτος, «Ημέρες αργίας
στην τουρκοκρατούμενη και στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι το 1915», Μνημοσύνη
11 (1988-1990), σ.244-281, Ζιζή Σαλίμπα, Γυναίκες εργάτριες στην
ελληνική βιομηχανία και βιοτεχνία (1870-1922), Αθήνα 2002, σ.56.
Εκτενέστερη τεκμηρίωση για αρκετά από τα ζητήματα που θίγονται εδώ
μπορεί να βρει κανείς στο Νίκος Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική
τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925, διδακτορική
διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ι-Α τμήμα), Ρέθυμνο 2011.
[2]
Χαρακτηριστική η άρνηση του Πατσιφά το 1890 να αποδεχτεί την συμφωνία
των εμπόρων της Αθήνας να μην ανοίγουν τα μαγαζιά τους τις Κυριακές,
άρνηση που ματαίωσε τη συμφωνία και έστρεψε εναντίον του καταστήματός
του ένα οργισμένο πλήθος εμποροϋπάλληλων: Καιροί 11, 12, 14, 16 και 19
Ιουνίου 1890.
[3] Αριστομένης Θεοδωρίδης, «Η Κυριακή αργία», Ερμής 1 Ιουνίου 1908.
[4]
Η ελαστικότητα αυτή περιορίστηκε με νόμο του 1914 που έβαζε την
προϋπόθεση να γνωμοδοτήσει θετικά και το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας για
να καταργηθεί σ’ έναν δήμο η κυριακάτικη αργία άπαξ και είχε εφαρμοστεί:
Πασαγιάννης Κ. (επιμ.), Εργατική και κοινωνική νομοθεσία, Αθήνα 1919,
σ.316-317.
[5]
Haupt Heinz-Gerhard, «Les petits commerçants et la politique sociale:
l’exemple de la loi sur le repos hebdomadaire», Bulletin du Centre
d’Histoire de la France Contemporain 8 (1987), σ.7-34.
[6]
Πιθανότατα η πρώτη μαζική κινητοποίηση υπέρ της κυριακάτικης αργίας το
1872 έγινε από «μακρακιστές», ένα είδος παραεκκλησιαστικής οργάνωσης της
εποχής. Θρησκευόμενοι κύκλοι έθεσαν το ζήτημα και σε άλλες περιστάσεις
αργότερα, με σημαντικότερο το συνέδριο που έγινε το 1899 υπέρ της
καθιέρωσης της κυριακάτικης αργίας υπό την προεδρία του μητροπολίτη
Αθηνών και με μαχητική εκπροσώπηση χριστιανών ζηλωτών που ήθελαν να
επιβάλουν τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό τις Κυριακές (Εμπρός 21-25 Μαΐου
1899). Χαρακτηριστική μορφή χριστιανού φιλεργάτη που κινητοποιήθηκε για
την αργία της Κυριακής ήταν ο καθηγητής Παν. Τημελής, επίτιμος πρόεδρος
του συνδέσμου εργατών ζαχαροπλαστών και ιθύνων νους της κινητοποίησής
του για την κυριακάτικη αργία (Κανονισμός της συντεχνίας των εργατών
ζαχαροπλαστών Αθηνών και Πειραιώς, Αθήνα 1896) και πρόεδρος στη συνέχεια
του συλλόγου «Ανάστασις του Ελληνισμού» του Πειραιά που εξέδιδε το
1901-1902 την εφημερίδα Κυριακή αργία.
[7]
Βλ. πχ Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Επιθεώρησις Εργασίας, Εκθέσεις
και πεπραγμένα σώματος επιθεωρήσεως εργασίας επί της εφαρμογής των
εργατικών νόμων και των συνθηκών εργασίας εν Ελλάδι κατά το 1932, Αθήνα
1935, σ. 65.
[8]
Ελληνική Επιθεώρησις Δεκέμβριος 1909 –βλ. και την εκτίμηση του Αρ.
Θεοδωρίδη στο τεύχος του Μαρτίου 1910 ότι οι εργοδότες επιθυμούν να
καταργήσουν την κυριακάτικη αργία.
[9] Εφημερίς των εργατών 25 Δεκεμβρίου 1910.
[10]
Σε συνδυασμό ίσως με τις συγκρούσεις και τις δυσαρέσκειες που προκάλεσε
η αύξηση σε πολλές επιχειρήσεις των εργάσιμων ωρών τις άλλες μέρες για
να αναπληρωθούν οι απώλειες από την αργία της Κυριακής: Ακρόπολις 12
Απριλίου 1910.
[11] Ακρόπολις 24 και 29 Νοεμβρίου 1905 και Εφημερίς των Εργατών 10 Σεπτεμβρίου 1910.
[12]
Εφημερίς των εργατών 17 Φεβρουαρίου 1910. Διαφορετικής απόψεις υπέρ και
κατά της κυριακάτικης αργίας αναφέρονται στο σωματείο αρτοποιών Πειραιά
(Εμπρός 4 Μαρτίου 1910) και στον σύνδεσμο οινοπωλών (καταστηματαρχών)
Αθήνας το 1910 (Χρήστος Κουτσογιαννόπουλος (επιμ.), Οι οινοπώλαι Αθηνών.
Επαγγελματική επισκόπησις, Αθήνα 1934, σ. 5 και 11), χωρίς όμως να
συσχετίζονται στις πηγές μας με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα.
[13]
Χαρακτηριστικά, δημοσιογράφος που ήθελε να τονίσει ότι στο μνημόσυνο
του Παύλου Μελά συμμετείχαν οι πάντες, έγραψε ότι κατά τη διάρκειά του
έκλεισαν ακόμα «και τα τελευταία μικρομπακάλικα» στου Ψυρρή: Εμπρός 23
Οκτωβρίου 1904. Σύμφωνα με την έρευνα που διατάχθηκε από τον υπουργό
εθνικής οικονομίας Μιχαλακόπουλο, ενώ τα κεντρικά καταστήματα δεν
άνοιγαν πριν τις 7.00 ή τις 8.00 το πρωί, «εις συνοικίας ολίγον
απομεμακρυσμένας, χωρίς να υπάρχει εύλογος λόγος, βλέπομεν πολλά
καταστήματα να ανοίγωσιν από της 5ης πρωινής και να εξακολουθώσιν
εργαζόμενα μέχρι βαθείας νυκτός»:Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής
περίοδος ΙΘ΄, σύνοδος Β΄, συνεδρίαση 68, 7 Μαΐου 1914, σ. 1513. Στη
συζήτηση στη βουλή το 1914 ο Πολ. Λαγοπάτης υπερασπιζόταν τους
μαγαζάτορες που κρατούσαν τα μαγαζιά τους ανοιχτά πιο αργά από τους
άλλους ως εξής: «θα είναι μικρέμποροι, οι οποίοι μη έχοντες περιθώριον
κεφαλαίων να αντικρύσωσι ζημίας, λόγω αντιξόων περιστάσεων, υπολογίζουσι
την ιδιαιτέραν εργατικότητά των, και κατ’ ανάγκην των υπαλλήλων των»:
ό.π., σ. 1514.
[14]
Η συγκέντρωση των «κατώτερων κουρέων» στον περίβολο της βουλής έγινε
εκτός των πλαισίων της αδελφότητας των κουρέων, στην οποία κυριαρχούσαν
οι μεγαλύτεροι καταστηματάρχες. Ακρόπολις 24 Ιανουαρίου και 10 και 11
Μαρτίου 1910, Εμπρός 10 Μαρτίου 1910 και Ημέρα 20 Φεβρουαρίου 1910. Στα
κουρεία η διαμάχη συντηρήθηκε για καιρό: η αδελφότητα των
καταστηματαρχών, που ελεγχόταν από τους μεγαλύτερης επιφάνειας κουρείς,
επανήλθε το 1914 και ζήτησε την καθιέρωση πλήρους αργίας τις Κυριακές.
Όταν το πέτυχε αυτό, το 1922, κινητοποιήθηκε το αντίπαλο σωματείο
καταστηματαρχών κουρέων υπέρ της επαναφοράς στο παλιό καθεστώς,
επικαλούμενο τα συμφέροντα των φτωχότερων και συνοικιακών κουρέων και
επιτιθέμενο στους «μεγαλοσχήμους, οίτινες έτυχε να έχουν τα καταστήματά
των εις το κέντρον»: Εμπρός 10 και 12 Ιουλίου 1923 και Ελληνική 16
Απριλίου 1925.
[15]
Michael Winstanley, The shopkeepers’ world 1830-1914, Manchester 1983,
σ. 94-99. Chris Hosgood, «A “brave and daring folk”? Shopkeepers and
trade associational life in Victorian and Edwardian England»,Journal of
Social History 26 (1992), σ.285-308. Geoffrey Crossick, «Shopkeepers and
the state in Britain 1870-1914», στο Geoffrey Crossick και
Heinz-Gerhard Haupt (επιμ.), Shopkeepers and master artisans in 19th
century Europe, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1984, σ.252-256. David Monod,
«Culture without class: Canada’s retailers and the problem of group
identification 1890-1940», Journal of Social History 28/3 (1994-1995),
σ. 521-545. Steven Zdatny, «Fashion and class struggle: the case of
coiffure», Social History 18/1 (1993), σ. 68-70.
*Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι διδάκτορας ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης
Το 1902 ιδρύεται ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας, σε μία εποχή όπου το
ελληνικό εμπόριο γνωρίζει μια αργή αλλά σταθερή ανάπτυξη. Οι
εμποροϋπάλληλοι της εποχής αρχίζουν τότε να διεκδικούν κι ένα από τα
αιτήματα τους είναι η αργία των καταστημάτων μετά την Κυριακή του Πάσχα.
Ο ΕΣΑ με τον πρώτο πρόεδρο του Κ. Τσάτσο ικανοποιεί το αίτημά τους. Οι
εμποροϋπάλληλοι αμέσως μετά αγωνίζονται και για την αργία της Κυριακής.
Το 1908 θα καθιερωθεί η Κυριακή ως αργία για τους καλοκαιρινούς μήνες
στα καταστήματα αλλά το ίδιο έτος, ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας
παίρνει τη σκυτάλη... και προτείνει στην κυβέρνηση την κυριακάτικη αργία
για όλο το χρόνο. Και η τότε κυβέρνηση παίρνει αυτήν την απόφαση.
Το 1910 το Βασίλειο της Ελλάδας αποφασίζει την κήρυξη της Κυριακής ως
αργίας για όλους τους εργαζομένους. Η πρώτη Κυριακή ήταν στις 2
Ιανουαρίου. Είχαν προηγηθεί αιματηροί αγώνες των εργαζομένων. Τα χρόνια
περνούν και οι εργαζόμενοι, μαζί τους και οι εμποροϋπάλληλοι μάχονται
για την καθιέρωση λιγότερων ωρών εργασίας.
Το 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το νόμο 281 νομοθετούσε τον
συνδικαλισμό στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά με το νόμο 271 ρύθμιζε το
χρόνο εργασίας στα καταστήματα.
Το 1926 ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας αντιδρά στην τότε κυβέρνηση που
ήθελε να μειώσει τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων που ήταν τότε 9,5
έως 10 ώρες. Το επιχείρημά του ήταν ή κρίση που μάστιζε το εμπόριο.
Το 1935 καθορίζεται νομοθετικά το οκτάωρο στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι
εμποροϋπάλληλοι δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το καθεστώς της
απασχόλησης.
Το 1937 τελικά καταφέρνουν να υπογράψουν με τον Εμπορικό Σύλλογο της
Αθήνας συλλογική σύμβαση που καθορίζει τις ώρες λειτουργίας των
καταστημάτων σε οκτώμισι αντί για εννιά.
Οι μάχες για το ωράριο των καταστημάτων σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό
συνεχίζονται και τα επόμενα χρόνια του ελληνικού κράτους.
Το 1971, επί δικτατορίας, με νομοθετικό διάταγμα διαχωρίζεται το ωράριο
λειτουργίας των καταστημάτων από το ωράριο των εμποροϋπαλλήλων.
Την ίδια χρονιά με άλλο διάταγμα επίσης επιτρεπόταν η λειτουργία των
επιχειρήσεων λιανικής μία Κυριακή ανάμεσα στις 18 με 24 Δεκεμβρίου και
κατά την τελευταία Κυριακή του έτους εφόσον αυτή συμπίπτει με την 31η
Δεκεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το καθεστώς αυτό ισχύει μέχρι τις
μέρες μας.
Τον Ιούλιο του 1990 με νόμο καθιερώνεται η πενθήμερη απασχόληση των
εμποροϋπαλλήλων. Επίσης δεν επιτρέπεται στα καταστήματα λιανικής να
είναι ανοιχτά τις Κυριακές και τις αργίες πλην των βενζινάδικων, των
εστιατορίων, των ζαχαροπλαστείων, των μπαρ, των καφενείων, των
γαλακτοπωλείων, των κυλικείων και των συναφών καταστημάτων, των
ανθοπωλείων, των περιπτέρων και των εξομοιουμένων καταστημάτων, των
φωτογραφείων, των στιλβωτηρίων κι αμιγών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως
ξηρών καρπών. Με τον ίδιο νόμο δίνεται επίσης η δυνατότητα στους
Νομάρχες να αποφασίζουν τη λειτουργία την Κυριακή και τις μέρες αργίας
ορισμένων καταστημάτων, που εξυπηρετούν την τουριστική κίνηση σε αυστηρά
οριοθετούμενες περιοχές δήμων, κοινοτήτων που έχουν ανακηρυχθεί ως
τουριστικοί τόποι.
Το πρώτο αλαλούμ
Με τη διάταξη αυτή αρχίζει το πρώτο αλαλούμ με το ωράριο των
καταστημάτων καθώς σε πολλές περιοχές ήταν δεν ήταν τουριστικές οι
Νομάρχες αποφάσιζαν τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Το 1994 με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπουργό Εθνικής
Οικονομίας τον Στέφανο Μάνο περνά στο νόμο 2224/94 το άρθρο 46 με το
οποίο απελευθερώνει πλήρως τη λειτουργία του ωραρίου λειτουργίας των
καταστημάτων όλης της χώρας. Ήταν η εποχή που έκανε την εμφάνιση της
στην Ελλάδα η πολυεθνική Promodes με τα σούπερ μάρκετ Continent, αλλά
και μεγάλες αλυσίδες λιανικής όπως ο «Λαμπρόπουλος» που ήθελαν ελεύθερο
ωράριο. Τότε η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας πρωτοστατεί σε
αγώνες και μπλοκάρει κάθε Σάββατο την είσοδο των εργαζομένων στα
πολυκαταστήματα, ενώ κηρύσσει συνεχώς απεργίες.
Το 1997 οι εργαζόμενοι καταφέρνουν και υπογράφουν, η ΟΙΥΕ για λογαριασμό
τους, μαζί με την ΕΣΕΕ, το ΣΕΛΠΕ και τον ΣΕΣΜΕ (σύνδεσμος σούπερ
μάρκετ) την πρώτη κλαδική συμφωνία για το ωράριο των καταστημάτων. Μια
ιστορική συμφωνία ανάμεσα σε εργοδότες κι εργαζόμενους με κύρια σημεία:
1.Την ελεύθερη έναρξη λειτουργίας των εμπορικών και καταστημάτων
τροφίμων, 2. την καθημερινή λήξη στις 20.00 (Χειμώνα) και 21.00
(Καλοκαίρι), 3. τη λήξη το Σάββατο (Χειμώνα ? Καλοκαίρι) στις 18.00, 4.
τοπικές συμφωνίες για μικρότερα ωράρια, 5. Κυριακή αργία, πλην των
αμιγώς τουριστικών καταστημάτων. Η συμφωνία αυτή θεσμοθετήθηκε από την
τότε κυβέρνηση με την υπουργική απόφαση (ΚΥΑ 1162/97).
Το 2001 η συμφωνία αυτή επαναβεβαιώθηκε και μαζί με τους υπόλοιπους εργοδότες συνυπέγραψε και η ΓΣΕΒΕΕ.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 2012 ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης και ο
υφυπουργός Θανάσης Σκορδάς, ο οποίος έχει την πείρα από την θητεία του
το 2005 στο υπουργείο και μάλιστα για το θέμα του ωραρίου, ανακοινώνουν
την απελευθέρωση της κυριακάτικης λειτουργίας για όλα τα καταστήματα
κάτω των 250 τ.μ. Εξαιρούνται αυτά που είναι διασυνδεδεμένα με αλυσίδες
και είναι και τύπου «shop in a shop». Ταυτόχρονα ανακοινώνουν την
πρόθεσή τους να επιτρέψουν επτά Κυριακές το χρόνο τη λειτουργία όλων των
καταστημάτων και των αλυσίδων και όσων είναι στα malls, τα εμπορικά
πάρκα κ.λπ.
Η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας, η ΕΣΕΕ, και η ΓΣΕΒΕΕ
αντιδρούν. Οι εμποροϋπάλληλοι σε συνδυασμό και με τις ανατροπές στις
εργασιακές σχέσεις, ελέω τρόικας, προειδοποιούν με απεργίες και με
μπλόκο της εφαρμογής του μέτρου, αν αυτό τελικά ψηφιστεί. Η κυβέρνηση
έχει θέσει το νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση και θέλει να κατατεθεί
στη Βουλή το αργότερο στις αρχές του χρόνου.
Η ιστορία, λένε, επαναλαμβάνεται είτε 18 είτε 100 χρόνια μετά...
Ωράριο
Η πρώτη απόπειρα το 2005
Στις αρχές του 2005, ο τότε υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Παπαθανασίου
μαζί με τον τότε γενικό γραμματέα Καταναλωτή Θανάση Σκορδά (νυν
υφυπουργό Ανάπτυξης) ανακοινώνουν τη νομοθετική τους πρωτοβουλία να
διευρύνουν το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων. Με νομοσχέδιο που
τελικά ψηφίστηκε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς καθιερώνεται ώρα λήξης
τις καθημερινές στις 21.00 και τα Σάββατα στις 20.00. Πριν την ψήφιση
του νομοσχεδίου ξεσηκώνεται θύελλα αντιδράσεων από την Ομοσπονδία
Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας, την ΕΣΕΕ και τη ΓΣΕΒΕΕ. Για πρώτη φορά,
ίσως, η ΕΣΕΕ κάνει συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και συλλαλητήρια.
Η κυβέρνηση δεν κάνει πίσω, παρά τα πυρά που δέχεται από τους
εργαζόμενους και τους εμπόρους πως πίσω από τη διεύρυνση του ωραρίου
είναι η ικανοποίηση αιτημάτων μεγάλου εμπορικού πάρκου αλλά και
πολυεθνικών αλυσίδων που έκαναν τότε την εμφάνισή τους στην ελληνική
αγορά. Τον Αύγουστο το νομοσχέδιο ψηφίζεται. Λίγους μήνες μετά ο τότε
υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Σιούφας έχοντας προτάσεις εμπορικών συλλόγων
στα χέρια του κάνει απόπειρα έναρξης διαλόγου για τη λειτουργία των
εμπορικών καταστημάτων πέντε κι έξι Κυριακές το χρόνο. Χωρίς ωστόσο να
τελεσφορήσουν αυτές οι προσπάθειες.