Ονομάστηκαν ”ξυπόλυτο τάγμα” ή ”αντιστασιακές ομάδες των φτωχογειτονιών”. Έδρασαν στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, όπου έστηναν ενέδρες και με κινδυνο της ζωής τους έκλεβαν από τα γερμανικά αυτοκίνητα των Ες-Ες τρόφιμα, φάρμακα και άλλα αγαθά τα οποία και μοίραζαν στους έλληνες που πείναγαν και είχαν ανάγκη. Οι σαλταδόροι δεν ήταν κλέφτες αλλά...
παιδικές ψυχές που ξεγελούσαν τα φασιστικά ντουφέκια, για ένα κομμάτι ψωμί. Και στην Κρήτη, παιδιά και έφηβοι συμμετείχαν με αυτό τον τρόπο στην Αντίσταση. Ξακουστές έχουν μείνει οι ιστορίες με τις συμμορίες των παιδιών που έκλεβαν από τα γερμανικά καμιόνια στη Γέφυρα του Κλαδισσού.
Οι σαλταδόροι ήταν δύο ειδών: Αυτοί που σαλτάρανε σε αυτοκίνητα, είτε φορτηγά, είτε επιβατηγά, είτε καμπριολέ και αυτοί που σαλτάρανε στα τρένα.Αυτοί που σαλτάρανε ήτανε πέντε – έξι. Αυτοί που έπιαναν τα κλοπιμαία; πολύ περισσότεροι. Κι είχαν δικούς τους κωδικούς για να συνενοούνται, οι μάγκες.σαν συμμορία: Λίιιιου, για τη συνάντησή τους, ντου ντου ντου που σήμαινε όρμα τώρα και χάπατες που προειδοποιούσε κίνδυνος, πρόσεχε. Έχασαν τη ζωή τους πολλοί σαλταδόροι, σε ριψοκίνδυνα σάλτα, όπως ο αρχισαλταδόρος ο Φώντας, που έγινε τραγούδι όταν σκοτώθηκε εκεί «στη στρίψη του Βοτανικού», όπου έκοβαν ταχύτητα τα γερμανικά καμιόνια, δίνοντας ευκαιρία για το ρεσάλτο. Ανηφόρες, στροφές και γραμμές τραμ, ήταν οι ευκαιρίες να κόψει το γερμανικό φορτηγό ταχύτητα και να σαλτάρουν τα ατρόμητα μορτάκια.
Και ο Τζίμης στην Πανεπιστημίου που πυροβολήθηκε εν ψυχρώ για μία κουραμάνα. Και άλλοι που άφησαν ιστορία, και οι περισσότεροι πέρασαν στον ΕΛΑΣ. Ο Μάκης που πρώτος έκλεψε όπλο για να το δώσει στην Αντίσταση στο Βύρωνα, οι τετραπέρατοι Πίκολο και Φιφίκος. Τα λάφυρα από τους γερμανούς, τα αποθήκευαν σε ξεροπήγαδα στην περιοχή Ασυρμάτου των Πετραλώνων, πάνω από τα ατταλιώτικα, ακόμη και νάρκες και όπλα.
“Ο Ύμνος των Σαλταδόρων”
Ένα ιστορικό τραγούδι, ο ύμνος των σαλταδόρων της 1ης Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζει πως κατόρθωνε ο λαός να επιβιώνει με πολυμήχανες μπαγαποντιές στους Γερμανούς. Ακούγοντας αυτό το ρεμπέτικο ύμνο σε διάφορες εκδοχές του μέχρι σήμερα και
κάνοντας τις αλληγορίες, τους συνειρμούς και τη μεταφορά του στα σημερινά δεδομένα, πρέπει να νιώσουμε την ανάγκη να «σαλτάρουμε» και πάρουμε αμπάριζα το σάπιο και το βρωμερό που μας καταδυναστεύει μέρα με τη μέρα. Το τραγούδι είναι του Μιχάλη Γενίτσαρη, αλλά ηχογραφήθηκε πρώτα από τον Γιώργο Κατσαρό στις ΗΠΑ το ’45 με άλλους στίχους, διασκευασμένο:
«Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε εκείνο που φοβήθηκα είν’ η κομαντατούρα.
Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα, πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε κι έτσι θα ξαναρεφάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε και την τσίκα θα φουμάρω.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε και την τσίκα θα φουμάρω. Γεια σου Κατσαρέ, γεια σου».
Η αυθεντική εκτέλεση βέβαια ανήκει στο μεγάλο Μιχάλη Γενίτσαρη:
Ο σαλταδόρος
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δούν για να φχαριστηθούνε
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί την εσαλτάρω
σε κανα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα γίνε ντου και σήκω φεύγα
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Αντίθετα, οι αισχροί και στυγνοί μαυραγορίτες και οι λαδάδες άρπαξαν περιουσίες για ένα μπουκάλι λάδι, αλλά κοίτα πως γίνεται, αυτοί βρέθηκαν φτιαγμένοι μετά το πόλεμο.
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία».
Το τραγούδι επανήλθε στο προσκήνιο με το δίσκο “Τα ρεμπέτικα της κατοχής” του Γ. Νταλάρα
ΤΟ ΞΥΠΟΛΥΤΟ ΤΑΓΜΑ 1953 full movie
ΠΗΓΗ
παιδικές ψυχές που ξεγελούσαν τα φασιστικά ντουφέκια, για ένα κομμάτι ψωμί. Και στην Κρήτη, παιδιά και έφηβοι συμμετείχαν με αυτό τον τρόπο στην Αντίσταση. Ξακουστές έχουν μείνει οι ιστορίες με τις συμμορίες των παιδιών που έκλεβαν από τα γερμανικά καμιόνια στη Γέφυρα του Κλαδισσού.
Οι σαλταδόροι ήταν δύο ειδών: Αυτοί που σαλτάρανε σε αυτοκίνητα, είτε φορτηγά, είτε επιβατηγά, είτε καμπριολέ και αυτοί που σαλτάρανε στα τρένα.Αυτοί που σαλτάρανε ήτανε πέντε – έξι. Αυτοί που έπιαναν τα κλοπιμαία; πολύ περισσότεροι. Κι είχαν δικούς τους κωδικούς για να συνενοούνται, οι μάγκες.σαν συμμορία: Λίιιιου, για τη συνάντησή τους, ντου ντου ντου που σήμαινε όρμα τώρα και χάπατες που προειδοποιούσε κίνδυνος, πρόσεχε. Έχασαν τη ζωή τους πολλοί σαλταδόροι, σε ριψοκίνδυνα σάλτα, όπως ο αρχισαλταδόρος ο Φώντας, που έγινε τραγούδι όταν σκοτώθηκε εκεί «στη στρίψη του Βοτανικού», όπου έκοβαν ταχύτητα τα γερμανικά καμιόνια, δίνοντας ευκαιρία για το ρεσάλτο. Ανηφόρες, στροφές και γραμμές τραμ, ήταν οι ευκαιρίες να κόψει το γερμανικό φορτηγό ταχύτητα και να σαλτάρουν τα ατρόμητα μορτάκια.
Και ο Τζίμης στην Πανεπιστημίου που πυροβολήθηκε εν ψυχρώ για μία κουραμάνα. Και άλλοι που άφησαν ιστορία, και οι περισσότεροι πέρασαν στον ΕΛΑΣ. Ο Μάκης που πρώτος έκλεψε όπλο για να το δώσει στην Αντίσταση στο Βύρωνα, οι τετραπέρατοι Πίκολο και Φιφίκος. Τα λάφυρα από τους γερμανούς, τα αποθήκευαν σε ξεροπήγαδα στην περιοχή Ασυρμάτου των Πετραλώνων, πάνω από τα ατταλιώτικα, ακόμη και νάρκες και όπλα.
“Ο Ύμνος των Σαλταδόρων”
Ένα ιστορικό τραγούδι, ο ύμνος των σαλταδόρων της 1ης Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζει πως κατόρθωνε ο λαός να επιβιώνει με πολυμήχανες μπαγαποντιές στους Γερμανούς. Ακούγοντας αυτό το ρεμπέτικο ύμνο σε διάφορες εκδοχές του μέχρι σήμερα και
κάνοντας τις αλληγορίες, τους συνειρμούς και τη μεταφορά του στα σημερινά δεδομένα, πρέπει να νιώσουμε την ανάγκη να «σαλτάρουμε» και πάρουμε αμπάριζα το σάπιο και το βρωμερό που μας καταδυναστεύει μέρα με τη μέρα. Το τραγούδι είναι του Μιχάλη Γενίτσαρη, αλλά ηχογραφήθηκε πρώτα από τον Γιώργο Κατσαρό στις ΗΠΑ το ’45 με άλλους στίχους, διασκευασμένο:
«Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε εκείνο που φοβήθηκα είν’ η κομαντατούρα.
Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα, πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε κι έτσι θα ξαναρεφάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε και την τσίκα θα φουμάρω.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε και την τσίκα θα φουμάρω. Γεια σου Κατσαρέ, γεια σου».
Η αυθεντική εκτέλεση βέβαια ανήκει στο μεγάλο Μιχάλη Γενίτσαρη:
Ο σαλταδόρος
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δούν για να φχαριστηθούνε
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί την εσαλτάρω
σε κανα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα γίνε ντου και σήκω φεύγα
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε
Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω
Αντίθετα, οι αισχροί και στυγνοί μαυραγορίτες και οι λαδάδες άρπαξαν περιουσίες για ένα μπουκάλι λάδι, αλλά κοίτα πως γίνεται, αυτοί βρέθηκαν φτιαγμένοι μετά το πόλεμο.
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία».
Το τραγούδι επανήλθε στο προσκήνιο με το δίσκο “Τα ρεμπέτικα της κατοχής” του Γ. Νταλάρα
ΤΟ ΞΥΠΟΛΥΤΟ ΤΑΓΜΑ 1953 full movie
ΠΗΓΗ