Νεκρή βρέθηκε πριν λίγες μέρες η Liz MacKean, η Βρετανίδα δημοσιογράφος, που είχε ξεσκεπάσει το κύκλωμα παιδόφιλων του BBC. Ίσως το όνομά της να χαθεί ανάμεσα σε άλλα, μπαίνοντας στη λίστα των ανθρώπων, που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για την αλήθεια, αλλά σίγουρα ονόματα σαν το δικό της θα υπάρχουν πάντα στη μνήμη αρκετών ανθρώπων. Ανάλογη περίπτωση με ομοίως τραγική κατάληξη ήταν η Βερόνικα Γκέριν, η δημοσιογράφος, που...
δολοφονήθηκε το απόγευμα της 26ης Ιουνίου 1996, γιατί είχε ενοχλήσει πολύ κάποιους Ιρλανδούς εμπόρους ναρκωτικών.
Πρώτα χρόνια
Η Βερόνικα Γκέριν, γνωστή με το παρατσούκλι «Ρόνι» στα παιδικά της χρόνια, ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του ιρλανδού λογιστή που ζούσε με την οικογένειά του στο πολύπαθο Δουβλίνο. Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1958 για να κάνει τη διαφορά στη μαχόμενη δημοσιογραφία.
Η Βερόνικα φοίτησε σε καθολικά σχολεία του Δουβλίνου και διακρίθηκε για τις αθλητικές της επιδόσεις σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Η φανατική σχέση της μάλιστα με το ποδόσφαιρο ήταν ξακουστή στους οικείους της...
Αλλάζοντας καριέρες
Αφού σπούδασε οικονομικά στο φημισμένο Trinity College, η Γκέριν εντάχθηκε στο δυναμικό του λογιστικού γραφείου του πατέρα της και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1983, χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας και η ίδια εγκαταλείπει τα λογιστικά κιτάπια για να ιδρύσει τη δική της εταιρία δημοσίων σχέσεων.
Εφτά χρόνια αργότερα, αναλαμβάνει την πρώτη της θέση ως συντάκτρια, καθώς το «μικρόβιο» της δημοσιογραφίας χτύπησε την ασίγαστη Γκέριν: απασχολείται στο οικονομικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Dublin's Sunday Business Post» και κατόπιν αναλαμβάνει θέση δημοσιογράφου στη «Sunday Tribune» του Δουβλίνου.
Ήταν το 1994 όταν η Γκέριν θα προσχωρούσε στην «Dublin Sunday Independent», στη μοιραία θέση της ρεπόρτερ στην εβδομαδιαία εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ιρλανδία. Σύντομα θα την απασχολήσει ερευνητικά το αστυνομικό ρεπορτάζ, όταν στο στόχαστρό της θα μπουν τα περίεργα εγκλήματα που συγκλόνιζαν τη χώρα.
Δεν θα πάρει πολύ στην Γκέριν να γίνει όνομα στους κύκλους της διεθνούς δημοσιογραφίας, μέσα από τα πύρινα άρθρα της που έψαχναν να ξεσκεπάσουν την αλήθεια για το οργανωμένο έγκλημα του Δουβλίνου, αλλά και τον ρόλο του υποκόσμου στα ολοένα και αυξανόμενα εγκλήματα των αναρίθμητων συμμοριών...
Διεισδυτική ρεπόρτερ
Η Γκέριν εξοργίστηκε τόσο από την αχαλίνωτη δράση του οργανωμένου εγκλήματος όσο και από την ανεπάρκεια των αστυνομικών Αρχών να συλλάβουν τους «νονούς» της πόλης, γι' αυτό και κήρυξε τον πόλεμο στον κόσμο των ναρκωτικών. Η ζωή της πια μπορεί να ιδωθεί ως μια ακάματη σταυροφορία για το γκρέμισμα του οργανωμένου εγκλήματος, μία γυναίκα δηλαδή ενάντια σε ένα άθλιο και διεφθαρμένο σύστημα, τα πλοκάμια του οποίου φτάνουν πολύ ψηλά στις κρατικές δομές.
Το ερευνητικό της στιλ -δεν είχε περάσει ποτέ από πανεπιστημιακές αίθουσες δημοσιογραφίας- ήταν ένας ιδανικός συνδυασμός επιμονής, τόλμης και πρωτοφανούς τσαγανού. Η ίδια έκανε το αυτοκίνητό της γραφείο, στην προσπάθειά της να ακολουθεί το ρεπορτάζ κατά πόδας, και δεν έλεγε να το εγκαταλείψει ούτε όταν όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοί της πήγαιναν για άλλα.
Όταν οι εγκληματικές ιστορίες έφευγαν από τα φώτα της δημοσιότητας και το στόχαστρο του Τύπου στόχευε πια αλλού, η Γκέριν επέμενε με απαράμιλλο πείσμα στην ίδια υπόθεση, γινόμενη σιγά-σιγά φόβος και τρόμος των ανθρώπων που ήθελε να ανακρίνει δημοσιογραφικά.
Συνήθιζε να στρατοπεδεύει για μέρες έξω από τις πόρτες των ατόμων που ήθελε να συνομιλήσει, μέχρι να αποσπάσει τελικά τη συναίνεσή τους για μια συνέντευξη, έστω και off the record. Και βέβαια οι πληροφορίες της δεν βασίζονταν μόνο στις αναφορές της αστυνομίας, αλλά σε κάτι που έμοιαζε τολμηρό και απερίσκεπτο ταυτοχρόνως επισκεπτόταν τους κακοποιούς κατ' ιδίαν, πείθοντας τελικά αρκετούς να της χαρίσουν πρωτοσέλιδα αλλά και αποκλειστικές λεπτομέρειες για τρανές εγκληματικές υποθέσεις της Ιρλανδίας.
Χαρακτηριστική ήταν επίσης η συνήθειά της να «βαφτίζει» τις πηγές της με ευφάνταστα ψευδώνυμα, όπως «Πιγκουίνος», «Καλόγερος», «Προπονητής» κ.λπ., που δεν ήταν φυσικά άλλοι από μικροαφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος που έπειθε να της μιλήσουν...
Η μαχόμενη δημοσιογραφία αποδεικνύεται άκρως επικίνδυνη
Τον Οκτώβριο του 1994 η Γκέριν έζησε από πρώτο χέρι τον σοβαρό αντίκτυπο της δουλειάς της όταν δύο σφαίρες πέρασαν από το παράθυρο του σπιτιού της, την ώρα που έπαιζε με τον μικρό της γιο. Το περιστατικό συνέβη έναν μόλις μήνα μετά την αποκλειστικότητά της για τη ζωή ιρλανδού «βαρόνου» των ναρκωτικών, που η ίδια ονόμασε «Στρατηγό», ο οποίος είχε βρεθεί νεκρός στο αυτοκίνητό του.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1995, επιστρέφοντας η Γκέριν στην οικία της ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με πληρωμένο εκτελεστή, ο οποίος αφού της κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, της χάρισε τελικά τη ζωή πυροβολώντας τη στον μηρό. Ο άντρας δεν συνελήφθη ποτέ, παρά το γεγονός ότι η Γκέριν ήταν σε θέση να τον αναγνωρίσει. Η δημοσιογράφος είχε μόλις ξεσκεπάσει άλλη μια ύποπτη υπόθεση με ληστεία 4,4 εκατ. δολαρίων κοντά στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, τη μεγαλύτερη σε λεία υφαρπαγή μετρητών στην εγκληματική ιστορία της Ιρλανδίας.
Αφού βγήκε από το νοσοκομείο και με τις γάζες ακόμα στο πόδι, αγγαρεύει τον σύζυγό της Graham Turley να την πάει να δει κάθε γνωστό και άγνωστο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος, μόνο και μόνο για να περάσει το μήνυμα ότι ήταν ακόμα ζωντανή και μαχόμενη!
Κι όταν ο εκδότης της εγκαθιστά σύστημα συναγερμού στην οικία της και η αστυνομία της παρέχει 24ωρη πλέον προστασία, η ίδια ματαιώνει όλα τα σχέδια των Αρχών λίγες μόλις μέρες μετά, καθώς ήταν εμπόδιο στη διεισδυτική δουλειά της.
Άλλο ένα περιστατικό στη μαχόμενη ζωή της θα λάβει χώρα τον Σεπτέμβριο του 1995, όταν επισκέφθηκε πρώην κρατούμενο και «βαρόνο» των ναρκωτικών στη φάρμα του για να τον «ανακρίνει» πώς μπορούσε να διατηρεί τον πλούσιο τρόπο ζωής του χωρίς εμφανή εισοδήματα. Ο «νονός» John Gilligan απάντησε σκίζοντάς τη το πουκάμισο -ελέγχοντας για «κοριούς»- και ξυλοκοπώντας τη βάναυσα. Σε τηλεφώνημά του μάλιστα τις προσεχείς ημέρες στο νοσοκομείο, την απειλεί ανοιχτά ότι θα σκοτώσει την ίδια και τους οικείους της αν δημοσίευε οτιδήποτε γι' αυτόν.
Παρά τις συνεχείς απειλές, η ίδια ένιωθε άτρωτη, καθώς θεώρησε πως οι σχέσεις που είχε αναπτύξει με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος της παρείχαν μια ιδιότυπη ασυλία: «δεν είναι και πολύ εύκολο να σκοτώσουν κάποιον που ξέρουν καλά», εξομολογείται η Γκέριν σε συνέντευξή της.
Η τόλμη και η επιμονή της επιβραβεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1995 με το περίφημο βραβείο International Press Freedom Award από το Committee to Protect Journalists...
Η δολοφονία που επηρέασε ένα έθνος
Ήταν το απόγευμα της 26ης Ιουνίου 1996 όταν η Γκέριν σταμάτησε σε φανάρι σε προάστιο του Δουβλίνου για να κάνει ένα τηλεφώνημα από το κινητό της. Δύο άντρες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα την προσέγγισαν και ο ένας άνοιξε πυρ, πυροβολώντας τη δημοσιογράφο πέντε φορές στον λαιμό και το στέρνο, στέλνοντάς τη σχεδόν άμεσα στον χαμό. Οι εκτελεστές εγκατέλειψαν τη σκηνή του εγκλήματος ανενόχλητοι...
Η ιρλανδική κοινή γνώμη αντέδρασε στην είδηση για τον θάνατο της αγαπημένης ρεπόρτερ με θλίψη και θυμό, κατακλύζοντας το παρεκκλήσι όπου τελέστηκε η κηδεία της. Στη νεκρώσιμη ακολουθία παρευρέθηκε σύσσωμη η πολιτειακή ηγεσία της Ιρλανδίας, περιλαμβανομένου του πρωθυπουργού, του προέδρου της Δημοκρατίας και των επιτελαρχών των ενόπλων δυνάμεων.
Από την αρχή εξάλλου κανείς δεν είχε αμφιβολία ότι η Γκέριν έπεσε στο καθήκον, θύμα των πληρωμένων εκτελεστών του οργανωμένου εγκλήματος που τόσο αψήφησε στην επαγγελματική της καριέρα. Όσο για τις έρευνες μεγάλης κλίμακας που εγκαινίασε η αστυνομία για τη δολοφονία της ρεπόρτερ, κατάφεραν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς να συλλάβουν έναν άντρα, τον Paul Ward, με κατηγορίες για την εμπλοκή του στην εκτέλεση της Γκέριν.
Και βέβαια ο θάνατός της λειτούργησε ως μοχλός για μια σειρά μέτρων, καταμεσής της δριμείας κριτικής του Τύπου και της κοινής γνώμης για την πλημμελή προστασία της από την αστυνομία. Οι ιθύνοντες της «Sunday Independent» ανακοίνωσαν λίγο αργότερα την καλύτερη φύλαξη των δημοσιογράφων της που δούλευαν πάνω σε επικίνδυνες υποθέσεις, την ίδια στιγμή που ξεκίνησαν στο ιρλανδικό κοινοβούλιο συζητήσεις για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος και των νόμων που έπρεπε να ψηφιστούν για τη διευκόλυνση της αστυνομίας στη σύλληψη των βαρόνων του υποκόσμου.
Τα νέα και αυστηρότερα μέτρα ανάγκασαν ουκ ολίγους ιρλανδούς «νονούς» να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα, ενώ σε άλλη μια ευχάριστη τροπή που πυροδότησε η τραγική δολοφονία της Γκέριν, εμφανίστηκαν στις φτωχογειτονιές «πολιτοφυλακές» για την προστασία των παιδιών από τον ζοφερό κόσμο των ναρκωτικών...
Παρά το γεγονός ότι τα χρονικά της Γκέριν στη δημοσιογραφία μέτρησαν μόλις 6 χρόνια δουλειάς, κατάφερε όχι μόνο να γίνει ένα από τα διαπρεπή αστέρια του χώρου, αλλά και όχημα για κοινωνική αλλαγή...
Διαβάστε ακόμη
δολοφονήθηκε το απόγευμα της 26ης Ιουνίου 1996, γιατί είχε ενοχλήσει πολύ κάποιους Ιρλανδούς εμπόρους ναρκωτικών.
Πρώτα χρόνια
Η Βερόνικα Γκέριν, γνωστή με το παρατσούκλι «Ρόνι» στα παιδικά της χρόνια, ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του ιρλανδού λογιστή που ζούσε με την οικογένειά του στο πολύπαθο Δουβλίνο. Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1958 για να κάνει τη διαφορά στη μαχόμενη δημοσιογραφία.
Η Βερόνικα φοίτησε σε καθολικά σχολεία του Δουβλίνου και διακρίθηκε για τις αθλητικές της επιδόσεις σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Η φανατική σχέση της μάλιστα με το ποδόσφαιρο ήταν ξακουστή στους οικείους της...
Αλλάζοντας καριέρες
Αφού σπούδασε οικονομικά στο φημισμένο Trinity College, η Γκέριν εντάχθηκε στο δυναμικό του λογιστικού γραφείου του πατέρα της και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1983, χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας και η ίδια εγκαταλείπει τα λογιστικά κιτάπια για να ιδρύσει τη δική της εταιρία δημοσίων σχέσεων.
Εφτά χρόνια αργότερα, αναλαμβάνει την πρώτη της θέση ως συντάκτρια, καθώς το «μικρόβιο» της δημοσιογραφίας χτύπησε την ασίγαστη Γκέριν: απασχολείται στο οικονομικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Dublin's Sunday Business Post» και κατόπιν αναλαμβάνει θέση δημοσιογράφου στη «Sunday Tribune» του Δουβλίνου.
Ήταν το 1994 όταν η Γκέριν θα προσχωρούσε στην «Dublin Sunday Independent», στη μοιραία θέση της ρεπόρτερ στην εβδομαδιαία εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ιρλανδία. Σύντομα θα την απασχολήσει ερευνητικά το αστυνομικό ρεπορτάζ, όταν στο στόχαστρό της θα μπουν τα περίεργα εγκλήματα που συγκλόνιζαν τη χώρα.
Δεν θα πάρει πολύ στην Γκέριν να γίνει όνομα στους κύκλους της διεθνούς δημοσιογραφίας, μέσα από τα πύρινα άρθρα της που έψαχναν να ξεσκεπάσουν την αλήθεια για το οργανωμένο έγκλημα του Δουβλίνου, αλλά και τον ρόλο του υποκόσμου στα ολοένα και αυξανόμενα εγκλήματα των αναρίθμητων συμμοριών...
Διεισδυτική ρεπόρτερ
Η Γκέριν εξοργίστηκε τόσο από την αχαλίνωτη δράση του οργανωμένου εγκλήματος όσο και από την ανεπάρκεια των αστυνομικών Αρχών να συλλάβουν τους «νονούς» της πόλης, γι' αυτό και κήρυξε τον πόλεμο στον κόσμο των ναρκωτικών. Η ζωή της πια μπορεί να ιδωθεί ως μια ακάματη σταυροφορία για το γκρέμισμα του οργανωμένου εγκλήματος, μία γυναίκα δηλαδή ενάντια σε ένα άθλιο και διεφθαρμένο σύστημα, τα πλοκάμια του οποίου φτάνουν πολύ ψηλά στις κρατικές δομές.
Το ερευνητικό της στιλ -δεν είχε περάσει ποτέ από πανεπιστημιακές αίθουσες δημοσιογραφίας- ήταν ένας ιδανικός συνδυασμός επιμονής, τόλμης και πρωτοφανούς τσαγανού. Η ίδια έκανε το αυτοκίνητό της γραφείο, στην προσπάθειά της να ακολουθεί το ρεπορτάζ κατά πόδας, και δεν έλεγε να το εγκαταλείψει ούτε όταν όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοί της πήγαιναν για άλλα.
Όταν οι εγκληματικές ιστορίες έφευγαν από τα φώτα της δημοσιότητας και το στόχαστρο του Τύπου στόχευε πια αλλού, η Γκέριν επέμενε με απαράμιλλο πείσμα στην ίδια υπόθεση, γινόμενη σιγά-σιγά φόβος και τρόμος των ανθρώπων που ήθελε να ανακρίνει δημοσιογραφικά.
Συνήθιζε να στρατοπεδεύει για μέρες έξω από τις πόρτες των ατόμων που ήθελε να συνομιλήσει, μέχρι να αποσπάσει τελικά τη συναίνεσή τους για μια συνέντευξη, έστω και off the record. Και βέβαια οι πληροφορίες της δεν βασίζονταν μόνο στις αναφορές της αστυνομίας, αλλά σε κάτι που έμοιαζε τολμηρό και απερίσκεπτο ταυτοχρόνως επισκεπτόταν τους κακοποιούς κατ' ιδίαν, πείθοντας τελικά αρκετούς να της χαρίσουν πρωτοσέλιδα αλλά και αποκλειστικές λεπτομέρειες για τρανές εγκληματικές υποθέσεις της Ιρλανδίας.
Χαρακτηριστική ήταν επίσης η συνήθειά της να «βαφτίζει» τις πηγές της με ευφάνταστα ψευδώνυμα, όπως «Πιγκουίνος», «Καλόγερος», «Προπονητής» κ.λπ., που δεν ήταν φυσικά άλλοι από μικροαφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος που έπειθε να της μιλήσουν...
Η μαχόμενη δημοσιογραφία αποδεικνύεται άκρως επικίνδυνη
Τον Οκτώβριο του 1994 η Γκέριν έζησε από πρώτο χέρι τον σοβαρό αντίκτυπο της δουλειάς της όταν δύο σφαίρες πέρασαν από το παράθυρο του σπιτιού της, την ώρα που έπαιζε με τον μικρό της γιο. Το περιστατικό συνέβη έναν μόλις μήνα μετά την αποκλειστικότητά της για τη ζωή ιρλανδού «βαρόνου» των ναρκωτικών, που η ίδια ονόμασε «Στρατηγό», ο οποίος είχε βρεθεί νεκρός στο αυτοκίνητό του.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1995, επιστρέφοντας η Γκέριν στην οικία της ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με πληρωμένο εκτελεστή, ο οποίος αφού της κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, της χάρισε τελικά τη ζωή πυροβολώντας τη στον μηρό. Ο άντρας δεν συνελήφθη ποτέ, παρά το γεγονός ότι η Γκέριν ήταν σε θέση να τον αναγνωρίσει. Η δημοσιογράφος είχε μόλις ξεσκεπάσει άλλη μια ύποπτη υπόθεση με ληστεία 4,4 εκατ. δολαρίων κοντά στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, τη μεγαλύτερη σε λεία υφαρπαγή μετρητών στην εγκληματική ιστορία της Ιρλανδίας.
Αφού βγήκε από το νοσοκομείο και με τις γάζες ακόμα στο πόδι, αγγαρεύει τον σύζυγό της Graham Turley να την πάει να δει κάθε γνωστό και άγνωστο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος, μόνο και μόνο για να περάσει το μήνυμα ότι ήταν ακόμα ζωντανή και μαχόμενη!
Κι όταν ο εκδότης της εγκαθιστά σύστημα συναγερμού στην οικία της και η αστυνομία της παρέχει 24ωρη πλέον προστασία, η ίδια ματαιώνει όλα τα σχέδια των Αρχών λίγες μόλις μέρες μετά, καθώς ήταν εμπόδιο στη διεισδυτική δουλειά της.
Άλλο ένα περιστατικό στη μαχόμενη ζωή της θα λάβει χώρα τον Σεπτέμβριο του 1995, όταν επισκέφθηκε πρώην κρατούμενο και «βαρόνο» των ναρκωτικών στη φάρμα του για να τον «ανακρίνει» πώς μπορούσε να διατηρεί τον πλούσιο τρόπο ζωής του χωρίς εμφανή εισοδήματα. Ο «νονός» John Gilligan απάντησε σκίζοντάς τη το πουκάμισο -ελέγχοντας για «κοριούς»- και ξυλοκοπώντας τη βάναυσα. Σε τηλεφώνημά του μάλιστα τις προσεχείς ημέρες στο νοσοκομείο, την απειλεί ανοιχτά ότι θα σκοτώσει την ίδια και τους οικείους της αν δημοσίευε οτιδήποτε γι' αυτόν.
Παρά τις συνεχείς απειλές, η ίδια ένιωθε άτρωτη, καθώς θεώρησε πως οι σχέσεις που είχε αναπτύξει με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος της παρείχαν μια ιδιότυπη ασυλία: «δεν είναι και πολύ εύκολο να σκοτώσουν κάποιον που ξέρουν καλά», εξομολογείται η Γκέριν σε συνέντευξή της.
Η τόλμη και η επιμονή της επιβραβεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1995 με το περίφημο βραβείο International Press Freedom Award από το Committee to Protect Journalists...
Η δολοφονία που επηρέασε ένα έθνος
Ήταν το απόγευμα της 26ης Ιουνίου 1996 όταν η Γκέριν σταμάτησε σε φανάρι σε προάστιο του Δουβλίνου για να κάνει ένα τηλεφώνημα από το κινητό της. Δύο άντρες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα την προσέγγισαν και ο ένας άνοιξε πυρ, πυροβολώντας τη δημοσιογράφο πέντε φορές στον λαιμό και το στέρνο, στέλνοντάς τη σχεδόν άμεσα στον χαμό. Οι εκτελεστές εγκατέλειψαν τη σκηνή του εγκλήματος ανενόχλητοι...
Η ιρλανδική κοινή γνώμη αντέδρασε στην είδηση για τον θάνατο της αγαπημένης ρεπόρτερ με θλίψη και θυμό, κατακλύζοντας το παρεκκλήσι όπου τελέστηκε η κηδεία της. Στη νεκρώσιμη ακολουθία παρευρέθηκε σύσσωμη η πολιτειακή ηγεσία της Ιρλανδίας, περιλαμβανομένου του πρωθυπουργού, του προέδρου της Δημοκρατίας και των επιτελαρχών των ενόπλων δυνάμεων.
Από την αρχή εξάλλου κανείς δεν είχε αμφιβολία ότι η Γκέριν έπεσε στο καθήκον, θύμα των πληρωμένων εκτελεστών του οργανωμένου εγκλήματος που τόσο αψήφησε στην επαγγελματική της καριέρα. Όσο για τις έρευνες μεγάλης κλίμακας που εγκαινίασε η αστυνομία για τη δολοφονία της ρεπόρτερ, κατάφεραν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς να συλλάβουν έναν άντρα, τον Paul Ward, με κατηγορίες για την εμπλοκή του στην εκτέλεση της Γκέριν.
Και βέβαια ο θάνατός της λειτούργησε ως μοχλός για μια σειρά μέτρων, καταμεσής της δριμείας κριτικής του Τύπου και της κοινής γνώμης για την πλημμελή προστασία της από την αστυνομία. Οι ιθύνοντες της «Sunday Independent» ανακοίνωσαν λίγο αργότερα την καλύτερη φύλαξη των δημοσιογράφων της που δούλευαν πάνω σε επικίνδυνες υποθέσεις, την ίδια στιγμή που ξεκίνησαν στο ιρλανδικό κοινοβούλιο συζητήσεις για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος και των νόμων που έπρεπε να ψηφιστούν για τη διευκόλυνση της αστυνομίας στη σύλληψη των βαρόνων του υποκόσμου.
Τα νέα και αυστηρότερα μέτρα ανάγκασαν ουκ ολίγους ιρλανδούς «νονούς» να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα, ενώ σε άλλη μια ευχάριστη τροπή που πυροδότησε η τραγική δολοφονία της Γκέριν, εμφανίστηκαν στις φτωχογειτονιές «πολιτοφυλακές» για την προστασία των παιδιών από τον ζοφερό κόσμο των ναρκωτικών...
Παρά το γεγονός ότι τα χρονικά της Γκέριν στη δημοσιογραφία μέτρησαν μόλις 6 χρόνια δουλειάς, κατάφερε όχι μόνο να γίνει ένα από τα διαπρεπή αστέρια του χώρου, αλλά και όχημα για κοινωνική αλλαγή...
Διαβάστε ακόμη