Πριν δυο χρόνια, ήμουν στην Ισπανία, στο Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλλα, όπου ηχογραφήσαμε ένα δίσκο (που ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει) και κάναμε και κάποιες συναυλίες. Γυρίσαμε και μια ταινία μικρού μήκους!
Έμενα στο σπίτι του Ράφα, του φωτογράφου και κινηματογραφιστή και...
της κοπέλας του της Ροθίο. Τα καλύτερα παιδιά και πραγματικά φοβεροί καλλιτέχνες. Ο Ράφα είναι μεγάλη ταλεντάρα. Και ως φωτογράφος και ως κινηματογραφιστής. Τέλοςπάντων..
Τα παιδιά τσακίστηκαν να με κάνουν να νιώσω άνετα, να με περιποιηθούν, με σκλάβωσαν πραγματικά! Πρώτη φορά τους έβλεπα, αλλά γίναμε αμέσως φίλοι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο ντροπαλοί και αυθεντικά καλοί άνθρωποι ήταν. Θα μπορούσα να πω κάνα δυο περιστατικά, αλλά δεν θέλω να μακρυγορήσω. Θέλω μόνο ένα να πω.
Ένα βράδυ, είχαμε τελειώσει και την ηχογράφηση και τα γυρίσματα και γιορτάζαμε τρόπον τινά, τα πίναμε σε ένα από τα αναρίθμητα μπαράκια του Σαντιάγκο. Σε κάποια στιγμή, έφτασε η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι. Λέω, ¨μισό λεπτό να κατουρήσω και φεύγουμε¨ Ο Ράφα, που είχε πιει αρκετά και είχε ευθυμήσει, μου λέει, ¨Α όχι! Μην κατουρήσεις εδώ!¨.
¨Γιατί;¨ του λέω. ¨Δεν κατουράμε εδώ στο Σαντιάγκο!¨μου λέει. ¨Πάμε και θα σου πω που θα κατουρήσεις¨ Η Ροθίο άρχισε να ψιλογελάει. ¨Ναι¨ μου είπε κι αυτή. ¨Πάμε, θα κατουρήσεις εκεί που κατουράμε όλοι στο Σαντιάγκο, όχι εδώ¨
¨ρε παιδιά, τι μου λέτε; Κατουριέμαι¨ Τους είπα.
¨'οχι όχι¨ επέμεναν. ¨Θα δεις, έλα
Υπάκουσα, καθώς τα παιδιά δεν ήταν οι τύποι που θα με έβαζαν σε καψόνι μόνο και μόνο για να γελάσουν μετά με την ευπιστία μου.
Αρχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι. Ψιλοέβρεχε και η ανηφόρες του Σαντιάγκο άρχισαν να θέτουν υπό σοβαρή δοκιμασία την κύστη μου. ¨Ρε παιδιά, κατουριέμαι, που πάμε;¨ Τα παιδιά γελούσαν. ¨Κρατήσου, φτάνουμε¨
Έλα που δεν φτάναμε όμως. ¨Παιδιά, θα μπω σ αυτό το μπαρ να κατουρήσω¨ Τα παιδιά είχανε ξεκαρδιστεί. ¨φτάσαμε φτάσαμε, περίμενε!¨
Πραγματικά είχα αρχίσει να αμφιβάλλω αν δεν με δουλεύανε χοντρά. Σε μια δόση, ο Ράφα σταμάτησε μπροστά από έναν μαντρότοιχο που περίκλειε μια εκκλησία και ένα μεγάλο σπίτι. Γύρισε και με κοίταξε.
¨Εδώ¨ μου είπε χαμογελώντας, ¨έμενε παλιά, στον εμφύλιο ένας παπάς. Βέβαια το σπίτι του ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που βλέπεις τώρα. Αλλά αυτός ο παπας, τα είχε καλά με το καθεστώς του Φράνκο. Κάρφωνε κόσμο δηλαδή... Σιγά σιγά άρχισε να καρφώνει τους γείτονες ως κομμουνιστές ή αναρχικούς. Ο στρατός τους εκτελούσε, χωρίς να ρωτάει και πολλά πολλά κι αυτός έπαιρνε τις περιουσίες τους για να χτίσει μια εκκλησία. Αυτήν την εκκλησία που βλέπεις. Την έχτισε όντως! Δίπλα, έχτισε κι αυτή τη σπιταρόνα για τον εαυτό του. Κάρφωσε πολύ κόσμο ο παππάς αυτός και όχι μόνο κομμουνιστές, αλλά και κόσμο άσχετο, απλά επειδή ήθελε το οικόπεδο τους.¨ Κι ύστερα ο Ράφα, μου χαμογέλασε πλατιά και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. ¨Εμεις στο Σαντιάγκο, εδώ κατουράμε¨ μου είπε.
*Φωτογραφία: Από anastasiosds.blogspot.com
Έμενα στο σπίτι του Ράφα, του φωτογράφου και κινηματογραφιστή και...
της κοπέλας του της Ροθίο. Τα καλύτερα παιδιά και πραγματικά φοβεροί καλλιτέχνες. Ο Ράφα είναι μεγάλη ταλεντάρα. Και ως φωτογράφος και ως κινηματογραφιστής. Τέλοςπάντων..
Τα παιδιά τσακίστηκαν να με κάνουν να νιώσω άνετα, να με περιποιηθούν, με σκλάβωσαν πραγματικά! Πρώτη φορά τους έβλεπα, αλλά γίναμε αμέσως φίλοι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο ντροπαλοί και αυθεντικά καλοί άνθρωποι ήταν. Θα μπορούσα να πω κάνα δυο περιστατικά, αλλά δεν θέλω να μακρυγορήσω. Θέλω μόνο ένα να πω.
Ένα βράδυ, είχαμε τελειώσει και την ηχογράφηση και τα γυρίσματα και γιορτάζαμε τρόπον τινά, τα πίναμε σε ένα από τα αναρίθμητα μπαράκια του Σαντιάγκο. Σε κάποια στιγμή, έφτασε η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι. Λέω, ¨μισό λεπτό να κατουρήσω και φεύγουμε¨ Ο Ράφα, που είχε πιει αρκετά και είχε ευθυμήσει, μου λέει, ¨Α όχι! Μην κατουρήσεις εδώ!¨.
¨Γιατί;¨ του λέω. ¨Δεν κατουράμε εδώ στο Σαντιάγκο!¨μου λέει. ¨Πάμε και θα σου πω που θα κατουρήσεις¨ Η Ροθίο άρχισε να ψιλογελάει. ¨Ναι¨ μου είπε κι αυτή. ¨Πάμε, θα κατουρήσεις εκεί που κατουράμε όλοι στο Σαντιάγκο, όχι εδώ¨
¨ρε παιδιά, τι μου λέτε; Κατουριέμαι¨ Τους είπα.
¨'οχι όχι¨ επέμεναν. ¨Θα δεις, έλα
Υπάκουσα, καθώς τα παιδιά δεν ήταν οι τύποι που θα με έβαζαν σε καψόνι μόνο και μόνο για να γελάσουν μετά με την ευπιστία μου.
Αρχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι. Ψιλοέβρεχε και η ανηφόρες του Σαντιάγκο άρχισαν να θέτουν υπό σοβαρή δοκιμασία την κύστη μου. ¨Ρε παιδιά, κατουριέμαι, που πάμε;¨ Τα παιδιά γελούσαν. ¨Κρατήσου, φτάνουμε¨
Έλα που δεν φτάναμε όμως. ¨Παιδιά, θα μπω σ αυτό το μπαρ να κατουρήσω¨ Τα παιδιά είχανε ξεκαρδιστεί. ¨φτάσαμε φτάσαμε, περίμενε!¨
Πραγματικά είχα αρχίσει να αμφιβάλλω αν δεν με δουλεύανε χοντρά. Σε μια δόση, ο Ράφα σταμάτησε μπροστά από έναν μαντρότοιχο που περίκλειε μια εκκλησία και ένα μεγάλο σπίτι. Γύρισε και με κοίταξε.
¨Εδώ¨ μου είπε χαμογελώντας, ¨έμενε παλιά, στον εμφύλιο ένας παπάς. Βέβαια το σπίτι του ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που βλέπεις τώρα. Αλλά αυτός ο παπας, τα είχε καλά με το καθεστώς του Φράνκο. Κάρφωνε κόσμο δηλαδή... Σιγά σιγά άρχισε να καρφώνει τους γείτονες ως κομμουνιστές ή αναρχικούς. Ο στρατός τους εκτελούσε, χωρίς να ρωτάει και πολλά πολλά κι αυτός έπαιρνε τις περιουσίες τους για να χτίσει μια εκκλησία. Αυτήν την εκκλησία που βλέπεις. Την έχτισε όντως! Δίπλα, έχτισε κι αυτή τη σπιταρόνα για τον εαυτό του. Κάρφωσε πολύ κόσμο ο παππάς αυτός και όχι μόνο κομμουνιστές, αλλά και κόσμο άσχετο, απλά επειδή ήθελε το οικόπεδο τους.¨ Κι ύστερα ο Ράφα, μου χαμογέλασε πλατιά και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. ¨Εμεις στο Σαντιάγκο, εδώ κατουράμε¨ μου είπε.
*Φωτογραφία: Από anastasiosds.blogspot.com