Στις 26 του Αυγούστου 1948, μετά από απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου της Αθήνας που την είχε καταδικάσει σε θάνατο, εκτελέστηκε η 24χρονη κομμουνίστρια καθηγήτρια φυσικομαθηματικών Ισμήνη Σιδηροπούλου, που κρατούνταν φυλακισμένη στις...
Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ.
Μαθήτρια στη σχολή του Δημήτρη Γληνού, η Ισμήνη Σιδηροπούλου συνέδεσε τη ζωή της με τον αγώνα για μια κοινωνία χωρίς πείνα, πόλεμο και εκμετάλλευση, για το δικαίωμα όλων των παιδιών στη μόρφωση.
Η Ισμήνη Σιδηροπούλου βάδισε αταλάντευτα μπροστά στις δυσκολίες, δουλεύοντας πάντα ακούραστα σε κάθε κομματικό καθήκον που αναλάμβανε. Με τον τρόπο που έζησε και την πλούσια αγωνιστική της δράση, έβαλε κι εκείνη το λιθαράκι της σε μια ηρωική στιγμή της πάλης του Κόμματος, που διδάσκει, προσφέρει ιδεολογικοπολιτικά συμπεράσματα, για τη στάση της νέας γυναίκας, ιδιαίτερα της κομμουνίστριας, στην πάλη, σε γραμμή ρήξης και σύγκρουσης με την καπιταλιστική εξουσία.
Από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση “Θα νικήσουμε” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982) μεταφέρουμε το απόσπασμα που ακολουθεί. Ο τίτλος της ανάρτησης είναι φράση από το γράμμα της Ισμήνης προς τις μαθήτριές της, πριν φύγει για τον τόπο της εκτέλεσης…
Κάτω απ’ τα τριάντα της η Ισμήνη Σιδηροπούλου τότε. Καθηγήτρια μαθηματικών και δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Εργασίας. Δραστήριο μέλος του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης. Καταδικάστηκε με το Γ/1946 ψήφισμα σε θάνατο. Και θα περιμένει και θα υπομένει μαζί με τις συντρόφισσές της…στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές, η Ισμήνη. Θα περιμένει αγωνιστικά τη σειρά της, στρέφοντας όχι σπάνια τη μνήμη της στην προβληματική αδελφή της. Τη μόνη ύπαρξη, απροστάτευτη, που ’χε μείνει απ’ την οικογένειά της…
Θα περιμένει η Ισμήνη, θα περιμένει τη σειρά της έτοιμη κάθε λεφτό… Θα περιμένει κι άλλο; Μήπως, αλήθεια, την ξέχασαν;
Μα όχι!
Ένα σούρουπο μουντό την κάλεσε ο θάνατος κοντά του…για να πληρώσει την «οφειλή» της…
Πολύ δεν έζησες Ισμήνη; Είκοσι οκτώ χρόνια είναι πολλά για σένα; Τι να την κάνεις εσύ πιο πέρα τη ζωή…
Την κάλεσε ο χάρος την Ισμήνη! Κι ήταν το κάλεσμά του γι’ αυτήν όχι και τόσο συγκλονιστικό. Απλό, πολύ απλό θα έλεγα…Κάποιο αόρατο, σχεδόν, γνέψιμο από μια δεσμοφύλακα. Κάποιο σιγανομίλημα μαζί της στο κεφαλόσκαλο του θαλάμου…Βιάστηκε ύστερα από κείνη την «πρόσκληση» η Ισμήνη. Βιάστηκε για να μη χάσει το τραίνο…Μήπως άραγε το ’χε στο νου της κείνη τη στιγμή, το επεισόδιο εκείνο της ζωής της, όταν περιμένοντας στο σταθμό το τραίνο για να φύγει στο βουνό πήγαν οι χαφιέδες και την έπιασαν; Ποιος το ξέρει! Ποιος μπορούσε να τη ρωτήσει τι έχει στο μυαλό της εκείνη τη Μεγάλη Στιγμή;
Πάντως, έτσι είτε αλλιώς, η Ισμήνη πήγε, τρέχοντας σχεδόν στη θέση της…Άνοιξε τη βαλίτσα της ξεσκάλισε προσεχτικά κι έβγαλε απ’ το βάθος ένα κάτασπρο μεταξωτό φόρεμα, τ’ άφησε να ξεδιπλωθεί όμορφα σαν να ’θελε να το δουν – πριν το φορέσει – οι συντρόφισσές της.
Πολλές την παρακολουθούσαν ανύποπτες. Ίσως να σκέφτηκαν κάποιο επισκεπτήριο…Ίσως και κάτι άλλο, πιο σημαντικό.
…Άνοιξε η Ισμήνη το φόρεμα και το κοίταξε προσεχτικά πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κανένα ψεγάδι…Έτσι σαν νύφη στολισμένη…μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια στ’ αριστερό της χέρι πορεύτηκε αργά για να προλάβει να χαιρετίσει φιλώντας σταυρωτά μια μια όλες τις συντρόφισσές της…Και κείνες που τώρα το ’χαν πια στο μεταξύ όλες πληροφορηθεί περίμεναν αραδιαστά στις θέσεις τους η κάθε μια. Κι έκαναν πέτρα την καρδιά τους μην τις προδόσουν τα δάκρυά τους που ανέβαιναν στα μάτια τους σαν βρύση. Περίμεναν να σφικταγκαλιαστούνε στον ύστατο χαιρετισμό.
Κι αφού εκπλήρωσε το χρέος και με την τελευταία συντρόφισσά της, η Ισμήνη, προχώρησε προς την έξοδο του θαλάμου. Εκεί την καρτερεί στηλωμένη στη θέση της η δεσμοφύλακάς της…Ώρα πολύ την καρτερεί, όχι και τόσο ψυχρά όπως θα ’χε διδαχτεί να καρτερεί σ’ ανάλογες περιστάσεις…
Κι η πέτρα θα ράγιζε! Όχι η όποια ανθρώπινη καρδιά.
Μα πριν της πει «Έτοιμη πάμε», η Ισμήνη γυρνά για άλλη μια φορά να δει, λες και θέλει να κλείσει για πάντα στην καρδιά της εκείνο το χώρο που τη φιλοξένησε στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Να πάρει μαζί της, στην αιώνια θύμησή της, όλα εκείνα τα πράματα και τα πιο τιποτένια, που ’φερνε μέσα του αγόγγυστα ο θάλαμος! Προπάντων, για να κλείσει όσο γίνεται πιο βαθιά μέσα στην ψυχή της, όλες τις παραστάτριες μορφές, όλες τις συντρόφισσές της για να τις φέρει μαζί, αχώριστη συντροφιά της στο μακρινό της ταξίδι.
Ικανοποιήθηκε φαίνεται πολύ απ’ αυτό το ύστατο θέαμα της ζωής της η Ισμήνη. Κι έστειλε σ’ όλες το τελευταίο ανοιχτόκαρδο χαμόγελό της, μαζί και τα πεταχτά, μέσα απ’ την καρδιά, φιλιά της…Κι έτσι αποχαιρέτησε και τα τελευταία απομεινάρια…της περιουσίας της, π’ άφηνε εκεί, θυμητήρι αξέχαστο της σεμνής και λιτής ζωής της…
Φεύγοντας σήκωσε το μπουκέτο με τα λουλούδια και το κουνούσε δώθε – κείθε σαν να ξανέμιζε τ’ άσπρο μαντήλι της πάνω απ’ την κουπαστή κάποιου υπερωκεάνιου που ’χε κιόλας σαλπάρει για χώρα μακρινή.
Έτσι βάδισε στο θάνατο η Ισμήνη Σιδηροπούλου ενώ όλη η φυλακή βρισκόταν στο πόδι από κείνη τη στιγμή κι όλη τη νύχτα με τραγούδια του αγώνα για να της ανταποδόσει το χαιρετισμό και να της κρατήσει συντροφιά στην τελευταία νύχτα της ζωής της.
katiousa
Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ.
Μαθήτρια στη σχολή του Δημήτρη Γληνού, η Ισμήνη Σιδηροπούλου συνέδεσε τη ζωή της με τον αγώνα για μια κοινωνία χωρίς πείνα, πόλεμο και εκμετάλλευση, για το δικαίωμα όλων των παιδιών στη μόρφωση.
Η Ισμήνη Σιδηροπούλου βάδισε αταλάντευτα μπροστά στις δυσκολίες, δουλεύοντας πάντα ακούραστα σε κάθε κομματικό καθήκον που αναλάμβανε. Με τον τρόπο που έζησε και την πλούσια αγωνιστική της δράση, έβαλε κι εκείνη το λιθαράκι της σε μια ηρωική στιγμή της πάλης του Κόμματος, που διδάσκει, προσφέρει ιδεολογικοπολιτικά συμπεράσματα, για τη στάση της νέας γυναίκας, ιδιαίτερα της κομμουνίστριας, στην πάλη, σε γραμμή ρήξης και σύγκρουσης με την καπιταλιστική εξουσία.
Από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση “Θα νικήσουμε” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982) μεταφέρουμε το απόσπασμα που ακολουθεί. Ο τίτλος της ανάρτησης είναι φράση από το γράμμα της Ισμήνης προς τις μαθήτριές της, πριν φύγει για τον τόπο της εκτέλεσης…
Κάτω απ’ τα τριάντα της η Ισμήνη Σιδηροπούλου τότε. Καθηγήτρια μαθηματικών και δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Εργασίας. Δραστήριο μέλος του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης. Καταδικάστηκε με το Γ/1946 ψήφισμα σε θάνατο. Και θα περιμένει και θα υπομένει μαζί με τις συντρόφισσές της…στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές, η Ισμήνη. Θα περιμένει αγωνιστικά τη σειρά της, στρέφοντας όχι σπάνια τη μνήμη της στην προβληματική αδελφή της. Τη μόνη ύπαρξη, απροστάτευτη, που ’χε μείνει απ’ την οικογένειά της…
Θα περιμένει η Ισμήνη, θα περιμένει τη σειρά της έτοιμη κάθε λεφτό… Θα περιμένει κι άλλο; Μήπως, αλήθεια, την ξέχασαν;
Μα όχι!
Ένα σούρουπο μουντό την κάλεσε ο θάνατος κοντά του…για να πληρώσει την «οφειλή» της…
Πολύ δεν έζησες Ισμήνη; Είκοσι οκτώ χρόνια είναι πολλά για σένα; Τι να την κάνεις εσύ πιο πέρα τη ζωή…
Την κάλεσε ο χάρος την Ισμήνη! Κι ήταν το κάλεσμά του γι’ αυτήν όχι και τόσο συγκλονιστικό. Απλό, πολύ απλό θα έλεγα…Κάποιο αόρατο, σχεδόν, γνέψιμο από μια δεσμοφύλακα. Κάποιο σιγανομίλημα μαζί της στο κεφαλόσκαλο του θαλάμου…Βιάστηκε ύστερα από κείνη την «πρόσκληση» η Ισμήνη. Βιάστηκε για να μη χάσει το τραίνο…Μήπως άραγε το ’χε στο νου της κείνη τη στιγμή, το επεισόδιο εκείνο της ζωής της, όταν περιμένοντας στο σταθμό το τραίνο για να φύγει στο βουνό πήγαν οι χαφιέδες και την έπιασαν; Ποιος το ξέρει! Ποιος μπορούσε να τη ρωτήσει τι έχει στο μυαλό της εκείνη τη Μεγάλη Στιγμή;
Πάντως, έτσι είτε αλλιώς, η Ισμήνη πήγε, τρέχοντας σχεδόν στη θέση της…Άνοιξε τη βαλίτσα της ξεσκάλισε προσεχτικά κι έβγαλε απ’ το βάθος ένα κάτασπρο μεταξωτό φόρεμα, τ’ άφησε να ξεδιπλωθεί όμορφα σαν να ’θελε να το δουν – πριν το φορέσει – οι συντρόφισσές της.
Πολλές την παρακολουθούσαν ανύποπτες. Ίσως να σκέφτηκαν κάποιο επισκεπτήριο…Ίσως και κάτι άλλο, πιο σημαντικό.
…Άνοιξε η Ισμήνη το φόρεμα και το κοίταξε προσεχτικά πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κανένα ψεγάδι…Έτσι σαν νύφη στολισμένη…μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια στ’ αριστερό της χέρι πορεύτηκε αργά για να προλάβει να χαιρετίσει φιλώντας σταυρωτά μια μια όλες τις συντρόφισσές της…Και κείνες που τώρα το ’χαν πια στο μεταξύ όλες πληροφορηθεί περίμεναν αραδιαστά στις θέσεις τους η κάθε μια. Κι έκαναν πέτρα την καρδιά τους μην τις προδόσουν τα δάκρυά τους που ανέβαιναν στα μάτια τους σαν βρύση. Περίμεναν να σφικταγκαλιαστούνε στον ύστατο χαιρετισμό.
Κι αφού εκπλήρωσε το χρέος και με την τελευταία συντρόφισσά της, η Ισμήνη, προχώρησε προς την έξοδο του θαλάμου. Εκεί την καρτερεί στηλωμένη στη θέση της η δεσμοφύλακάς της…Ώρα πολύ την καρτερεί, όχι και τόσο ψυχρά όπως θα ’χε διδαχτεί να καρτερεί σ’ ανάλογες περιστάσεις…
Κι η πέτρα θα ράγιζε! Όχι η όποια ανθρώπινη καρδιά.
Μα πριν της πει «Έτοιμη πάμε», η Ισμήνη γυρνά για άλλη μια φορά να δει, λες και θέλει να κλείσει για πάντα στην καρδιά της εκείνο το χώρο που τη φιλοξένησε στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Να πάρει μαζί της, στην αιώνια θύμησή της, όλα εκείνα τα πράματα και τα πιο τιποτένια, που ’φερνε μέσα του αγόγγυστα ο θάλαμος! Προπάντων, για να κλείσει όσο γίνεται πιο βαθιά μέσα στην ψυχή της, όλες τις παραστάτριες μορφές, όλες τις συντρόφισσές της για να τις φέρει μαζί, αχώριστη συντροφιά της στο μακρινό της ταξίδι.
Ικανοποιήθηκε φαίνεται πολύ απ’ αυτό το ύστατο θέαμα της ζωής της η Ισμήνη. Κι έστειλε σ’ όλες το τελευταίο ανοιχτόκαρδο χαμόγελό της, μαζί και τα πεταχτά, μέσα απ’ την καρδιά, φιλιά της…Κι έτσι αποχαιρέτησε και τα τελευταία απομεινάρια…της περιουσίας της, π’ άφηνε εκεί, θυμητήρι αξέχαστο της σεμνής και λιτής ζωής της…
Φεύγοντας σήκωσε το μπουκέτο με τα λουλούδια και το κουνούσε δώθε – κείθε σαν να ξανέμιζε τ’ άσπρο μαντήλι της πάνω απ’ την κουπαστή κάποιου υπερωκεάνιου που ’χε κιόλας σαλπάρει για χώρα μακρινή.
Έτσι βάδισε στο θάνατο η Ισμήνη Σιδηροπούλου ενώ όλη η φυλακή βρισκόταν στο πόδι από κείνη τη στιγμή κι όλη τη νύχτα με τραγούδια του αγώνα για να της ανταποδόσει το χαιρετισμό και να της κρατήσει συντροφιά στην τελευταία νύχτα της ζωής της.
katiousa