Ο Βασίλης Σαμπράκος επισκέφθηκε τα κρατητήρια της “Κομαντατούρ” στο κέντρο της Αθήνας, και αναρωτιέται πώς γίνεται να επιμένει να ζει σήμερα η Ελλάδα χωρίς Μουσείο Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μια στιγμή ποδοσφαιρικής ηρεμίας, προτού αρχίσει να βρέχει ελληνικό και ξένο ποδόσφαιρο, από το ερχόμενο Σάββατο, και με πάρει μαζί του, θέλησα να...
μοιραστώ μαζί σας μια σημερινή εμπειρία μου. Ανάμεσα στον εορτασμό για την συμπλήρωση 74 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας, δηλαδή από την 12η Οκτωβρίου 1944, και τον εορτασμό της Επετείου του “Οχι”, θέλησα να βρεθώ στις φυλακές των υπογείων της “Κομαντατούρ” στην Κοραή 4. Κι επειδή εκτός από συναισθήματα έχω πλημμυριστεί και από ερωτήσεις, για τις οποίες δεν βρήκα απάντηση σε μια πρόχειρη έρευνα, είπα να τα μοιραστώ όλα αυτά μαζί σας. Και τα συναισθήματα και τις ερωτήσεις.
Ξεκινώ με τα απλά, τα βασικά: Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες χώρες που έζησαν την Κατοχή, η Ελλάδα δεν γιορτάζει την απελευθέρωση, αλλά μόνο την έναρξη του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, και έχει επιλέξει να την περνά την ημερομηνία της απελευθέρωσης σχετικά απαρατήρητη. “Ζορίστηκα” για να βρω μια σειρά από “ήσυχες” εκδηλώσεις, οι οποίες λαμβάνουν αυτές τις μέρες χώρα στην Αθήνα, για τον εορτασμό της απελευθέρωσής της. Γιατί; Γιατί δεν θέλουμε να τη θυμόμαστε αυτή την ημερομηνία; Δεν μας δίνει χαρά η ανάμνησή της; Δεν είμαστε περήφανοι για αυτήν;
Μου τρώει πολύ περισσότερο το μυαλό και την ψυχή όμως η ερώτηση σχετικά με την επιλογή μας να ζούμε χωρίς Μουσείο Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με εξαίρεση την Εκθεση στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες, η Ελλάδα είναι η μόνη από τις “νικήτριες” και “ηττημένες” χώρες που δεν έχει κεντρικό μουσείο για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Εθνική της Αντίσταση. Υπάρχουν μουσεία (ναι, πληθυντικός) στο Βερολίνο και δεν υπάρχει μουσείο στην Αθήνα. Πώς μας συνέβη αυτό; Και γιατί το αφήνουμε να συμβαίνει;
Ετυχε να διαβάσω ότι σε ένα γκάλοπ που πραγματοποίησε μια δημοσιογράφος του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Κοραή, στις καφετέριες που βρίσκονται δίπλα στην είσοδο του σταθμού “Πανεπιστήμιο” του Μετρό, όλοι όσοι απάντησαν στην σχετική ερώτηση δεν γνώριζαν ότι έπιναν καφέ δίπλα στο αρχηγείο και τα κρατητήρια της “Κομαντατούρ”, εκεί όπου είχαν φυλακιστεί, βασανιστεί, αλλά και εκτελεστεί άνθρωποι. Γιατί; Επειδή ο “ Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941 – 1944”, όπως γράφει η σχετική πινακίδα στην είσοδο του υπογείου, είναι ακριβώς αυτό: ένας ... χώρος, ο οποίος μάλιστα δεν ανήκει στο Κράτος αλλά στην “Εθνική Ασφαλιστική”. Κι αν αύριο η “Εθνική Ασφαλιστική” πωληθεί σε μια κάποια ... Gongbao, η οποία θελήσει να τα μετατρέψει τα υπόγεια σε music club, ή να τα μετατρέψει σε αυτό για το οποίο αρχικώς είχαν κατασκευαστεί, δηλαδή σε καταφύγιο, τι θα γίνει; Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να αφήνει στην “Εθνική Ασφαλιστική” ένα μνημείο που θα έπρεπε να έχει εδώ και δεκαετίες αναγάγει σε βασικό προορισμό όλων των Ελλήνων, από την παιδική τους ηλικία, προκειμένου να μάθουν και – κυρίως αυτό – να νιώσουν τι συνέβαινε στα δύο υπόγεια επί 1264 ημέρες πριν από 74 χρόνια;
Οσα μελέτησα πριν και μετά από την επίσκεψή μου με οδήγησαν στην επιβεβαίωση ότι ακόμη και σήμερα γνωρίζουμε λίγα ή ελάχιστα πράγματα για τη χρήση του κτηρίου στην Κατοχή, εκτός από το ότι το υπόγειο αντιαεροπορικό καταφύγιο μετατράπηκε σε κρατητήρια της Kommandatur. Οι ναζί δεν άφησαν αρχεία και η σύνθεση της ιστορίας γίνεται, με πολύ μεγάλη προσπάθεια των επιστημόνων που μετέχουν σε αυτό το έργο, μέσα από τις επιγραφές που σώθηκαν, από μικροαντικείμενα, προσωπικές σημειώσεις, σελίδες από γερμανικά ημερολόγια που βρέθηκαν και μαρτυρίες κάποιων ανθρώπων που είχαν οδηγηθεί εκεί από τους Γερμανούς. Οι επιβεβαιωμένοι κρατούμενοι είναι μόνο 239, διότι αυτά τα ονόματα ήταν καταγεγραμμένα στους τοίχους. Μόνο που οι τοίχοι λένε ένα μικρό μέρος της αλήθειας του 1944, διότι οι Γερμανοί έβαφαν κατά διαστήματα τους τοίχους προκειμένου να εξαφανίζουν τις επιγραφές. Φαίνεται πως όταν έχασαν τον πόλεμο και έφυγαν εσπευσμένα, δεν πρόλαβαν να ξαναβάψουν το δεύτερο υπόγειο κι έτσι έμειναν οι χαραγμένες επιγραφές του 1944 στους τοίχους. Για να σε συγκλονίζουν.
«24 ώρες χωρίς φαΐ και νερό. Μόνο μυρίζοντας γιασεμί», «Ποινή Θανάτου», «Είσοδος 8/4/44. Κατηγορηθείς για λάστιχα και ποδήλατα του Άξονος. Συλληφθείς από τους τσολιάδες. Αχ Βαχ. Και κάνω Πάσχα στα σίδερα αυτά, στον υγρό αυτόν τάφο. Κάτοικος συνοικίας Μεταξουργείου, Δεληγιώργη 47. Αχ Βαχ», «Μαυρίκιος Ν. Μαλευρής, τελειόφοιτος Ιατρικής, κρατούμαι ως όμηρος, αδίκως φυλακισθείς, είσοδος 15-12-42, έξοδος 10-1-43 δια Αβέρωφ, μαρτύρια Ιεράς Εξέτασης», Να με τουφεκίσουνε και να ζήσει ο αδερφός μου ο Μιχάλης», «Φωνάξτε για νερό, αλλιώς θα πεθάνετε εδώ».
Διαβάζεις, κοιτάς, φέρνεις τον εαυτό σου στη θέση τους, νιώθεις την αγωνία, τον φόβο, την απόγνωση, την θλίψη, κάθε μορφής φρικιαστικό συναίσθημα. Αυτή η επίσκεψη σε ταράζει ασύγκριτα περισσότερο από μια επίσκεψη σε απλές φυλακές, διότι σκέφτεσαι διαρκώς ότι στα υπόγεια της Κομαντατούρ βρέθηκαν αθώοι, που βασανίστηκαν από τους ναζί. Και μετά αναλογίζεσαι πόσοι βρέθηκαν εκεί, αναρωτιέσαι τι απέγιναν, πόσοι χάθηκαν αλλά και πόσων η ζωή επηρεάστηκε. Κι ύστερα σκέφτεσαι ότι ο πατέρας σου ήταν παιδί 10 ετών τον καιρό εκείνο, κι είχε μάλλον σταθεί τυχερό που δεν βρέθηκε στα κελιά διότι κι εκείνο έκλεβε φαγητό από τους Γερμανούς. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι υπάρχεις από τύχη, ότι ήρθες στον κόσμο απλώς επειδή δεν του έτυχε του πατέρα σου αυτό που του έτυχε του Κωνσταντίνου Καμπενά και των άλλων 79 συγκρατουμένων του: “«Μας έπιασαν οι γερμανοί, διότι είμεθα αναρριχώμενοι επί των θυρών των τραμ της ΗΕΜ ( Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών). Εδώ είμεθα 80 κρατηθένετες επί 24ωρο».
Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά ακόμη. Θα περιοριστώ όμως στην βασική μου σκέψη: πόσο καλύτερη θα ήταν η σημερινή ελληνική κοινωνία αν σε αυτό το κτήριο είχε στεγαστεί το Εθνικό Μουσείο Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κι είχε αυτό ενταχθεί στις “υποχρεωτικές” εκδρομές των δημοτικών και των γυμνασίων; Πόσα και πόσο λιγότερο χαλασμένα μυαλά θα κυκλοφορούσαν εκεί έξω ανάμεσά μας; Μια χώρα που επιμένει πεισματικά να αφήνει την ιστορία της δεκαετίας του '40 έξω από την διδακτέα ύλη του σχολείου και μιλά για αυτήν μόνο στο πανεπιστήμιο, πώς είναι δυνατόν να μην κάνει ούτε το ελάχιστο, να φτιάξει ένα μουσείο προκειμένου να δίνει παραστάσεις και ερεθίσματα στα παιδιά της από την πρώτη περίοδο της ζωής τους; Αυτός ο χώρος πρωτοάνοιξε για το κοινό το 1991, και έκλεισε το 1995, για συντήρηση, όπως διάβασα. Μέχρι το 2008 η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε σχολεία και δημοσιογράφους, κατόπιν αδείας. Σήμερα ευτυχώς έχεις την ευκαιρία να τον επισκεφθείς, δωρεάν, από Τρίτη έως Σάββατο, από τις 09.00 έως τις 14.00, διότι αυτό είναι που μπορεί να κάνει η “Εθνική Ασφαλιστική”. Το κτίριο ανήκει στην “Εθνική Ασφαλιστική”, αυτή ορίζει το ωράριο επισκέψεως και τον υπάλληλο του χώρου που τελεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού.
Εντελώς τυχαία έπεσα πάνω στην προσπάθεια του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη να συλλέξει υπογραφές σε ένα αίτημα για την ίδρυση μουσείου. Και έχει συγκεντρώσει 456 υπογραφές. Ενώ αν ρωτούσε “να φύγει ο Τάκης Ομορφούλης ή η Σόνια Κολώνη από το Survivor;”, θα μετρούσε ήδη χιλιάδες υπογραφές. Αυτοί είμαστε ή αυτό μας έχουν καταντήσει;
Στον δρόμο της επιστροφής στο γραφείο ένιωθα πολύ άσχημα που έχω αρθρογραφήσει τόσες φορές περί της ανάγκης δημιουργίας ενός μουσείου ελληνικού ποδοσφαίρου. Οταν δεν έχεις μουσείο για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή όταν δεν έχεις φροντίσει να δώσεις στα παιδιά την ευκαιρία να μάθουν και να νιώσουν την Ιστορία ώστε να μην παπαγαλίζουν την κάθε κατευθυνόμενη βλακεία που τους φυτεύουν στο κεφάλι οι νεοναζί, πώς να μιλήσεις για ποδόσφαιρο;
Ποδόσφαιρο, πάντως, υπάρχει και στα υπόγεια κελιά της “Κομαντατούρ”. Τα αρχικά της ΑΕΚ κι ένας δικέφαλος αετός. Στους τοίχους οι κρατούμενοι ζωγράφιζαν, χάραζαν εικόνες από τον έξω κόσμο, για να βλέπουν εικόνες, να νιώθουν ότι ζουν, να παίρνουν ζωή. Σκέψου να ζει αυτός που είχε χαράξει το “ΑΕΚ” το 1944 στα 15 του χρόνια, διότι ναι, στα κελιά βρέθηκαν και παιδιά, και σήμερα, στα 89 του χρόνια να ακούει από τα εγγόνια του ότι κυκλοφορούν ακροδεξιοί στις κερκίδες των γηπέδων.
ΥΓ. Αν ζεις μακριά από την Αθήνα και θέλεις να πάρεις μια ιδέα, μπορείς να δεις το ντοκιμαντέρ “Μόνο μυρίζοντας γιασεμί” του Γιάννη Οικονομίδη.
gazzetta
Σε μια στιγμή ποδοσφαιρικής ηρεμίας, προτού αρχίσει να βρέχει ελληνικό και ξένο ποδόσφαιρο, από το ερχόμενο Σάββατο, και με πάρει μαζί του, θέλησα να...
μοιραστώ μαζί σας μια σημερινή εμπειρία μου. Ανάμεσα στον εορτασμό για την συμπλήρωση 74 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας, δηλαδή από την 12η Οκτωβρίου 1944, και τον εορτασμό της Επετείου του “Οχι”, θέλησα να βρεθώ στις φυλακές των υπογείων της “Κομαντατούρ” στην Κοραή 4. Κι επειδή εκτός από συναισθήματα έχω πλημμυριστεί και από ερωτήσεις, για τις οποίες δεν βρήκα απάντηση σε μια πρόχειρη έρευνα, είπα να τα μοιραστώ όλα αυτά μαζί σας. Και τα συναισθήματα και τις ερωτήσεις.
Ξεκινώ με τα απλά, τα βασικά: Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες χώρες που έζησαν την Κατοχή, η Ελλάδα δεν γιορτάζει την απελευθέρωση, αλλά μόνο την έναρξη του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, και έχει επιλέξει να την περνά την ημερομηνία της απελευθέρωσης σχετικά απαρατήρητη. “Ζορίστηκα” για να βρω μια σειρά από “ήσυχες” εκδηλώσεις, οι οποίες λαμβάνουν αυτές τις μέρες χώρα στην Αθήνα, για τον εορτασμό της απελευθέρωσής της. Γιατί; Γιατί δεν θέλουμε να τη θυμόμαστε αυτή την ημερομηνία; Δεν μας δίνει χαρά η ανάμνησή της; Δεν είμαστε περήφανοι για αυτήν;
Μου τρώει πολύ περισσότερο το μυαλό και την ψυχή όμως η ερώτηση σχετικά με την επιλογή μας να ζούμε χωρίς Μουσείο Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με εξαίρεση την Εκθεση στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες, η Ελλάδα είναι η μόνη από τις “νικήτριες” και “ηττημένες” χώρες που δεν έχει κεντρικό μουσείο για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Εθνική της Αντίσταση. Υπάρχουν μουσεία (ναι, πληθυντικός) στο Βερολίνο και δεν υπάρχει μουσείο στην Αθήνα. Πώς μας συνέβη αυτό; Και γιατί το αφήνουμε να συμβαίνει;
Ετυχε να διαβάσω ότι σε ένα γκάλοπ που πραγματοποίησε μια δημοσιογράφος του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Κοραή, στις καφετέριες που βρίσκονται δίπλα στην είσοδο του σταθμού “Πανεπιστήμιο” του Μετρό, όλοι όσοι απάντησαν στην σχετική ερώτηση δεν γνώριζαν ότι έπιναν καφέ δίπλα στο αρχηγείο και τα κρατητήρια της “Κομαντατούρ”, εκεί όπου είχαν φυλακιστεί, βασανιστεί, αλλά και εκτελεστεί άνθρωποι. Γιατί; Επειδή ο “ Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941 – 1944”, όπως γράφει η σχετική πινακίδα στην είσοδο του υπογείου, είναι ακριβώς αυτό: ένας ... χώρος, ο οποίος μάλιστα δεν ανήκει στο Κράτος αλλά στην “Εθνική Ασφαλιστική”. Κι αν αύριο η “Εθνική Ασφαλιστική” πωληθεί σε μια κάποια ... Gongbao, η οποία θελήσει να τα μετατρέψει τα υπόγεια σε music club, ή να τα μετατρέψει σε αυτό για το οποίο αρχικώς είχαν κατασκευαστεί, δηλαδή σε καταφύγιο, τι θα γίνει; Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να αφήνει στην “Εθνική Ασφαλιστική” ένα μνημείο που θα έπρεπε να έχει εδώ και δεκαετίες αναγάγει σε βασικό προορισμό όλων των Ελλήνων, από την παιδική τους ηλικία, προκειμένου να μάθουν και – κυρίως αυτό – να νιώσουν τι συνέβαινε στα δύο υπόγεια επί 1264 ημέρες πριν από 74 χρόνια;
Οσα μελέτησα πριν και μετά από την επίσκεψή μου με οδήγησαν στην επιβεβαίωση ότι ακόμη και σήμερα γνωρίζουμε λίγα ή ελάχιστα πράγματα για τη χρήση του κτηρίου στην Κατοχή, εκτός από το ότι το υπόγειο αντιαεροπορικό καταφύγιο μετατράπηκε σε κρατητήρια της Kommandatur. Οι ναζί δεν άφησαν αρχεία και η σύνθεση της ιστορίας γίνεται, με πολύ μεγάλη προσπάθεια των επιστημόνων που μετέχουν σε αυτό το έργο, μέσα από τις επιγραφές που σώθηκαν, από μικροαντικείμενα, προσωπικές σημειώσεις, σελίδες από γερμανικά ημερολόγια που βρέθηκαν και μαρτυρίες κάποιων ανθρώπων που είχαν οδηγηθεί εκεί από τους Γερμανούς. Οι επιβεβαιωμένοι κρατούμενοι είναι μόνο 239, διότι αυτά τα ονόματα ήταν καταγεγραμμένα στους τοίχους. Μόνο που οι τοίχοι λένε ένα μικρό μέρος της αλήθειας του 1944, διότι οι Γερμανοί έβαφαν κατά διαστήματα τους τοίχους προκειμένου να εξαφανίζουν τις επιγραφές. Φαίνεται πως όταν έχασαν τον πόλεμο και έφυγαν εσπευσμένα, δεν πρόλαβαν να ξαναβάψουν το δεύτερο υπόγειο κι έτσι έμειναν οι χαραγμένες επιγραφές του 1944 στους τοίχους. Για να σε συγκλονίζουν.
«24 ώρες χωρίς φαΐ και νερό. Μόνο μυρίζοντας γιασεμί», «Ποινή Θανάτου», «Είσοδος 8/4/44. Κατηγορηθείς για λάστιχα και ποδήλατα του Άξονος. Συλληφθείς από τους τσολιάδες. Αχ Βαχ. Και κάνω Πάσχα στα σίδερα αυτά, στον υγρό αυτόν τάφο. Κάτοικος συνοικίας Μεταξουργείου, Δεληγιώργη 47. Αχ Βαχ», «Μαυρίκιος Ν. Μαλευρής, τελειόφοιτος Ιατρικής, κρατούμαι ως όμηρος, αδίκως φυλακισθείς, είσοδος 15-12-42, έξοδος 10-1-43 δια Αβέρωφ, μαρτύρια Ιεράς Εξέτασης», Να με τουφεκίσουνε και να ζήσει ο αδερφός μου ο Μιχάλης», «Φωνάξτε για νερό, αλλιώς θα πεθάνετε εδώ».
Διαβάζεις, κοιτάς, φέρνεις τον εαυτό σου στη θέση τους, νιώθεις την αγωνία, τον φόβο, την απόγνωση, την θλίψη, κάθε μορφής φρικιαστικό συναίσθημα. Αυτή η επίσκεψη σε ταράζει ασύγκριτα περισσότερο από μια επίσκεψη σε απλές φυλακές, διότι σκέφτεσαι διαρκώς ότι στα υπόγεια της Κομαντατούρ βρέθηκαν αθώοι, που βασανίστηκαν από τους ναζί. Και μετά αναλογίζεσαι πόσοι βρέθηκαν εκεί, αναρωτιέσαι τι απέγιναν, πόσοι χάθηκαν αλλά και πόσων η ζωή επηρεάστηκε. Κι ύστερα σκέφτεσαι ότι ο πατέρας σου ήταν παιδί 10 ετών τον καιρό εκείνο, κι είχε μάλλον σταθεί τυχερό που δεν βρέθηκε στα κελιά διότι κι εκείνο έκλεβε φαγητό από τους Γερμανούς. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι υπάρχεις από τύχη, ότι ήρθες στον κόσμο απλώς επειδή δεν του έτυχε του πατέρα σου αυτό που του έτυχε του Κωνσταντίνου Καμπενά και των άλλων 79 συγκρατουμένων του: “«Μας έπιασαν οι γερμανοί, διότι είμεθα αναρριχώμενοι επί των θυρών των τραμ της ΗΕΜ ( Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών). Εδώ είμεθα 80 κρατηθένετες επί 24ωρο».
Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά ακόμη. Θα περιοριστώ όμως στην βασική μου σκέψη: πόσο καλύτερη θα ήταν η σημερινή ελληνική κοινωνία αν σε αυτό το κτήριο είχε στεγαστεί το Εθνικό Μουσείο Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κι είχε αυτό ενταχθεί στις “υποχρεωτικές” εκδρομές των δημοτικών και των γυμνασίων; Πόσα και πόσο λιγότερο χαλασμένα μυαλά θα κυκλοφορούσαν εκεί έξω ανάμεσά μας; Μια χώρα που επιμένει πεισματικά να αφήνει την ιστορία της δεκαετίας του '40 έξω από την διδακτέα ύλη του σχολείου και μιλά για αυτήν μόνο στο πανεπιστήμιο, πώς είναι δυνατόν να μην κάνει ούτε το ελάχιστο, να φτιάξει ένα μουσείο προκειμένου να δίνει παραστάσεις και ερεθίσματα στα παιδιά της από την πρώτη περίοδο της ζωής τους; Αυτός ο χώρος πρωτοάνοιξε για το κοινό το 1991, και έκλεισε το 1995, για συντήρηση, όπως διάβασα. Μέχρι το 2008 η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε σχολεία και δημοσιογράφους, κατόπιν αδείας. Σήμερα ευτυχώς έχεις την ευκαιρία να τον επισκεφθείς, δωρεάν, από Τρίτη έως Σάββατο, από τις 09.00 έως τις 14.00, διότι αυτό είναι που μπορεί να κάνει η “Εθνική Ασφαλιστική”. Το κτίριο ανήκει στην “Εθνική Ασφαλιστική”, αυτή ορίζει το ωράριο επισκέψεως και τον υπάλληλο του χώρου που τελεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού.
Εντελώς τυχαία έπεσα πάνω στην προσπάθεια του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη να συλλέξει υπογραφές σε ένα αίτημα για την ίδρυση μουσείου. Και έχει συγκεντρώσει 456 υπογραφές. Ενώ αν ρωτούσε “να φύγει ο Τάκης Ομορφούλης ή η Σόνια Κολώνη από το Survivor;”, θα μετρούσε ήδη χιλιάδες υπογραφές. Αυτοί είμαστε ή αυτό μας έχουν καταντήσει;
Στον δρόμο της επιστροφής στο γραφείο ένιωθα πολύ άσχημα που έχω αρθρογραφήσει τόσες φορές περί της ανάγκης δημιουργίας ενός μουσείου ελληνικού ποδοσφαίρου. Οταν δεν έχεις μουσείο για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή όταν δεν έχεις φροντίσει να δώσεις στα παιδιά την ευκαιρία να μάθουν και να νιώσουν την Ιστορία ώστε να μην παπαγαλίζουν την κάθε κατευθυνόμενη βλακεία που τους φυτεύουν στο κεφάλι οι νεοναζί, πώς να μιλήσεις για ποδόσφαιρο;
Ποδόσφαιρο, πάντως, υπάρχει και στα υπόγεια κελιά της “Κομαντατούρ”. Τα αρχικά της ΑΕΚ κι ένας δικέφαλος αετός. Στους τοίχους οι κρατούμενοι ζωγράφιζαν, χάραζαν εικόνες από τον έξω κόσμο, για να βλέπουν εικόνες, να νιώθουν ότι ζουν, να παίρνουν ζωή. Σκέψου να ζει αυτός που είχε χαράξει το “ΑΕΚ” το 1944 στα 15 του χρόνια, διότι ναι, στα κελιά βρέθηκαν και παιδιά, και σήμερα, στα 89 του χρόνια να ακούει από τα εγγόνια του ότι κυκλοφορούν ακροδεξιοί στις κερκίδες των γηπέδων.
ΥΓ. Αν ζεις μακριά από την Αθήνα και θέλεις να πάρεις μια ιδέα, μπορείς να δεις το ντοκιμαντέρ “Μόνο μυρίζοντας γιασεμί” του Γιάννη Οικονομίδη.
gazzetta