Στις
14 Νοεμβρίου του 1917, μια ομάδα 33 γυναικών που διαδήλωναν έξω από τον
Λευκό Οίκο κάθε μέρα, μεταφέρθηκαν στις φυλακές Οκόκουαν στη Βιρτζίνια.
Το βράδυ που ακολούθησε, εκτυλίχθηκαν σκηνές αγριότητας. Όσα συνέβησαν,
έμειναν γνωστά ως «Νύχτα του Τρόμου». Και παρότι ο χώρος που κατέλαβαν
στην ιστορία ήταν μια μικρή γωνιά, δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν πως τα
γεγονότα εκείνης της νύχτας, «έστρωσαν τον δρόμο», για να πάρουν, δύο
περίπου χρόνια μετά, οι γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που ....
για πολύ καιρό ζητούσαν: το δικαίωμα της ψήφου.
Της Μάχης Μαργαρίτη.
Μια μέρα του Απριλίου του 1917, οι περαστικοί είδαν να διαδραματίζεται κάτι που δεν είχε ξαναγίνει μπροστά στον Λευκό Οίκο: μια πικετοφορία. Και την είχαν οργανώσει γυναίκες. Αυτό που έκαναν -και το έκαναν κάθε μέρα- ήταν να στέκονται σιωπηλές έξω από τον Λευκό Οίκο κρατώντας τα πανό τους, ζητώντας από τον πρόεδρο Ουίλσον να στηρίξει το επί δεκαετίες αίτημα του γυναικείου κινήματος, να προστεθεί μια φράση στο Σύνταγμα: «Το δικαίωμα των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών να ψηφίζουν δε θα τους απορρίπτεται ή περιορίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή οποιαδήποτε Πολιτεία λόγω του φύλου τους.»
40 χρόνια σε αδράνεια
Η τροπολογία που έδινε στις γυναίκες το δικαίωμα να ψηφίζουν, γράφει το History Net, είχε εισαχθεί στο Κογκρέσο το 1878. «Έμεινε εκεί, να την κοιτούν με φόβο και απέχθεια, για σχεδόν 40 χρόνια». Το 1913, δύο γυναίκες, η Άλις Πολ και η Λούσι Μπερνς, ίδρυσαν το Εθνικό Κόμμα Γυναικών, εγκαταλείποντας την Εθνική Ένωση Σουφραζετών. Είχαν διαφωνήσει, επειδή ήθελαν το γυναικείο κίνημα να εργαστεί όχι μόνο στην πολιτεία της Ουάσινγκτον και κατά τόπους στις πολιτείες, αλλά σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Και ήθελαν άμεση δράση.
Οι πρωτόγνωρες πικετοφορίες στον Λευκό Οίκο
Η αφορμή -ή η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι- ήταν μια ακόμη συνάντηση του προέδρου Γούντροου Γουίλσον -που μόλις είχε επανεκλεγεί- με αντιπροσωπεία από σουφραζέτες, η οποία έληξε χωρίς τη στήριξή του στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου. Οι ακτιβίστριες αποφάσισαν ότι τα λόγια είχαν τελειώσει, και ήταν ώρα για δράση. Το επόμενο πρωί, 12 γυναίκες κρατώντας πανό, έφτασαν στις πύλες του Λευκού Οίκου, και πήραν θέση. Με τα κλασικά χρώματα του κινήματός τους, μωβ, λευκό και χρυσό, τα πανό έγραφαν, «Κύριε Πρόεδρε, πόσο ακόμη πρέπει να περιμένουν οι γυναίκες για την ελευθερία τους;».
Επέστρεφαν εκεί κάθε μέρα, με ήλιο και με βροχή, με καλό και με κακό καιρό. Σιωπηλές. Κανείς δεν ήξερε πώς να τις αντιμετωπίσει. Η πικετοφορία ήταν ασυνήθιστη, ανήκουστη για γυναίκες. Έξω από τον Λευκό Οίκο, πρωτοφανής. Για εβδομάδες, οι γυναίκες έστεκαν εκεί, μέσα στο κρύο, με παγωμένα χέρια και πόδια.
Οι κατηγορίες για «αντι-πατριωτισμό»
Και μετά, ήρθε ο πόλεμος. Λίγους μήνες μετά, οι ΗΠΑ μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την εποχή εκείνη, «το πατριωτικό καθήκον των γυναικών τον καιρό του πολέμου ήταν να παραμένουν σιωπηλές για τα πάντα, και να μιλούν μόνο για να δίνουν στήριξη στον στρατό. Αυτή ήταν η γενική ιδέα στις ΗΠΑ το 1917», έγραφε το Women’s News το 2004.
ΟΙ ακτιβίστριες βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα «να συνεχιστούν ή όχι οι κινητοποιήσεις». Το «μυαλό» πίσω από αυτές, η Άλις Πολ, ήταν αποφασισμένη να μην επαναληφθεί αυτό που θεωρούσε λάθος του γυναικείου κινήματος στον Εμφύλιο Πόλεμο. Και να μην παύσει η δράση τους μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Οι διαδηλώσεις θα συνεχιστούν, ήταν η απόφαση.
«Η Άλις Πολ, η Λούσι Μπερνς και άλλα μέλη του Εθνικού Κόμματος Γυναικών, ήθελαν να εκθέσουν την υποκρισία του ‘να κάνεις τον κόσμο πιο ασφαλή για τη δημοκρατία’, όταν δεν υπάρχει δημοκρατία στην ίδια τη χώρα.»
Τότε άρχισε να παίρνει διαστάσεις η εχθρότητα του κόσμου προς τις ακτιβίστριες. Αν πριν τις έλεγαν ανόητες, τώρα τις αποκαλούσαν αντι-πατριώτες, ή και προδότες. Κάποιες αποχώρησαν λόγω της πίεσης, αλλά ήρθαν άλλες. Οι διαδηλώτριες έγιναν ένα είδος τουριστικής ατραξιόν στην Ουάσινγκτον, αντικείμενα θαυμασμού, περιέργειας -ή και θυμού. Τόσο ήσυχες ήταν, ώστε οι εφημερίδες τις αποκαλούσαν «Σιωπηλές Φύλακες». Αλλά προσέλκυαν την προσοχή.
Οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις
Στο τέλος του Ιουνίου, έγινε η «έκρηξη». Αφορμή, το πανό που ύψωσαν οι ακτιβίστριες εναντίον του προέδρου, την ώρα που ρωσική αντιπροσωπεία επισκεπτόταν τον Λευκό Οίκο. Ένα οργισμένο πλήθος κατέβασε το πανό, και έξι γυναίκες συνελήφθησαν τις επόμενες μέρες. Φυλακίστηκαν για τρεις μέρες, για παρακώλυση κυκλοφορίας. Ήταν οι πρώτες σουφραζέτες που φυλακίστηκαν εξαιτίας της δράσης τους. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Σε εκτενές τους άρθρο στο περιοδικό American History, που αναδημοσίευσε το History Net το 2003, οι Γουίλιαμ και Μέρι Λαβέντερ αφηγούνται λεπτομερώς τα γεγονότα. Στις αρχές Ιουλίου, 11 γυναίκες οδηγήθηκαν στη φυλακή. Δύο εβδομάδες μετά, 16 γυναίκες άκουσαν άφωνες να καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης δύο μηνών, και μάλιστα, όχι στην Ουάσινγκτον, αλλά στη «φυλακή-τρόμο» του Οκόκουαν στη Βιρτζίνια. Όμως, οι γυναίκες είχαν τους δικηγόρους τους, που γνώριζαν καλά ότι το να διαδηλώνει, αποτελεί δικαίωμα του κάθε πολίτη, και ότι οι συλλήψεις ήταν παράνομες. Λίγες μέρες μετά, ξαφνικά, οι γυναίκες πήραν «άφεση».
Στα μέσα Αυγούστου, τα πράγματα φορτίστηκαν κι άλλο, όταν οι γυναίκες ξεδίπλωσαν πανό που αποκαλούσε «Κάιζερ Ουίλσον» τον πρόεδρο. Εν μέσω πολέμου, και με το αντι-γερμανικό αίσθημα στα ύψη, η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Επί δύο μέρες οι ακτιβίστριες δέχονταν επιθέσεις οι ίδιες, όπως και τα γραφεία τους. Είχαν να αντιμετωπίσουν, γράφει το περιοδικό Timeline για ένα από τα περιστατικά, «πλήθη αγοριών, κυβερνητικών υπαλλήλων και ναυτών που γρονθοκόπησαν τις γυναίκες, ρίχνοντάς τις στο έδαφος, στρίβοντας τα χέρια τους και αρπάζοντας τα πανό τους». Σε μία από τις επιθέσεις, η Άλις Πολ σύρθηκε στο πεζοδρόμιο από έναν ναύτη, που έσκισε την κορδέλα της και την πήρε για σουβενίρ. Η αστυνομία άρχισε και πάλι τις συλλήψεις. Αλλά οι πικετοφορίες δε σταματούσαν.
Αυτή που είχε διαφύγει της σύλληψης ήταν η Άλις Πολ, η οποία σχεδίαζε τη στρατηγική, πίσω από το προσκήνιο. Γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν μια κίνηση εναντίον της. Συνέβη τον Οκτώβριο του 1917. Συνελήφθη και της επιβλήθηκε η πιο βαριά μέχρι τότε ποινή -7 μήνες στη φυλακή της Ουάσινγκτον.
Οι κρατούμενες ζήτησαν καθεστώς πολιτικού κρατούμενου, που δεν τους δόθηκε. Κάποια στιγμή, μετά από δύο εβδομάδες στην απομόνωση, αδύναμες ακόμη και να σηκωθούν, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργία πείνας. Μετά από τρεις μέρες άρνησης τροφής, η Πολ μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική πτέρυγα, μαζί με κάποιες συγκρατούμενές της. Εκεί, τις υπέβαλαν σε αναγκαστική σίτιση τρεις φορές τη μέρα. Η ίδια περνούσε όλη τη μέρα στην απομόνωση σε ένα μικρό κελί. Ταυτόχρονα, όμως, και καθώς άρχιζαν να γίνονται γνωστά κάποια από τα γεγονότα, γυναίκες από όλη τη χώρα άρχιςαν να καταφθάνουν στην Ουάσινγκτον.
Η «Νύχτα του Τρόμου»
Το αμερικανικό Timeline περιγράφει: «Τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου, μια ομάδα 33 γυναικών έφτασαν στις φυλακές Οκόκουαν στη Βιρτζίνια. Τις υποδέχτηκαν οι φρουροί με ξύλα. Η νύχτα έμεινε γνωστή ως ‘Η Νύχτα του Τρόμου’. Η ιστορικός Λουίζ Μπέρνικοου που μελετά τη γυναικεία ιστορία περιγράφει την τρομακτική σκηνή: ‘44 άντρες που κρατούσαν μπαστούνια ξυλοκόπησαν, έσυραν και έπιασαν από τον λαιμό τις γυναίκες για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι, ανάμεσά τους και τουλάχιστον μία γυναίκα 73 χρόνων. Γυναίκες σηκώνονταν στον αέρα και πετάγονταν στο έδαφος… Η σουφραζέτα Λούσι Μπερνς δέθηκε με χειροπέδες στα κάγκελα του κελιού της σε μια βασανιστική στάση. Φρουροί έσερναν γυναίκες στρίβοντας τα χέρια τους και τις πετούσαν σε τσιμεντένια ‘κελιά τιμωρίας’’. Ένας φρουρός μαχαίρωσε μια γυναίκα ανάμεσα στα μάτια με το σπασμένο κομμάτι του πλακάτ της.»
Μετά από όσα συνέβησαν, οι κρατούμενες στη φυλακή της Βιρτζίνια άρχισαν και εκείνες απεργία πείνας. Πολλές είχαν παραισθήσεις και λιποθυμούσαν. Οι φύλακες προσπαθούσαν να τις δελεάσουν με φαγητά. Τίποτα δεν απέδωσε. Μετά από επτά ημέρες, υποβλήθηκαν και εκείνες σε αναγκαστική σίτιση, με εφιαλτικές σκηνές να εκτυλίσσονται, όπως οι ίδιες τις περιέγραψαν αργότερα.
Η εμφάνιση στη δίκη
Όλο αυτό το διάστημα, οι δικηγόροι τους, ο Ντάντλει Μαλόουν και ο Μάθιου Ο’ Μπράιεν εργάζονταν ακατάπαυστα. Κατάφεραν να μπουν στις φυλακές με εισαγγελική εντολή. Εξοργισμένοι με ό, τι είδαν, κατόρθωσαν στη συνέχεια να αναγκάσουν τον υπεύθυνο των φυλακών Γουιτάκερ να μεταφέρει στα δικαστήρια τις σουφραζέτες για ακρόαση. Δημοσιογράφοι από όλη τη χώρα έφτασαν για να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία στις 23 και 24 Νοεμβρίου.
Ο δικηγόρος των ακτιβιστριών μίλησε για ανείπωτες βαρβαρότητες που συνέβησαν μέσα στη φυλακή με μοναδικό σκοπό να τρομοκρατήσουν τις κρατούμενες και να σταματήσουν μια δράση που αποτελούσε νόμιμο δικαίωμά τους. Ο δικαστής στήριξε την απόφασή του στις μαρτυρίες των γυναικών. Αλλά πιο δυνατή από οποιαδήποτε αφήγηση, ήταν η ίδια η εμφάνισή τους, γράφουν οι Γουίλιαμ και Μέρι Λαβέντερ. Χλωμές και αποπροσανατολισμένες, με άσχημους μώλωπες από τη Νύχτα του Τρόμου, κάποιες με δυσκολία περπατούσαν ή στέκονταν. Προκάλεσαν σοκ στο ακροατήριο. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες διηγήθηκαν τα πάντα, με όλες τις λεπτομέρειες. Ο δικαστής διέταξε την προσωρινή μεταφορά των γυναικών στις φυλακές της Ουάσινγκτον.
Στον δρόμο για τη 19η Τροπολογία
Η κοινή γνώμη άρχισε να μετατοπίζεται. Τρεις μέρες μετά τη δίκη, οι γυναίκες, χωρίς καμία εξήγηση, αφέθηκαν ξαφνικά ελεύθερες. Στις 27 Νοεμβρίου, υποβασταζόμενη, η Άλις Πολ βγήκε από τη φυλακή. Το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα, είπε, εξαρτάται από το τι θα κάνει η κυβέρνηση. Στις 10 Ιανουαρίου του 1918 -40 χρόνια μετά την εισαγωγή της στο Κογκρέσο- η τροπολογία για την ψήφο των γυναικών- πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Μάρτιο, το Εφετείο έκρινε παράνομες τις συλλήψεις και τη φυλάκιση των διαδηλωτριών. Και λίγο μετά, η θητεία του Γουιτάκερ στη φυλακή Οκόκουαν, τερματίστηκε.
Μέχρι οι γυναίκες να κερδίσουν το δικαίωμα στην ψήφο, έμενε ακόμη αρκετός δρόμος. Στις 26 Αυγούστου του 1920, η «τροπολογία Άντονι», έγινε τελικά η 19η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. «Όταν η 19η Τροπολογία τελικά επικυρώθηκε το 1920, αυτό δε συνέβη χάρη στην καλή προαίρεση καλών αντρών που είχαν αλλάξει γνώμη μέσα σε ένα κενό. Συνέβη επειδή οι γυναίκες είχαν πολεμήσει σκληρά και είχαν υπομείνει πολύ πόνο και κακομεταχείριση για το δικαίωμα να ψηφίζουν», γράφει το Timeline.
Και μπορεί μέσα στα χρόνια να ξεχάστηκε, αλλά για όσους την έζησαν, η μάχη που έκρινε την έκβαση των γεγονότων, ήταν αυτή που δόθηκε εκείνες τις μέρες του Νοεμβρίου του 1917, όταν η Άλις Πολ και μερικές ακόμη γυναίκες επέλεξαν να δώσουν τη ζωή τους αν χρειαστεί, για να κερδίσουν αυτό που ήξεραν ότι δικαιούνται. Και που -ενάντια στην κυρίαρχη άποψη- δεν άφησαν κανέναν να τους το αμφισβητήσει.
* Από την ΕΡΤ - Πηγές: History Net-American History Magazine, Timeline, Women’s News, wikipedia
για πολύ καιρό ζητούσαν: το δικαίωμα της ψήφου.
Της Μάχης Μαργαρίτη.
Μια μέρα του Απριλίου του 1917, οι περαστικοί είδαν να διαδραματίζεται κάτι που δεν είχε ξαναγίνει μπροστά στον Λευκό Οίκο: μια πικετοφορία. Και την είχαν οργανώσει γυναίκες. Αυτό που έκαναν -και το έκαναν κάθε μέρα- ήταν να στέκονται σιωπηλές έξω από τον Λευκό Οίκο κρατώντας τα πανό τους, ζητώντας από τον πρόεδρο Ουίλσον να στηρίξει το επί δεκαετίες αίτημα του γυναικείου κινήματος, να προστεθεί μια φράση στο Σύνταγμα: «Το δικαίωμα των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών να ψηφίζουν δε θα τους απορρίπτεται ή περιορίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή οποιαδήποτε Πολιτεία λόγω του φύλου τους.»
40 χρόνια σε αδράνεια
Η τροπολογία που έδινε στις γυναίκες το δικαίωμα να ψηφίζουν, γράφει το History Net, είχε εισαχθεί στο Κογκρέσο το 1878. «Έμεινε εκεί, να την κοιτούν με φόβο και απέχθεια, για σχεδόν 40 χρόνια». Το 1913, δύο γυναίκες, η Άλις Πολ και η Λούσι Μπερνς, ίδρυσαν το Εθνικό Κόμμα Γυναικών, εγκαταλείποντας την Εθνική Ένωση Σουφραζετών. Είχαν διαφωνήσει, επειδή ήθελαν το γυναικείο κίνημα να εργαστεί όχι μόνο στην πολιτεία της Ουάσινγκτον και κατά τόπους στις πολιτείες, αλλά σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Και ήθελαν άμεση δράση.
Οι πρωτόγνωρες πικετοφορίες στον Λευκό Οίκο
Η αφορμή -ή η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι- ήταν μια ακόμη συνάντηση του προέδρου Γούντροου Γουίλσον -που μόλις είχε επανεκλεγεί- με αντιπροσωπεία από σουφραζέτες, η οποία έληξε χωρίς τη στήριξή του στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου. Οι ακτιβίστριες αποφάσισαν ότι τα λόγια είχαν τελειώσει, και ήταν ώρα για δράση. Το επόμενο πρωί, 12 γυναίκες κρατώντας πανό, έφτασαν στις πύλες του Λευκού Οίκου, και πήραν θέση. Με τα κλασικά χρώματα του κινήματός τους, μωβ, λευκό και χρυσό, τα πανό έγραφαν, «Κύριε Πρόεδρε, πόσο ακόμη πρέπει να περιμένουν οι γυναίκες για την ελευθερία τους;».
Επέστρεφαν εκεί κάθε μέρα, με ήλιο και με βροχή, με καλό και με κακό καιρό. Σιωπηλές. Κανείς δεν ήξερε πώς να τις αντιμετωπίσει. Η πικετοφορία ήταν ασυνήθιστη, ανήκουστη για γυναίκες. Έξω από τον Λευκό Οίκο, πρωτοφανής. Για εβδομάδες, οι γυναίκες έστεκαν εκεί, μέσα στο κρύο, με παγωμένα χέρια και πόδια.
Οι κατηγορίες για «αντι-πατριωτισμό»
Και μετά, ήρθε ο πόλεμος. Λίγους μήνες μετά, οι ΗΠΑ μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την εποχή εκείνη, «το πατριωτικό καθήκον των γυναικών τον καιρό του πολέμου ήταν να παραμένουν σιωπηλές για τα πάντα, και να μιλούν μόνο για να δίνουν στήριξη στον στρατό. Αυτή ήταν η γενική ιδέα στις ΗΠΑ το 1917», έγραφε το Women’s News το 2004.
ΟΙ ακτιβίστριες βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα «να συνεχιστούν ή όχι οι κινητοποιήσεις». Το «μυαλό» πίσω από αυτές, η Άλις Πολ, ήταν αποφασισμένη να μην επαναληφθεί αυτό που θεωρούσε λάθος του γυναικείου κινήματος στον Εμφύλιο Πόλεμο. Και να μην παύσει η δράση τους μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Οι διαδηλώσεις θα συνεχιστούν, ήταν η απόφαση.
«Η Άλις Πολ, η Λούσι Μπερνς και άλλα μέλη του Εθνικού Κόμματος Γυναικών, ήθελαν να εκθέσουν την υποκρισία του ‘να κάνεις τον κόσμο πιο ασφαλή για τη δημοκρατία’, όταν δεν υπάρχει δημοκρατία στην ίδια τη χώρα.»
Τότε άρχισε να παίρνει διαστάσεις η εχθρότητα του κόσμου προς τις ακτιβίστριες. Αν πριν τις έλεγαν ανόητες, τώρα τις αποκαλούσαν αντι-πατριώτες, ή και προδότες. Κάποιες αποχώρησαν λόγω της πίεσης, αλλά ήρθαν άλλες. Οι διαδηλώτριες έγιναν ένα είδος τουριστικής ατραξιόν στην Ουάσινγκτον, αντικείμενα θαυμασμού, περιέργειας -ή και θυμού. Τόσο ήσυχες ήταν, ώστε οι εφημερίδες τις αποκαλούσαν «Σιωπηλές Φύλακες». Αλλά προσέλκυαν την προσοχή.
Οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις
Στο τέλος του Ιουνίου, έγινε η «έκρηξη». Αφορμή, το πανό που ύψωσαν οι ακτιβίστριες εναντίον του προέδρου, την ώρα που ρωσική αντιπροσωπεία επισκεπτόταν τον Λευκό Οίκο. Ένα οργισμένο πλήθος κατέβασε το πανό, και έξι γυναίκες συνελήφθησαν τις επόμενες μέρες. Φυλακίστηκαν για τρεις μέρες, για παρακώλυση κυκλοφορίας. Ήταν οι πρώτες σουφραζέτες που φυλακίστηκαν εξαιτίας της δράσης τους. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Σε εκτενές τους άρθρο στο περιοδικό American History, που αναδημοσίευσε το History Net το 2003, οι Γουίλιαμ και Μέρι Λαβέντερ αφηγούνται λεπτομερώς τα γεγονότα. Στις αρχές Ιουλίου, 11 γυναίκες οδηγήθηκαν στη φυλακή. Δύο εβδομάδες μετά, 16 γυναίκες άκουσαν άφωνες να καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης δύο μηνών, και μάλιστα, όχι στην Ουάσινγκτον, αλλά στη «φυλακή-τρόμο» του Οκόκουαν στη Βιρτζίνια. Όμως, οι γυναίκες είχαν τους δικηγόρους τους, που γνώριζαν καλά ότι το να διαδηλώνει, αποτελεί δικαίωμα του κάθε πολίτη, και ότι οι συλλήψεις ήταν παράνομες. Λίγες μέρες μετά, ξαφνικά, οι γυναίκες πήραν «άφεση».
Στα μέσα Αυγούστου, τα πράγματα φορτίστηκαν κι άλλο, όταν οι γυναίκες ξεδίπλωσαν πανό που αποκαλούσε «Κάιζερ Ουίλσον» τον πρόεδρο. Εν μέσω πολέμου, και με το αντι-γερμανικό αίσθημα στα ύψη, η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Επί δύο μέρες οι ακτιβίστριες δέχονταν επιθέσεις οι ίδιες, όπως και τα γραφεία τους. Είχαν να αντιμετωπίσουν, γράφει το περιοδικό Timeline για ένα από τα περιστατικά, «πλήθη αγοριών, κυβερνητικών υπαλλήλων και ναυτών που γρονθοκόπησαν τις γυναίκες, ρίχνοντάς τις στο έδαφος, στρίβοντας τα χέρια τους και αρπάζοντας τα πανό τους». Σε μία από τις επιθέσεις, η Άλις Πολ σύρθηκε στο πεζοδρόμιο από έναν ναύτη, που έσκισε την κορδέλα της και την πήρε για σουβενίρ. Η αστυνομία άρχισε και πάλι τις συλλήψεις. Αλλά οι πικετοφορίες δε σταματούσαν.
Αυτή που είχε διαφύγει της σύλληψης ήταν η Άλις Πολ, η οποία σχεδίαζε τη στρατηγική, πίσω από το προσκήνιο. Γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν μια κίνηση εναντίον της. Συνέβη τον Οκτώβριο του 1917. Συνελήφθη και της επιβλήθηκε η πιο βαριά μέχρι τότε ποινή -7 μήνες στη φυλακή της Ουάσινγκτον.
Οι κρατούμενες ζήτησαν καθεστώς πολιτικού κρατούμενου, που δεν τους δόθηκε. Κάποια στιγμή, μετά από δύο εβδομάδες στην απομόνωση, αδύναμες ακόμη και να σηκωθούν, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργία πείνας. Μετά από τρεις μέρες άρνησης τροφής, η Πολ μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική πτέρυγα, μαζί με κάποιες συγκρατούμενές της. Εκεί, τις υπέβαλαν σε αναγκαστική σίτιση τρεις φορές τη μέρα. Η ίδια περνούσε όλη τη μέρα στην απομόνωση σε ένα μικρό κελί. Ταυτόχρονα, όμως, και καθώς άρχιζαν να γίνονται γνωστά κάποια από τα γεγονότα, γυναίκες από όλη τη χώρα άρχιςαν να καταφθάνουν στην Ουάσινγκτον.
Η «Νύχτα του Τρόμου»
Το αμερικανικό Timeline περιγράφει: «Τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου, μια ομάδα 33 γυναικών έφτασαν στις φυλακές Οκόκουαν στη Βιρτζίνια. Τις υποδέχτηκαν οι φρουροί με ξύλα. Η νύχτα έμεινε γνωστή ως ‘Η Νύχτα του Τρόμου’. Η ιστορικός Λουίζ Μπέρνικοου που μελετά τη γυναικεία ιστορία περιγράφει την τρομακτική σκηνή: ‘44 άντρες που κρατούσαν μπαστούνια ξυλοκόπησαν, έσυραν και έπιασαν από τον λαιμό τις γυναίκες για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι, ανάμεσά τους και τουλάχιστον μία γυναίκα 73 χρόνων. Γυναίκες σηκώνονταν στον αέρα και πετάγονταν στο έδαφος… Η σουφραζέτα Λούσι Μπερνς δέθηκε με χειροπέδες στα κάγκελα του κελιού της σε μια βασανιστική στάση. Φρουροί έσερναν γυναίκες στρίβοντας τα χέρια τους και τις πετούσαν σε τσιμεντένια ‘κελιά τιμωρίας’’. Ένας φρουρός μαχαίρωσε μια γυναίκα ανάμεσα στα μάτια με το σπασμένο κομμάτι του πλακάτ της.»
Μετά από όσα συνέβησαν, οι κρατούμενες στη φυλακή της Βιρτζίνια άρχισαν και εκείνες απεργία πείνας. Πολλές είχαν παραισθήσεις και λιποθυμούσαν. Οι φύλακες προσπαθούσαν να τις δελεάσουν με φαγητά. Τίποτα δεν απέδωσε. Μετά από επτά ημέρες, υποβλήθηκαν και εκείνες σε αναγκαστική σίτιση, με εφιαλτικές σκηνές να εκτυλίσσονται, όπως οι ίδιες τις περιέγραψαν αργότερα.
Η εμφάνιση στη δίκη
Όλο αυτό το διάστημα, οι δικηγόροι τους, ο Ντάντλει Μαλόουν και ο Μάθιου Ο’ Μπράιεν εργάζονταν ακατάπαυστα. Κατάφεραν να μπουν στις φυλακές με εισαγγελική εντολή. Εξοργισμένοι με ό, τι είδαν, κατόρθωσαν στη συνέχεια να αναγκάσουν τον υπεύθυνο των φυλακών Γουιτάκερ να μεταφέρει στα δικαστήρια τις σουφραζέτες για ακρόαση. Δημοσιογράφοι από όλη τη χώρα έφτασαν για να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία στις 23 και 24 Νοεμβρίου.
Ο δικηγόρος των ακτιβιστριών μίλησε για ανείπωτες βαρβαρότητες που συνέβησαν μέσα στη φυλακή με μοναδικό σκοπό να τρομοκρατήσουν τις κρατούμενες και να σταματήσουν μια δράση που αποτελούσε νόμιμο δικαίωμά τους. Ο δικαστής στήριξε την απόφασή του στις μαρτυρίες των γυναικών. Αλλά πιο δυνατή από οποιαδήποτε αφήγηση, ήταν η ίδια η εμφάνισή τους, γράφουν οι Γουίλιαμ και Μέρι Λαβέντερ. Χλωμές και αποπροσανατολισμένες, με άσχημους μώλωπες από τη Νύχτα του Τρόμου, κάποιες με δυσκολία περπατούσαν ή στέκονταν. Προκάλεσαν σοκ στο ακροατήριο. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες διηγήθηκαν τα πάντα, με όλες τις λεπτομέρειες. Ο δικαστής διέταξε την προσωρινή μεταφορά των γυναικών στις φυλακές της Ουάσινγκτον.
Στον δρόμο για τη 19η Τροπολογία
Η κοινή γνώμη άρχισε να μετατοπίζεται. Τρεις μέρες μετά τη δίκη, οι γυναίκες, χωρίς καμία εξήγηση, αφέθηκαν ξαφνικά ελεύθερες. Στις 27 Νοεμβρίου, υποβασταζόμενη, η Άλις Πολ βγήκε από τη φυλακή. Το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα, είπε, εξαρτάται από το τι θα κάνει η κυβέρνηση. Στις 10 Ιανουαρίου του 1918 -40 χρόνια μετά την εισαγωγή της στο Κογκρέσο- η τροπολογία για την ψήφο των γυναικών- πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Μάρτιο, το Εφετείο έκρινε παράνομες τις συλλήψεις και τη φυλάκιση των διαδηλωτριών. Και λίγο μετά, η θητεία του Γουιτάκερ στη φυλακή Οκόκουαν, τερματίστηκε.
Μέχρι οι γυναίκες να κερδίσουν το δικαίωμα στην ψήφο, έμενε ακόμη αρκετός δρόμος. Στις 26 Αυγούστου του 1920, η «τροπολογία Άντονι», έγινε τελικά η 19η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. «Όταν η 19η Τροπολογία τελικά επικυρώθηκε το 1920, αυτό δε συνέβη χάρη στην καλή προαίρεση καλών αντρών που είχαν αλλάξει γνώμη μέσα σε ένα κενό. Συνέβη επειδή οι γυναίκες είχαν πολεμήσει σκληρά και είχαν υπομείνει πολύ πόνο και κακομεταχείριση για το δικαίωμα να ψηφίζουν», γράφει το Timeline.
Και μπορεί μέσα στα χρόνια να ξεχάστηκε, αλλά για όσους την έζησαν, η μάχη που έκρινε την έκβαση των γεγονότων, ήταν αυτή που δόθηκε εκείνες τις μέρες του Νοεμβρίου του 1917, όταν η Άλις Πολ και μερικές ακόμη γυναίκες επέλεξαν να δώσουν τη ζωή τους αν χρειαστεί, για να κερδίσουν αυτό που ήξεραν ότι δικαιούνται. Και που -ενάντια στην κυρίαρχη άποψη- δεν άφησαν κανέναν να τους το αμφισβητήσει.
* Από την ΕΡΤ - Πηγές: History Net-American History Magazine, Timeline, Women’s News, wikipedia