Η θέση που επιβλήθηκε στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, ήταν περίπου η ίδια που είχε αναγκαστεί κάθε γυναίκα του παρελθόντος να υπομείνει: Μια θέση καταπίεσης και αποκλεισμού. Με τη γέννηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή το...
διάστημα που ήρθε μετά την επανάσταση του 1821, η Ελλάδα βρέθηκε με το ένα πόδι στις συντηρητικές παραδόσεις που προϋπήρχαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το άλλο στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, που επέβαλλε την πρόοδο. Η χώρα, με λίγα λόγια, προσπαθούσε να ισορροπήσει και να βρει τα πατήματά της. Οι άνδρες της χώρας, δηλαδή, διότι οι γυναίκες της εποχής δεν μπορούσαν να βρουν κανένα δικό τους πάτημα, αποκλεισμένες στη σφαίρα της ιδιωτικότητας και κλεισμένες πίσω από τέσσερις τοίχους.
Μπορεί το 1834 να κατοχυρώθηκε και νομοθετικά η υποχρεωτική εκπαίδευση και για τα δυο φύλα, με τη γυναικεία εκπαίδευση όμως να απαξιώνεται συστηματικά και να γίνεται προνόμιο λίγων γυναικών, που είχαν την τύχη να γεννηθούν είτε σε εύπορες οικογένειες, είτε σε περιβάλλοντα αρκετά ελεύθερα για την εποχή τους.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου ήταν μια απ’ αυτές τις προνομιούχες γυναίκες. Χάρη στην καλλιέργεια και τη σοβαρή της παιδεία, αλλά και στην ενθάρρυνση του περιβάλλοντός της, κατάφερε να κερδίσει όχι μια θέση εξουσίας, αλλά κοινωνική αναγνώριση. Ανήκε σε οικογένεια Φιλικών, αγωνιστών της Επανάστασης και λογίων, και είχε τη σπάνια για την εποχή της τύχη να μορφωθεί σε ένα ιταλικό σχολείο της Ανκόνα, όπου είχαν καταφύγει οι γυναίκες της οικογένειας της. Ο γάμος της με τον πολιτευτή Σ. Παπαλεξόπουλο, της έδωσε την ευκαιρία να συμπληρώσει την καλλιέργειά της διαβάζοντας, αλλά κυρίως συναναστρεφόμενη τους πιο γνωστούς ποιητές και πολιτικούς της εποχής. Το σπίτι της έγινε το πρώτο πολιτικό σαλόνι του ελεύθερου βασιλείου και δεν άργησε να μετατραπεί σε κέντρο αντιμοναρχικής ζύμωσης, στην οποία συμμετείχε προσωπικά και μετά το θάνατο του συζύγου της. Η αντιμοναρχική της αδιαλλαξία, ο ρόλος που έπαιξε στην αντιοθωνική εξέγερση του 1862, έκαναν την Παπαλεξοπούλου τη μόνη γυναίκα αυτής της πρώτης περιόδου της Ανεξαρτησίας που απέκτησε δημόσιο κύρος εξαιτίας της πολιτικής της δράσης. Το ασυνήθιστο για την εποχή πεπρωμένο της, ήταν ένα δείγμα του τι μπορούν να πετύχουν οι γυναίκες εάν τους δίνονταν ίσες ευκαιρίες [H Eξέγερση των Κυριών Εκδ. Παπαζήση].
Οι «κλειδωμένες» γυναίκες
Ωστόσο, η εποχή και το καθορισμένο από τους άνδρες πλαίσιο, επέβαλλε οι γυναίκες να θεωρούνται βιολογικά διαφορετικές και κατώτερες. Αφενός στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις οι γυναίκες ήταν καταδικασμένες να είναι υλικά εξαρτημένες από τους άνδρες, υποχρεωμένες στην αεργία, στη φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών, και χωρίς να τους αναγνωρίζεται η οικιακή εργασία, όσο επίπονη και χρονοβόρα κι αν ήταν. Αφετέρου, τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, παρά τους τρόπους κοινωνικότητας που είχαν δανειστεί από τα δυτικά πρότυπα, συνέχιζαν να περιορίζουν με κάθε τρόπο την ύπαρξη των γυναικών στις ανθρώπινες σχέσεις, αφού οι γυναίκες μπορούσαν να βγουν έξω μόνο με τη συνοδεία κάποιου αρσενικού της οικογένειας και μόνο εάν υπήρχε λόγος.
Ο Εντμόν Αμπού, Γάλλος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, έγραφε ήδη από τότε. «Συναντάς στη μουσική έναν αριθμό από αστές που δεν ξεμυτίζουν έξω παρά μια φορά την εβδομάδα. Οι σύζυγοί τους τις βγάζουν έξω ντυμένες με ρούχα από ένα μπαούλο, που αυτοί έχουν το κλειδί του. Τις βουρτσίζουν και τις εκθέτουν στο ύπαιθρο ως το βράδυ. Μετά τη μουσική, ξαναγυρίζουν στο μπαούλο τους που το κλείνουν ερμητικά».
Η γυναίκα, λοιπόν, καταδικασμένη να ζει στην αφάνεια για όλη την εβδομάδα, ήταν μόνο ένα «όπλο» στη φαρέτρα της ματαιοδοξίας των ανδρών, συζύγων, πατεράδων και αδελφών. Ακόμη και η επίδειξη της ενδυμασίας της, μια φορά την εβδομάδα στη λεγόμενη «μουσική της Κυριακής», όπου όλες οι τάξεις συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τη στρατιωτική μπάντα και να δουν το βασιλικό ζεύγος στον κυριακάτικο περίπατό του, δείχνει πως οι γυναίκες, ή μάλλον οι φορεσιές τους, ήταν απλώς τα τρόπαια του ανδρικού φύλου. Και φυσικά η επίδειξη αυτή δεν χρησίμευε μόνο σαν τρόπος επίδειξης της αγοραστικής ικανότητας του συζύγου. Από τα κομψά καπέλα και τα μικρά ψηλοτάκουνα παπούτσια, ως τα κρινολίνα και τα ογκώδη φορέματα, η γυναικεία ενδυμασία είναι η συμβολική έκφραση της «απαλλαγής των γυναικών από την εργασία. Ο παραμορφωτικός κορσές λειτουργούσε σαν εμπόδιο σε κάθε απόπειρα εκτέλεσης οποιασδήποτε «χρήσιμης» εργασίας. Κι αυτό σήμαινε πως ήταν ανίκανες να δρουν έξω από ορισμένους χώρους, όπως το σπίτι.
Αυτή η εικόνα δεν ήταν απλώς παραπλανητική. Εξυπηρετούσε παράλογα αρχικά και στην κοινωνική άνοδο, διότι θεωρούνταν πως διατηρεί την υπόληψη της οικογένειας. Κοινώς: Όσο πιο αθέατη ήταν μια γυναίκα τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να καλοπαντρευτεί ή να γλιτώσει η οικογένεια της την προίκα, διότι μιλάμε για την εποχή που οι άνδρες δεν ζητούσαν απλά μια γυναίκα, αλλά και ανταλλάγματα για να την παντρευτούν. Και αν και μιλάμε για την προκαπιταλιστική περίοδο, η προίκα ήταν από τότε ένα κατεξοχήν μέσο συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κοινωνικής ανόδου.
Η μόρφωση: Το πρώτο όπλο στη φαρέτρα
Κάποιες «λόγιες» γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν και αρκετά προοδευτικούς γονείς ώστε να τις στηρίξουν, ήταν και οι πρώτες φωνές που διεκδίκησαν δημόσιο λόγο. Αυτές οι ελάχιστες εγγράμματες γυναίκες αποτέλεσαν και το παράδειγμα απέναντι στη μισογύνικη κριτική που επικρατούσε ότι «οι γυναίκες δεν χρειάζεται να μάθουν γράμματα, διότι στο μοναδικό που θα τις εξυπηρετήσουν είναι στο να στέλνουν ραβασάκια». Το 1840 εμφανίζονταν αραιά κάποια κείμενα, κυρίως μεταφράσεις, δοκίμια και άρθρα για τη γυναικεία εκπαίδευση. Ήταν η πρώτη μικρή εισβολή των γυναικών στον κόσμο της ελληνικής διανόησης, μια εισβολή που φανερώνει τη θέληση ορισμένων γυναικών να ξεπεράσουν το διακοσμητικό πλαίσιο της παιδείας τους και να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους για τη βελτίωση της θέσης τους και του φύλου τους. Για πολλά χρόνια, ο μοναδικός σκοπός της εκπαίδευσης των γυναικών ήταν για να γίνουν δασκάλες και να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες του ελληνισμού και τις αλυτρωτικές βλέψεις του κράτους που μόλις είχε συσταθεί.
Ίσως οι γυναίκες που έγραφαν τότε, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τον προπαγανδιστικό ρόλο του Τύπου στη διάδοση νέων ιδεών και νοοτροπιών. Η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου –παιδαγωγός στο Αρσάκειο- συνεργαζόταν τακτικά με τα περιοδικά της Σμύρνης, Αθηνά και Αρμονία, ενώ ηγήθηκε της έκδοσης του πρώτη γυναικείου εντύπου, της Κυψέλης, που κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1845. Στο προλογικό σημείωμα του περιοδικού προκρίνεται η σημασία του διαφωτιστικού ρόλου του περιοδικού τύπου: «Η διανοητική ανάπτυξις […] δεν συνίσταται μόνον εις των σχολείων την εκπαίδευσιν, ήτις καθίσταται δυσδιάδοτος εις όλην την κοινωνίαν υπάρχει […] σχολείον φωτεινότερον, παγκόσμιον, και τούτο είναι η δημοσιογραφία». Σε μια τέτοια αντίληψη για τη δημοσιογραφία, διαφαίνεται η ιδέα του Διαφωτισμού.
Σε μια εποχή που ο σύλλογος προς Διάδοσις Ελληνικών Γραμμάτων εκδίδει εκθέσεις στις οποίες καταγγέλει πως κι αυτά τα ελάχιστα Παρθεναγωγεία είναι παρόμοια με τα σχολεία των αγοριών και πως «η πατρίς δεν έχει ανάγκη πολλών Πιερίδων, αλλά μεγίστη έχει χρείαν πολλών χρηστών μητέρων», το να εκδίδουν γυναίκες δικά τους περιοδικά είναι μια πράξη όχι απλά τολμηρή, αλλά επαναστατική. Κυρίως επειδή έδειχναν πως τα κοινωνικά δεινά, η αμάθεια και η αντίληψη πως η γυναίκα είναι υποδεέστερη, είναι απόρροια του αποκλεισμού τους απο την κοινωνία.
Η Σαπφώ Λεοντιάς, για παράδειγμα, μπορεί να ήταν μια συντηρητική γυναίκα η οποία συμβάδιζε με τα «χρηστά ήθη της εποχής», και επίσης δασκάλα στο επάγγελμα. Όμως η έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής, το 1856, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της θέλησης κάποιων γυναικών να ταχθούν στην υπηρεσία των γυναικείων συμφερόντων. Μια από τις πρώτες απόπειρες συλλογικής δράσης γυναικών της εποχής ήταν και το περιοδικό Ευρυδίκη, που εκδίδεται από την αδερφή της Σ. Λεοντιάς, Αιμιλία Κτενά, η οποία μόλις το 1971 μίλησε μάλλον για πρώτη φορά για το ότι οι γυναίκες θα πρέπει να αναλάβουν την υπεράσπιση του φύλου τους, ενώ υπογράμμιζε πόσο σημαντική είναι η γυναικεία χειραφέτηση.
Αν και η Ευρυδίκη απευθυνόταν στις λιγοστές μορφωμένες της εποχής το σύντομο διάστημα που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1971 έως το 1973, με 76 τεύχη), αποτέλεσε ένα «σημείο ύπαρξης» του γυναικείου φύλου. Παρά τις ενοχλητικές, για τη σημερινή εποχή, εθνικοπατριωτικές αναφορές της, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η πρωτοβουλία αυτή ήταν για την εποχή κάτι το περιθωριακό και ανατρεπτικό, γιατί ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις μιας αυτόνομης δραστηριότητες των γυναικών. Σε μια εποχή που ακόμη και τα βιβλία του Δημοτικού ήταν διαφορετικά για αγόρια και κορίτσια, και τα κορίτσια που κατάφερναν να λάβουν έστω και την ελάχιστη εκπαίδευση ήταν τρομακτικά λίγα, ένα περιοδικό φτιαγμένο από γυναίκες φαινόταν απειλητικό στους εκπροσώπους της ανδρικής εξουσίας, γιατί έδειχνε έμπρακτα πως οι γυναίκες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την παιδεία για τους ίδιους σκοπούς που τη χρησιμοποιούσαν οι άνδρες.
Η αυτοδιάθεση του σώματος
Όταν η γυναίκα του Παναγιώτη Σούτσου, Μαρίνα, το 1860 εγκατέλειψε τον άνδρα της με το ανεπαρκές για την εποχή πρόσχημα ότι δεν τον αγαπούσε, ο πατέρας της εξοργίστηκε και την έκλεισε σε ένα δωμάτιο για καιρό. Και αυτό δεν συνέβαινε σε κάποια ανώνυμη μικροαστική οικογένεια, αλλά σε κόρη της οικογένειας Λογοθέτη, σε μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες των Αθηνών. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, έβλεπε τη Μαρίνα με «συμπάθεια» και έγραφε πως αυτό το δωμάτιο στο οποίο ήταν κλεισμένη ήταν ένας τάφος γι' αυτή. Έβρισκε παρ’ όλα αυτά ότι η μόνη λύση είναι να την πείσει να γυρίσει στον άνδρα της.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου περίεργο που οι γυναίκες απέφευγαν να αψηφούν την πατρική επιλογή. Εξάλλου, ο φόβος της τύχης που τις περίμενε αν έμεναν «γεροντοκόρες», αρκούσε να τις κάνει να δεχτούν την πρώτη πρόταση γάμου ανεξάρτητα από το εάν ήταν ενδιαφέρουσα. Το ότι η Μαρίνα εγκατέλειψε τον σύζυγο που της είχαν υποδείξει να παντρευτεί, επειδή δεν τον αγαπούσε ήταν μια πράξη επαναστατική, αφού μιλάμε για το 1861, μια εποχή που οι γυναίκες όχι απλά δεν είχαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος τους, αλλά χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την οικογένεια στην οποία έτυχε να γεννηθούν και έπρεπε να υπακούσουν στο πρόταγμα και το πρόσταγμα των πατεράδων, των αδελφών και των συζύγων τους.
Επειδή οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν τη δική τους φωνή ή και αν είχαν, αυτή δεν ήταν πολύ ισχυρή, αρκετοί ήταν οι άντρες που τις βοήθησαν να προβάλλουν τα προβλήματα τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ποιητής Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος με τη βοήθεια της γυναίκας του έγραψε τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, όπου κατήγγειλε τους γάμους συμφερόντων ως πορνεία και παρουσίασε τους γαμπρούς που βασίζονται στην προίκα σαν κερδοσκόπους. Μέσα στα γραπτά του έβρισκε κανείς την αναγκαιότητα που υπάρχει το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση, ενώ επεσήμαινε πως οι γυναίκες θεωρούν το γάμο μοναδική τους διέξοδο για να γλιτώσουν από την τυραννία και την καταπίεση των γονιών τους.
Ακόμη και αργότερα όταν άρχισε να εφαρμόζεται η «μικτή κοινωνικότητα» που άρχισε να κερδίζει έδαφος κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, αρχικά μόνο στους κόλπους της Αστικής Τάξης και των διανοούμενων, οι συναθροίσεις ανδρών γυναικών γίνονταν με αποκλειστικό σκοπό το συνοικέσιο. Ήδη από εκείνη την εποχή, ενώ οι γαμπροί επιδίδονται στο κυνήγι πλούσιων γυναικών, οι οικογενειάρχες ονειρεύονται να παντρέψουν τις κόρες τους με άνδρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αρκετά πλούσιους ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα διάφορα προσόντα τους και να παραβλέψουν την έλλειψη προίκας. Για τα κορίτσια της μικροαστικής τάξης ο συναγωνισμός γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος. Υπήρχε από τότε το πρότυπο του εργένη που αντιστεκόταν ηρωικά στις συνομωσίες γονέων και αυτοί οι άνδρες αντιμετωπίζονταν σαν λαϊκοί ήρωες, ενώ οι γυναίκες που δεν παντρεύονταν, δεν ήταν παρά «γεροντοκόρες». Ούτε και η ζωή της χωρισμένης όμως ήταν ευκολότερη. Η υποψία της ανηθικότητας την ακολουθεί παντού, στερείται την κηδεμονία των παιδιών της και αντιμετωπίζει την εχθρότητα του περιβάλλοντος της. Η διαζευγμένη γυναίκα ήταν σύμφωνα με την Πηνελόποη Δέλτα «παρίας της τότε σεμνότυφης υποκριτικής κοινωνίας».
Η μητρότητα σαν υποχρέωση και το «εμπόριο της κόρης»
Το τέλος του 19ου αιώνα στην Ελλάδα βρίσκει τη γυναίκα σε άλλη θέση. Πλέον ο ρόλος της μητέρας αποθεώνεται και στο φύλο της αντικατοπτρίζεται η συνέχιση του έθνους και ο πυρήνας της οικογενειακής εστίας. Η γέννηση των παιδιών από βιολογική λειτουργία, είχε πλέον γίνει υποχρέωση επειδή η μητρότητα είχε εξιδανικευτεί. Το να μένουν «γεροντοκόρες» συνέχιζε να είναι κοινωνικά καταδικαστέο και οι περισσότερες γυναίκες αποκλεισμένες από την εργασία αντιμετώπιζαν οξύτατα προβλήματα οικονομικής εξάρτησης και περιθωριοποίησης, αφού ήταν αναγκασμένες να ζουν από τη «φιλανθρωπία» των συγγενών. Το 1880 σχεδόν το 97% των Ελληνίδων σε ηλικία γάμου, ήταν παντρεμένο, ενώ την ίδια εποχή το ποσοστό των έγγαμων γυναικών δεν ξεπερνούσε το 88% στην Ιταλία και το 80% στην Πορτογαλία. Η μέση ηλικία πρώτου γάμου στην Ελλάδα ήταν τα 23, ενώ περισσότερες από τις μισές γυναίκες είχαν ήδη συνάψει έναν πρώτο γάμο πριν τα 26 τους χρόνια.
Στα τέλη του 1880 ακόμη και οικογένειες της Αθήνας με σχετικά μικρά εισοδήματα είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν φθηνό δυναμικό κυρίως από τις επαρχίες της Ελλάδας για να αναθέσουν τις κοπιαστικές οικιακές εργασίες. Κοινώς, τα κορίτσια της επαρχίας έρχονταν στην Αθήνα για να γίνουν υπηρέτριες για όλες τις δουλειές. Το επάγγελμα της υπηρέτριας θεωρούνταν από τους γονείς των αγροτικών ή νησιωτικών περιοχών πιο σίγουρο για τις γυναίκες της οικογένειας, που βρίσκονταν πλέον κάτω από τον έλεγχο μιας άλλης οικογένειας, και στις περισσότερες περιπτώσεις εισέπρατταν εκείνοι το μισθό της κόρης τους. Είχε με λίγα λόγια τα χαρακτηριστικά του σημερινού τράφικινγκ.
Η «Εφημερίδα των Κυριών»
Η έκδοση ενός έντυπου που ονομάστηκε «Η Εφημερίδα των Κυριών», ήταν ίσως η πρώτη συντονισμένη προσπάθεια γυναικών να διεκδικήσουν δημόσιο λόγο. Την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε, στις 8 Μαρτίου του 1887, έκανε μεγάλη αίσθηση στην αθηναϊκή κοινωνία από το πρώτο κιόλας τεύχος, το οποίο εξαντλήθηκε την ίδια ημέρα. Τα περισσότερα άρθρα ήταν ανυπόγραφα ή υπογεγραμμένα με αρχικά και το όνομα της διευθύντριας στην πρώτη σελίδα: «Εύα Πρενάρ». Στα καφενεία και στα φιλολογικά σαλόνια ακούγονταν πως πίσω από την εφημερίδα βρίσκονταν κάποιοι από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες της εποχής, διότι ήταν αδύνατο να πιστέψουν πως μια εφημερίδα κοινωνικών ιδεών θα μπορούσε να συνταχθεί αποκλειστικά από γυναίκες όπως ισχυριζόταν. Οι συζητήσεις όμως δεν κράτησαν πολύ, γιατί δυο εβδομάδες αργότερα η Εφημερίς των Κυριών δημοσίευσε το πραγματικό όνομα της διευθύντριας, Καλλιρρόης Παρρέν, και των πρώτων συνεργατριών.
«Είναι πάντοτε θύμα η γυνή, θύμα όλων των κοινωνικών τάξεων…υπό τας διαφόρους ιδιότητας αυτής, της μητρός, συζύγου, κόρης, ανηλίκου και εργάτιδος».
Μπορεί ο προβληματισμός που κυριαρχεί στην Εφημερίδα των Κυριών να προσηλώνεται στη μητρότητα και στην «ειρηνική φύση της γυναίκας», έπαιρνε όμως το μέρος των γυναικών του λαού που κατηγορούνται για παιδοκτονία ή για το φόνο του εραστή τους, προκαλώντας φυσικά έντονες αντιφεμινιστικές αντιδράσεις στον τότε αθηναϊκό Τύπο. Ήταν η πρώτη φορά που σχολιάστηκαν συστηματικά από γυναίκες, ζητήματα όπως τα εγκλήματα τιμής, οι αυτοκτονίες νεαρών γυναικών και αδελφοκτονιών με κίνητρο την οικειοποίηση της προίκας της αδερφής. Μέσα από την αρθρογραφία τους, συσχέτιζαν για πρώτη φορά την οικογενειακή βία με την οικονομική εξάρτηση.
Ήταν η πρώτη φορά που αναλύθηκε τόσο εκτεταμένα ο φόβος με τον οποίο ζούσαν οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια, ως στοιχείο που αφαιρεί κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και όπως τόνιζε το περιοδικό, «Ο φόβος αυτός είναι βαθιά ριζωμένος στην κουλτούρα και ενισχύεται από τη συνενοχή με την οποία η κοινωνία περιβάλλει τα δικαιώματα ζωής και θανάτου του πατέρα πάνω στις κόρες του, του αδελφού πάνω στις αδερφές του». Η λογοτεχνική μορφή της εργάτριας, πλάι στη μορφή της μικροαστής που την πουλάνε σε όποιον πληρώνει περισσότερο και σε εκείνη της πλούσια κληρονόμου που πέφτει θύμα της προικοθηρίας επανέρχεται συνεχώς θυμίζοντας ότι «είναι πάντοτε θύμα η γυνή, θύμα όλων των κοινωνικών τάξεων…υπό τας διαφόρους ιδιότητας αυτής, της μητρός, συζύγου, κόρης, ανηλίκου και εργάτιδος».
Αν και το περιοδικό λειτούργησε μέχρι το 1917 και έθιξε καίρια ζητήματα για το γυναικείο φύλο, αργότερα αρνήθηκε να προβάλει το ζήτημα της διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων ίσως από φόβο πως θα χαθούν οι συμμαχίες που είχε καταφέρει να δημιουργήσει έως τότε. Η Παρρέν, αν και αρκετά συντηρητική εξαιτίας των συχνών επισκέψεων της στο εξωτερικό είχε καταφέρει να δημιουργήσει διεθνείς φεμινιστικές συμμαχίες, ωστόσο θεωρούσε πως μια τέτοια διεκδίκηση ήταν μάλλον κάτι πρόωρο για την Ελλάδα και δεν φρόντιζε να ενταχθεί στην ατζέντα της εφημερίδας. Αυτό έγινε μόνο όταν άρχισε η ίδια και οι συνεργάτιδες του περιοδικού να διαπιστώνουν ότι ακόμη και τα αυτονόητα ζητήματα που θέτουν αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, χλευασμό και μισογυνισμό. Το 1908, η εφημερίδα για πρώτη φορά θα έθετε το θέμα της συμμετοχής τω γυναικών στις δημοτικές εκλογές.
Ο φεμινισμός του Μεσοπολέμου
Λίγο αργότερα, το 1920, η φεμινιστική θέση αρχίζει να γίνεται πιο ξεκάθαρη. Το 1920 ιδρύεται ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και θα υπάρξει συσπείρωση δυνάμεων παρά τις διαφορετικές θέσεις των γυναικών που χωρίζονταν σε τρία στρατόπεδα: το συντηρητικό-φιλελεύθερο-αστικό, το σοσιαλιστικό, και το κομμουνιστικό. Η συλλογική προσπάθεια που είχε δώσει δείγματα αποτελεσματικότητας από την Εφημερίδα των Κυριών μπαίνει σε πρώτο πλάνο και πλέον οι γυναίκες αντιλαμβάνονται πως για να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους θα πρέπει να αγωνιστούν συλλογικά. Γι’ αυτό και απηύθυναν κάλεσμα σε όλες, ανεξαρτήτως τάξης και κοινωνικής προέλευσης. Η δύναμη της συλλογικής διεκδίκησης και η προσπάθεια αποτίναξης αυτού του συντηρητικού μανδύα που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, είναι ίσως αυτό που χαρακτηρίζει το φεμινισμό εκείνη την εποχή.
Το φεμινιστικό ρεύμα του Μεσοπολέμου έβαλε σε πρώτο πλάνο το δικαίωμα της γυναικείας ψήφου, ενώ παράλληλα απαιτούσε αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να υπάρχει και θεσμικά ίση μεταχείριση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Οι στόχοι που κυριαρχούσαν ήταν η ίση αμοιβή στην εργασία και δικαίωμα σε αυτή, ίσα δικαιώματα στην οικογένεια και κατάργηση των οίκων ανοχής. Επεδίωκαν να μιλήσουν στις γυναίκες για τη χρησιμότητα της μόρφωσης και δημιούργησαν κανάλια διανομής και συλλογής ιδεών με οργανώσεις όπως η Διεθνής Ένωση για τη Γυναικεία ψήφο.
Ήταν η πρώτη φορά που μέσα από δημόσιες συγκεντρώσεις οι διεκδικήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών απέκτησαν ορατότητα, ενώ ο φεμινισμός είχε ήδη ξεκινήσει να ριζοσπαστικοποιείται. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες του Μεσοπολέμου, φιλελεύθερης κυρίως ταυτότητας, υποστηρίζουν ότι ο φεμινιστικός αγώνας πρέπει να είναι ανεξάρτητος από οποιαδήποτε κομματική δέσμευση. Τα πιο γνωστά και μαχητικά μέλη του Συνδέσμου είναι η Αύρα Θεοδωροπούλου, η Μαρία Σβώλου (Δεσύπρη), η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), η Μαρία Νεγρεπόντη. Ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1936 από τη δικτατορία του Μεταξά.
Σοσιαλισμός, κομμουνισμός, γυναίκα και πολιτικοποίηση
Ήδη από το 1919 δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη κείμενα όπως «Ο ρόλος των γυναικών εις την παγκόσμιον σοσιαλιστική κίνηση» ή «Εμείς οι γυναίκες». Κυρίως θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις που στόχο είχαν να αναδείξουν τις νέες σχέσεις που θα ισχύσουν σε μια αταξική κοινωνία. Από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, διατυπώνεται στο «Αι αρχαί και το Πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος» ο προγραμματικός στόχος για τις γυναίκες: «Πλήρης αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών προς τους άνδρας. Κατάργησις όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα των γυναικών και του νόθου παιδιού».
Στην πρώτη αυτή φάση της κομουνιστικοποίησης του ΣΕΚΕ, η Ιωάννα Κομιώτη, αδερφή του Σπ. Κομιώτη και σύντροφος του Ν. Δημητράτου, στο άρθρο της «Αστικός και σοσιαλιστικός φεμινισμός», ορίζει τον σοσιαλιστικό φεμινισμό ως εξής: ο σοσιαλιστικός φεμινισμός είναι ο σύνδεσμος των δύο φάσεων του κοινωνικού αγώνα, η πρώτη είναι η ισοπολιτεία των δύο φύλων που είναι απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας. Οι κομμουνίστριες φεμινίστριες θα καταγγείλουν επανειλημμένα τον φεμινισμό των αστών γυναικών και προσπαθήσουν να πείσουν πως μια αυτοτελής δράση του γυναικείου κινήματος θα ήταν αποτυχημένη, διότι ο φεμινισμός θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική αλλαγή. Αυτός ήταν και ένας από τους παράγοντες που οδήγησε σε βαθύτερη επικοινωνία, εντός των αντιφασιστικών μετώπων, διάφορων μαχητικών ριζοσπαστικών φεμινιστριών με το ΚΚΕ, μεγαλώνοντας το χάσμα με τις συντηρητικές τάσεις του φεμινιστικού κινήματος.
Για πρώτη φορά, γυναίκες ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά. Το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι θα ερχόταν πολύ αργότερα για όλες, όπως και το δικαίωμα ψήφου, παρά το ότι πρακτικά τι δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες. Πήρε περίπου 100 χρόνια για να εφαρμοστεί πρακτικά.
vice
διάστημα που ήρθε μετά την επανάσταση του 1821, η Ελλάδα βρέθηκε με το ένα πόδι στις συντηρητικές παραδόσεις που προϋπήρχαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το άλλο στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, που επέβαλλε την πρόοδο. Η χώρα, με λίγα λόγια, προσπαθούσε να ισορροπήσει και να βρει τα πατήματά της. Οι άνδρες της χώρας, δηλαδή, διότι οι γυναίκες της εποχής δεν μπορούσαν να βρουν κανένα δικό τους πάτημα, αποκλεισμένες στη σφαίρα της ιδιωτικότητας και κλεισμένες πίσω από τέσσερις τοίχους.
Μπορεί το 1834 να κατοχυρώθηκε και νομοθετικά η υποχρεωτική εκπαίδευση και για τα δυο φύλα, με τη γυναικεία εκπαίδευση όμως να απαξιώνεται συστηματικά και να γίνεται προνόμιο λίγων γυναικών, που είχαν την τύχη να γεννηθούν είτε σε εύπορες οικογένειες, είτε σε περιβάλλοντα αρκετά ελεύθερα για την εποχή τους.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου ήταν μια απ’ αυτές τις προνομιούχες γυναίκες. Χάρη στην καλλιέργεια και τη σοβαρή της παιδεία, αλλά και στην ενθάρρυνση του περιβάλλοντός της, κατάφερε να κερδίσει όχι μια θέση εξουσίας, αλλά κοινωνική αναγνώριση. Ανήκε σε οικογένεια Φιλικών, αγωνιστών της Επανάστασης και λογίων, και είχε τη σπάνια για την εποχή της τύχη να μορφωθεί σε ένα ιταλικό σχολείο της Ανκόνα, όπου είχαν καταφύγει οι γυναίκες της οικογένειας της. Ο γάμος της με τον πολιτευτή Σ. Παπαλεξόπουλο, της έδωσε την ευκαιρία να συμπληρώσει την καλλιέργειά της διαβάζοντας, αλλά κυρίως συναναστρεφόμενη τους πιο γνωστούς ποιητές και πολιτικούς της εποχής. Το σπίτι της έγινε το πρώτο πολιτικό σαλόνι του ελεύθερου βασιλείου και δεν άργησε να μετατραπεί σε κέντρο αντιμοναρχικής ζύμωσης, στην οποία συμμετείχε προσωπικά και μετά το θάνατο του συζύγου της. Η αντιμοναρχική της αδιαλλαξία, ο ρόλος που έπαιξε στην αντιοθωνική εξέγερση του 1862, έκαναν την Παπαλεξοπούλου τη μόνη γυναίκα αυτής της πρώτης περιόδου της Ανεξαρτησίας που απέκτησε δημόσιο κύρος εξαιτίας της πολιτικής της δράσης. Το ασυνήθιστο για την εποχή πεπρωμένο της, ήταν ένα δείγμα του τι μπορούν να πετύχουν οι γυναίκες εάν τους δίνονταν ίσες ευκαιρίες [H Eξέγερση των Κυριών Εκδ. Παπαζήση].
Οι «κλειδωμένες» γυναίκες
Ωστόσο, η εποχή και το καθορισμένο από τους άνδρες πλαίσιο, επέβαλλε οι γυναίκες να θεωρούνται βιολογικά διαφορετικές και κατώτερες. Αφενός στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις οι γυναίκες ήταν καταδικασμένες να είναι υλικά εξαρτημένες από τους άνδρες, υποχρεωμένες στην αεργία, στη φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών, και χωρίς να τους αναγνωρίζεται η οικιακή εργασία, όσο επίπονη και χρονοβόρα κι αν ήταν. Αφετέρου, τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, παρά τους τρόπους κοινωνικότητας που είχαν δανειστεί από τα δυτικά πρότυπα, συνέχιζαν να περιορίζουν με κάθε τρόπο την ύπαρξη των γυναικών στις ανθρώπινες σχέσεις, αφού οι γυναίκες μπορούσαν να βγουν έξω μόνο με τη συνοδεία κάποιου αρσενικού της οικογένειας και μόνο εάν υπήρχε λόγος.
Ο Εντμόν Αμπού, Γάλλος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, έγραφε ήδη από τότε. «Συναντάς στη μουσική έναν αριθμό από αστές που δεν ξεμυτίζουν έξω παρά μια φορά την εβδομάδα. Οι σύζυγοί τους τις βγάζουν έξω ντυμένες με ρούχα από ένα μπαούλο, που αυτοί έχουν το κλειδί του. Τις βουρτσίζουν και τις εκθέτουν στο ύπαιθρο ως το βράδυ. Μετά τη μουσική, ξαναγυρίζουν στο μπαούλο τους που το κλείνουν ερμητικά».
Η γυναίκα, λοιπόν, καταδικασμένη να ζει στην αφάνεια για όλη την εβδομάδα, ήταν μόνο ένα «όπλο» στη φαρέτρα της ματαιοδοξίας των ανδρών, συζύγων, πατεράδων και αδελφών. Ακόμη και η επίδειξη της ενδυμασίας της, μια φορά την εβδομάδα στη λεγόμενη «μουσική της Κυριακής», όπου όλες οι τάξεις συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τη στρατιωτική μπάντα και να δουν το βασιλικό ζεύγος στον κυριακάτικο περίπατό του, δείχνει πως οι γυναίκες, ή μάλλον οι φορεσιές τους, ήταν απλώς τα τρόπαια του ανδρικού φύλου. Και φυσικά η επίδειξη αυτή δεν χρησίμευε μόνο σαν τρόπος επίδειξης της αγοραστικής ικανότητας του συζύγου. Από τα κομψά καπέλα και τα μικρά ψηλοτάκουνα παπούτσια, ως τα κρινολίνα και τα ογκώδη φορέματα, η γυναικεία ενδυμασία είναι η συμβολική έκφραση της «απαλλαγής των γυναικών από την εργασία. Ο παραμορφωτικός κορσές λειτουργούσε σαν εμπόδιο σε κάθε απόπειρα εκτέλεσης οποιασδήποτε «χρήσιμης» εργασίας. Κι αυτό σήμαινε πως ήταν ανίκανες να δρουν έξω από ορισμένους χώρους, όπως το σπίτι.
Αυτή η εικόνα δεν ήταν απλώς παραπλανητική. Εξυπηρετούσε παράλογα αρχικά και στην κοινωνική άνοδο, διότι θεωρούνταν πως διατηρεί την υπόληψη της οικογένειας. Κοινώς: Όσο πιο αθέατη ήταν μια γυναίκα τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να καλοπαντρευτεί ή να γλιτώσει η οικογένεια της την προίκα, διότι μιλάμε για την εποχή που οι άνδρες δεν ζητούσαν απλά μια γυναίκα, αλλά και ανταλλάγματα για να την παντρευτούν. Και αν και μιλάμε για την προκαπιταλιστική περίοδο, η προίκα ήταν από τότε ένα κατεξοχήν μέσο συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κοινωνικής ανόδου.
Η μόρφωση: Το πρώτο όπλο στη φαρέτρα
Κάποιες «λόγιες» γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν και αρκετά προοδευτικούς γονείς ώστε να τις στηρίξουν, ήταν και οι πρώτες φωνές που διεκδίκησαν δημόσιο λόγο. Αυτές οι ελάχιστες εγγράμματες γυναίκες αποτέλεσαν και το παράδειγμα απέναντι στη μισογύνικη κριτική που επικρατούσε ότι «οι γυναίκες δεν χρειάζεται να μάθουν γράμματα, διότι στο μοναδικό που θα τις εξυπηρετήσουν είναι στο να στέλνουν ραβασάκια». Το 1840 εμφανίζονταν αραιά κάποια κείμενα, κυρίως μεταφράσεις, δοκίμια και άρθρα για τη γυναικεία εκπαίδευση. Ήταν η πρώτη μικρή εισβολή των γυναικών στον κόσμο της ελληνικής διανόησης, μια εισβολή που φανερώνει τη θέληση ορισμένων γυναικών να ξεπεράσουν το διακοσμητικό πλαίσιο της παιδείας τους και να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους για τη βελτίωση της θέσης τους και του φύλου τους. Για πολλά χρόνια, ο μοναδικός σκοπός της εκπαίδευσης των γυναικών ήταν για να γίνουν δασκάλες και να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες του ελληνισμού και τις αλυτρωτικές βλέψεις του κράτους που μόλις είχε συσταθεί.
Ίσως οι γυναίκες που έγραφαν τότε, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τον προπαγανδιστικό ρόλο του Τύπου στη διάδοση νέων ιδεών και νοοτροπιών. Η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου –παιδαγωγός στο Αρσάκειο- συνεργαζόταν τακτικά με τα περιοδικά της Σμύρνης, Αθηνά και Αρμονία, ενώ ηγήθηκε της έκδοσης του πρώτη γυναικείου εντύπου, της Κυψέλης, που κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1845. Στο προλογικό σημείωμα του περιοδικού προκρίνεται η σημασία του διαφωτιστικού ρόλου του περιοδικού τύπου: «Η διανοητική ανάπτυξις […] δεν συνίσταται μόνον εις των σχολείων την εκπαίδευσιν, ήτις καθίσταται δυσδιάδοτος εις όλην την κοινωνίαν υπάρχει […] σχολείον φωτεινότερον, παγκόσμιον, και τούτο είναι η δημοσιογραφία». Σε μια τέτοια αντίληψη για τη δημοσιογραφία, διαφαίνεται η ιδέα του Διαφωτισμού.
Σε μια εποχή που ο σύλλογος προς Διάδοσις Ελληνικών Γραμμάτων εκδίδει εκθέσεις στις οποίες καταγγέλει πως κι αυτά τα ελάχιστα Παρθεναγωγεία είναι παρόμοια με τα σχολεία των αγοριών και πως «η πατρίς δεν έχει ανάγκη πολλών Πιερίδων, αλλά μεγίστη έχει χρείαν πολλών χρηστών μητέρων», το να εκδίδουν γυναίκες δικά τους περιοδικά είναι μια πράξη όχι απλά τολμηρή, αλλά επαναστατική. Κυρίως επειδή έδειχναν πως τα κοινωνικά δεινά, η αμάθεια και η αντίληψη πως η γυναίκα είναι υποδεέστερη, είναι απόρροια του αποκλεισμού τους απο την κοινωνία.
Η Σαπφώ Λεοντιάς, για παράδειγμα, μπορεί να ήταν μια συντηρητική γυναίκα η οποία συμβάδιζε με τα «χρηστά ήθη της εποχής», και επίσης δασκάλα στο επάγγελμα. Όμως η έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής, το 1856, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της θέλησης κάποιων γυναικών να ταχθούν στην υπηρεσία των γυναικείων συμφερόντων. Μια από τις πρώτες απόπειρες συλλογικής δράσης γυναικών της εποχής ήταν και το περιοδικό Ευρυδίκη, που εκδίδεται από την αδερφή της Σ. Λεοντιάς, Αιμιλία Κτενά, η οποία μόλις το 1971 μίλησε μάλλον για πρώτη φορά για το ότι οι γυναίκες θα πρέπει να αναλάβουν την υπεράσπιση του φύλου τους, ενώ υπογράμμιζε πόσο σημαντική είναι η γυναικεία χειραφέτηση.
Αν και η Ευρυδίκη απευθυνόταν στις λιγοστές μορφωμένες της εποχής το σύντομο διάστημα που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1971 έως το 1973, με 76 τεύχη), αποτέλεσε ένα «σημείο ύπαρξης» του γυναικείου φύλου. Παρά τις ενοχλητικές, για τη σημερινή εποχή, εθνικοπατριωτικές αναφορές της, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η πρωτοβουλία αυτή ήταν για την εποχή κάτι το περιθωριακό και ανατρεπτικό, γιατί ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις μιας αυτόνομης δραστηριότητες των γυναικών. Σε μια εποχή που ακόμη και τα βιβλία του Δημοτικού ήταν διαφορετικά για αγόρια και κορίτσια, και τα κορίτσια που κατάφερναν να λάβουν έστω και την ελάχιστη εκπαίδευση ήταν τρομακτικά λίγα, ένα περιοδικό φτιαγμένο από γυναίκες φαινόταν απειλητικό στους εκπροσώπους της ανδρικής εξουσίας, γιατί έδειχνε έμπρακτα πως οι γυναίκες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την παιδεία για τους ίδιους σκοπούς που τη χρησιμοποιούσαν οι άνδρες.
Η αυτοδιάθεση του σώματος
Όταν η γυναίκα του Παναγιώτη Σούτσου, Μαρίνα, το 1860 εγκατέλειψε τον άνδρα της με το ανεπαρκές για την εποχή πρόσχημα ότι δεν τον αγαπούσε, ο πατέρας της εξοργίστηκε και την έκλεισε σε ένα δωμάτιο για καιρό. Και αυτό δεν συνέβαινε σε κάποια ανώνυμη μικροαστική οικογένεια, αλλά σε κόρη της οικογένειας Λογοθέτη, σε μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες των Αθηνών. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, έβλεπε τη Μαρίνα με «συμπάθεια» και έγραφε πως αυτό το δωμάτιο στο οποίο ήταν κλεισμένη ήταν ένας τάφος γι' αυτή. Έβρισκε παρ’ όλα αυτά ότι η μόνη λύση είναι να την πείσει να γυρίσει στον άνδρα της.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου περίεργο που οι γυναίκες απέφευγαν να αψηφούν την πατρική επιλογή. Εξάλλου, ο φόβος της τύχης που τις περίμενε αν έμεναν «γεροντοκόρες», αρκούσε να τις κάνει να δεχτούν την πρώτη πρόταση γάμου ανεξάρτητα από το εάν ήταν ενδιαφέρουσα. Το ότι η Μαρίνα εγκατέλειψε τον σύζυγο που της είχαν υποδείξει να παντρευτεί, επειδή δεν τον αγαπούσε ήταν μια πράξη επαναστατική, αφού μιλάμε για το 1861, μια εποχή που οι γυναίκες όχι απλά δεν είχαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος τους, αλλά χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την οικογένεια στην οποία έτυχε να γεννηθούν και έπρεπε να υπακούσουν στο πρόταγμα και το πρόσταγμα των πατεράδων, των αδελφών και των συζύγων τους.
Επειδή οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν τη δική τους φωνή ή και αν είχαν, αυτή δεν ήταν πολύ ισχυρή, αρκετοί ήταν οι άντρες που τις βοήθησαν να προβάλλουν τα προβλήματα τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ποιητής Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος με τη βοήθεια της γυναίκας του έγραψε τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, όπου κατήγγειλε τους γάμους συμφερόντων ως πορνεία και παρουσίασε τους γαμπρούς που βασίζονται στην προίκα σαν κερδοσκόπους. Μέσα στα γραπτά του έβρισκε κανείς την αναγκαιότητα που υπάρχει το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση, ενώ επεσήμαινε πως οι γυναίκες θεωρούν το γάμο μοναδική τους διέξοδο για να γλιτώσουν από την τυραννία και την καταπίεση των γονιών τους.
Ακόμη και αργότερα όταν άρχισε να εφαρμόζεται η «μικτή κοινωνικότητα» που άρχισε να κερδίζει έδαφος κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, αρχικά μόνο στους κόλπους της Αστικής Τάξης και των διανοούμενων, οι συναθροίσεις ανδρών γυναικών γίνονταν με αποκλειστικό σκοπό το συνοικέσιο. Ήδη από εκείνη την εποχή, ενώ οι γαμπροί επιδίδονται στο κυνήγι πλούσιων γυναικών, οι οικογενειάρχες ονειρεύονται να παντρέψουν τις κόρες τους με άνδρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αρκετά πλούσιους ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα διάφορα προσόντα τους και να παραβλέψουν την έλλειψη προίκας. Για τα κορίτσια της μικροαστικής τάξης ο συναγωνισμός γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος. Υπήρχε από τότε το πρότυπο του εργένη που αντιστεκόταν ηρωικά στις συνομωσίες γονέων και αυτοί οι άνδρες αντιμετωπίζονταν σαν λαϊκοί ήρωες, ενώ οι γυναίκες που δεν παντρεύονταν, δεν ήταν παρά «γεροντοκόρες». Ούτε και η ζωή της χωρισμένης όμως ήταν ευκολότερη. Η υποψία της ανηθικότητας την ακολουθεί παντού, στερείται την κηδεμονία των παιδιών της και αντιμετωπίζει την εχθρότητα του περιβάλλοντος της. Η διαζευγμένη γυναίκα ήταν σύμφωνα με την Πηνελόποη Δέλτα «παρίας της τότε σεμνότυφης υποκριτικής κοινωνίας».
Η μητρότητα σαν υποχρέωση και το «εμπόριο της κόρης»
Το τέλος του 19ου αιώνα στην Ελλάδα βρίσκει τη γυναίκα σε άλλη θέση. Πλέον ο ρόλος της μητέρας αποθεώνεται και στο φύλο της αντικατοπτρίζεται η συνέχιση του έθνους και ο πυρήνας της οικογενειακής εστίας. Η γέννηση των παιδιών από βιολογική λειτουργία, είχε πλέον γίνει υποχρέωση επειδή η μητρότητα είχε εξιδανικευτεί. Το να μένουν «γεροντοκόρες» συνέχιζε να είναι κοινωνικά καταδικαστέο και οι περισσότερες γυναίκες αποκλεισμένες από την εργασία αντιμετώπιζαν οξύτατα προβλήματα οικονομικής εξάρτησης και περιθωριοποίησης, αφού ήταν αναγκασμένες να ζουν από τη «φιλανθρωπία» των συγγενών. Το 1880 σχεδόν το 97% των Ελληνίδων σε ηλικία γάμου, ήταν παντρεμένο, ενώ την ίδια εποχή το ποσοστό των έγγαμων γυναικών δεν ξεπερνούσε το 88% στην Ιταλία και το 80% στην Πορτογαλία. Η μέση ηλικία πρώτου γάμου στην Ελλάδα ήταν τα 23, ενώ περισσότερες από τις μισές γυναίκες είχαν ήδη συνάψει έναν πρώτο γάμο πριν τα 26 τους χρόνια.
Στα τέλη του 1880 ακόμη και οικογένειες της Αθήνας με σχετικά μικρά εισοδήματα είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν φθηνό δυναμικό κυρίως από τις επαρχίες της Ελλάδας για να αναθέσουν τις κοπιαστικές οικιακές εργασίες. Κοινώς, τα κορίτσια της επαρχίας έρχονταν στην Αθήνα για να γίνουν υπηρέτριες για όλες τις δουλειές. Το επάγγελμα της υπηρέτριας θεωρούνταν από τους γονείς των αγροτικών ή νησιωτικών περιοχών πιο σίγουρο για τις γυναίκες της οικογένειας, που βρίσκονταν πλέον κάτω από τον έλεγχο μιας άλλης οικογένειας, και στις περισσότερες περιπτώσεις εισέπρατταν εκείνοι το μισθό της κόρης τους. Είχε με λίγα λόγια τα χαρακτηριστικά του σημερινού τράφικινγκ.
Η «Εφημερίδα των Κυριών»
Η έκδοση ενός έντυπου που ονομάστηκε «Η Εφημερίδα των Κυριών», ήταν ίσως η πρώτη συντονισμένη προσπάθεια γυναικών να διεκδικήσουν δημόσιο λόγο. Την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε, στις 8 Μαρτίου του 1887, έκανε μεγάλη αίσθηση στην αθηναϊκή κοινωνία από το πρώτο κιόλας τεύχος, το οποίο εξαντλήθηκε την ίδια ημέρα. Τα περισσότερα άρθρα ήταν ανυπόγραφα ή υπογεγραμμένα με αρχικά και το όνομα της διευθύντριας στην πρώτη σελίδα: «Εύα Πρενάρ». Στα καφενεία και στα φιλολογικά σαλόνια ακούγονταν πως πίσω από την εφημερίδα βρίσκονταν κάποιοι από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες της εποχής, διότι ήταν αδύνατο να πιστέψουν πως μια εφημερίδα κοινωνικών ιδεών θα μπορούσε να συνταχθεί αποκλειστικά από γυναίκες όπως ισχυριζόταν. Οι συζητήσεις όμως δεν κράτησαν πολύ, γιατί δυο εβδομάδες αργότερα η Εφημερίς των Κυριών δημοσίευσε το πραγματικό όνομα της διευθύντριας, Καλλιρρόης Παρρέν, και των πρώτων συνεργατριών.
«Είναι πάντοτε θύμα η γυνή, θύμα όλων των κοινωνικών τάξεων…υπό τας διαφόρους ιδιότητας αυτής, της μητρός, συζύγου, κόρης, ανηλίκου και εργάτιδος».
Μπορεί ο προβληματισμός που κυριαρχεί στην Εφημερίδα των Κυριών να προσηλώνεται στη μητρότητα και στην «ειρηνική φύση της γυναίκας», έπαιρνε όμως το μέρος των γυναικών του λαού που κατηγορούνται για παιδοκτονία ή για το φόνο του εραστή τους, προκαλώντας φυσικά έντονες αντιφεμινιστικές αντιδράσεις στον τότε αθηναϊκό Τύπο. Ήταν η πρώτη φορά που σχολιάστηκαν συστηματικά από γυναίκες, ζητήματα όπως τα εγκλήματα τιμής, οι αυτοκτονίες νεαρών γυναικών και αδελφοκτονιών με κίνητρο την οικειοποίηση της προίκας της αδερφής. Μέσα από την αρθρογραφία τους, συσχέτιζαν για πρώτη φορά την οικογενειακή βία με την οικονομική εξάρτηση.
Ήταν η πρώτη φορά που αναλύθηκε τόσο εκτεταμένα ο φόβος με τον οποίο ζούσαν οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια, ως στοιχείο που αφαιρεί κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και όπως τόνιζε το περιοδικό, «Ο φόβος αυτός είναι βαθιά ριζωμένος στην κουλτούρα και ενισχύεται από τη συνενοχή με την οποία η κοινωνία περιβάλλει τα δικαιώματα ζωής και θανάτου του πατέρα πάνω στις κόρες του, του αδελφού πάνω στις αδερφές του». Η λογοτεχνική μορφή της εργάτριας, πλάι στη μορφή της μικροαστής που την πουλάνε σε όποιον πληρώνει περισσότερο και σε εκείνη της πλούσια κληρονόμου που πέφτει θύμα της προικοθηρίας επανέρχεται συνεχώς θυμίζοντας ότι «είναι πάντοτε θύμα η γυνή, θύμα όλων των κοινωνικών τάξεων…υπό τας διαφόρους ιδιότητας αυτής, της μητρός, συζύγου, κόρης, ανηλίκου και εργάτιδος».
Αν και το περιοδικό λειτούργησε μέχρι το 1917 και έθιξε καίρια ζητήματα για το γυναικείο φύλο, αργότερα αρνήθηκε να προβάλει το ζήτημα της διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων ίσως από φόβο πως θα χαθούν οι συμμαχίες που είχε καταφέρει να δημιουργήσει έως τότε. Η Παρρέν, αν και αρκετά συντηρητική εξαιτίας των συχνών επισκέψεων της στο εξωτερικό είχε καταφέρει να δημιουργήσει διεθνείς φεμινιστικές συμμαχίες, ωστόσο θεωρούσε πως μια τέτοια διεκδίκηση ήταν μάλλον κάτι πρόωρο για την Ελλάδα και δεν φρόντιζε να ενταχθεί στην ατζέντα της εφημερίδας. Αυτό έγινε μόνο όταν άρχισε η ίδια και οι συνεργάτιδες του περιοδικού να διαπιστώνουν ότι ακόμη και τα αυτονόητα ζητήματα που θέτουν αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, χλευασμό και μισογυνισμό. Το 1908, η εφημερίδα για πρώτη φορά θα έθετε το θέμα της συμμετοχής τω γυναικών στις δημοτικές εκλογές.
Ο φεμινισμός του Μεσοπολέμου
Λίγο αργότερα, το 1920, η φεμινιστική θέση αρχίζει να γίνεται πιο ξεκάθαρη. Το 1920 ιδρύεται ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και θα υπάρξει συσπείρωση δυνάμεων παρά τις διαφορετικές θέσεις των γυναικών που χωρίζονταν σε τρία στρατόπεδα: το συντηρητικό-φιλελεύθερο-αστικό, το σοσιαλιστικό, και το κομμουνιστικό. Η συλλογική προσπάθεια που είχε δώσει δείγματα αποτελεσματικότητας από την Εφημερίδα των Κυριών μπαίνει σε πρώτο πλάνο και πλέον οι γυναίκες αντιλαμβάνονται πως για να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους θα πρέπει να αγωνιστούν συλλογικά. Γι’ αυτό και απηύθυναν κάλεσμα σε όλες, ανεξαρτήτως τάξης και κοινωνικής προέλευσης. Η δύναμη της συλλογικής διεκδίκησης και η προσπάθεια αποτίναξης αυτού του συντηρητικού μανδύα που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, είναι ίσως αυτό που χαρακτηρίζει το φεμινισμό εκείνη την εποχή.
Το φεμινιστικό ρεύμα του Μεσοπολέμου έβαλε σε πρώτο πλάνο το δικαίωμα της γυναικείας ψήφου, ενώ παράλληλα απαιτούσε αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να υπάρχει και θεσμικά ίση μεταχείριση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Οι στόχοι που κυριαρχούσαν ήταν η ίση αμοιβή στην εργασία και δικαίωμα σε αυτή, ίσα δικαιώματα στην οικογένεια και κατάργηση των οίκων ανοχής. Επεδίωκαν να μιλήσουν στις γυναίκες για τη χρησιμότητα της μόρφωσης και δημιούργησαν κανάλια διανομής και συλλογής ιδεών με οργανώσεις όπως η Διεθνής Ένωση για τη Γυναικεία ψήφο.
Ήταν η πρώτη φορά που μέσα από δημόσιες συγκεντρώσεις οι διεκδικήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών απέκτησαν ορατότητα, ενώ ο φεμινισμός είχε ήδη ξεκινήσει να ριζοσπαστικοποιείται. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες του Μεσοπολέμου, φιλελεύθερης κυρίως ταυτότητας, υποστηρίζουν ότι ο φεμινιστικός αγώνας πρέπει να είναι ανεξάρτητος από οποιαδήποτε κομματική δέσμευση. Τα πιο γνωστά και μαχητικά μέλη του Συνδέσμου είναι η Αύρα Θεοδωροπούλου, η Μαρία Σβώλου (Δεσύπρη), η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), η Μαρία Νεγρεπόντη. Ο Σύνδεσμος διαλύθηκε το 1936 από τη δικτατορία του Μεταξά.
Σοσιαλισμός, κομμουνισμός, γυναίκα και πολιτικοποίηση
Ήδη από το 1919 δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη κείμενα όπως «Ο ρόλος των γυναικών εις την παγκόσμιον σοσιαλιστική κίνηση» ή «Εμείς οι γυναίκες». Κυρίως θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις που στόχο είχαν να αναδείξουν τις νέες σχέσεις που θα ισχύσουν σε μια αταξική κοινωνία. Από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, διατυπώνεται στο «Αι αρχαί και το Πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος» ο προγραμματικός στόχος για τις γυναίκες: «Πλήρης αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών προς τους άνδρας. Κατάργησις όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα των γυναικών και του νόθου παιδιού».
Στην πρώτη αυτή φάση της κομουνιστικοποίησης του ΣΕΚΕ, η Ιωάννα Κομιώτη, αδερφή του Σπ. Κομιώτη και σύντροφος του Ν. Δημητράτου, στο άρθρο της «Αστικός και σοσιαλιστικός φεμινισμός», ορίζει τον σοσιαλιστικό φεμινισμό ως εξής: ο σοσιαλιστικός φεμινισμός είναι ο σύνδεσμος των δύο φάσεων του κοινωνικού αγώνα, η πρώτη είναι η ισοπολιτεία των δύο φύλων που είναι απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας. Οι κομμουνίστριες φεμινίστριες θα καταγγείλουν επανειλημμένα τον φεμινισμό των αστών γυναικών και προσπαθήσουν να πείσουν πως μια αυτοτελής δράση του γυναικείου κινήματος θα ήταν αποτυχημένη, διότι ο φεμινισμός θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική αλλαγή. Αυτός ήταν και ένας από τους παράγοντες που οδήγησε σε βαθύτερη επικοινωνία, εντός των αντιφασιστικών μετώπων, διάφορων μαχητικών ριζοσπαστικών φεμινιστριών με το ΚΚΕ, μεγαλώνοντας το χάσμα με τις συντηρητικές τάσεις του φεμινιστικού κινήματος.
Για πρώτη φορά, γυναίκες ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά. Το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι θα ερχόταν πολύ αργότερα για όλες, όπως και το δικαίωμα ψήφου, παρά το ότι πρακτικά τι δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες. Πήρε περίπου 100 χρόνια για να εφαρμοστεί πρακτικά.
vice