Σημαντικές τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων εισάγονται με την ψήφιση του νέου νόμου που προέρχεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (βλ. εδώ το νομοσχέδιο).
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο νόμος ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/24, με την οποία επιβάλλεται στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών η υποχρεωτική διατήρηση όλων των δεδομένων κίνησης (ποιος πήρε τηλέφωνο ποιον, ποιες ιστοσελίδες επισκέφθηκε, που έστειλε e-mail), χωρίς όμως την καταγραφή του περιεχομένου των επικοινωνιών. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φακέλωμα στην ιστορία της Ευρώπης (σύμφωνα με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων), ενώ αντίστοιχη ρύθμιση είχε απορριφθεί από τις Η.Π.Α. Για το θέμα αυτό μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα αναλυτικό άρθρο που αφορά την ψήφιση της Οδηγίας στην ΕΕ.
Όλο το περιθώριο που έχουν τα κράτη κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας αφορά: ποια θα είναι τα χρονικά όρια διατήρησης των δεδομένων, για ποια εγκλήματα θα έχουν πρόσβαση οι διωκτικές αρχές και ποιες θα είναι οι αρμόδιες εποπτικές αρχές για την σωστή τήρηση των προσωπικών δεδομένων και την ενάσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Η ελληνική ρύθμιση των παραπάνω ζητημάτων, σύμφωνα με το νομοσχέδιο είναι η εξής:
- 12 μήνες υποχρεωτικής διατήρησης δεδομένων
- πρόσβαση των αρχών μόνο για τα εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται άρση του απορρήτου σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον ν.2225/1994
- αρμόδιες ελεγκτικές αρχές είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, κατά τους ιδρυτικούς τους νόμους που προβλέπουν αντίστοιχες αρμοδιότητες για τα προσωπικά δεδομένα και το απόρρητο. Ωστόσο, αν σε περίπτωση επιβολής προστίμου η ΑΔΑΕ κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί βαρύτερη κύρωση στέλνει τον φάκελο στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (η οποία μπορεί λ.χ. να ανακαλέσει άδειες παρόχων). Στην ΑΔΑΕ ανατίθεται επίσης η αρμοδιότητα αποστολής ετήσιων στατιστικών στοιχείων από τη λειτουργία του μέτρου στην Ε.Ε.
Στο δεύτερο κεφάλαιο έχουμε ορισμένες πολύ πιο ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις για τα προσωπικά δεδομένα, οι οποίες δεν δόθηκαν σε δημοσια διαβούλευση πριν την κατάθεσή τους στη Βουλή.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 14, ο νόμος έρχεται να καθορίσει το καθεστώς λειτουργίας των καμερών σε δημόσιους χώρους, καταργώντας την γνωστή αντισυνταγματική ρύθμιση που είχε περάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, κατά την οποία δεν εφαρμοζόταν καν η νομοθεσία για την προστασία δεδομένων στις κάμερες δημοσίων αρχών.
Η διάταξη προβλέπει ότι η εγκατάσταση και λειτουργία καμερών σε δημόσιους χώρους γίνεται μόνο από κρατικές αρχές και μόνο για πέντε περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους: α) εθνική άμυνα, β) προστασία πολιτεύματος και αποτροπή προδοσίας της χώρας, γ) αποτροπή - καταστολή εγκλήμάτων επιβουλής της δημόσιας τάξης, δ) αποτροπή εγκλημάτων βίας, εμπορίας ναρκωτικών, κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, εγκλημάτων κατά της ασφάλειας συγκοινωνιών και κατά της ιδιοκτησίας, "όταν με βάση πραγματικά στοιχεία συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελέσθηκαν ή πρόκειται να τελεσθούν τέτοιες πράξεις" και ε) τη διαχείριση της κυκλοφορίας.
Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της λειτουργίας θα προσδιοριστούν με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με πρόταση του υπουργού δικαιοσύνης ύστερα από σχετική γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων.
Με την τροποποίηση αυτή καταργείται η αντισυνταγματική νομοθεσία με την οποία επιτρέπεται η "απλή λειτουργία" καμερών κατά τη διάρκεια δημόσιων συναθροίσεων και αφαιρείται η σχετική αρμοδιότητα του εισαγγελέα, καθώς επαναφέρεται η αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Όμως, παραμένουν οι αντισυνταγματικές διατάξεις που εξαιρούν την εφαρμογή της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε "δικαστικές - εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο κλπ". Δηλαδή σε όλες αυτές τις κρίσιμες για τα ανθρώπινα δικαιώματα περιστάσεις, η Κυβέρνηση επιμένει ότι ΔΕΝ πρέπει να εφαρμόζεται η προστασία προσωπικών δεδομένων και ΔΕΝ πρέπει να έχει αρμοδιότητα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Πρόκειται για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και της σχετικής Σύστασης R (15) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Μια άλλη επικίνδυνη τροποποίηση που εισηγείται η Κυβέρνηση, χωρίς η διάταξη να έχει δοθεί σε δημόσια διαβούλευση, προβλέπει για την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ότι "η προτεραιότητα εξέτασης των αιτήσεων, παραπόνων και ερωτημάτων εκτιμάται από την Αρχή με κριτήριο την σπουδαιότητα και το γενικότερο ενδιαφέρον του θέματος".
Με αυτήν την διάταξη η Αρχή επισήμως πια θα έχει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει εάν θα ασχοληθεί με μια υπόθεση. Δηλαδή θα αναγνωριστεί επίσημα αυτό που κάνει τώρα, εγκαταλείποντας διάφορες αιτήσεις και καταγγελίες πολιτών και ασχολούμενη μόνο με τις υποθέσεις που κατά το δοκούν κρίνει "σπουδαίες" ή "γενικότερου ενδιαφέροντος". Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι σχετική διάταξη υπήρχε στον αρχικό νόμο του Συνηγόρου του Πολίτη, ως προς την αυτεπάγγελτη δράση του, για την οποία είχε προβλεφθεί ότι μπορεί να ασχολείται αυτεπαγγέλτως με υποθέσεις που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον. Η σχετική διάταξη αφαιρέθηκε στον ισχύοντα νόμο για το Συνήγορο του Πολίτη, έτσι ώστε η αυτεπάγγελτη δράση του να μην περιορίζεται στις υποθέσεις που παρουσιάζουν μια ευρύτερη δημοσιότητα.
Συνολικά με το νόμο αυτό επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση. Είναι θετικό ότι καταργείται η αντισυνταγματική νομοθεσία για τις κάμερες, αλλά έπρεπε να γίνουν και τα υπόλοιπα βήματα για την βελτίωση της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία χρήζει συνολικής επανεκτίμησης.
http://elawyer.blogspot.com