Του Σπύρου Γκουτζάνη στο Πρώτο ΘΕΜΑ
Προκαλεί εντύπωση η πρεμούρα ενίων δήθεν σοβαρών και έγκριτων «δημοσιογράφων» υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής του μνημονίου και εναντίον όλων εκείνων που διαμαρτύρονται και αντιδρούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
«Δεν κυβερνάται η χώρα», «Θα διαλυθεί η χώρα αν δεν εφαρμοστεί ο νόμος και η τάξη», «Οι Ελληνες έχουν κακομάθει να μην εφαρμόζουν τους νόμους» και άλλα τινά αυτού του είδους. Φυσικά στρέφονται εναντίον των πλέον αδύναμων πολιτών που δυσφορούν υπό το βάρος της άδικης οικονομικής πολιτικής και όχι εναντίον της κυβέρνησης που αυθαιρετεί ή κατά των επιχειρηματιών που επίσης παρανομούν.
Πόση αξιοπιστία όμως έχει η άποψη ορισμένων αρθρογράφων π.χ. υπέρ της είσπραξης διοδίων για δρόμους που δεν έχουν κατασκευαστεί και εναντίον του κινήματος της ανυπακοής όταν οι ίδιοι αυτοί αρθρογράφοι είναι παχυλά αμειβόμενοι υπάλληλοι των εργολάβων-εκδοτών που έχουν πάρει τα έργα κατασκευής των δρόμων και χάνουν έσοδα από το κίνημα «Δεν πληρώνω»; Πόση αξιοπιστία έχει η άποψη των εν λόγω υπαλλήλων-«δημοσιογράφων» υπέρ του μνημονίου όταν τα αφεντικά τους εργολάβοι-εκδότες είναι οι επιχειρηματίες που παρασκηνιακά αλλά και φανερά από τα έντυπά τους συμπεριφέρονται σαν συνεργάτες της τρόικας και πιέζουν την κατοχική κυβέρνηση να διαλύσει το εργασιακό καθεστώς, να επιβάλει πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις και ακόμη μεγαλύτερες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις των ήδη χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων για να αυξήσουν την κερδοφορία στις επιχειρήσεις τους;
Γενικότερα τώρα η πολιτική του μνημονίου μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει νομιμοποίηση στον ελληνικό λαό. Η κυβέρνηση εξελέγη λέγοντας «λεφτά υπάρχουν» και υποσχόμενη αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Είναι δε σαφές ότι δεν αποσκοπούν η τρόικα και η κυβέρνηση, που εκτελεί τις εντολές της, στη διαχείριση του χρέους, αλλά στην εκ βάθρων αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο απόλυτο νεοφιλελεύθερο τρίπτυχο: ιδιωτικοποίηση – απορύθμιση - μείωση του Δημοσίου στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας κ.λπ.
ολα αυτά ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είναι αναγκαία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, προϋποθέτουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς και νομιμοποίηση στην εκλογική διαδικασία. Κάτι που βεβαίως στη χώρα μας δεν υπάρχει.
Η διάκριση της νομιμότητας, που μπορεί να επικαλείται και ένα αυταρχικό καθεστώς, από τη νομιμοποίηση, που είναι ουσιαστικό και συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατίας, είναι άγνωστη στους κυβερνώντες και στους συνεργαζόμενους δημοσιογράφους. Εντέλει, όμως, από πότε η δημοσιογραφία αντί να ασκεί έλεγχο και κριτική έγινε η πέμπτη φάλαγγα μιας εξουσίας που δεν διαθέτει νομιμοποίηση;
Προκαλεί εντύπωση η πρεμούρα ενίων δήθεν σοβαρών και έγκριτων «δημοσιογράφων» υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής του μνημονίου και εναντίον όλων εκείνων που διαμαρτύρονται και αντιδρούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
«Δεν κυβερνάται η χώρα», «Θα διαλυθεί η χώρα αν δεν εφαρμοστεί ο νόμος και η τάξη», «Οι Ελληνες έχουν κακομάθει να μην εφαρμόζουν τους νόμους» και άλλα τινά αυτού του είδους. Φυσικά στρέφονται εναντίον των πλέον αδύναμων πολιτών που δυσφορούν υπό το βάρος της άδικης οικονομικής πολιτικής και όχι εναντίον της κυβέρνησης που αυθαιρετεί ή κατά των επιχειρηματιών που επίσης παρανομούν.
Πόση αξιοπιστία όμως έχει η άποψη ορισμένων αρθρογράφων π.χ. υπέρ της είσπραξης διοδίων για δρόμους που δεν έχουν κατασκευαστεί και εναντίον του κινήματος της ανυπακοής όταν οι ίδιοι αυτοί αρθρογράφοι είναι παχυλά αμειβόμενοι υπάλληλοι των εργολάβων-εκδοτών που έχουν πάρει τα έργα κατασκευής των δρόμων και χάνουν έσοδα από το κίνημα «Δεν πληρώνω»; Πόση αξιοπιστία έχει η άποψη των εν λόγω υπαλλήλων-«δημοσιογράφων» υπέρ του μνημονίου όταν τα αφεντικά τους εργολάβοι-εκδότες είναι οι επιχειρηματίες που παρασκηνιακά αλλά και φανερά από τα έντυπά τους συμπεριφέρονται σαν συνεργάτες της τρόικας και πιέζουν την κατοχική κυβέρνηση να διαλύσει το εργασιακό καθεστώς, να επιβάλει πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις και ακόμη μεγαλύτερες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις των ήδη χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων για να αυξήσουν την κερδοφορία στις επιχειρήσεις τους;
Γενικότερα τώρα η πολιτική του μνημονίου μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει νομιμοποίηση στον ελληνικό λαό. Η κυβέρνηση εξελέγη λέγοντας «λεφτά υπάρχουν» και υποσχόμενη αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Είναι δε σαφές ότι δεν αποσκοπούν η τρόικα και η κυβέρνηση, που εκτελεί τις εντολές της, στη διαχείριση του χρέους, αλλά στην εκ βάθρων αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο απόλυτο νεοφιλελεύθερο τρίπτυχο: ιδιωτικοποίηση – απορύθμιση - μείωση του Δημοσίου στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας κ.λπ.
ολα αυτά ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είναι αναγκαία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, προϋποθέτουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς και νομιμοποίηση στην εκλογική διαδικασία. Κάτι που βεβαίως στη χώρα μας δεν υπάρχει.
Η διάκριση της νομιμότητας, που μπορεί να επικαλείται και ένα αυταρχικό καθεστώς, από τη νομιμοποίηση, που είναι ουσιαστικό και συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατίας, είναι άγνωστη στους κυβερνώντες και στους συνεργαζόμενους δημοσιογράφους. Εντέλει, όμως, από πότε η δημοσιογραφία αντί να ασκεί έλεγχο και κριτική έγινε η πέμπτη φάλαγγα μιας εξουσίας που δεν διαθέτει νομιμοποίηση;