Οι δηλώσεις Ρέππα και το κίνημα «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»
του Κώστα Δουζίνα (αντιπρύτανης και διευθυντής του Birkbeck Institute for the Humanities, London University)
μετάφραση: Χαρά Κούκη
Ο υπουργός Μεταφορών Δημήτρης Ρέππας δήλωσε σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Κυριακή: «Δεν πρόκειται να αφήσουμε τη χώρα εκτεθειμένη στον κίνδυνο της διεθνούς ανυποληψίας και της περιθωριοποίησης, γιατί εκεί οδηγείται μια χώρα με ταυτότητα ανομίας. Προέχει η απαξίωση της κοινωνικής αντίληψης του τζαμπατζή και η πολιτική κατάρρευση του ψευδοομοιώματος προοδευτισμού που κάποιοι προβάλλουν» (Η Καθημερινή, 6.2.2011).
Ο ενοχλημένος υπουργός αναφερόταν στις μαζικές διαδηλώσεις που έχουν ξεσπάσει στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα. Το κίνημα «Δεν πληρώνω» ενθαρρύνει τους πολίτες να σταματήσουν να πληρώνουν τα ληστρικά διόδια στους επικίνδυνους δρόμους της χώρας, ενώ αντίστοιχη κινητοποίηση τους προτρέπει να μην ακυρώνουν στις δημόσιες συγκοινωνίες το εισιτήριο που αυξήθηκε κατά 40% την περασμένη εβδομάδα. Αυτή η κινητοποίηση αποτελεί κλασική περίπτωση πολιτικής ανυπακοής και συνδέεται με την απεργία των γιατρών και των εργαζόμενων στα μέσα μαζικής μεταφοράς που συνεχίζουν τις απεργίες, παρά τις επανειλημμένες δικαστικές αποφάσεις που τις κηρύσσουν παράνομες.
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια περίοδο κρίσης τόσο νομιμοποίησης όσο και διακυβέρνησης, μιας κρίσης που έρχεται να επιτείνει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταδίκασε τον απάνθρωπο τρόπο αντιμετώπισης των προσφύγων στην χώρα. Ο υπουργός το επιβεβαίωσε. Όταν οι κυβερνήσεις αρχίζουν να ισχυρίζονται ότι οι πολίτες έχουν απόλυτο καθήκον να υπακούν στο νόμο, εμμέσως αναγνωρίζουν ότι οι πολιτικές τους –και συνεπώς το ηθικό τους κύρος– έχουν αποτύχει.
Όταν η μαζική ανυπακοή δεν επιτρέπει την εφαρμογή νόμων και πολιτικών, τότε είναι σαφές ότι η κυβέρνηση χάνει τη νομιμοποίησή της. Και γι’ αυτό αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά του υπουργού στον όρο ανομία αντί για τον πιο δόκιμο παρανομία. Γιατί το φαινόμενο που ο υπουργός αποκάλεσε, μες στην απελπισία του ανομία είναι ακριβώς αυτό που η πολιτική και νομική θεωρία εξετάζουν κάτω από τον όρο πολιτική ανυπακοή (civil disobedience). Από την Αντιγόνη και τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα, μέχρι τους ειρηνιστές, τις σουφραζέτες και τους αντιρρησίες συνείδησης, η ανυπακοή όχι μόνο δεν σημαίνει παρανομία, αλλά είναι η εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη και μαζί ένα συλλογικό πολιτικό συμβάν και ως τέτοια έχει αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας — όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει στην Αίγυπτο.
Από τις ΗΠΑ του 1955 μέχρι σήμερα
Στις ΗΠΑ, το μαζικό κίνημα ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και τον πόλεμο στο Βιετνάμ στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε σε μεγάλη συζήτηση μεταξύ δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων. Το κίνημα ξέσπασε με μια απλή πράξη ανυπακοής, όταν η αφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς το 1955 αρνήθηκε να παραχωρήσει την θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό άντρα, όπως όριζε ο νόμος. Η Χάννα Άρεντ, ο Τζων Ρωλς, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής κατέληξαν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις η ανυπακοή όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται — και τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν αυτούς που την υιοθετούν. Από την άλλη πλευρά, στην προεκλογική καμπάνια του 1966, ο Νίξον κατήγγειλε τους αντιφρονούντες ως «αναρχικούς» και «εξτρεμιστές» — γι’ αυτόν αιτία των ταραχών δεν ήταν το Βιετνάμ ή ο ρατσισμός, αλλά η «έλλειψη σεβασμού προς το κράτος δικαίου». Όλως περιέργως, οι δικοί μας «φιλελεύθεροι» σχολιαστές φαίνεται να ξέχασαν αυτή την ένδοξη σελίδα στην ιστορία του φιλελευθερισμού…
Η κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία το θέτει ως εξής: η πολιτική εξουσία νομιμοποιείται όταν προωθεί την ατομική αυτονομία. Όπως, πιο συγκεκριμένα, το βλέπει ο Ρουσώ, εμείς ο λαός είμαστε τόσο νομοθέτες όσο και υποκείμενα του νόμου, κύριοι μαζί και υπηρέτες. Οι πολίτες έχουν παράσχει την σιωπηρή συναίνεσή τους στο Σύνταγμα και την κυβέρνηση με ένα πραγματικό ή εικονικό κοινωνικό συμβόλαιο και έχουν υποσχεθεί υπακοή, με αντάλλαγμα νόμους που θα προάγουν το κοινό καλό και τη δικαιοσύνη.
Το γεγονός όμως ότι δεν επιλέγουμε πού γεννιόμαστε και ζούμε καθιστά τη διαφωνία εγγενές μέρος των συνταγματικών διευθετήσεων που προϋποθέτουν και στηρίζονται στην συναίνεση. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του συντάγματος και η υπόσχεσή μας να υπακούμε στην κυβέρνηση δεν σημαίνει αυτόματα και ότι αποδεχόμαστε άνευ όρων όλες τις πολιτικές της. Μια αμφιλεγόμενη ή λανθασμένη πολιτική, για παράδειγμα, δεν νομιμοποιείται αυτομάτως επειδή την έχει θεσπίσει το Κοινοβούλιο και έχει γίνει νόμος.
Αντιθέτως, σ’ αυτό το σημείο ακριβώς η νομιμότητα και η νομιμοποίηση αρχίζουν να αποκλίνουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν την προσπάθειά τους να καταργήσουν τον νόμο, οι απλοί πολίτες συνεχίζουν τον αγώνα τους στους δρόμους. Εδώ μπαίνει στο προσκήνιο το δικαίωμα και το καθήκον της πολιτικής ανυπακοής.
Η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου ήταν μια ιδεολογική κατασκευή δύσκολο να την πιστέψει κάποιος τον 18ο αιώνα και απίθανο να την αποδεχτούμε σήμερα, κάτι που προφανώς εξηγεί γιατί φαντάζει πια σχεδόν παράλογη. Αλλά η ιδεολογία δεν είναι απλώς ψευδής συνείδηση, είναι ένα σύνολο κατασκευών που δημιουργούν τις «πραγματικότητες» μέσα στις οποίες ζούμε. Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη μυθοπλασία, εάν οι νόμοι και οι πολιτικές του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές, που υποτίθεται ότι αποτελούν την υψηλότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η υποχρέωση της υπακοής αναιρείται και η διαφωνία παίρνει τη θέση της συναίνεσης ακριβώς για να υπερασπίσει το σύνταγμα. Υπάρχει και ένα επιπρόσθετο επιχείρημα: όταν ο νόμος μονίμως πέφτει σε ανυποληψία, τότε είναι προβληματικό και αντιφατικό να επικαλούμαστε την υποχρέωση απόλυτης υπακοής σε αυτόν.
Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό νομικό σύστημα και αυτοί που κυβερνούν απέφυγαν να διώξουν ποινικά τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και τα εγκλήματα που συνδέονται με την κατάχρηση εξουσίας και πλούτου. Άρα, το να επικαλείται κανείς σήμερα την «πρωτοκαθεδρία» του νόμου είναι τουλάχιστον υποκριτικό και δεν πείθει. Για πολύ καιρό τώρα, το κράτος δικαίου στην Ελλάδα έχει συνδεθεί στενά με το κράτος ισχυρών πολιτικών, πλούσιων βιομηχάνων και αυτών που προωθούν τα συμφέροντά τους στα ΜΜΕ.
Η φιλελεύθερη αιτιολόγηση της πολιτικής ανυπακοής βρίσκει, επομένως, απόλυτη εφαρμογή στην Ελλάδα. Βασικές συνταγματικές διαδικασίες έχουν παραβιαστεί με την υιοθέτηση του Μνημονίου του ΔΝΤ και της Ε.Ε., ενώ καίρια κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα έχουν καταστρατηγηθεί από τις διατάξεις του. Αυτά και μόνο τα μέτρα θα ήταν αρκετά να δικαιολογήσουν την ανυπακοή. Αλλά οι αιτίες της δυσαρέσκειας και οι αιτιολογίες για την επίδειξη ανυπακοής πάνε ακόμα πιο βαθιά.
Οι φιλελεύθερες θεωρίες της πολιτικής ανυπακοής και τα συνταγματικά επιχειρήματα της δεκαετίας του 1960 έχουν υπερκεραστεί σε όλο τον κόσμο από έναν νέο τύπο δημοκρατικής ανυπακοής που εναντιώνεται και προσπαθεί να αντιστρέψει τη σήψη των μετα-δημοκρατικων πολιτικών συστημάτων.
Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού μας συστήματός είναι εμφανές και δραματικό. Οι προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης έχουν αθετηθεί συνολικά. Δεν επιδιώχθηκε ούτε δόθηκε κανενός είδους συναίνεση για τα διάφορα μέτρα που ουσιαστικά διαλύουν τον μεταπολιτευτικό κοινωνικό ιστό. Αυτά τα μέτρα έχουν ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική ανεξαρτησία σε ένα ετερόκλητο «πλήρωμα» διεθνών τραπεζιτών και «λογιστών» των Βρυξελλών και έχουν μετατρέψει το εθνικό Κοινοβούλιο σε τοπικό υποκατάστημα πολυεθνικής εταιρείας που εκτελεί τις εντολές της γενικής διεύθυνσης. Κάπως έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβερνάται με διατάγματα ξένων δυνάμεων που προσκάλεσε και υπηρετεί η κυβέρνηση.
Ανυπακοή, μια ουσιαστικά ηθική απόφαση
Για τον απλό άνθρωπο, η ανυπακοή είναι η ουσιαστικά ηθική απόφαση να παραβιάσει τον νόμο. Αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη ότι η ηθική των πολιτών δεν έχει ατροφήσει, όπως αυτή των πολιτικών. Η απόφαση παίρνεται όταν κάποιος φτάνει στο σημείο να πει στον εαυτό του «φτάνει, αρκετά, δεν πάει άλλο» και νιώθει έτοιμος να αντιμετωπίσει την τιμωρία που η συμπεριφορά του θα επιφέρει. Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι άμεση αντίδραση σε μία ακραία αδικία, όπως η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβρη του 2008, ή όπως στην περίπτωση του κινήματος «Δεν πληρώνω», το αποτέλεσμα μιας σειράς καθημερινών ταπεινώσεων που κάποια στιγμή εξαντλούν την ηθική αντοχή. Είναι σίγουρα μια δύσκολη απόφαση, ταυτόχρονα αναπόφευκτη και τραυματική. Μ’ αυτή την έννοια, αντιπροσωπεύει την ουσία κάθε αυθεντικής απόφασης.
Θα λέγαμε ότι η πολιτική ανυπακοή είναι μια «επικίνδυνη ελευθερία» και εκφράζει την ηθική στην πιο ουσιαστική της μορφή. Υπό κανονικές συνθήκες, η ηθική και η νομιμότητα είναι δύο διαφορετικές μορφές ενός αλληλοεπικαλυπτόμενου, αλλά όχι ταυτόσημου, καθήκοντος: από την μια, μιας εξωτερικής υποχρέωσης να υπακούει κανείς τον νόμο (με τεχνικούς όρους, ένα ετερόνομο καθήκον), και από την άλλη μιας εσωτερικής ηθικής υπευθυνότητας που μας δεσμεύει να ακολουθούμε το καλό (αυτονομία). Στην περίπτωση της ανυπακοής, αυτά τα δύο καθήκοντα συγκρούονται. Σ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, διαλέγοντας να υπηρετήσουμε την ελευθερία και δικαιοσύνη εναντίον της αντισυνταγματικής ή άνευ αρχών νομιμότητας ή του κακού, γινόμαστε προσωρινά αυτόνομα υποκείμενα. Και αυτού του είδους η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει για εκείνους που πιστεύουν ότι η ηθική και η νομιμότητα σημαίνουν αποκλειστικά υπακοή σε εξωτερικούς κώδικες. Ο αυτόνομος πολίτης δεν ακολουθεί απλώς τον νόμο — κρίνει ταυτόχρονα τη «λογική» του νόμου και τη σχέση του με τη δικαιοσύνη.
Αυτοί που δεν υπακούουν τους νόμους της δημόσιας τάξης καταλαμβάνοντας ένα υπουργείο προκειμένου να καταδείξουν πόσο αντισυνταγματικά και άδικα είναι κάποια μέτρα, ενεργούν στο όνομα του Συντάγματος. Μια κατάληψη ή μια καθιστική διαμαρτυρία εμπεριέχει αυτού του είδους την έμμεση ανυπακοή. Κάποιος που παραβιάζει ένα νόμο που με τη σειρά του παραβιάζει βασικές συνταγματικές εγγυήσεις επιτελεί άμεση ανυπακοή — αυτή είναι η περίπτωση όσων λένε «Δεν πληρώνω». Ο πολίτης που δεν υπακούει σε έναν αντισυνταγματικό νόμο ουσιαστικά αντικαθιστά τα δικαστήρια όταν αμελούν την υποχρέωση τους απέναντι στο Σύνταγμα. Αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούν εγκληματικές πράξεις, αλλά εκφράσεις μιας βαθιάς ηθικής με πολιτικές διαστάσεις. Όσοι δεν υπακούουν δεν πρέπει να τιμωρηθούν είτε γιατί ο νόμος δεν είναι έγκυρος είτε γιατί η πράξη τους δεν είναι παραβατική.
Αντίθετα, ο υπουργός που καταγγέλλει την ανυπακοή μοιάζει να αγνοεί ότι η θεωρητική έννοια της «ανομίας» σημαίνει την αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικών αρχών και αξιών και των επιβολών της εξουσίας, μια αναντιστοιχία που αποδιαρθρώνει την ψυχική οικονομία των πολιτών. Η «ανομία» προωθείται από θεσμούς και εξουσίες που καλλιεργούν τον μηδενισμό και τον κυνισμό. Αν υπάρχει «ανομία» σήμερα στην Ελλάδα, αυτή βρίσκεται στον διαχωρισμό νόμου και δημοκρατίας και στην καταστροφή οποιασδήποτε έννοιας του κοινού καλού. Η ανυπακοή δεν είναι παρανομία, αλλά μια ηθική και πολιτική αντίδραση στην κυβερνητική «ανομία». Και είναι αυτή ακριβώς που διαφυλάσσει τη δημοκρατία.
Αντίθετα με τις καθαρά υποκειμενικές ηθικές αποφάσεις, η δημοκρατική ανυπακοή είναι μια συλλογική πράξη. Όταν όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική διαδικασία δυσλειτουργεί και δεν υπάρχει τρόπος να εισακουσθούν τα θεμιτά τους παράπονα, τότε η υποχρέωσή τους να μην υπακούσουν τον «παράνομο» νόμο τούς μετατρέπει από απλά υποκείμενα του νόμου σε πραγματικούς πολίτες. Αυτό είναι και το δεύτερο επίτευγμα της ανυπακοής: ανυψώνει τους ανθρώπους από εκτελεστές διαταγών σε αυτόνομους και ενεργούς παράγοντες δημοκρατίας. Όταν γίνεται αυτό, αποτυγχάνει η βιοπολιτική προσπάθεια να ελεγχθούν τα σώματα και τα μυαλά των πολιτών, μια προσπάθεια που επιδιώκει να μετατρέψει το λαό σε ένα ενιαίο, υπάκουο και εύπλαστο πολιτικό σώμα (body politic). Αυτή η έκφραση αυτονομίας φοβίζει την εξουσία περισσότερο από την απώλεια κάποιων χιλιάδων ευρώ στα διόδια ή στο μετρό.
Μια κρίση νομιμοποίησης προκύπτει βέβαια από πολύ περισσότερα από μεμονωμένες πράξεις ανυπακοής. Δημιουργείται όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει αποδοχή της βασικής πολιτικής και των αρχών του και πρέπει να καταφύγει στον ανοικτό καταναγκασμό, στην ιδεολογική χειραγώγηση ή στα ψεύδη, με άλλα λόγια στην ανομία, ώστε να κρατήσει το λαό υπάκουο. Η εκτεταμένη ανυπακοή μαρτυρεί την επερχόμενη κρίση και ταυτόχρονα επιταχύνει την έλευση της.
Ο ανυπάκουος δημοκράτης ενεργεί ηθικά ως άτομο και πολιτικά ως μέλος μιας πολιτικής εκστρατείας. Αψηφά την εξουσία έχοντας στο νου μια βασική αντίληψη και δέσμευση στο καλό και όχι στο ατομικό του κέρδος ή όφελος, όπως κάνουν μονίμως οι ισχυροί και οι πλούσιοι. Κανένας νόμος ή κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν έχει την ενεργητική αποδοχή ή, τουλάχιστον, την ανοχή των πολιτών. Όταν το πλήθος γίνεται παράγοντας ηθικής και δημοκρατικής ανυπακοής εναντίον ενός άδικου ή ανήθικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται — σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με την κυβέρνηση που τον θέσπισε. Το διαπιστώσαμε ζωντανά αυτές τις μέρες στην Αίγυπτο. Η ανυπακοή αποτελεί αυθεντική ηθική και δημοκρατία εν δράσει σε αντίθεση με την ανομία της εξουσίας. Είναι αυτό που φοβάται κάθε εξουσία.
πηγή: Ενθέματα
του Κώστα Δουζίνα (αντιπρύτανης και διευθυντής του Birkbeck Institute for the Humanities, London University)
μετάφραση: Χαρά Κούκη
Ο υπουργός Μεταφορών Δημήτρης Ρέππας δήλωσε σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Κυριακή: «Δεν πρόκειται να αφήσουμε τη χώρα εκτεθειμένη στον κίνδυνο της διεθνούς ανυποληψίας και της περιθωριοποίησης, γιατί εκεί οδηγείται μια χώρα με ταυτότητα ανομίας. Προέχει η απαξίωση της κοινωνικής αντίληψης του τζαμπατζή και η πολιτική κατάρρευση του ψευδοομοιώματος προοδευτισμού που κάποιοι προβάλλουν» (Η Καθημερινή, 6.2.2011).
Ο ενοχλημένος υπουργός αναφερόταν στις μαζικές διαδηλώσεις που έχουν ξεσπάσει στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα. Το κίνημα «Δεν πληρώνω» ενθαρρύνει τους πολίτες να σταματήσουν να πληρώνουν τα ληστρικά διόδια στους επικίνδυνους δρόμους της χώρας, ενώ αντίστοιχη κινητοποίηση τους προτρέπει να μην ακυρώνουν στις δημόσιες συγκοινωνίες το εισιτήριο που αυξήθηκε κατά 40% την περασμένη εβδομάδα. Αυτή η κινητοποίηση αποτελεί κλασική περίπτωση πολιτικής ανυπακοής και συνδέεται με την απεργία των γιατρών και των εργαζόμενων στα μέσα μαζικής μεταφοράς που συνεχίζουν τις απεργίες, παρά τις επανειλημμένες δικαστικές αποφάσεις που τις κηρύσσουν παράνομες.
Πάμπλο Πικάσο, «Γυναίκες που τρέχουν στην ακτή», 1922 |
Όταν η μαζική ανυπακοή δεν επιτρέπει την εφαρμογή νόμων και πολιτικών, τότε είναι σαφές ότι η κυβέρνηση χάνει τη νομιμοποίησή της. Και γι’ αυτό αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά του υπουργού στον όρο ανομία αντί για τον πιο δόκιμο παρανομία. Γιατί το φαινόμενο που ο υπουργός αποκάλεσε, μες στην απελπισία του ανομία είναι ακριβώς αυτό που η πολιτική και νομική θεωρία εξετάζουν κάτω από τον όρο πολιτική ανυπακοή (civil disobedience). Από την Αντιγόνη και τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα, μέχρι τους ειρηνιστές, τις σουφραζέτες και τους αντιρρησίες συνείδησης, η ανυπακοή όχι μόνο δεν σημαίνει παρανομία, αλλά είναι η εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη και μαζί ένα συλλογικό πολιτικό συμβάν και ως τέτοια έχει αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας — όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει στην Αίγυπτο.
Από τις ΗΠΑ του 1955 μέχρι σήμερα
Στις ΗΠΑ, το μαζικό κίνημα ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και τον πόλεμο στο Βιετνάμ στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε σε μεγάλη συζήτηση μεταξύ δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων. Το κίνημα ξέσπασε με μια απλή πράξη ανυπακοής, όταν η αφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς το 1955 αρνήθηκε να παραχωρήσει την θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό άντρα, όπως όριζε ο νόμος. Η Χάννα Άρεντ, ο Τζων Ρωλς, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής κατέληξαν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις η ανυπακοή όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται — και τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν αυτούς που την υιοθετούν. Από την άλλη πλευρά, στην προεκλογική καμπάνια του 1966, ο Νίξον κατήγγειλε τους αντιφρονούντες ως «αναρχικούς» και «εξτρεμιστές» — γι’ αυτόν αιτία των ταραχών δεν ήταν το Βιετνάμ ή ο ρατσισμός, αλλά η «έλλειψη σεβασμού προς το κράτος δικαίου». Όλως περιέργως, οι δικοί μας «φιλελεύθεροι» σχολιαστές φαίνεται να ξέχασαν αυτή την ένδοξη σελίδα στην ιστορία του φιλελευθερισμού…
Η κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία το θέτει ως εξής: η πολιτική εξουσία νομιμοποιείται όταν προωθεί την ατομική αυτονομία. Όπως, πιο συγκεκριμένα, το βλέπει ο Ρουσώ, εμείς ο λαός είμαστε τόσο νομοθέτες όσο και υποκείμενα του νόμου, κύριοι μαζί και υπηρέτες. Οι πολίτες έχουν παράσχει την σιωπηρή συναίνεσή τους στο Σύνταγμα και την κυβέρνηση με ένα πραγματικό ή εικονικό κοινωνικό συμβόλαιο και έχουν υποσχεθεί υπακοή, με αντάλλαγμα νόμους που θα προάγουν το κοινό καλό και τη δικαιοσύνη.
Το γεγονός όμως ότι δεν επιλέγουμε πού γεννιόμαστε και ζούμε καθιστά τη διαφωνία εγγενές μέρος των συνταγματικών διευθετήσεων που προϋποθέτουν και στηρίζονται στην συναίνεση. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του συντάγματος και η υπόσχεσή μας να υπακούμε στην κυβέρνηση δεν σημαίνει αυτόματα και ότι αποδεχόμαστε άνευ όρων όλες τις πολιτικές της. Μια αμφιλεγόμενη ή λανθασμένη πολιτική, για παράδειγμα, δεν νομιμοποιείται αυτομάτως επειδή την έχει θεσπίσει το Κοινοβούλιο και έχει γίνει νόμος.
Αντιθέτως, σ’ αυτό το σημείο ακριβώς η νομιμότητα και η νομιμοποίηση αρχίζουν να αποκλίνουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν την προσπάθειά τους να καταργήσουν τον νόμο, οι απλοί πολίτες συνεχίζουν τον αγώνα τους στους δρόμους. Εδώ μπαίνει στο προσκήνιο το δικαίωμα και το καθήκον της πολιτικής ανυπακοής.
Η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου ήταν μια ιδεολογική κατασκευή δύσκολο να την πιστέψει κάποιος τον 18ο αιώνα και απίθανο να την αποδεχτούμε σήμερα, κάτι που προφανώς εξηγεί γιατί φαντάζει πια σχεδόν παράλογη. Αλλά η ιδεολογία δεν είναι απλώς ψευδής συνείδηση, είναι ένα σύνολο κατασκευών που δημιουργούν τις «πραγματικότητες» μέσα στις οποίες ζούμε. Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη μυθοπλασία, εάν οι νόμοι και οι πολιτικές του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές, που υποτίθεται ότι αποτελούν την υψηλότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η υποχρέωση της υπακοής αναιρείται και η διαφωνία παίρνει τη θέση της συναίνεσης ακριβώς για να υπερασπίσει το σύνταγμα. Υπάρχει και ένα επιπρόσθετο επιχείρημα: όταν ο νόμος μονίμως πέφτει σε ανυποληψία, τότε είναι προβληματικό και αντιφατικό να επικαλούμαστε την υποχρέωση απόλυτης υπακοής σε αυτόν.
Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό νομικό σύστημα και αυτοί που κυβερνούν απέφυγαν να διώξουν ποινικά τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και τα εγκλήματα που συνδέονται με την κατάχρηση εξουσίας και πλούτου. Άρα, το να επικαλείται κανείς σήμερα την «πρωτοκαθεδρία» του νόμου είναι τουλάχιστον υποκριτικό και δεν πείθει. Για πολύ καιρό τώρα, το κράτος δικαίου στην Ελλάδα έχει συνδεθεί στενά με το κράτος ισχυρών πολιτικών, πλούσιων βιομηχάνων και αυτών που προωθούν τα συμφέροντά τους στα ΜΜΕ.
Η φιλελεύθερη αιτιολόγηση της πολιτικής ανυπακοής βρίσκει, επομένως, απόλυτη εφαρμογή στην Ελλάδα. Βασικές συνταγματικές διαδικασίες έχουν παραβιαστεί με την υιοθέτηση του Μνημονίου του ΔΝΤ και της Ε.Ε., ενώ καίρια κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα έχουν καταστρατηγηθεί από τις διατάξεις του. Αυτά και μόνο τα μέτρα θα ήταν αρκετά να δικαιολογήσουν την ανυπακοή. Αλλά οι αιτίες της δυσαρέσκειας και οι αιτιολογίες για την επίδειξη ανυπακοής πάνε ακόμα πιο βαθιά.
Οι φιλελεύθερες θεωρίες της πολιτικής ανυπακοής και τα συνταγματικά επιχειρήματα της δεκαετίας του 1960 έχουν υπερκεραστεί σε όλο τον κόσμο από έναν νέο τύπο δημοκρατικής ανυπακοής που εναντιώνεται και προσπαθεί να αντιστρέψει τη σήψη των μετα-δημοκρατικων πολιτικών συστημάτων.
Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού μας συστήματός είναι εμφανές και δραματικό. Οι προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης έχουν αθετηθεί συνολικά. Δεν επιδιώχθηκε ούτε δόθηκε κανενός είδους συναίνεση για τα διάφορα μέτρα που ουσιαστικά διαλύουν τον μεταπολιτευτικό κοινωνικό ιστό. Αυτά τα μέτρα έχουν ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική ανεξαρτησία σε ένα ετερόκλητο «πλήρωμα» διεθνών τραπεζιτών και «λογιστών» των Βρυξελλών και έχουν μετατρέψει το εθνικό Κοινοβούλιο σε τοπικό υποκατάστημα πολυεθνικής εταιρείας που εκτελεί τις εντολές της γενικής διεύθυνσης. Κάπως έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβερνάται με διατάγματα ξένων δυνάμεων που προσκάλεσε και υπηρετεί η κυβέρνηση.
Ανυπακοή, μια ουσιαστικά ηθική απόφαση
Για τον απλό άνθρωπο, η ανυπακοή είναι η ουσιαστικά ηθική απόφαση να παραβιάσει τον νόμο. Αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη ότι η ηθική των πολιτών δεν έχει ατροφήσει, όπως αυτή των πολιτικών. Η απόφαση παίρνεται όταν κάποιος φτάνει στο σημείο να πει στον εαυτό του «φτάνει, αρκετά, δεν πάει άλλο» και νιώθει έτοιμος να αντιμετωπίσει την τιμωρία που η συμπεριφορά του θα επιφέρει. Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι άμεση αντίδραση σε μία ακραία αδικία, όπως η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβρη του 2008, ή όπως στην περίπτωση του κινήματος «Δεν πληρώνω», το αποτέλεσμα μιας σειράς καθημερινών ταπεινώσεων που κάποια στιγμή εξαντλούν την ηθική αντοχή. Είναι σίγουρα μια δύσκολη απόφαση, ταυτόχρονα αναπόφευκτη και τραυματική. Μ’ αυτή την έννοια, αντιπροσωπεύει την ουσία κάθε αυθεντικής απόφασης.
Θα λέγαμε ότι η πολιτική ανυπακοή είναι μια «επικίνδυνη ελευθερία» και εκφράζει την ηθική στην πιο ουσιαστική της μορφή. Υπό κανονικές συνθήκες, η ηθική και η νομιμότητα είναι δύο διαφορετικές μορφές ενός αλληλοεπικαλυπτόμενου, αλλά όχι ταυτόσημου, καθήκοντος: από την μια, μιας εξωτερικής υποχρέωσης να υπακούει κανείς τον νόμο (με τεχνικούς όρους, ένα ετερόνομο καθήκον), και από την άλλη μιας εσωτερικής ηθικής υπευθυνότητας που μας δεσμεύει να ακολουθούμε το καλό (αυτονομία). Στην περίπτωση της ανυπακοής, αυτά τα δύο καθήκοντα συγκρούονται. Σ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, διαλέγοντας να υπηρετήσουμε την ελευθερία και δικαιοσύνη εναντίον της αντισυνταγματικής ή άνευ αρχών νομιμότητας ή του κακού, γινόμαστε προσωρινά αυτόνομα υποκείμενα. Και αυτού του είδους η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει για εκείνους που πιστεύουν ότι η ηθική και η νομιμότητα σημαίνουν αποκλειστικά υπακοή σε εξωτερικούς κώδικες. Ο αυτόνομος πολίτης δεν ακολουθεί απλώς τον νόμο — κρίνει ταυτόχρονα τη «λογική» του νόμου και τη σχέση του με τη δικαιοσύνη.
Αυτοί που δεν υπακούουν τους νόμους της δημόσιας τάξης καταλαμβάνοντας ένα υπουργείο προκειμένου να καταδείξουν πόσο αντισυνταγματικά και άδικα είναι κάποια μέτρα, ενεργούν στο όνομα του Συντάγματος. Μια κατάληψη ή μια καθιστική διαμαρτυρία εμπεριέχει αυτού του είδους την έμμεση ανυπακοή. Κάποιος που παραβιάζει ένα νόμο που με τη σειρά του παραβιάζει βασικές συνταγματικές εγγυήσεις επιτελεί άμεση ανυπακοή — αυτή είναι η περίπτωση όσων λένε «Δεν πληρώνω». Ο πολίτης που δεν υπακούει σε έναν αντισυνταγματικό νόμο ουσιαστικά αντικαθιστά τα δικαστήρια όταν αμελούν την υποχρέωση τους απέναντι στο Σύνταγμα. Αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούν εγκληματικές πράξεις, αλλά εκφράσεις μιας βαθιάς ηθικής με πολιτικές διαστάσεις. Όσοι δεν υπακούουν δεν πρέπει να τιμωρηθούν είτε γιατί ο νόμος δεν είναι έγκυρος είτε γιατί η πράξη τους δεν είναι παραβατική.
Αντίθετα, ο υπουργός που καταγγέλλει την ανυπακοή μοιάζει να αγνοεί ότι η θεωρητική έννοια της «ανομίας» σημαίνει την αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικών αρχών και αξιών και των επιβολών της εξουσίας, μια αναντιστοιχία που αποδιαρθρώνει την ψυχική οικονομία των πολιτών. Η «ανομία» προωθείται από θεσμούς και εξουσίες που καλλιεργούν τον μηδενισμό και τον κυνισμό. Αν υπάρχει «ανομία» σήμερα στην Ελλάδα, αυτή βρίσκεται στον διαχωρισμό νόμου και δημοκρατίας και στην καταστροφή οποιασδήποτε έννοιας του κοινού καλού. Η ανυπακοή δεν είναι παρανομία, αλλά μια ηθική και πολιτική αντίδραση στην κυβερνητική «ανομία». Και είναι αυτή ακριβώς που διαφυλάσσει τη δημοκρατία.
Αντίθετα με τις καθαρά υποκειμενικές ηθικές αποφάσεις, η δημοκρατική ανυπακοή είναι μια συλλογική πράξη. Όταν όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική διαδικασία δυσλειτουργεί και δεν υπάρχει τρόπος να εισακουσθούν τα θεμιτά τους παράπονα, τότε η υποχρέωσή τους να μην υπακούσουν τον «παράνομο» νόμο τούς μετατρέπει από απλά υποκείμενα του νόμου σε πραγματικούς πολίτες. Αυτό είναι και το δεύτερο επίτευγμα της ανυπακοής: ανυψώνει τους ανθρώπους από εκτελεστές διαταγών σε αυτόνομους και ενεργούς παράγοντες δημοκρατίας. Όταν γίνεται αυτό, αποτυγχάνει η βιοπολιτική προσπάθεια να ελεγχθούν τα σώματα και τα μυαλά των πολιτών, μια προσπάθεια που επιδιώκει να μετατρέψει το λαό σε ένα ενιαίο, υπάκουο και εύπλαστο πολιτικό σώμα (body politic). Αυτή η έκφραση αυτονομίας φοβίζει την εξουσία περισσότερο από την απώλεια κάποιων χιλιάδων ευρώ στα διόδια ή στο μετρό.
Μια κρίση νομιμοποίησης προκύπτει βέβαια από πολύ περισσότερα από μεμονωμένες πράξεις ανυπακοής. Δημιουργείται όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει αποδοχή της βασικής πολιτικής και των αρχών του και πρέπει να καταφύγει στον ανοικτό καταναγκασμό, στην ιδεολογική χειραγώγηση ή στα ψεύδη, με άλλα λόγια στην ανομία, ώστε να κρατήσει το λαό υπάκουο. Η εκτεταμένη ανυπακοή μαρτυρεί την επερχόμενη κρίση και ταυτόχρονα επιταχύνει την έλευση της.
Ο ανυπάκουος δημοκράτης ενεργεί ηθικά ως άτομο και πολιτικά ως μέλος μιας πολιτικής εκστρατείας. Αψηφά την εξουσία έχοντας στο νου μια βασική αντίληψη και δέσμευση στο καλό και όχι στο ατομικό του κέρδος ή όφελος, όπως κάνουν μονίμως οι ισχυροί και οι πλούσιοι. Κανένας νόμος ή κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν έχει την ενεργητική αποδοχή ή, τουλάχιστον, την ανοχή των πολιτών. Όταν το πλήθος γίνεται παράγοντας ηθικής και δημοκρατικής ανυπακοής εναντίον ενός άδικου ή ανήθικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται — σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με την κυβέρνηση που τον θέσπισε. Το διαπιστώσαμε ζωντανά αυτές τις μέρες στην Αίγυπτο. Η ανυπακοή αποτελεί αυθεντική ηθική και δημοκρατία εν δράσει σε αντίθεση με την ανομία της εξουσίας. Είναι αυτό που φοβάται κάθε εξουσία.
πηγή: Ενθέματα