Με…
κομμένη την ανάσα βρίσκονται τα διοικητικά επιτελεία των τραπεζικών
διοικήσεων, μιας και σε λίγες μέρες οι ολοκληρωμένοι έλεγχοι της
BlackRock θα έχουν υποβληθεί στην τράπεζα της Ελλάδας.
Σε
αυτούς θα βασιστούν τα stress tests και οι προτάσεις της Ττε για την
αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων. Αυτό που προβληματίζει τους
τραπεζίτες είναι το αν θα τη γλυτώσουν…
αναίμακτα οι τράπεζες,
αντισταθμίζοντας τις όποιες επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες προκύψουν
με τα προσδοκώμενα οφέλη από τα business plans. Ή θα υποχρεωθούν να
αναζητήσουν εκ νέου κεφάλαια, μόλις λίγους μήνες μετά την
ανακεφαλαιοποίηση, η οποία κρίθηκε επιτυχής στο… παρά πέντε;
Οι επενδυτές (μέτοχοι και ομολογιούχοι),
από την πλευρά τους αναμένουν το πόρισμα της BlackRock, ανησυχώντας ότι
και αυτοί θα κληθούν να πληρώσουν το… μάρμαρο στην περίπτωση που
επαληθευτεί το σενάριο του αμερικανικού οίκου. Στον αντίποδα, οι
τραπεζικές διοικήσεις εκφράζουν σε κάθε ευκαιρία την αισιοδοξία τους πως
με την εφαρμογή των business plans σε βάθος τριετίας και με την
ελληνική οικονομία να ανακάμπτει, ωθούμενη από το πρωτογενές πλεόνασμα,
τα κεφάλαια που άντλησαν το περασμένο καλοκαίρι θα αποδειχθούν επαρκή.
Το υφιστάμενο πλαίσιο, όπως αυτό που έχει εγκριθεί το Eurogroup και
αποτελεί το πρώτο βήμα για την δημιουργία του ενιαίου μηχανισμού
στήριξης και εξυγίανσης των ευρωπαϊκών τραπεζών, είναι σαφές. Στην
περίπτωση δυσάρεστων εκπλήξεων, οι τράπεζες θα φροντίσουν πρωτίστως να
αναζητήσουν «φρέσκο χρήμα» από τις αγορές και να πουλήσουν… τιμαλφή και
έπειτα να απευθυνθούν στους πιστωτές, με πρώτους τους ομολογιούχους
μειωμένης εξόφλησης.
Μια νέα αύξηση κεφαλαίου θα ισοδυναμούσε
με νέα προσπάθεια από πλευράς τραπεζών να πείσουν τους υφιστάμενους
μετόχους να… ξαναματώσουν και τους επενδυτές να ξαναποντάρουν σε ένα
«στοίχημα» υψηλής απόδοσης. Αυτό από μόνο του αποτελεί… ηράκλειο άθλο,
όπως υπογραμμίζουν τραπεζίτες. Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν το ανώτατο
ύφος κεφαλαίων που μπορούν να εξασφαλίσουν από την αγορά, αυτή τη
στιγμή, οι «συστημικοί» δεν μπορεί να ξεπερνά τα περίπου 500 εκ. ευρώ
για τον καθένα. Ενδεχομένως, «άλλος λίγο παρακάτω και άλλος λίγο
παραπάνω», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «αλλά ο πήχης κάπου εκεί έχει
μπει εκ των πραγμάτων».
Την ίδια στιγμή, τα τραπεζικά… πωλητήρια
δείχνουν να φέρνουν τα πρώτα αποτελέσματα, όπως η επικείμενη πώληση
ποσοστού της Παναγαία και η υπόθεση του Αστέρα, που ήδη «τρέχει» από την
Εθνική. Όμως κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι οι τιμές που
μπορούν να πιάσουν οι τράπεζες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια,
θα είναι ικανές να ενισχύσουν σημαντικά τους δείκτες κεφαλαιακής
επάρκειας. Και το ερώτημα που εύλογα τίθεται έχει ως εξής: Τι θα γίνει
αν οι απαιτήσεις που θα προκύψουν από την έκθεση της BlackRock είναι
πολύ μεγαλύτερες;
Η ύστατη λύση χρήσης του κεφαλαιακού
αποθέματος ύψους 11 δισ. ευρώ του ΥΧΣ μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί
για δυο λόγους: Α) Η Τρόικα προορίζει για την κάλυψη άλλης «τρύπας»
(όπως δημοσιονομικό κενό). Β) Μια τέτοια περίπτωση θα απομάκρυνε
δραματικά την προοπτική επανιδιωτικοποίησης του τραπεζικού συστήματος,
λόγω του νέου dilution των μετοχών. Η αλήθεια είναι ότι οι τράπεζες αυτό
το γνωρίζουν και καταστρώνουν τα σχέδια τους χωρίς να υπολογίζουν τα
λεφτά του Ταμείου. Για όλους αυτούς τους λόγους, στόχος των τραπεζών
είναι το κεφαλαιακό όφελος από τις πωλήσεις μη αμιγώς τραπεζικών
θυγατρικών και ζημιογόνων μονάδων να υπερκαλύψει την BlackRock για να
μην μείνουν… μετεξεταστέες στα stress tests. Το ζήτημα… αγγίζει ακόμα
και τις πιο ευαίσθητες χορδές και περιπλέκεται από τη στιγμή που
εμπλέκονται οι πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης. Δηλαδή οι κάτοχοι
υβριδικών ομολόγων των τραπεζών και άλλων τίτλων αυξημένου ρίσκου. Και
αυτό, διότι υπάρχουν ορισμένες αντιστοιχίες μεταξύ ευρωπαϊκού και
ελληνικού νομικού πλαισίου.
Η λέξη «κούρεμα» τρομάζει, ωστόσο, δεν
μπορεί να βγει εντελώς από τον… τυφώνα τον εξελίξεων στο δυσμενές
σενάριο για τον τραπεζικό κλάδο. Εξάλλου, οι εν λόγω πιστωτές έχουν
πάρει ήδη μια γεύση, όταν κλήθηκαν να διαθέσουν τους τίτλους που είχαν
στην κατοχή τους στο πλαίσιο των «ασκήσεων διαχείρισης παθητικού», ήτοι
των επαναγορών ομολόγων, στις οποίες προχώρησαν μέσα στο έτος οι
τράπεζες.