Η Άννα ήταν ακόμα στον παιδικό σταθμό. Είχε πάει απόγευμα και η μαμά της δεν είχε εμφανιστεί. Οι νηπιαγωγοί δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ώσπου το κοριτσάκι έβγαλε κάτι απ” την τσέπη του. Ήταν ένα σημείωμα:
«Δεν θα γυρίσω να πάρω την Άννα. Δεν έχω λεφτά, δεν μπορώ να τη μεγαλώσω. Συγγνώμη. Η μαμά της».
Ο άνθρωπος που μου λέει την ιστορία την διηγείται σαν κάτι συνηθισμένο. Ο Στ. Σιφνιός είναι υπεύθυνος...
της κοινωνικής υπηρεσίας στα Παιδικά Χωριά SOS. «Οι νηπιαγωγοί κάλεσαν την Εισαγγελία», λέει. «Και ο εισαγγελέας έστειλε το παιδί σ” εμάς».
Όλα αυτά δεν έγιναν σε κάποιο βιβλίο του Ντίκενς. Έγιναν σε μια συνοικία της Αθήνας. Η μαμά της Άννας δεν είναι τρελή. Είναι μια κοπέλα που έχασε τη δουλειά της και πανικοβλήθηκε. Σαν την ιστορία της, υπάρχουν τουλάχιστον πεντακόσιες ακόμη ιστορίες. Σήμερα στην Ελλάδα πεντακόσιοι γονείς είναι σε τέτοια οικονομική κατάσταση, που ζήτησαν στα Παιδικά Χωριά SOS να αφήσουν εκεί το παιδί τους.
«Μέχρι πριν από δύο χρόνια, το 95% των αιτημάτων είχε να κάνει με κακοποίηση. Αποφάσιζε ο εισαγγελέας πως κινδυνεύει το παιδί», λέει στην «Κ» η κοινωνική λειτουργός των Χωριών SOS, Π. Βασταρούχα. «Τώρα τα μισά αιτήματα είναι από γονείς σε απόλυτη φτώχεια. Οκτώ στις δέκα φορές είναι Ελληνες, τις πιο πολλές φορές μονογονεϊκές οικογένειες, συνήθως χωρίς άλλους συγγενείς».
Η κυρία Μαρίνα εδώ και 19 χρόνια είναι μητέρα στα Χωριά SOS. Εκείνη ζει την ιστορία από την άλλη πλευρά. «Το καινούργιο παιδάκι το φέρνει στο σπίτι μας η μαμά του», λέει. «Του δείχνει το κρεβάτι του, του δείχνει το δωμάτιό του, του δείχνει εμένα. Και μετά, «σ” αγαπάω» λέει, και φεύγει. Και το παιδάκι μένει στην πόρτα». Το ακούω στη φωνή της.
Πηγή: Καθημερινή