O Γερμανός υπουργός Οικονομικών επί Χίτλερ Σαχτ(αριστερά) και ο Βρετανός αρχιτραπεζίτης Νόρμαν |
του Μωυσή Λίτση
Τόνοι χαρτιού έχουν γραφτεί για το πώς και γιατί της ανόδου του Χίτλερ στην Γερμανία του Μεσοπολέμου, που έφερε τους ναζί στην εξουσία προκαλώντας την μεγαλύτερη ανθρώπινη φρίκη του 20ο αιώνα.
Πέρα όμως από τα πολιτικά, κοινωνικά και άλλα αίτια, ο Χίτλερ και οι ναζί δεν...
θα αποκτούσαν ίσως τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη αν κάποιος δεν τους χρηματοδοτούσε. Και δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί τραπεζίτες και βιομήχανοι.
Μέρες που είναι με την άνοδο της Χρυσής Αυγής και το αυγό του φιδιού να εκκολάπτεται επικίνδυνα σε μία Ευρώπη που ζει καταστάσεις ανάλογες με αυτές της Μεγάλης Κρίσης του ’30, βρήκαμε ενδιαφέροντα στοιχεία για το ρόλο ξένων τραπεζών στη χρηματοδότηση του Χίτλερ.
Στην κορυφή μάλιστα φιγουράρει η και σήμερα «τράπεζα των τραπεζών», η ελβετική Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η οποία δημιουργήθηκε το 1930 από τον τότε διοικητή της τράπεζας της Αγγλίας Montagu Norman και τον Γερμανό ομολόγο του Hjalmar Schacht που έγινε αργότερα υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ. Αρχικός στόχος της τράπεζας ήταν να διευκολύνει την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν επιβληθεί στην Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά το τέλος του A’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η τράπεζα όπως όμως θα δούμε παρακάτω έπαιξε σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότησης του Χίτλερ, μεσολαβώντας για την διαρπαγή του χρυσού που υπήρχε στα θησαυροφυλάκια των χωρών που προσαρτούσε η ναζιστική Γερμανία στο Ράιχ. Μεταξύ άλλωστε 1933 και 1945 στο διοικητικό συμβούλιο της ελβετικής τράπεζας υπηρέτησαν αρκετοί ναζί, όπως ο Walter Funk και ο Emil Puhl. Και οι δύο καταδικάστηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης μετά τον Πόλεμο. Στο συμβούλιο της BIS υπηρέτησαν ακόμη ο Herman Schmitz διευθυντής της βιομηχανίας IG Farben, της εταιρίας που παρασκεύαζε το αέριο για την εξόντωση των εκατομμυρίων Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο βαρόνος φον Schroeder, ιδιοκτήτης της τράπεζας J.H.Stein Bank, που διατηρούσε λογαριασμούς με τις καταθέσεις της Γκεστάπο.
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της ισραηλινής οικονομικής εφημερίδας «Καλκαλίστ» το οποίο συνοψίζει γνωστά ευρήματα για το ρόλο του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου στην χρηματοδότηση και ενίσχυση του Χίτλερ, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών διοχέτευσε από το 1933 που ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία μέχρι την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου, 294 εκατ. ελβετικά φράγκα από την Βρετανία και τις ΗΠΑ στη γερμανική οικονομία, της οποίας βασικός στόχος ήταν ως γνωστόν ο εξοπλισμός της Γερμανίας και η προετοιμασία της για τη συμμετοχή της στον πόλεμο.
Αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας το 1936 ο Χίτλερ ζήτησε από την BIS να μεταφέρει τον χρυσό της τράπεζας της Αυστρίας στα θησαυροφυλάκια της Ράιχσμπανκ, της κεντρικής τράπεζας του Ράιχ. Η BIS με την ανοχή των υπολοίπων Ευρωπαίων ηγετών μετέφερε όντως 22 τόνους σε ράβδους χρυσού. Όπως άλλωστε επισημάναμε και παραπάνω στο διοικητικό συμβούλιο της BIS κυριαρχούσαν ήδη άνθρωποι των ναζί.
Ακολούθησε η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, με τον Χίτλερ να απαιτεί και εκεί τη συνδρομή της BIS για να μεταφέρει τον χρυσό της χώρας. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρξε πρόβλημα. Ο χρυσός της Τσεχοσλοβακίας είχε μεταφερθεί με μυστικότητα σε ασφαλέστερο μέρος στα θησαυροφυλάκια της τράπεζας της Αγγλίας. Ο Χίτλερ απαίτησε από την BIS να μεσολαβήσει για τη μεταφορά του τσεχοσλοβακικού χρυσού από την Τράπεζα της Αγγλίας, κάτι που τελικά όντως έκανε ο διοικητής της Montagu Norman, μεταφέροντας αμέσως χρυσό αξίας 6 εκατ. λιρών στη Ράιχσμπανκ. Ακολούθησαν η Ολλανδία και το Βέλγιο, τον χρυσό τον οποίο κατ’έντολή του Χίτλερ μετέφερε η BIS στα θησαυροφυλάκια της Ράϊχσμπανκ.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών συνέχισε να συνεργάζεται με τους ναζί καθ'όλη τη διάρκεια του πολέμου, μεταφέροντας όχι μόνο τα μερίδια από τις επενδύσεις που είχε κάνει η Γερμανία μέσω της τράπεζας, αλλά και τα μερίδια που είχαν αποκτήσει μέσω επενδύσεων με τη μεσολάβηση της BIS και οι χώρες που είχαν καταληφθεί από τους ναζί.
Ακόμη πιο σοκαριστική ήταν η αποκάλυψη που έγινε μέσω αμερικανικών εγγράφων προς το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με τα οποία η BIS μετέτρεπε σε ελβετικά φράγκα παίρνοντας και προμήθεια για αυτό, το χρυσό που είχαν αφαιρέσει οι ναζί ακόμη και από τα θύματα τους(δόντια, γυαλιά, ρολόγια). Τα ελβετικά αυτά φράγκα κατατίθονταν κατευθείαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ΕΣ-ΕΣ.
Το 1944 άρχισε η διερεύνηση των δραστηριοτήτων της BIS, στα πλαίσια των συμμαχικών ερευνών για τη χρηματοδότηση του Χίτλερ. Η Νορβηγία ζήτησε μάλιστα από τους νεοσυσταθέντες διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς να προχωρήσουν στη διάλυση της ελβετικής τράπεζας, αίτημα το οποίο είχε τη στήριξη του Αμερικανού υπουργού Χένρι Μόργκενταου, αλλά το οποίο συνάντησε την αντίρρηση του διάσημου Βρετανού οικονομολόγου Τζον Μέυναρτ Κέυνς. Ο Κέυνς υποστήριζε ότι η τράπεζα δεν πρέπει να κλείσει διότι οι σύμμαχοι θα χρειαστούν τις υπηρεσίες της μετά τον πόλεμο.
Ο Αμερικανός υπουργός αποφάσισε να μεταθέσει τη συζήτηση για την τύχη της τράπεζας για μετά το τέλος του πολέμου. Εν τω μεταξύ ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ απεβίωσε το 1945. Ο νέος πρόεδρος Χάρι Τρούμαν «πάγωσε» τις συνομιλίες που διεξάγονταν με τη Βρετανία και το ενδεχόμενο διάλυσης της ανεστάλη οριστικά το 1948.
Η BIS δεν ήταν η μόνη ξένη τράπεζα που βοήθησε οικονομικά τους ναζί. Μία από τις τράπεζες χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος ήταν και η αμερικανική UBC της οποίας μάλιστα πρόεδρος ήταν ο Πρέσκοτ Μπους, παππούς του τέως Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους. Η τράπεζα η οποία είχε άριστες σχέσεις με το χιτλερικό καθεστώς την δεκαετία του ’30, συνεισέφερε στην πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας στέλνοντας τόνους χρυσού, βενζίνης και χάλυβα. O Πρέσκοτ Μπους είχε επίσης σχέσεις με την εταιρία σιδήρου CSSC η οποία στη διάρκεια του πολέμου απασχολούσε εργάτες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το 1944 αποκαλύφθηκε η στενή σχέση που είχε η αμερικανική τράπεζα Chase, μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της εποχής, με τον Χίτλερ. Η Chase λειτουργεί μέχρι σήμερα ως JP Morgan Chase. Το κατάστημα της Chase στο Παρίσι υπηρέτησε με πάθος του ναζί. Το 1941 που άρχισαν να εφαρμόζονται τα μέτρα κατά των Εβραίων και στην κατεχόμενη Γαλλία, η Chase ήταν από τις πρώτες επιχειρήσεις που προχώρησαν στην απόλυση των Εβραίων υπαλλήλων της. Έκλεισαν επίσης αμέσως τους λογαριασμούς που είχαν Εβραίοι πελάτες, στερώντας με τον τρόπο αυτό από τους Εβραίους του Παρισιού τη δυνατότητα να αποσύρουν τα λεφτά τους.
Το κατάστημα της βρετανικής Barclays στο Παρίσι απευθύνθηκε επίσης στις αρχές κατοχής με το ερώτημα αν θα πρέπει να προχωρήσει στην απόλυση των Εβραίων υπαλλήλων της και να κλείσει τους λογαριασμούς Εβραίων πελατών. Στόχος της τράπεζας ήταν να δείξει διάθεση συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής. Οι αρχές κατοχής απάντησαν: «Δεν μας ενδιαφέρει εφαρμόστε τον κανονισμό».
ΠΗΓΗ: Η Οικονομία με άλλο μάτι