Ήταν η πρώτη ημέρα που πέρασε την πόρτα του σχολείου. Μικροκαμωμένη με μεγάλα καστανά μάτια και μαύρα σγουρά μαλλιά που...
τα είχε πλέξει κοτσίδες η μητέρα της στο σπίτι. Σήμερα ήταν για αυτήν μια ξεχωριστή ημέρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, της είχαν φορέσει και το καλό της φόρεμα.
Εκείνο το λευκό φόρεμα με το κόκκινο κέντημα μπροστά στο μπούστο. Το πιο όμορφο φόρεμα που είχε φορέσει εκείνα τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής της.
Το πρωί εκείνης της μέρας σηκώθηκε πιο νωρίς από ότι συνήθως.
Γεμάτη η καρδιά της από λαχτάρα, χαρά και προσμονή. Γεμάτη η ψυχή τη
ς από τον φόβο.
Τις προηγούμενες ημέρες πολλοί άνθρωποι που στα παιδικά της μάτια έμοιαζαν σπουδαίοι της είχαν μιλήσει για εκείνο που επρόκειτο να συμβεί.
Την είχαν «προετοιμάσει».
Θα ήταν εκείνη –η 6χρονη Ρούμπι– το πρώτο «μαύρο» παιδί που θα πήγαινε σε σχολείο «λευκών» στην Νέα Ορλεάνη.
Ήταν Νοέμβρης του 1960 και το φυλετικό μίσος πλημμύριζέ τους δρόμους και τις ψυχές των ανθρώπων στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ.
Της είχαν ήδη εξηγήσει πως στο σχολείο δεν θα την πήγαιναν οι γονείς της αλλά δύο άντρες του FBI που ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε διαθέσει για την προστασία της.
Της είχαν επίσης πει να μην φοβάται αλλά η ίδια έβλεπε την ίδια στιγμή που της μιλούσαν τον φόβο να τρεμοπαίζει μέσα στα μάτια τους.
Και τώρα που έχει φτάσει η μεγάλη η ώρα βλέπει μπροστά της το έξαλλο πλήθος των «καλών λευκών χριστιανών» να βρίζει και να απειλεί.
Βλέπει επίσης ένα μικρό λευκό φέρετρο με μια μαύρη κούκλα μέσα, στην πόρτα του σχολείου.
Στρέφει το βλέμμα της τριγύρω και παρατηρεί την ένταση στους μύες του προσώπου και τον ιδρώτα στην άκρη της μύτης του εκπαιδευμένου σωματοφύλακά της.
Δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι συμβαίνει γύρω της.
Είναι μονάχα 6 χρονών. Είναι μονάχα ένα μικρό μαύρο κορίτσι στην Νέα Ορλεάνη.
Μα είναι εκείνη η μαγική στιγμή που συνειδητοποιεί κάτι που ίσως να αλλάξει κάποτε τον ρου της ανθρωπότητας.
Έχει δικαίωμα.
Σηκώνει ψηλά το κεφάλι της και ανεβαίνει αργά κι αποφασιστικά τα σκαλιά για την πόρτα του σχολείου.
Δεν λυγίζει.
Για έναν ολόκληρο χρόνο κάνει μόνη της μάθημα μαζί με την μοναδική δασκάλα που δέχτηκε να αναλάβει την διδασκαλία του μικρού μαύρου κοριτσιού.
Τα άλλα παιδιά την αποφεύγουν και μονάχα ο γιος ενός κληρικού παίζει μαζί της στα διαλείμματα.
Τον απομονώνουν κι αυτόν.
Πολύ γρήγορα παρεμβαίνει ο εισαγγελέας και κάνει συστάσεις σε μια λευκή «μάνα» που κάθε πρωί περιμένει την μικρούλα Ρούμπι στην είσοδο του σχολείου και απειλεί πως θα την δηλητηριάσει.
Η επόμενη, πάντως, σχολική χρονιά είναι πιο εύκολη και η αμέσως επόμενη ευκολότερη.
Κι άλλοι μαύροι μαθητές εγγράφονται στο σχολείο του οποίου την πόρτα διέσχισε για πρώτη φορά η εξάχρονη Ρούμπι Μπρίτσις τον Νοέμβρη του 1960.
Πραγματικά, φίλε Πιτσιρίκο, δεν έχω λόγια για να περιγράψω την βαθιά εκτίμηση και τον σεβασμό που αισθάνομαι για όλους εκείνους τους καθημερινούς ανθρώπους που φοβούνται αλλά ξεπερνούν το παραλυτικό αυτό συναίσθημα και κάνουν ένα βήμα μπροστά.
Ευτυχώς, υπάρχουν πάντοτε τέτοιοι άνθρωποι.
Δυστυχώς όμως είναι συνήθως λίγοι, μεγαλώνουν κι αυτοί, κουράζονται, πεθαίνουν και χάνονται.
Μιλάς για το «δόγμα της ηλιθιότητας» των Ελλήνων, στην βάση του όμως βρίσκεται ο φόβος.
Εκείνος που φοβάται και τρέμει για το οτιδήποτε, εκείνος που δεν τολμά ποτέ του να διεκδικήσει τα δικαιώματα που στοιχειοθετούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αναζητά συνειδητά την ηλιθιότητα σαν μια σανίδα προσωπικής του σωτηρίας.
Κι οι Έλληνες φοβηθήκανε πολύ καιρό πριν τους καθίσουν στον σβέρκο τα μνημόνια.
Φοβηθήκανε το 1973 στο Πολυτεχνείο και το 1974 στην Κύπρο.
Φοβηθήκανε το 1996 στα Ίμια.
Φοβηθήκανε τον Δεκέμβρη του 2008 όταν είδαν -κάποια από- τα παιδιά τους να καίνε το καρα-κιτς δέντρο της πλασματικής τους ευημερίας στο Σύνταγμα.
Φοβήθηκαν τον Ιούνη του 2012 και φοβηθήκανε ξανά τον Ιούλη του 2015, όταν συνειδητοποίησαν το τι ακριβώς ψήφισαν στο δημοψήφισμα.
Δεν μας τσακίσανε τα μνημόνια.
Ήμασταν από τα πριν βαθιά ηττημένοι.
Μπορεί να το δει κανείς εύκολα στις φιγούρες εκείνων που μας κυβερνούν.
Στους Τσίπριδες και στους Δραγασάκηδες.
Στις παρέες και στα κυκλώματα.
Στα πολιτικά σόγια.
Μπορεί να το δει κανείς αυτό στα μάτια των «σπουδαίων» και στα μάτια των «ασήμαντων» ανθρώπων.
Στα μάτια όλων αυτών που λένε και κάνουν απίστευτα πράγματα χωρίς να ντρέπονται.
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω σε εκείνους τους «γονείς» που καταλαμβάνουν σχολικά κτήρια και βάζουν λουκέτα στις πόρτες των σχολείων προκειμένου να «προστατεύσουν» τα παιδιά τους από τα προσφυγόπουλα. Το αφιερώνω επίσης στην ΠΔΦΑ κυβέρνηση και στην κοινωνία που ανέχεται τέτοιου είδους ρατσιστικές συμπεριφορές και τις νομιμοποιεί δια της σιωπής. Εξυπακούεται, βέβαια, πως για όλα αυτά τα βρωμερά που συμβαίνουν όταν συμβαίνουν, δεν φταίνε οι Έλληνες. Οι Έλληνες είναι αθώοι, επειδή είναι Έλληνες.
(Αγαπητέ Ηλία, ο φόβος είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα. Πάνω στο φόβο του θανάτου -και στον εκβιασμό- κυριαρχούν με χυδαίο τρόπο οι θρησκείες και οι έμποροί τους. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται. Οι τρελοί, ίσως. Κι εγώ φοβάμαι. Αλλά ντρέπομαι να φοβάμαι. Οπότε, η ντροπή νικάει τον φόβο. Το άσχημο σήμερα στην Ελλάδα είναι πως οι άνθρωποι αγαπούν τον φόβο. Βρίσκουν στον φόβο μια ασφάλεια και μια δικαιολογία. Είναι βέβαιο πως και ο Γερμανός εργάτης της φωτογραφίας, ο August Landmesser, θα φοβήθηκε να μη σηκώσει το χέρι του και να χαιρετήσει ναζιστικά μπροστά στον Χίτλερ. Αλλά δεν το σήκωσε. Ήταν ο μόνος. Αλλά δεν το σήκωσε. Και το πλήρωσε. Ήξερε πως θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Αλλά δεν το σήκωσε. «Σήκωσε το χέρι σου ρε, τι σου ζητάνε;». Αλλά δεν το σήκωσε. Αυτός ο άνθρωπος θέλω να γίνω. Ο καθένας μας θα πρέπει να γίνει αυτός ο άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος δεν «πέρασε» από τη ζωή. Έβαλε και την σφραγίδα του. Άφησε το αποτύπωμά του. Ηλία, στην Ελλάδα πια βλέπεις τις πουστιές και τις απατεωνιές να σου έρχονται από ανθρώπους που υποστηρίζουν πως είναι φίλοι σου. Και δεν ευθύνεται ο φόβος για τη συμπεριφορά τους. Απλά, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καθάρματα. Αυτό ξέχασε να υπολογίσει ο Μαρξ. Να είσαι καλά, Ηλία.)
Πηγή: pitsirikos.net
τα είχε πλέξει κοτσίδες η μητέρα της στο σπίτι. Σήμερα ήταν για αυτήν μια ξεχωριστή ημέρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, της είχαν φορέσει και το καλό της φόρεμα.
Εκείνο το λευκό φόρεμα με το κόκκινο κέντημα μπροστά στο μπούστο. Το πιο όμορφο φόρεμα που είχε φορέσει εκείνα τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής της.
Το πρωί εκείνης της μέρας σηκώθηκε πιο νωρίς από ότι συνήθως.
Γεμάτη η καρδιά της από λαχτάρα, χαρά και προσμονή. Γεμάτη η ψυχή τη
ς από τον φόβο.
Τις προηγούμενες ημέρες πολλοί άνθρωποι που στα παιδικά της μάτια έμοιαζαν σπουδαίοι της είχαν μιλήσει για εκείνο που επρόκειτο να συμβεί.
Την είχαν «προετοιμάσει».
Θα ήταν εκείνη –η 6χρονη Ρούμπι– το πρώτο «μαύρο» παιδί που θα πήγαινε σε σχολείο «λευκών» στην Νέα Ορλεάνη.
Ήταν Νοέμβρης του 1960 και το φυλετικό μίσος πλημμύριζέ τους δρόμους και τις ψυχές των ανθρώπων στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ.
Της είχαν ήδη εξηγήσει πως στο σχολείο δεν θα την πήγαιναν οι γονείς της αλλά δύο άντρες του FBI που ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε διαθέσει για την προστασία της.
Της είχαν επίσης πει να μην φοβάται αλλά η ίδια έβλεπε την ίδια στιγμή που της μιλούσαν τον φόβο να τρεμοπαίζει μέσα στα μάτια τους.
Και τώρα που έχει φτάσει η μεγάλη η ώρα βλέπει μπροστά της το έξαλλο πλήθος των «καλών λευκών χριστιανών» να βρίζει και να απειλεί.
Βλέπει επίσης ένα μικρό λευκό φέρετρο με μια μαύρη κούκλα μέσα, στην πόρτα του σχολείου.
Στρέφει το βλέμμα της τριγύρω και παρατηρεί την ένταση στους μύες του προσώπου και τον ιδρώτα στην άκρη της μύτης του εκπαιδευμένου σωματοφύλακά της.
Δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι συμβαίνει γύρω της.
Είναι μονάχα 6 χρονών. Είναι μονάχα ένα μικρό μαύρο κορίτσι στην Νέα Ορλεάνη.
Μα είναι εκείνη η μαγική στιγμή που συνειδητοποιεί κάτι που ίσως να αλλάξει κάποτε τον ρου της ανθρωπότητας.
Έχει δικαίωμα.
Σηκώνει ψηλά το κεφάλι της και ανεβαίνει αργά κι αποφασιστικά τα σκαλιά για την πόρτα του σχολείου.
Δεν λυγίζει.
Για έναν ολόκληρο χρόνο κάνει μόνη της μάθημα μαζί με την μοναδική δασκάλα που δέχτηκε να αναλάβει την διδασκαλία του μικρού μαύρου κοριτσιού.
Τα άλλα παιδιά την αποφεύγουν και μονάχα ο γιος ενός κληρικού παίζει μαζί της στα διαλείμματα.
Τον απομονώνουν κι αυτόν.
Πολύ γρήγορα παρεμβαίνει ο εισαγγελέας και κάνει συστάσεις σε μια λευκή «μάνα» που κάθε πρωί περιμένει την μικρούλα Ρούμπι στην είσοδο του σχολείου και απειλεί πως θα την δηλητηριάσει.
Η επόμενη, πάντως, σχολική χρονιά είναι πιο εύκολη και η αμέσως επόμενη ευκολότερη.
Κι άλλοι μαύροι μαθητές εγγράφονται στο σχολείο του οποίου την πόρτα διέσχισε για πρώτη φορά η εξάχρονη Ρούμπι Μπρίτσις τον Νοέμβρη του 1960.
Πραγματικά, φίλε Πιτσιρίκο, δεν έχω λόγια για να περιγράψω την βαθιά εκτίμηση και τον σεβασμό που αισθάνομαι για όλους εκείνους τους καθημερινούς ανθρώπους που φοβούνται αλλά ξεπερνούν το παραλυτικό αυτό συναίσθημα και κάνουν ένα βήμα μπροστά.
Ευτυχώς, υπάρχουν πάντοτε τέτοιοι άνθρωποι.
Δυστυχώς όμως είναι συνήθως λίγοι, μεγαλώνουν κι αυτοί, κουράζονται, πεθαίνουν και χάνονται.
Μιλάς για το «δόγμα της ηλιθιότητας» των Ελλήνων, στην βάση του όμως βρίσκεται ο φόβος.
Εκείνος που φοβάται και τρέμει για το οτιδήποτε, εκείνος που δεν τολμά ποτέ του να διεκδικήσει τα δικαιώματα που στοιχειοθετούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αναζητά συνειδητά την ηλιθιότητα σαν μια σανίδα προσωπικής του σωτηρίας.
Κι οι Έλληνες φοβηθήκανε πολύ καιρό πριν τους καθίσουν στον σβέρκο τα μνημόνια.
Φοβηθήκανε το 1973 στο Πολυτεχνείο και το 1974 στην Κύπρο.
Φοβηθήκανε το 1996 στα Ίμια.
Φοβηθήκανε τον Δεκέμβρη του 2008 όταν είδαν -κάποια από- τα παιδιά τους να καίνε το καρα-κιτς δέντρο της πλασματικής τους ευημερίας στο Σύνταγμα.
Φοβήθηκαν τον Ιούνη του 2012 και φοβηθήκανε ξανά τον Ιούλη του 2015, όταν συνειδητοποίησαν το τι ακριβώς ψήφισαν στο δημοψήφισμα.
Δεν μας τσακίσανε τα μνημόνια.
Ήμασταν από τα πριν βαθιά ηττημένοι.
Μπορεί να το δει κανείς εύκολα στις φιγούρες εκείνων που μας κυβερνούν.
Στους Τσίπριδες και στους Δραγασάκηδες.
Στις παρέες και στα κυκλώματα.
Στα πολιτικά σόγια.
Μπορεί να το δει κανείς αυτό στα μάτια των «σπουδαίων» και στα μάτια των «ασήμαντων» ανθρώπων.
Στα μάτια όλων αυτών που λένε και κάνουν απίστευτα πράγματα χωρίς να ντρέπονται.
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω σε εκείνους τους «γονείς» που καταλαμβάνουν σχολικά κτήρια και βάζουν λουκέτα στις πόρτες των σχολείων προκειμένου να «προστατεύσουν» τα παιδιά τους από τα προσφυγόπουλα. Το αφιερώνω επίσης στην ΠΔΦΑ κυβέρνηση και στην κοινωνία που ανέχεται τέτοιου είδους ρατσιστικές συμπεριφορές και τις νομιμοποιεί δια της σιωπής. Εξυπακούεται, βέβαια, πως για όλα αυτά τα βρωμερά που συμβαίνουν όταν συμβαίνουν, δεν φταίνε οι Έλληνες. Οι Έλληνες είναι αθώοι, επειδή είναι Έλληνες.
(Αγαπητέ Ηλία, ο φόβος είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα. Πάνω στο φόβο του θανάτου -και στον εκβιασμό- κυριαρχούν με χυδαίο τρόπο οι θρησκείες και οι έμποροί τους. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται. Οι τρελοί, ίσως. Κι εγώ φοβάμαι. Αλλά ντρέπομαι να φοβάμαι. Οπότε, η ντροπή νικάει τον φόβο. Το άσχημο σήμερα στην Ελλάδα είναι πως οι άνθρωποι αγαπούν τον φόβο. Βρίσκουν στον φόβο μια ασφάλεια και μια δικαιολογία. Είναι βέβαιο πως και ο Γερμανός εργάτης της φωτογραφίας, ο August Landmesser, θα φοβήθηκε να μη σηκώσει το χέρι του και να χαιρετήσει ναζιστικά μπροστά στον Χίτλερ. Αλλά δεν το σήκωσε. Ήταν ο μόνος. Αλλά δεν το σήκωσε. Και το πλήρωσε. Ήξερε πως θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Αλλά δεν το σήκωσε. «Σήκωσε το χέρι σου ρε, τι σου ζητάνε;». Αλλά δεν το σήκωσε. Αυτός ο άνθρωπος θέλω να γίνω. Ο καθένας μας θα πρέπει να γίνει αυτός ο άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος δεν «πέρασε» από τη ζωή. Έβαλε και την σφραγίδα του. Άφησε το αποτύπωμά του. Ηλία, στην Ελλάδα πια βλέπεις τις πουστιές και τις απατεωνιές να σου έρχονται από ανθρώπους που υποστηρίζουν πως είναι φίλοι σου. Και δεν ευθύνεται ο φόβος για τη συμπεριφορά τους. Απλά, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καθάρματα. Αυτό ξέχασε να υπολογίσει ο Μαρξ. Να είσαι καλά, Ηλία.)
Πηγή: pitsirikos.net