Ο μαρξισμός βρήκε την ιστορική του έκφραση στον μπολσεβικισμό. Κάτω από
το λάβαρο του μπολσεβικισμού κατορθώθηκε η πρώτη νίκη του προλεταριάτου
και ...
εγκαθιδρύθηκε το πρώτο εργατικό κράτος. Καμιά δύναμη δεν μπορεί τώρα να σβήσει αυτά τα γεγονότα από την Ιστορία. Αλλά μια και η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην τωρινή φάση στο θρίαμβο της γραφειοκρατίας, με το σύστημα της καταπίεσης, της λεηλασίας, και της ....
διαστρέβλωσης -στη «δικτατορία της ψευτιάς», για να χρησιμοποιήσουμε την πετυχημένη έκφραση του Σλαμ– πολλά φορμαλιστικά και επιπόλαια μυαλά καταλήγουν σε ένα συνοπτικό συμπέρασμα:
Δεν μπορεί κανείς να παλέψει ενάντια στο σταλινισμό χωρίς να απαρνηθεί τον μπολσεβικισμό. Ο Σλαμ, όπως ήδη γνωρίζουμε, πηγαίνει πιο μακριά: ο μπολσεβικισμός, που εκφυλίστηκε σε σταλινισμό, βγήκε ο ίδιος από το μαρξισμό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να παλέψει το σταλινισμό όσο παραμένει στις βάσεις του μαρξισμού. Υπάρχουν άλλοι, λιγότερο συνεπείς αλλά πιο πολλοί, που, αντίθετα, λένε: «Πρέπει να επιστρέψουμε από τον μπολσεβικισμό στο μαρξισμό». Πώς;
Σε ποιον μαρξισμό; Πριν ο Μαρξισμός «χρεοκοπήσει» με τη μορφή του μπολσεβικισμού, είχε ήδη καταρρεύσει με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας. Τότε το σύνθημα «Πίσω στο Μαρξισμό» σημαίνει ένα άλμα πάνω από τις περιόδους της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς… στην Πρώτη Διεθνή; Αλλά και αυτή χρεοκόπησε στον καιρό της. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, μπαίνει ζήτημα επιστροφής… στα άπαντα των Μαρξ και Ένγκελς. Μπορεί κανείς να κάνει το ηρωικό αυτό άλμα χωρίς να αφήσει το γραφείο του και ακόμα δίχως να βγάλει τις παντούφλες του.
Αλλά πώς μπορούμε να πάμε από τους κλασικούς μας (ο Μαρξ πέθανε το 1883, ο Ένγκελς το 1895) στα καθήκοντα της νέας εποχής, παραλείποντας αρκετές δεκαετίες θεωρητικών και πολιτικών αγώνων, και ανάμεσα τους τον μπολσεβικισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση; Κανείς από αυτούς που προτείνουν να απαρνηθούμε τον μπολσεβικισμό, ως μια ιστορικά «χρεοκοπημένη» τάση, δεν μας υπέδειξε κάποιον άλλο δρόμο. Έτσι, το ζήτημα περιορίζεται σε μια απλή σύσταση για μελέτη του «Κεφαλαίου». Δεν έχουμε καμιά αντίρρηση γι’ αυτό. Αλλά και οι Μπολσεβίκοι μελέτησαν το «Κεφάλαιο» και μάλιστα όχι πρόχειρα. Όμως, αυτό δεν εμπόδισε τον εκφυλισμό του σοβιετικού κράτους και το στήσιμο των Δικών της Μόσχας. Τότε τι πρέπει να κάνουμε;
Είναι υπεύθυνος ο μπολσεβικισμός για τον σταλινισμό; Είναι αλήθεια πως ο σταλινισμός είναι το νόμιμο προϊόν του μπολσεβικισμού, όπως υποστηρίζουν όλοι οι αντιδραστικοί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Στάλιν, όπως πιστεύουν οι Μενσεβίκοι, οι Αναρχικοί, και ορισμένοι αριστεροί θεωρητικοί που θεωρούν τους εαυτούς τους Μαρξιστές; «Το είχαμε πάντα προβλέψει αυτό», λένε. «Αρχίζοντας με την απαγόρευση των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, την καταστολή των Αναρχικών, και την εγκαθίδρυση της μπολσεβίκικης δικτατορίας στα Σοβιέτ, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στη δικτατορία της γραφειοκρατίας.
Ο Στάλιν είναι η συνέχεια και μαζί η χρεοκοπία του λενινισμού». Το λάθος σ’ αυτό το συλλογισμό αρχίζει με τη σιωπηρή ταύτιση του μπολσεβικισμού, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης. Το ιστορικό προτσές της πάλης των εχθρικών δυνάμεων έχει αντικατασταθεί από την εξέλιξη του μπολσεβικισμού στο κενό. Ο μπολσεβικισμός, όμως, δεν είναι παρά μια πολιτική τάση στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη, αλλά όχι ταυτόσημη με αυτήν. Και πέρα από την εργατική τάξη, υπάρχουν στη Σοβιετική Ένωση, εκατό εκατομμύρια χωρικοί, διάφορες εθνότητες, και μια κληρονομιά καταπίεσης, αθλιότητας και αμάθειας.
Το κράτος που χτίστηκε από τους Μπολσεβίκους αντανακλά όχι μόνο τη σκέψη και τη θέληση του μπολσεβικισμού, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, την πίεση ενός βάρβαρου παρελθόντος και ενός όχι λιγότερο βάρβαρου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Το να παρουσιάζει κανείς το προτσές του εκφυλισμού του σοβιετικού κράτους σαν την εξέλιξη του καθαρού μπολσεβικισμού, είναι σαν να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα ενός από τα στοιχεία της, απομονωμένου με την καθαρή λογική. Αρκεί να αποκαλέσει κανείς με το πραγματικό του όνομα το στοιχειώδες αυτό λάθος, για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος του.
Όπως και να ‘χει, ο μπολσεβικισμός δεν ταυτίστηκε ποτέ με την Οκτωβριανή Επανάσταση ή με το σοβιετικό κράτος που προέκυψε απ’ αυτήν. Ο μπολσεβικισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως έναν από τους παράγοντες της Ιστορίας -τον «συνειδητό της» παράγοντα-, έναν πολύ σπουδαίο, αλλά όχι τον αποφασιστικό παράγοντα. Ποτέ δεν κάναμε το αμάρτημα του ιστορικού υποκειμενισμού. Είδαμε τον αποφασιστικό παράγοντα –πάνω στην υπάρχουσα βάση των παραγωγικών δυνάμεων– στην ταξική πάλη, όχι μόνο σε εθνική, αλλά σε διεθνή κλίμακα
Όταν οι Μπολσεβίκοι έκαναν παραχωρήσεις στην τάση των χωρικών για ατομική ιδιοκτησία, έβαλαν αυστηρούς κανόνες για την είσοδο μελών στο Κόμμα, ξεκαθάρισαν το Κόμμα από τα ξένα στοιχεία, απαγόρεψαν τα άλλα κόμματα, εισήγαγαν τη ΝΕΠ, έκαναν εκχωρήσεις σ’ ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις ή έκλεισαν διπλωματικές συμφωνίες με ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, έβγαλαν μερικά συμπεράσματα από το βασικό γεγονός που τους ήταν θεωρητικά καθαρό από την αρχή:
Η κατάχτηση της εξουσίας, όσο σπουδαία και αν είναι από μόνη της, με κανέναν τρόπο δεν μεταμορφώνει το Κόμμα σε έναν κυρίαρχο ρυθμιστή του ιστορικού προτσές. Έχοντας πάρει στα χέρια του το κράτος, το Κόμμα είναι ικανό, βέβαια, να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας με μια δύναμη που προηγούμενα του ήταν απρόσιτη. Αλλά, με τη σειρά του, εκθέτει τον εαυτό του κάτω από την επίδραση όλων των άλλων στοιχείων της κοινωνίας – μία επίδραση δέκα φορές μεγαλύτερη. Μπορεί το Κόμμα, με μια άμεση επίθεση των εχθρικών δυνάμεων, να απομακρυνθεί από την εξουσία. Με έναν πιο βραδύ ρυθμό ανάπτυξης, μπορεί να εκφυλιστεί εσωτερικά, ενώ θα κρατιέται στην εξουσία.
Είναι ακριβώς αυτή η διαλεκτική του ιστορικού προτσές που δεν κατανοείται από εκείνους τους σεχταριστές γνωσιολόγους που προσπαθούν να ανακαλύψουν στην παρακμή της σταλινικής γραφειοκρατίας ένα συντριπτικό επιχείρημα ενάντια στον μπολσεβικισμό. Στην ουσία αυτοί οι κύριοι λένε: Το επαναστατικό κόμμα που δεν εμπεριέχει μέσα του καμιά εγγύηση ενάντια στον εκφυλισμό του είναι κακό. Με ένα τέτοιο κριτήριο, ο μπολσεβικισμός είναι φυσικά καταδικασμένος: Δεν έχει κανένα «φυλαχτό». Αλλά το ίδιο το κριτήριο είναι λαθεμένο. Η επιστημονική σκέψη απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση: Πώς και γιατί εκφυλίστηκε το Κόμμα; Μέχρι τώρα, κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους τους Μπολσεβίκους, δεν έδωσαν μια τέτοια ανάλυση.
Για να το κάνουν αυτό δεν χρειάστηκε να σπάσουν από τον μπολσεβικισμό. Αντίθετα, βρήκαν στο οπλοστάσιό του όλα όσα χρειάζονταν για να εξηγήσουν τη μοίρα του. Έβγαλαν τούτο δω το συμπέρασμα: Είναι βέβαιο ότι ο σταλινισμός «βγήκε» από τον μπολσεβικισμό, ωστόσο, όχι λογικά, αλλά διαλεκτικά, όχι σαν μια επαναστατική θέση αλλά σαν μια θερμιδωριανή άρνηση. Κι αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Η βασική πρόγνωση του μπολσεβικισμού
Οι Μπολσεβίκοι δεν χρειάστηκε, παρ’ όλα αυτά, να περιμένουν τις Δίκες της Μόσχας για να εξηγήσουν τους λόγους της αποσύνθεσης του κυβερνητικού Κόμματος της ΕΣΣΔ. Εγκαίρως προείδαν και μίλησαν για τη θεωρητική δυνατότητα αυτής της ανάπτυξης. Ας θυμηθούμε την πρόγνωση των Μπολσεβίκων, όχι μόνο στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά χρόνια πριν:
Η ειδική διάταξη των δυνάμεων στο εθνικό και στο διεθνές πεδίο μπορεί να επιτρέψει στο προλεταριάτο να αρπάξει την εξουσία πρώτα σε μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία. Αλλά η ίδια αυτή διάταξη των δυνάμεων αποδεικνύει από τα πριν ότι δίχως μια, λίγο πολύ γρήγορη, νίκη του προλεταριάτου στις αναπτυγμένες χώρες, η εργατική κυβέρνηση στη Ρωσία δεν θα επιζήσει. Αφημένο μόνο του, το σοβιετικό καθεστώς πρέπει είτε να πέσει είτε να εκφυλιστεί. Ακριβέστερα, πρώτα θα εκφυλιστεί και ύστερα θα πέσει.
Εγώ ο ίδιος έγραψα γύρω από αυτό περισσότερο από μια φορά, αρχίζοντας από το 1905. Στην «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», (βλ. «Παράρτημα» στον τελευταίο τόμο: «Σοσιαλισμός σε μια Μόνη Χώρα») είναι συγκεντρωμένες όλες οι δηλώσεις των Μπολσεβίκων ηγετών πάνω στο ζήτημα από το 1917 μέχρι το 1923. Όλες σημαίνουν το εξής: δίχως μια επανάσταση στη Δύση, ο μπολσεβικισμός θα καταστραφεί είτε από εσωτερική αντεπανάσταση, είτε από εξωτερική επέμβαση, είτε από έναν συνδυασμό και των δύο. Ο Λένιν τόνιζε ξανά και ξανά ότι η γραφειοκρατικοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος δεν είναι ένα τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα, αλλά η δυνητική αρχή του εκφυλισμού του εργατικού κράτους.
Στο Ενδέκατο Συνέδριο του Κόμματος, τον Μάρτη του 1922, ο Λένιν μίλησε για την υποστήριξη που προσέφεραν στη Σοβιετική Ρωσία, στην περίοδο της ΝΕΠ, ορισμένοι αστοί πολιτικοί, ιδιαίτερα ο φιλελεύθερος καθηγητής Ουστριάλοφ. «Υποστηρίζω τη σοβιετική εξουσία στη Ρωσία», έλεγε ο Ουστριάλοφ –αν και ήταν ένας Καντέτ, ένας αστός, ένας υποστηριχτής της επέμβασης– «γιατί έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί πίσω σε ένα κανονικό αστικό καθεστώς». Ο Λένιν προτιμά την κυνική φωνή του εχθρού από «τις γλυκανάλατες κομμουνιστικές ανοησίες». Σοβαρά και σκληρά προειδοποιεί το Κόμμα για τον κίνδυνο:
«Πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι αυτά που λέει ο Ουστριάλοφ είναι δυνατά. Η Ιστορία γνωρίζει όλων των ειδών τις μεταμορφώσεις. Το να βασίζεσαι καθαρά σε πεποιθήσεις, στην πίστη και σε άλλες θαυμάσιες ηθικές ιδιότητες μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια σταθερή στάση στην πολιτική.
Μια χούφτα άνθρωποι μπορεί να είναι προικισμένοι με εξαίρετες ηθικές ιδιότητες, αλλά τα ιστορικά ζητήματα αποφασίζονται από γιγάντιες μάζες, που, αν οι λίγοι δεν τους κάνουν, ενδέχεται όποια στιγμή να μην τους μεταχειριστούν και τόσο ευγενικά». Με μια λέξη, το Κόμμα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας της εξέλιξης και σε μια μεγαλύτερη ιστορική κλίμακα δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. «Ένα έθνος κατακτά ένα άλλο», συνέχισε ο Λένιν στο ίδιο συνέδριο, το τελευταίο στο οποίο πήρε μέρος. «…Αυτό είναι απλό και κατανοητό από όλους. Αλλά τι συμβαίνει με την κουλτούρα αυτών των εθνών;
Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αν το έθνος-κατακτητής είναι πιο πολιτισμένο από το έθνος που καταχτήθηκε, το πρώτο επιβάλλει την κουλτούρα του πάνω στο δεύτερο. Αν συμβαίνει όμως, το αντίθετο, το έθνος που έχει κατακτηθεί επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω στο έθνος-κατακτητή. Κάπως έτσι δεν συνέβη με την Μόσχα; 4.700 κομμουνιστές (μια ολόκληρη σχεδόν μεραρχία, και όλοι τους άριστοι) δεν επηρεάστηκαν από την ξένη κουλτούρα;». Αυτά ειπώθηκαν στις αρχές του 1922, και όχι για πρώτη φορά. Η Ιστορία δεν γίνεται από τους λίγους, έστω και τους «καλύτερους». Kι όχι μόνο αυτό: Αυτοί οι «άριστοι» μπορούν να εκφυλιστούν στο πνεύμα μιας ξένης, δηλαδή μιας αστικής κουλτούρας. Όχι μόνο το σοβιετικό κράτος μπορεί να εγκαταλείψει το δρόμο προς το σοσιαλισμό, αλλά και το Μπολσεβίκικο Κόμμα μπορεί, κάτω από δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, να χάσει τον μπολσεβικισμό του.
Από την καθαρή κατανόηση αυτού του κινδύνου προήλθε η Αριστερή Αντιπολίτευση, που σχηματίστηκε οριστικά το 1923. Καταγράφοντας μέρα με τη μέρα τα συμπτώματα του εκφυλισμού, προσπάθησε να αντιτάξει στο αναπτυσσόμενο Θερμιδόρ τη συνειδητή θέληση της προλεταριακής πρωτοπορίας. Ωστόσο, αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας αποδείχτηκε ότι ήταν ανεπαρκής. Οι «γιγάντιες μάζες» που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποφασίζουν για το αποτέλεσμα της πάλης, απηύδησαν από τις εσωτερικές στερήσεις και την παρατεταμένη αναμονή της παγκόσμιας επανάστασης.
Η διάθεση των μαζών έπεσε. Η γραφειοκρατία πήρε την πάνω βόλτα. Κυνήγησε την επαναστατική πρωτοπορία, ποδοπάτησε το μαρξισμό, εκπόρνευσε το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Ο σταλινισμός νίκησε. Με τη μορφή της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο μπολσεβικισμός έσπασε από τη σοβιετική γραφειοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνή της. Αυτή ήταν η πραγματική πορεία της εξέλιξης.
Είναι βέβαιο ότι, με μια τυπική έννοια, ο σταλινισμός προήλθε από τον μπολσεβικισμό. Ακόμα και σήμερα, η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία συνεχίζει να αποκαλεί τον εαυτό της Μπολσεβίκικο Κόμμα. Απλώς χρησιμοποιεί την παλιά ταμπέλα του μπολσεβικισμού για να εξαπατά καλύτερα τις μάζες. Έτσι γίνονται πιο αξιολύπητοι εκείνοι οι θεωρητικοί που περνούν την φλούδα για κουκούτσι και την εμφάνιση για πραγματικότητα. Με την ταύτιση του μπολσεβικισμού με το σταλινισμό, προσφέρουν την καλύτερη δυνατή υπηρεσία στους θερμιδοριανούς και ακριβώς έτσι παίζουν έναν καθαρά αντιδραστικό ρόλο. Λαμβανομένου υπόψη του αποκλεισμού των άλλων κομμάτων από το πολιτικό προσκήνιο, τα ανταγωνιστικά συμφέροντα και οι τάσεις ποικίλων στρωμάτων του πληθυσμού, σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έπρεπε να βρουν την έκφρασή τους στο κυβερνητικό κόμμα.
Στο βαθμό που το πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από την προλεταριακή πρωτοπορία στη γραφειοκρατία, το Κόμμα άλλαξε την κοινωνική δομή του, όπως και την ιδεολογία του. Εξαιτίας της θυελλώδους πορείας ανάπτυξης, το Κόμμα υπέστη, τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, έναν πολύ πιο ριζικό εκφυλισμό απ’ ό,τι η σοσιαλδημοκρατία σε μισό αιώνα. Οι σημερινές εκκαθαρίσεις δεν χαράσσουν απλά μια αιμάτινη γραμμή ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό, αλλά παρεμβάλλουν ένα ολόκληρο ποτάμι αίμα μεταξύ τους.
Η εξόντωση όλης της παλιάς γενιάς των Μπολσεβίκων, ενός σημαντικού τμήματος της μεσαίας γενιάς που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και του τμήματος εκείνου της νεολαίας που κράτησε στα σοβαρά τις παραδόσεις των Μπολσεβίκων, σημαδεύει όχι απλώς μια πολιτική, αλλά μια βαθιά φυσική άβυσσο ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό. Πώς μπορεί να το αγνοήσει κανείς αυτό; Σταλινισμός και «Κρατικός Σοσιαλισμός» Οι Αναρχικοί από τη μεριά τους, προσπαθούν να δουν στο σταλινισμό το οργανικό προϊόν όχι μόνο του μπολσεβικισμού και του μαρξισμού, αλλά γενικά του «κρατικού σοσιαλισμού».
Αυτοί θέλουν να αντικαταστήσουν την πατριαρχική «ομοσπονδία των ελεύθερων κοινοτήτων» του Μπακούνιν, με την πιο σύγχρονη ομοσπονδία των ελεύθερων Σοβιέτ. Αλλά, όπως άλλοτε, είναι ενάντια στην κεντρική κρατική εξουσία. Πραγματικά, ένας κλάδος του «κρατικού» μαρξισμού, η σοσιαλδημοκρατία, αφού ήρθε στην εξουσία έγινε το ανοιχτό πραχτορείο του ιμπεριαλισμού. Ο άλλος κλάδος γέννησε μια νέα προνομιούχα κάστα.
Είναι φανερό ότι η πηγή του κακού βρίσκεται στο κράτος. Από μια πλατιά ιστορική άποψη, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας σ’ αυτόν τον συλλογισμό. Το κράτος, ως καταπιεστικός μηχανισμός, είναι αναμφίβολα μια πηγή πολιτικής και ηθικής μόλυνσης. Αυτό ισχύει, επίσης, όπως μας έδειξε η πείρα και για το εργατικό κράτος. Κατά συνέπεια, μπορεί να πει κανείς ότι ο σταλινισμός είναι ένα προϊόν μιας κοινωνικής κατάστασης, στην οποία η κοινωνία δεν είναι ακόμα ικανή να απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα του κράτους. Αλλά αυτή η θέση, που δεν συνεισφέρει τίποτε στην αξιολόγηση του μπολσεβικισμού ή του μαρξισμού, χαραχτηρίζει μόνο το γενικό επίπεδο πολιτισμού της ανθρωπότητας, και, πάνω απ’ όλα, το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία.
Συμφωνώντας με τους Αναρχικούς ότι το κράτος, ακόμα και το εργατικό κράτος, είναι το τέκνο της ταξικής βαρβαρότητας και ότι η πραγματική ανθρώπινη ιστορία θα αρχίσει με την κατάργηση του κράτους, έχουμε ακόμα μπροστά μας ζωντανό το πρόβλημα: ποιος τρόπος και ποιες μέθοδοι θα οδηγήσουν, τελικά, στην κατάργηση του κράτους; Η τελευταία εμπειρία αποδείχνει πάντως ότι δεν είναι οι μέθοδοι του αναρχισμού. Οι ηγέτες της Ισπανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (CNT), της μόνης σημαντικής αναρχικής οργάνωσης στον κόσμο, έγιναν, στην πιο κρίσιμη στιγμή αστοί υπουργοί. Δικαιολόγησαν την ανοιχτή προδοσία της θεωρίας του αναρχισμού με την πίεση «των εξαιρετικών περιστάσεων».
Αλλά και οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας δεν επικαλέσθηκαν, στον καιρό τους, την ίδια δικαιολογία; Φυσικά, ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι μια ειρηνική και συνηθισμένη, αλλά μια «εξαιρετική περίσταση». Ωστόσο, κάθε σοβαρή επαναστατική οργάνωση, προετοιμάζεται ακριβώς για τις «εξαιρετικές περιστάσεις». Η πείρα της Ισπανίας μάς έδειξε, για μια ακόμα φορά, ότι μπορεί κανείς να «αποκηρύσσει» το κράτος σε φυλλάδια που εκδίδονται σε «κανονικές περιστάσεις» με την άδεια του αστικού κράτους, αλλά οι συνθήκες της επανάστασης δεν αφήνουν χώρο για «αποκήρυξη» του κράτους: αντίθετα, απαιτούν την κατάχτηση του κράτους.
Δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να μεμφθούμε τους αναρχικούς γιατί δεν κατέστρεψαν το κράτος με ένα απλό χτύπημα της πένας. Ένα επαναστατικό κόμμα, ακόμα και μετά τη κατάληψη της εξουσίας (για την οποία οι αναρχικοί ηγέτες ήταν ανίκανοι, παρά τον ηρωισμό των αναρχικών εργατών), δεν παίζει καθόλου έναν κυριαρχικό ρόλο στην κοινωνία. Αλλά μεμφόμαστε πολύ αυστηρά την αναρχική θεωρία, που, σε καιρό ειρήνης, φαινόταν πολύ κατάλληλη, αλλά που πρέπει να εγκαταλειφθεί αμέσως μόλις έρθουν οι «εξαιρετικές περιστάσεις» της… επανάστασης.
Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν ορισμένοι στρατηγοί –και πιθανόν και τώρα– που θεωρούσαν ότι το πιο βλαβερό πράγμα για έναν στρατό ήταν ο πόλεμος. Δεν είναι καλύτεροι οι επαναστάτες εκείνοι που διαμαρτύρονται γιατί η επανάσταση καταστρέφει τη θεωρία τους. Οι Μαρξιστές βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τους Αναρχικούς όσον αφορά τον τελικό σκοπό: τη διάλυση του κράτους. Οι Μαρξιστές είναι «κρατιστές» μόνο στο βαθμό που κανείς δεν μπορεί να πετύχει τη διάλυση του κράτους απλά με το να το αγνοήσει. Η πείρα του σταλινισμού δεν αναιρεί τη διδασκαλία του μαρξισμού αλλά την επιβεβαιώνει από την ανάποδη. Η επαναστατική θεωρία που διδάσκει το προλεταριάτο να προσανατολίζεται σωστά στις καταστάσεις και να επωφελείται δραστήρια απ’ αυτές, δεν αποτελεί φυσικά μια αυτόματη εγγύηση της νίκης. Αλλά η νίκη είναι δυνατή μόνο με την εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Επιπλέον, η νίκη δεν πρέπει να νοηθεί σαν ένα απλό γεγονός.
Πρέπει να ειδωθεί στην προοπτική μιας ιστορικής εποχής. Το εργατικό κράτος –σε μία χαμηλότερη οικονομική βάση και περικυκλωμένο από τον ιμπεριαλισμό– μεταμορφώθηκε σε χωροφύλακα του σταλινισμού. Αλλά ο γνήσιος μπολσεβικισμός ανέλαβε έναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στο χωροφύλακα. Για να διατηρηθεί ο σταλινισμός τώρα αναγκάζεται να διεξάγει έναν άμεσο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον μπολσεβικισμό, κάτω από το όνομα του «τροτσκισμού», όχι μόνο μέσα στην ΕΣΣΔ, αλλά και στην Ισπανία.
Το παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα πέθανε, αλλά ο μπολσεβικισμός σηκώνει το κεφάλι του παντού. Το να συμπεράνει κανείς ότι ο σταλινισμός βγαίνει από τον μπολσεβικισμό ή από τον μαρξισμό, είναι, με ευρύτερη έννοια, το ίδιο σαν να συμπεραίνει ότι η αντεπανάσταση βγαίνει από την επανάσταση. Πάντοτε η φιλελεύθερη-συντηρητική και τελευταία η ρεφορμιστική σκέψη χαρακτηριζόταν από αυτό το κλισέ. Λόγω της ταξικής δομής της κοινωνίας, οι επαναστάσεις πάντοτε προκαλούσαν αντεπαναστάσεις. Αυτό δεν δείχνει, ρωτά ο γνωσιολόγος, ότι υπάρχει κάποια εσωτερική ατέλεια στην επαναστατική μέθοδο;
Ωστόσο, ούτε οι φιλελεύθεροι ούτε οι ρεφορμιστές έχουν πετύχει μέχρι τώρα, να ανακαλύψουν μια πιο «οικονομική» μέθοδο. Αλλά αν δεν είναι εύκολο να ορθολογικοποιήσει κανείς το ζωντανό ιστορικό προτσές, δεν είναι καθόλου δύσκολο να δώσει μια ορθολογική ερμηνεία στην εναλλαγή των κυμάτων του και, έτσι, με την καθαρή λογική, να συμπεράνει ότι ο σταλινισμός προέρχεται από τον «κρατικό σοσιαλισμό», ο φασισμός από τον μαρξισμό, η αντίδραση από την επανάσταση – με μια λέξη, η αντίθεση από τη θέση. Σ’ αυτόν τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, η αναρχική σκέψη είναι αιχμάλωτη του φιλελεύθερου ορθολογισμού.
Η πραγματική επαναστατική σκέψη δεν είναι δυνατή χωρίς τη διαλεκτική. Οι πολιτικές «αμαρτίες» του μπολσεβικισμού ως πηγή του σταλινισμού Τα επιχειρήματα των ορθολογιστών παίρνουν καμιά φορά, τουλάχιστο στην εξωτερική τους μορφή, έναν πιο συγκεκριμένο χαραχτήρα. Δεν εξάγουν το σταλινισμό από τον μπολσεβικισμό συνολικά, αλλά από τα πολιτικά του σφάλματα. Οι Μπολσεβίκοι –σύμφωνα με τον Γκόρτερ, τον Πάνεκουκ, ορισμένους γερμανούς «Σπαρτακιστές» και άλλους– αντικατάστησαν τη δικτατορία του προλεταριάτου με τη δικτατορία του Κόμματος. Ο Στάλιν αντικατάστησε τη δικτατορία του Κόμματος με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας.
Οι Μπολσεβίκοι κατάστρεψαν όλα τα κόμματα εκτός από το δικό τους. Ο Στάλιν στραγγάλισε το Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα συμφέροντα μιας βοναπαρτιστικής κλίκας. Οι Μπολσεβίκοι έκαναν συμβιβασμούς με την μπουρζουαζία. Ο Στάλιν έγινε σύμμαχος και υποστηριχτής της. Οι Μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα της συμμετοχής στα παλιά συνδικάτα και στο αστικό κοινοβούλιο. Ο Στάλιν έγινε φίλος με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την αστική δημοκρατία. Μπορεί κανείς να κάνει τέτοιες συγκρίσεις κατά βούληση. Αλλά, παρά τη φαινομενική αποτελεσματικότητά τους, αυτές είναι ολότελα κενές. Το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία μόνο διαμέσου της πρωτοπορίας του.
Η ίδια η ανάγκη για κρατική εξουσία απορρέει από το ανεπαρκές πολιτιστικό επίπεδο των μαζών και την ανομοιογένειά τους. Στην επαναστατική πρωτοπορία, την οργανωμένη σε ένα κόμμα, αποκρυσταλλώνεται η επιθυμία των μαζών να αποχτήσουν την ελευθερία τους. Χωρίς την εμπιστοσύνη της τάξης στην πρωτοπορία, χωρίς την υποστήριξη της πρωτοπορίας από την τάξη, δεν μπορείς να συζητάς για την κατάχτηση της εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία είναι έργο ολόκληρης της τάξης, αλλά μόνο κάτω από την ηγεσία της πρωτοπορίας.
Τα Σοβιέτ δεν είναι παρά η οργανωμένη μορφή του δεσμού ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη. Ένα επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να δοθεί σ’ αυτή τη μορφή μόνο από το Κόμμα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τη θετική εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, όσο και από την αρνητική εμπειρία των άλλων χωρών (Γερμανία, Αυστρία και τελικά Ισπανία). Κανείς δεν έχει δείξει στην πράξη ούτε προσπάθησε να εξηγήσει με σαφήνεια στο χαρτί το πώς το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία δίχως την πολιτική ηγεσία του Κόμματος που ξέρει τι θέλει.
Το γεγονός ότι το Κόμμα αυτό έχει υποτάξει πολιτικά τα Σοβιέτ στην ηγεσία του, έχει, αυτό καθαυτό, καταργήσει το σοβιετικό σύστημα τόσο όσο η κυριαρχία της συντηρητικής πλειοψηφίας έχει καταργήσει το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Όσο για την απαγόρευση των άλλων σοβιετικών κομμάτων, αυτό δεν βγήκε από κάποια «θεωρία» του μπολσεβικισμού, αλλά ήταν ένα μέτρο άμυνας της δικτατορίας σε μια καθυστερημένη και ερειπωμένη χώρα, περικυκλωμένη από εχθρούς.
Για τους Μπολσεβίκους ήταν από την αρχή καθαρό ότι αυτό το μέτρο, που συμπληρώθηκε αργότερα με την απαγόρευση των φραξιών μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό κόμμα, σήμαινε έναν τεράστιο κίνδυνο. Ωστόσο, η ρίζα του κινδύνου δεν βρισκόταν στη θεωρία ή στην ταχτική, αλλά στην υλική αδυναμία της δικτατορίας, στις δυσκολίες της εσωτερικής και διεθνούς της θέσης.
Αν η επανάσταση θριάμβευε, έστω και μόνο στη Γερμανία, η ανάγκη της απαγόρευσης των άλλων σοβιετικών κομμάτων αμέσως θα εξαφανιζόταν. Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η κυριαρχία ενός και μόνου κόμματος χρησίμεψε ως νομική αφετηρία για το σταλινικό ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά η αιτία γι’ αυτήν την εξέλιξη δεν βρίσκεται ούτε στον μπολσεβικισμό ούτε στην απαγόρευση των άλλων κομμάτων, σαν ένα προσωρινό πολεμικό μέτρο, αλλά στον αριθμό των ηττών του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Ασία. Το ίδιο ισχύει και για την πάλη με τον αναρχισμό. Στην ηρωική εποχή της επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι πήγαιναν χέρι χέρι με τους γνήσιους επαναστάτες Αναρχικούς.
Πολλοί απ’ αυτούς τραβήχτηκαν μέσα στις γραμμές του Κόμματος. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών συζήτησε με τον Λένιν περισσότερο από μια φορά τη δυνατότητα παραχώρησης στους Αναρχικούς ορισμένων περιοχών, όπου, με τη συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού, θα μπορούσαν να κάνουν το ακρατικό πείραμά τους. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, ο αποκλεισμός και η πείνα δεν άφησαν περιθώρια για τέτοια σχέδια. Και η εξέγερση της Κροστάνδης;
Μα η επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορούσε φυσικά να «προσφέρει» στους επαναστατημένους ναύτες το φρούριο που προστάτευε την πρωτεύουσα μόνο και μόνο γιατί στην αντιδραστική ανταρσία των χωρικών-στρατιωτών πήραν μέρος λίγοι αμφίβολοι Αναρχικοί. Μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των γεγονότων δεν αφήνει τον ελάχιστο χώρο για τους θρύλους, που βασίστηκαν πάνω στην άγνοια και το συναισθηματισμό, σ’ ό,τι αφορά την Κροστάνδη, τον Μάχνο και άλλα επεισόδια της επανάστασης. Εδώ δεν μένει παρά το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι από την αρχή χρησιμοποίησαν όχι μόνο την πειθώ, αλλά και τον εξαναγκασμό, και συχνά σε πολύ οξύ βαθμό. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι αργότερα η γραφειοκρατία που αναπτύχθηκε από την επανάσταση μονοπώλησε το σύστημα των εξαναγκασμών στα δικά της τα χέρια.
Κάθε στάδιο της εξέλιξης, ακόμα και ένα τέτοιο καταστροφικό στάδιο όπως η επανάσταση και η αντεπανάσταση, πηγάζει από το προηγούμενο στάδιο, είναι ριζωμένο σ’ αυτό και φέρνει μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Οι Φιλελεύθεροι, και δω περιλαμβάνονται και οι Γουέμπς, υποστήριζαν πάντα ότι η μπολσεβίκικη δικτατορία δεν αντιπροσώπευε παρά μια νέα έκδοση του τσαρισμού. Κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε τέτοιες «λεπτομέρειες» όπως είναι η κατάργηση της μοναρχίας και των ευγενών, η παράδοση της γης στους αγρότες, η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, η εισαγωγή της σχεδιασμένης οικονομίας, η αθεϊστική εκπαίδευση κ.λπ.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η αναρχοφιλελεύθερη σκέψη κλείνει τα μάτια της στο γεγονός ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, με όλες τις καταπιέσεις της, σήμαινε μια άνοδο των κοινωνικών σχέσεων προς το συμφέρον των μαζών, ενώ η άνοδος του σταλινικού Θερμιδόρ συνοδεύει την αναμόρφωση της σοβιετικής κοινωνίας για το συμφέρον μιας προνομιούχας μειοψηφίας. Είναι καθαρό ότι στην ταύτιση του σταλινισμού με τον μπολσεβικισμό δεν υπάρχει ίχνος σοσιαλιστικού κριτηρίου. Ζητήματα θεωρίας Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μπολσεβικισμού υπήρξε η αυστηρή, η ακριβής κι ακόμα οριστική στάση του μπροστά στα ζητήματα της θεωρίας.
Οι πενήντα τέσσερις τόμοι των έργων του Λένιν θα μείνουν για πάντα το πρότυπο μιας υπέρτατης θεωρητικής ευσυνειδησίας. Χωρίς τη θεμελιακή αυτή ποιότητα, ο μπολσεβικισμός ποτέ δεν θα εκπλήρωνε τον ιστορικό του ρόλο. Απ’ αυτή την άποψη, ο σταλινισμός, χοντροκομμένος, αμαθής και πέρα για πέρα εμπειρικός, είναι το διαμετρικά αντίθετό του. Η Αντιπολίτευση, πάνω από δέκα χρόνια πριν, δήλωνε στο πρόγραμμά της: «Από το θάνατο του Λένιν ένα σύνολο από νέες θεωρίες έχουν δημιουργηθεί, που ο μόνος σκοπός τους είναι να δικαιώσουν το γλίστρημα της ομάδας του Στάλιν από το δρόμο της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης».
Πριν από λίγες μόνο μέρες ένας Αμερικανός συγγραφέας, ο Λίστον Μ. Όουκ, που είχε πάρει μέρος στην Ισπανική Επανάσταση, έγραφε: «Οι σταλινικοί στην πραγματικότητα αποτελούν σήμερα την πρωτοπορία των αναθεωρητών του Μαρξ και του Λένιν –ο Μπερνστάιν δεν τόλμησε να φθάσει ούτε στα μισά του δρόμου που διάνυσε ο Στάλιν αναθεωρώντας τον Μαρξ». Αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Μόνο που πρέπει να προσθέσει κανείς ότι ο Μπερνστάιν πραγματικά αισθάνθηκε ορισμένες θεωρητικές ανάγκες: προσπάθησε ευσυνείδητα να εγκαθιδρύσει μια αντιστοιχία ανάμεσα στις ρεφορμιστικές πράξεις της σοσιαλδημοκρατίας και στο πρόγραμμά της.
Η σταλινική γραφειοκρατία, όμως, όχι μόνο δεν έχει τίποτε το κοινό με το μαρξισμό, αλλά και είναι γενικά ξένη σε οποιαδήποτε θεωρία ή σύστημα. Η «ιδεολογία» της είναι βαθιά διαποτισμένη από έναν αστυνομικό υποκειμενισμό, η πράξη της είναι ο εμπειρισμός της ωμής βίας. Πιστή στα ουσιώδη συμφέροντά της, η κάστα των σφετεριστών είναι εχθρική σε κάθε θεωρία: δεν μπορεί να δώσει μια εξήγηση του κοινωνικού της ρόλου ούτε στον εαυτό της ούτε σε κανέναν άλλο. Ο Στάλιν αναθεωρεί τον Μαρξ και τον Λένιν όχι με τη θεωρητική πένα, αλλά με την μπότα της Γκε Πε Ου…
εγκαθιδρύθηκε το πρώτο εργατικό κράτος. Καμιά δύναμη δεν μπορεί τώρα να σβήσει αυτά τα γεγονότα από την Ιστορία. Αλλά μια και η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην τωρινή φάση στο θρίαμβο της γραφειοκρατίας, με το σύστημα της καταπίεσης, της λεηλασίας, και της ....
διαστρέβλωσης -στη «δικτατορία της ψευτιάς», για να χρησιμοποιήσουμε την πετυχημένη έκφραση του Σλαμ– πολλά φορμαλιστικά και επιπόλαια μυαλά καταλήγουν σε ένα συνοπτικό συμπέρασμα:
Δεν μπορεί κανείς να παλέψει ενάντια στο σταλινισμό χωρίς να απαρνηθεί τον μπολσεβικισμό. Ο Σλαμ, όπως ήδη γνωρίζουμε, πηγαίνει πιο μακριά: ο μπολσεβικισμός, που εκφυλίστηκε σε σταλινισμό, βγήκε ο ίδιος από το μαρξισμό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να παλέψει το σταλινισμό όσο παραμένει στις βάσεις του μαρξισμού. Υπάρχουν άλλοι, λιγότερο συνεπείς αλλά πιο πολλοί, που, αντίθετα, λένε: «Πρέπει να επιστρέψουμε από τον μπολσεβικισμό στο μαρξισμό». Πώς;
Σε ποιον μαρξισμό; Πριν ο Μαρξισμός «χρεοκοπήσει» με τη μορφή του μπολσεβικισμού, είχε ήδη καταρρεύσει με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας. Τότε το σύνθημα «Πίσω στο Μαρξισμό» σημαίνει ένα άλμα πάνω από τις περιόδους της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς… στην Πρώτη Διεθνή; Αλλά και αυτή χρεοκόπησε στον καιρό της. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, μπαίνει ζήτημα επιστροφής… στα άπαντα των Μαρξ και Ένγκελς. Μπορεί κανείς να κάνει το ηρωικό αυτό άλμα χωρίς να αφήσει το γραφείο του και ακόμα δίχως να βγάλει τις παντούφλες του.
Αλλά πώς μπορούμε να πάμε από τους κλασικούς μας (ο Μαρξ πέθανε το 1883, ο Ένγκελς το 1895) στα καθήκοντα της νέας εποχής, παραλείποντας αρκετές δεκαετίες θεωρητικών και πολιτικών αγώνων, και ανάμεσα τους τον μπολσεβικισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση; Κανείς από αυτούς που προτείνουν να απαρνηθούμε τον μπολσεβικισμό, ως μια ιστορικά «χρεοκοπημένη» τάση, δεν μας υπέδειξε κάποιον άλλο δρόμο. Έτσι, το ζήτημα περιορίζεται σε μια απλή σύσταση για μελέτη του «Κεφαλαίου». Δεν έχουμε καμιά αντίρρηση γι’ αυτό. Αλλά και οι Μπολσεβίκοι μελέτησαν το «Κεφάλαιο» και μάλιστα όχι πρόχειρα. Όμως, αυτό δεν εμπόδισε τον εκφυλισμό του σοβιετικού κράτους και το στήσιμο των Δικών της Μόσχας. Τότε τι πρέπει να κάνουμε;
Είναι υπεύθυνος ο μπολσεβικισμός για τον σταλινισμό; Είναι αλήθεια πως ο σταλινισμός είναι το νόμιμο προϊόν του μπολσεβικισμού, όπως υποστηρίζουν όλοι οι αντιδραστικοί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Στάλιν, όπως πιστεύουν οι Μενσεβίκοι, οι Αναρχικοί, και ορισμένοι αριστεροί θεωρητικοί που θεωρούν τους εαυτούς τους Μαρξιστές; «Το είχαμε πάντα προβλέψει αυτό», λένε. «Αρχίζοντας με την απαγόρευση των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, την καταστολή των Αναρχικών, και την εγκαθίδρυση της μπολσεβίκικης δικτατορίας στα Σοβιέτ, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στη δικτατορία της γραφειοκρατίας.
Ο Στάλιν είναι η συνέχεια και μαζί η χρεοκοπία του λενινισμού». Το λάθος σ’ αυτό το συλλογισμό αρχίζει με τη σιωπηρή ταύτιση του μπολσεβικισμού, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης. Το ιστορικό προτσές της πάλης των εχθρικών δυνάμεων έχει αντικατασταθεί από την εξέλιξη του μπολσεβικισμού στο κενό. Ο μπολσεβικισμός, όμως, δεν είναι παρά μια πολιτική τάση στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη, αλλά όχι ταυτόσημη με αυτήν. Και πέρα από την εργατική τάξη, υπάρχουν στη Σοβιετική Ένωση, εκατό εκατομμύρια χωρικοί, διάφορες εθνότητες, και μια κληρονομιά καταπίεσης, αθλιότητας και αμάθειας.
Το κράτος που χτίστηκε από τους Μπολσεβίκους αντανακλά όχι μόνο τη σκέψη και τη θέληση του μπολσεβικισμού, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, την πίεση ενός βάρβαρου παρελθόντος και ενός όχι λιγότερο βάρβαρου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Το να παρουσιάζει κανείς το προτσές του εκφυλισμού του σοβιετικού κράτους σαν την εξέλιξη του καθαρού μπολσεβικισμού, είναι σαν να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα ενός από τα στοιχεία της, απομονωμένου με την καθαρή λογική. Αρκεί να αποκαλέσει κανείς με το πραγματικό του όνομα το στοιχειώδες αυτό λάθος, για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος του.
Όπως και να ‘χει, ο μπολσεβικισμός δεν ταυτίστηκε ποτέ με την Οκτωβριανή Επανάσταση ή με το σοβιετικό κράτος που προέκυψε απ’ αυτήν. Ο μπολσεβικισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως έναν από τους παράγοντες της Ιστορίας -τον «συνειδητό της» παράγοντα-, έναν πολύ σπουδαίο, αλλά όχι τον αποφασιστικό παράγοντα. Ποτέ δεν κάναμε το αμάρτημα του ιστορικού υποκειμενισμού. Είδαμε τον αποφασιστικό παράγοντα –πάνω στην υπάρχουσα βάση των παραγωγικών δυνάμεων– στην ταξική πάλη, όχι μόνο σε εθνική, αλλά σε διεθνή κλίμακα
Όταν οι Μπολσεβίκοι έκαναν παραχωρήσεις στην τάση των χωρικών για ατομική ιδιοκτησία, έβαλαν αυστηρούς κανόνες για την είσοδο μελών στο Κόμμα, ξεκαθάρισαν το Κόμμα από τα ξένα στοιχεία, απαγόρεψαν τα άλλα κόμματα, εισήγαγαν τη ΝΕΠ, έκαναν εκχωρήσεις σ’ ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις ή έκλεισαν διπλωματικές συμφωνίες με ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, έβγαλαν μερικά συμπεράσματα από το βασικό γεγονός που τους ήταν θεωρητικά καθαρό από την αρχή:
Η κατάχτηση της εξουσίας, όσο σπουδαία και αν είναι από μόνη της, με κανέναν τρόπο δεν μεταμορφώνει το Κόμμα σε έναν κυρίαρχο ρυθμιστή του ιστορικού προτσές. Έχοντας πάρει στα χέρια του το κράτος, το Κόμμα είναι ικανό, βέβαια, να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας με μια δύναμη που προηγούμενα του ήταν απρόσιτη. Αλλά, με τη σειρά του, εκθέτει τον εαυτό του κάτω από την επίδραση όλων των άλλων στοιχείων της κοινωνίας – μία επίδραση δέκα φορές μεγαλύτερη. Μπορεί το Κόμμα, με μια άμεση επίθεση των εχθρικών δυνάμεων, να απομακρυνθεί από την εξουσία. Με έναν πιο βραδύ ρυθμό ανάπτυξης, μπορεί να εκφυλιστεί εσωτερικά, ενώ θα κρατιέται στην εξουσία.
Είναι ακριβώς αυτή η διαλεκτική του ιστορικού προτσές που δεν κατανοείται από εκείνους τους σεχταριστές γνωσιολόγους που προσπαθούν να ανακαλύψουν στην παρακμή της σταλινικής γραφειοκρατίας ένα συντριπτικό επιχείρημα ενάντια στον μπολσεβικισμό. Στην ουσία αυτοί οι κύριοι λένε: Το επαναστατικό κόμμα που δεν εμπεριέχει μέσα του καμιά εγγύηση ενάντια στον εκφυλισμό του είναι κακό. Με ένα τέτοιο κριτήριο, ο μπολσεβικισμός είναι φυσικά καταδικασμένος: Δεν έχει κανένα «φυλαχτό». Αλλά το ίδιο το κριτήριο είναι λαθεμένο. Η επιστημονική σκέψη απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση: Πώς και γιατί εκφυλίστηκε το Κόμμα; Μέχρι τώρα, κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους τους Μπολσεβίκους, δεν έδωσαν μια τέτοια ανάλυση.
Για να το κάνουν αυτό δεν χρειάστηκε να σπάσουν από τον μπολσεβικισμό. Αντίθετα, βρήκαν στο οπλοστάσιό του όλα όσα χρειάζονταν για να εξηγήσουν τη μοίρα του. Έβγαλαν τούτο δω το συμπέρασμα: Είναι βέβαιο ότι ο σταλινισμός «βγήκε» από τον μπολσεβικισμό, ωστόσο, όχι λογικά, αλλά διαλεκτικά, όχι σαν μια επαναστατική θέση αλλά σαν μια θερμιδωριανή άρνηση. Κι αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Η βασική πρόγνωση του μπολσεβικισμού
Οι Μπολσεβίκοι δεν χρειάστηκε, παρ’ όλα αυτά, να περιμένουν τις Δίκες της Μόσχας για να εξηγήσουν τους λόγους της αποσύνθεσης του κυβερνητικού Κόμματος της ΕΣΣΔ. Εγκαίρως προείδαν και μίλησαν για τη θεωρητική δυνατότητα αυτής της ανάπτυξης. Ας θυμηθούμε την πρόγνωση των Μπολσεβίκων, όχι μόνο στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά χρόνια πριν:
Η ειδική διάταξη των δυνάμεων στο εθνικό και στο διεθνές πεδίο μπορεί να επιτρέψει στο προλεταριάτο να αρπάξει την εξουσία πρώτα σε μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία. Αλλά η ίδια αυτή διάταξη των δυνάμεων αποδεικνύει από τα πριν ότι δίχως μια, λίγο πολύ γρήγορη, νίκη του προλεταριάτου στις αναπτυγμένες χώρες, η εργατική κυβέρνηση στη Ρωσία δεν θα επιζήσει. Αφημένο μόνο του, το σοβιετικό καθεστώς πρέπει είτε να πέσει είτε να εκφυλιστεί. Ακριβέστερα, πρώτα θα εκφυλιστεί και ύστερα θα πέσει.
Εγώ ο ίδιος έγραψα γύρω από αυτό περισσότερο από μια φορά, αρχίζοντας από το 1905. Στην «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», (βλ. «Παράρτημα» στον τελευταίο τόμο: «Σοσιαλισμός σε μια Μόνη Χώρα») είναι συγκεντρωμένες όλες οι δηλώσεις των Μπολσεβίκων ηγετών πάνω στο ζήτημα από το 1917 μέχρι το 1923. Όλες σημαίνουν το εξής: δίχως μια επανάσταση στη Δύση, ο μπολσεβικισμός θα καταστραφεί είτε από εσωτερική αντεπανάσταση, είτε από εξωτερική επέμβαση, είτε από έναν συνδυασμό και των δύο. Ο Λένιν τόνιζε ξανά και ξανά ότι η γραφειοκρατικοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος δεν είναι ένα τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα, αλλά η δυνητική αρχή του εκφυλισμού του εργατικού κράτους.
Στο Ενδέκατο Συνέδριο του Κόμματος, τον Μάρτη του 1922, ο Λένιν μίλησε για την υποστήριξη που προσέφεραν στη Σοβιετική Ρωσία, στην περίοδο της ΝΕΠ, ορισμένοι αστοί πολιτικοί, ιδιαίτερα ο φιλελεύθερος καθηγητής Ουστριάλοφ. «Υποστηρίζω τη σοβιετική εξουσία στη Ρωσία», έλεγε ο Ουστριάλοφ –αν και ήταν ένας Καντέτ, ένας αστός, ένας υποστηριχτής της επέμβασης– «γιατί έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί πίσω σε ένα κανονικό αστικό καθεστώς». Ο Λένιν προτιμά την κυνική φωνή του εχθρού από «τις γλυκανάλατες κομμουνιστικές ανοησίες». Σοβαρά και σκληρά προειδοποιεί το Κόμμα για τον κίνδυνο:
«Πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι αυτά που λέει ο Ουστριάλοφ είναι δυνατά. Η Ιστορία γνωρίζει όλων των ειδών τις μεταμορφώσεις. Το να βασίζεσαι καθαρά σε πεποιθήσεις, στην πίστη και σε άλλες θαυμάσιες ηθικές ιδιότητες μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια σταθερή στάση στην πολιτική.
Μια χούφτα άνθρωποι μπορεί να είναι προικισμένοι με εξαίρετες ηθικές ιδιότητες, αλλά τα ιστορικά ζητήματα αποφασίζονται από γιγάντιες μάζες, που, αν οι λίγοι δεν τους κάνουν, ενδέχεται όποια στιγμή να μην τους μεταχειριστούν και τόσο ευγενικά». Με μια λέξη, το Κόμμα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας της εξέλιξης και σε μια μεγαλύτερη ιστορική κλίμακα δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. «Ένα έθνος κατακτά ένα άλλο», συνέχισε ο Λένιν στο ίδιο συνέδριο, το τελευταίο στο οποίο πήρε μέρος. «…Αυτό είναι απλό και κατανοητό από όλους. Αλλά τι συμβαίνει με την κουλτούρα αυτών των εθνών;
Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αν το έθνος-κατακτητής είναι πιο πολιτισμένο από το έθνος που καταχτήθηκε, το πρώτο επιβάλλει την κουλτούρα του πάνω στο δεύτερο. Αν συμβαίνει όμως, το αντίθετο, το έθνος που έχει κατακτηθεί επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω στο έθνος-κατακτητή. Κάπως έτσι δεν συνέβη με την Μόσχα; 4.700 κομμουνιστές (μια ολόκληρη σχεδόν μεραρχία, και όλοι τους άριστοι) δεν επηρεάστηκαν από την ξένη κουλτούρα;». Αυτά ειπώθηκαν στις αρχές του 1922, και όχι για πρώτη φορά. Η Ιστορία δεν γίνεται από τους λίγους, έστω και τους «καλύτερους». Kι όχι μόνο αυτό: Αυτοί οι «άριστοι» μπορούν να εκφυλιστούν στο πνεύμα μιας ξένης, δηλαδή μιας αστικής κουλτούρας. Όχι μόνο το σοβιετικό κράτος μπορεί να εγκαταλείψει το δρόμο προς το σοσιαλισμό, αλλά και το Μπολσεβίκικο Κόμμα μπορεί, κάτω από δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, να χάσει τον μπολσεβικισμό του.
Από την καθαρή κατανόηση αυτού του κινδύνου προήλθε η Αριστερή Αντιπολίτευση, που σχηματίστηκε οριστικά το 1923. Καταγράφοντας μέρα με τη μέρα τα συμπτώματα του εκφυλισμού, προσπάθησε να αντιτάξει στο αναπτυσσόμενο Θερμιδόρ τη συνειδητή θέληση της προλεταριακής πρωτοπορίας. Ωστόσο, αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας αποδείχτηκε ότι ήταν ανεπαρκής. Οι «γιγάντιες μάζες» που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποφασίζουν για το αποτέλεσμα της πάλης, απηύδησαν από τις εσωτερικές στερήσεις και την παρατεταμένη αναμονή της παγκόσμιας επανάστασης.
Η διάθεση των μαζών έπεσε. Η γραφειοκρατία πήρε την πάνω βόλτα. Κυνήγησε την επαναστατική πρωτοπορία, ποδοπάτησε το μαρξισμό, εκπόρνευσε το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Ο σταλινισμός νίκησε. Με τη μορφή της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο μπολσεβικισμός έσπασε από τη σοβιετική γραφειοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνή της. Αυτή ήταν η πραγματική πορεία της εξέλιξης.
Είναι βέβαιο ότι, με μια τυπική έννοια, ο σταλινισμός προήλθε από τον μπολσεβικισμό. Ακόμα και σήμερα, η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία συνεχίζει να αποκαλεί τον εαυτό της Μπολσεβίκικο Κόμμα. Απλώς χρησιμοποιεί την παλιά ταμπέλα του μπολσεβικισμού για να εξαπατά καλύτερα τις μάζες. Έτσι γίνονται πιο αξιολύπητοι εκείνοι οι θεωρητικοί που περνούν την φλούδα για κουκούτσι και την εμφάνιση για πραγματικότητα. Με την ταύτιση του μπολσεβικισμού με το σταλινισμό, προσφέρουν την καλύτερη δυνατή υπηρεσία στους θερμιδοριανούς και ακριβώς έτσι παίζουν έναν καθαρά αντιδραστικό ρόλο. Λαμβανομένου υπόψη του αποκλεισμού των άλλων κομμάτων από το πολιτικό προσκήνιο, τα ανταγωνιστικά συμφέροντα και οι τάσεις ποικίλων στρωμάτων του πληθυσμού, σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έπρεπε να βρουν την έκφρασή τους στο κυβερνητικό κόμμα.
Στο βαθμό που το πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από την προλεταριακή πρωτοπορία στη γραφειοκρατία, το Κόμμα άλλαξε την κοινωνική δομή του, όπως και την ιδεολογία του. Εξαιτίας της θυελλώδους πορείας ανάπτυξης, το Κόμμα υπέστη, τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, έναν πολύ πιο ριζικό εκφυλισμό απ’ ό,τι η σοσιαλδημοκρατία σε μισό αιώνα. Οι σημερινές εκκαθαρίσεις δεν χαράσσουν απλά μια αιμάτινη γραμμή ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό, αλλά παρεμβάλλουν ένα ολόκληρο ποτάμι αίμα μεταξύ τους.
Η εξόντωση όλης της παλιάς γενιάς των Μπολσεβίκων, ενός σημαντικού τμήματος της μεσαίας γενιάς που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και του τμήματος εκείνου της νεολαίας που κράτησε στα σοβαρά τις παραδόσεις των Μπολσεβίκων, σημαδεύει όχι απλώς μια πολιτική, αλλά μια βαθιά φυσική άβυσσο ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό. Πώς μπορεί να το αγνοήσει κανείς αυτό; Σταλινισμός και «Κρατικός Σοσιαλισμός» Οι Αναρχικοί από τη μεριά τους, προσπαθούν να δουν στο σταλινισμό το οργανικό προϊόν όχι μόνο του μπολσεβικισμού και του μαρξισμού, αλλά γενικά του «κρατικού σοσιαλισμού».
Αυτοί θέλουν να αντικαταστήσουν την πατριαρχική «ομοσπονδία των ελεύθερων κοινοτήτων» του Μπακούνιν, με την πιο σύγχρονη ομοσπονδία των ελεύθερων Σοβιέτ. Αλλά, όπως άλλοτε, είναι ενάντια στην κεντρική κρατική εξουσία. Πραγματικά, ένας κλάδος του «κρατικού» μαρξισμού, η σοσιαλδημοκρατία, αφού ήρθε στην εξουσία έγινε το ανοιχτό πραχτορείο του ιμπεριαλισμού. Ο άλλος κλάδος γέννησε μια νέα προνομιούχα κάστα.
Είναι φανερό ότι η πηγή του κακού βρίσκεται στο κράτος. Από μια πλατιά ιστορική άποψη, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας σ’ αυτόν τον συλλογισμό. Το κράτος, ως καταπιεστικός μηχανισμός, είναι αναμφίβολα μια πηγή πολιτικής και ηθικής μόλυνσης. Αυτό ισχύει, επίσης, όπως μας έδειξε η πείρα και για το εργατικό κράτος. Κατά συνέπεια, μπορεί να πει κανείς ότι ο σταλινισμός είναι ένα προϊόν μιας κοινωνικής κατάστασης, στην οποία η κοινωνία δεν είναι ακόμα ικανή να απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα του κράτους. Αλλά αυτή η θέση, που δεν συνεισφέρει τίποτε στην αξιολόγηση του μπολσεβικισμού ή του μαρξισμού, χαραχτηρίζει μόνο το γενικό επίπεδο πολιτισμού της ανθρωπότητας, και, πάνω απ’ όλα, το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία.
Συμφωνώντας με τους Αναρχικούς ότι το κράτος, ακόμα και το εργατικό κράτος, είναι το τέκνο της ταξικής βαρβαρότητας και ότι η πραγματική ανθρώπινη ιστορία θα αρχίσει με την κατάργηση του κράτους, έχουμε ακόμα μπροστά μας ζωντανό το πρόβλημα: ποιος τρόπος και ποιες μέθοδοι θα οδηγήσουν, τελικά, στην κατάργηση του κράτους; Η τελευταία εμπειρία αποδείχνει πάντως ότι δεν είναι οι μέθοδοι του αναρχισμού. Οι ηγέτες της Ισπανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (CNT), της μόνης σημαντικής αναρχικής οργάνωσης στον κόσμο, έγιναν, στην πιο κρίσιμη στιγμή αστοί υπουργοί. Δικαιολόγησαν την ανοιχτή προδοσία της θεωρίας του αναρχισμού με την πίεση «των εξαιρετικών περιστάσεων».
Αλλά και οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας δεν επικαλέσθηκαν, στον καιρό τους, την ίδια δικαιολογία; Φυσικά, ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι μια ειρηνική και συνηθισμένη, αλλά μια «εξαιρετική περίσταση». Ωστόσο, κάθε σοβαρή επαναστατική οργάνωση, προετοιμάζεται ακριβώς για τις «εξαιρετικές περιστάσεις». Η πείρα της Ισπανίας μάς έδειξε, για μια ακόμα φορά, ότι μπορεί κανείς να «αποκηρύσσει» το κράτος σε φυλλάδια που εκδίδονται σε «κανονικές περιστάσεις» με την άδεια του αστικού κράτους, αλλά οι συνθήκες της επανάστασης δεν αφήνουν χώρο για «αποκήρυξη» του κράτους: αντίθετα, απαιτούν την κατάχτηση του κράτους.
Δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να μεμφθούμε τους αναρχικούς γιατί δεν κατέστρεψαν το κράτος με ένα απλό χτύπημα της πένας. Ένα επαναστατικό κόμμα, ακόμα και μετά τη κατάληψη της εξουσίας (για την οποία οι αναρχικοί ηγέτες ήταν ανίκανοι, παρά τον ηρωισμό των αναρχικών εργατών), δεν παίζει καθόλου έναν κυριαρχικό ρόλο στην κοινωνία. Αλλά μεμφόμαστε πολύ αυστηρά την αναρχική θεωρία, που, σε καιρό ειρήνης, φαινόταν πολύ κατάλληλη, αλλά που πρέπει να εγκαταλειφθεί αμέσως μόλις έρθουν οι «εξαιρετικές περιστάσεις» της… επανάστασης.
Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν ορισμένοι στρατηγοί –και πιθανόν και τώρα– που θεωρούσαν ότι το πιο βλαβερό πράγμα για έναν στρατό ήταν ο πόλεμος. Δεν είναι καλύτεροι οι επαναστάτες εκείνοι που διαμαρτύρονται γιατί η επανάσταση καταστρέφει τη θεωρία τους. Οι Μαρξιστές βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τους Αναρχικούς όσον αφορά τον τελικό σκοπό: τη διάλυση του κράτους. Οι Μαρξιστές είναι «κρατιστές» μόνο στο βαθμό που κανείς δεν μπορεί να πετύχει τη διάλυση του κράτους απλά με το να το αγνοήσει. Η πείρα του σταλινισμού δεν αναιρεί τη διδασκαλία του μαρξισμού αλλά την επιβεβαιώνει από την ανάποδη. Η επαναστατική θεωρία που διδάσκει το προλεταριάτο να προσανατολίζεται σωστά στις καταστάσεις και να επωφελείται δραστήρια απ’ αυτές, δεν αποτελεί φυσικά μια αυτόματη εγγύηση της νίκης. Αλλά η νίκη είναι δυνατή μόνο με την εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Επιπλέον, η νίκη δεν πρέπει να νοηθεί σαν ένα απλό γεγονός.
Πρέπει να ειδωθεί στην προοπτική μιας ιστορικής εποχής. Το εργατικό κράτος –σε μία χαμηλότερη οικονομική βάση και περικυκλωμένο από τον ιμπεριαλισμό– μεταμορφώθηκε σε χωροφύλακα του σταλινισμού. Αλλά ο γνήσιος μπολσεβικισμός ανέλαβε έναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στο χωροφύλακα. Για να διατηρηθεί ο σταλινισμός τώρα αναγκάζεται να διεξάγει έναν άμεσο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον μπολσεβικισμό, κάτω από το όνομα του «τροτσκισμού», όχι μόνο μέσα στην ΕΣΣΔ, αλλά και στην Ισπανία.
Το παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα πέθανε, αλλά ο μπολσεβικισμός σηκώνει το κεφάλι του παντού. Το να συμπεράνει κανείς ότι ο σταλινισμός βγαίνει από τον μπολσεβικισμό ή από τον μαρξισμό, είναι, με ευρύτερη έννοια, το ίδιο σαν να συμπεραίνει ότι η αντεπανάσταση βγαίνει από την επανάσταση. Πάντοτε η φιλελεύθερη-συντηρητική και τελευταία η ρεφορμιστική σκέψη χαρακτηριζόταν από αυτό το κλισέ. Λόγω της ταξικής δομής της κοινωνίας, οι επαναστάσεις πάντοτε προκαλούσαν αντεπαναστάσεις. Αυτό δεν δείχνει, ρωτά ο γνωσιολόγος, ότι υπάρχει κάποια εσωτερική ατέλεια στην επαναστατική μέθοδο;
Ωστόσο, ούτε οι φιλελεύθεροι ούτε οι ρεφορμιστές έχουν πετύχει μέχρι τώρα, να ανακαλύψουν μια πιο «οικονομική» μέθοδο. Αλλά αν δεν είναι εύκολο να ορθολογικοποιήσει κανείς το ζωντανό ιστορικό προτσές, δεν είναι καθόλου δύσκολο να δώσει μια ορθολογική ερμηνεία στην εναλλαγή των κυμάτων του και, έτσι, με την καθαρή λογική, να συμπεράνει ότι ο σταλινισμός προέρχεται από τον «κρατικό σοσιαλισμό», ο φασισμός από τον μαρξισμό, η αντίδραση από την επανάσταση – με μια λέξη, η αντίθεση από τη θέση. Σ’ αυτόν τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, η αναρχική σκέψη είναι αιχμάλωτη του φιλελεύθερου ορθολογισμού.
Η πραγματική επαναστατική σκέψη δεν είναι δυνατή χωρίς τη διαλεκτική. Οι πολιτικές «αμαρτίες» του μπολσεβικισμού ως πηγή του σταλινισμού Τα επιχειρήματα των ορθολογιστών παίρνουν καμιά φορά, τουλάχιστο στην εξωτερική τους μορφή, έναν πιο συγκεκριμένο χαραχτήρα. Δεν εξάγουν το σταλινισμό από τον μπολσεβικισμό συνολικά, αλλά από τα πολιτικά του σφάλματα. Οι Μπολσεβίκοι –σύμφωνα με τον Γκόρτερ, τον Πάνεκουκ, ορισμένους γερμανούς «Σπαρτακιστές» και άλλους– αντικατάστησαν τη δικτατορία του προλεταριάτου με τη δικτατορία του Κόμματος. Ο Στάλιν αντικατάστησε τη δικτατορία του Κόμματος με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας.
Οι Μπολσεβίκοι κατάστρεψαν όλα τα κόμματα εκτός από το δικό τους. Ο Στάλιν στραγγάλισε το Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα συμφέροντα μιας βοναπαρτιστικής κλίκας. Οι Μπολσεβίκοι έκαναν συμβιβασμούς με την μπουρζουαζία. Ο Στάλιν έγινε σύμμαχος και υποστηριχτής της. Οι Μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα της συμμετοχής στα παλιά συνδικάτα και στο αστικό κοινοβούλιο. Ο Στάλιν έγινε φίλος με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την αστική δημοκρατία. Μπορεί κανείς να κάνει τέτοιες συγκρίσεις κατά βούληση. Αλλά, παρά τη φαινομενική αποτελεσματικότητά τους, αυτές είναι ολότελα κενές. Το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία μόνο διαμέσου της πρωτοπορίας του.
Η ίδια η ανάγκη για κρατική εξουσία απορρέει από το ανεπαρκές πολιτιστικό επίπεδο των μαζών και την ανομοιογένειά τους. Στην επαναστατική πρωτοπορία, την οργανωμένη σε ένα κόμμα, αποκρυσταλλώνεται η επιθυμία των μαζών να αποχτήσουν την ελευθερία τους. Χωρίς την εμπιστοσύνη της τάξης στην πρωτοπορία, χωρίς την υποστήριξη της πρωτοπορίας από την τάξη, δεν μπορείς να συζητάς για την κατάχτηση της εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία είναι έργο ολόκληρης της τάξης, αλλά μόνο κάτω από την ηγεσία της πρωτοπορίας.
Τα Σοβιέτ δεν είναι παρά η οργανωμένη μορφή του δεσμού ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη. Ένα επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να δοθεί σ’ αυτή τη μορφή μόνο από το Κόμμα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τη θετική εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, όσο και από την αρνητική εμπειρία των άλλων χωρών (Γερμανία, Αυστρία και τελικά Ισπανία). Κανείς δεν έχει δείξει στην πράξη ούτε προσπάθησε να εξηγήσει με σαφήνεια στο χαρτί το πώς το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία δίχως την πολιτική ηγεσία του Κόμματος που ξέρει τι θέλει.
Το γεγονός ότι το Κόμμα αυτό έχει υποτάξει πολιτικά τα Σοβιέτ στην ηγεσία του, έχει, αυτό καθαυτό, καταργήσει το σοβιετικό σύστημα τόσο όσο η κυριαρχία της συντηρητικής πλειοψηφίας έχει καταργήσει το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Όσο για την απαγόρευση των άλλων σοβιετικών κομμάτων, αυτό δεν βγήκε από κάποια «θεωρία» του μπολσεβικισμού, αλλά ήταν ένα μέτρο άμυνας της δικτατορίας σε μια καθυστερημένη και ερειπωμένη χώρα, περικυκλωμένη από εχθρούς.
Για τους Μπολσεβίκους ήταν από την αρχή καθαρό ότι αυτό το μέτρο, που συμπληρώθηκε αργότερα με την απαγόρευση των φραξιών μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό κόμμα, σήμαινε έναν τεράστιο κίνδυνο. Ωστόσο, η ρίζα του κινδύνου δεν βρισκόταν στη θεωρία ή στην ταχτική, αλλά στην υλική αδυναμία της δικτατορίας, στις δυσκολίες της εσωτερικής και διεθνούς της θέσης.
Αν η επανάσταση θριάμβευε, έστω και μόνο στη Γερμανία, η ανάγκη της απαγόρευσης των άλλων σοβιετικών κομμάτων αμέσως θα εξαφανιζόταν. Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η κυριαρχία ενός και μόνου κόμματος χρησίμεψε ως νομική αφετηρία για το σταλινικό ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά η αιτία γι’ αυτήν την εξέλιξη δεν βρίσκεται ούτε στον μπολσεβικισμό ούτε στην απαγόρευση των άλλων κομμάτων, σαν ένα προσωρινό πολεμικό μέτρο, αλλά στον αριθμό των ηττών του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Ασία. Το ίδιο ισχύει και για την πάλη με τον αναρχισμό. Στην ηρωική εποχή της επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι πήγαιναν χέρι χέρι με τους γνήσιους επαναστάτες Αναρχικούς.
Πολλοί απ’ αυτούς τραβήχτηκαν μέσα στις γραμμές του Κόμματος. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών συζήτησε με τον Λένιν περισσότερο από μια φορά τη δυνατότητα παραχώρησης στους Αναρχικούς ορισμένων περιοχών, όπου, με τη συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού, θα μπορούσαν να κάνουν το ακρατικό πείραμά τους. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, ο αποκλεισμός και η πείνα δεν άφησαν περιθώρια για τέτοια σχέδια. Και η εξέγερση της Κροστάνδης;
Μα η επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορούσε φυσικά να «προσφέρει» στους επαναστατημένους ναύτες το φρούριο που προστάτευε την πρωτεύουσα μόνο και μόνο γιατί στην αντιδραστική ανταρσία των χωρικών-στρατιωτών πήραν μέρος λίγοι αμφίβολοι Αναρχικοί. Μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των γεγονότων δεν αφήνει τον ελάχιστο χώρο για τους θρύλους, που βασίστηκαν πάνω στην άγνοια και το συναισθηματισμό, σ’ ό,τι αφορά την Κροστάνδη, τον Μάχνο και άλλα επεισόδια της επανάστασης. Εδώ δεν μένει παρά το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι από την αρχή χρησιμοποίησαν όχι μόνο την πειθώ, αλλά και τον εξαναγκασμό, και συχνά σε πολύ οξύ βαθμό. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι αργότερα η γραφειοκρατία που αναπτύχθηκε από την επανάσταση μονοπώλησε το σύστημα των εξαναγκασμών στα δικά της τα χέρια.
Κάθε στάδιο της εξέλιξης, ακόμα και ένα τέτοιο καταστροφικό στάδιο όπως η επανάσταση και η αντεπανάσταση, πηγάζει από το προηγούμενο στάδιο, είναι ριζωμένο σ’ αυτό και φέρνει μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Οι Φιλελεύθεροι, και δω περιλαμβάνονται και οι Γουέμπς, υποστήριζαν πάντα ότι η μπολσεβίκικη δικτατορία δεν αντιπροσώπευε παρά μια νέα έκδοση του τσαρισμού. Κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε τέτοιες «λεπτομέρειες» όπως είναι η κατάργηση της μοναρχίας και των ευγενών, η παράδοση της γης στους αγρότες, η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, η εισαγωγή της σχεδιασμένης οικονομίας, η αθεϊστική εκπαίδευση κ.λπ.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η αναρχοφιλελεύθερη σκέψη κλείνει τα μάτια της στο γεγονός ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, με όλες τις καταπιέσεις της, σήμαινε μια άνοδο των κοινωνικών σχέσεων προς το συμφέρον των μαζών, ενώ η άνοδος του σταλινικού Θερμιδόρ συνοδεύει την αναμόρφωση της σοβιετικής κοινωνίας για το συμφέρον μιας προνομιούχας μειοψηφίας. Είναι καθαρό ότι στην ταύτιση του σταλινισμού με τον μπολσεβικισμό δεν υπάρχει ίχνος σοσιαλιστικού κριτηρίου. Ζητήματα θεωρίας Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μπολσεβικισμού υπήρξε η αυστηρή, η ακριβής κι ακόμα οριστική στάση του μπροστά στα ζητήματα της θεωρίας.
Οι πενήντα τέσσερις τόμοι των έργων του Λένιν θα μείνουν για πάντα το πρότυπο μιας υπέρτατης θεωρητικής ευσυνειδησίας. Χωρίς τη θεμελιακή αυτή ποιότητα, ο μπολσεβικισμός ποτέ δεν θα εκπλήρωνε τον ιστορικό του ρόλο. Απ’ αυτή την άποψη, ο σταλινισμός, χοντροκομμένος, αμαθής και πέρα για πέρα εμπειρικός, είναι το διαμετρικά αντίθετό του. Η Αντιπολίτευση, πάνω από δέκα χρόνια πριν, δήλωνε στο πρόγραμμά της: «Από το θάνατο του Λένιν ένα σύνολο από νέες θεωρίες έχουν δημιουργηθεί, που ο μόνος σκοπός τους είναι να δικαιώσουν το γλίστρημα της ομάδας του Στάλιν από το δρόμο της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης».
Πριν από λίγες μόνο μέρες ένας Αμερικανός συγγραφέας, ο Λίστον Μ. Όουκ, που είχε πάρει μέρος στην Ισπανική Επανάσταση, έγραφε: «Οι σταλινικοί στην πραγματικότητα αποτελούν σήμερα την πρωτοπορία των αναθεωρητών του Μαρξ και του Λένιν –ο Μπερνστάιν δεν τόλμησε να φθάσει ούτε στα μισά του δρόμου που διάνυσε ο Στάλιν αναθεωρώντας τον Μαρξ». Αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Μόνο που πρέπει να προσθέσει κανείς ότι ο Μπερνστάιν πραγματικά αισθάνθηκε ορισμένες θεωρητικές ανάγκες: προσπάθησε ευσυνείδητα να εγκαθιδρύσει μια αντιστοιχία ανάμεσα στις ρεφορμιστικές πράξεις της σοσιαλδημοκρατίας και στο πρόγραμμά της.
Η σταλινική γραφειοκρατία, όμως, όχι μόνο δεν έχει τίποτε το κοινό με το μαρξισμό, αλλά και είναι γενικά ξένη σε οποιαδήποτε θεωρία ή σύστημα. Η «ιδεολογία» της είναι βαθιά διαποτισμένη από έναν αστυνομικό υποκειμενισμό, η πράξη της είναι ο εμπειρισμός της ωμής βίας. Πιστή στα ουσιώδη συμφέροντά της, η κάστα των σφετεριστών είναι εχθρική σε κάθε θεωρία: δεν μπορεί να δώσει μια εξήγηση του κοινωνικού της ρόλου ούτε στον εαυτό της ούτε σε κανέναν άλλο. Ο Στάλιν αναθεωρεί τον Μαρξ και τον Λένιν όχι με τη θεωρητική πένα, αλλά με την μπότα της Γκε Πε Ου…