Μια συνέντευξη με τον Φατός Ρόσα, τον συγγραφέα του αυτοβιογραφικού βιβλίου που περιγράφει την «λαθραία» ζωή του.
«Εμένα με έβαλαν στη μέση οι Έλληνες φαντάροι και μ' έπαιζαν μπάλα. Ήμουνα, θυμάμαι, μόλις 19 χρονών και μικρόσωμος κι αυτοί πέντε γομάρια. Αφού έφαγα πολύ ξύλο με άφησαν με...
τους άλλους. Το βράδυ μας κλείδωσαν σε μια αποθήκη. Αργότερα γύρισαν μεθυσμένοι, διάλεξαν τους πιο μεγαλόσωμους, τους έβγαλαν έξω και τους βασάνισαν. Τα παιδιά αυτά ήταν 25-27 χρονών. Πιο ωραία σώματα σπάνια βλέπεις στα αγόρια. Ούρλιαζαν κι έκλαιγαν από τα χτυπήματα... Μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι κι ανατριχιάζω».
Αυτό είναι μόνο ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Εγώ ο Λαθρομετανάστης» (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος) του Φατός Ρόσα. Ένα βιβλίο που προλαβαίνει σε μόλις 143 σελίδες, χωρισμένες σε μικρά αυτοτελή διηγήματα, να σε στροβιλίσει και να σε πετάξει μέσα στην πραγματικότητα της μετανάστευσης, του αποχωρισμού και των κακουχιών που έζησε ο ίδιος και τόσοι άλλοι που περπάτησαν επί μέρες τα ελληνοαλβανικά σύνορα, για να αγγίξουν μια στάλα του άπιαστου ελληνικού ονείρου και μιας καλύτερης ζωής. Ενός ονείρου που εκφυλίστηκε σταδιακά όταν έπεσε θύμα ληστείας από συμπατριώτες του στα ελληνοαλβανικά βουνά, όταν κακοποιήθηκε από τις ελληνικές αρχές, όταν γνώρισε την πείνα και την εκμετάλλευση. Μιας ζωής που φάνταζε ιδανική, αλλά κλείστηκε σε παρενθέσεις και επανήλθε όταν γνώρισε την αλληλεγγύη όσων θέλησαν να βοηθήσουν τον «λάθρο», όπως αστειευόμενος αυτοαποκαλείται. Στο βιβλίο του περιγράφει αυτοβιογραφικά, μια αλήθεια που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε, αφού οι Αλβανοί αν και αποτελούν τη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα στην Ελλάδα, δεν συνηθίζουν να μιλούν για όσα βίωσαν.
Πνεύμα επαναστατημένο με μια ακαταμάχητη λαχτάρα για ζωή και παθιασμένος λάτρης της δικαιοσύνης, ο Φατός που ήρθε στην Ελλάδα μόνος μόλις στα 17 του, σήμερα είναι 43ων ετών. Έφυγε από την Αλβανία λίγο αφότου κατέρρευσε το καθεστώς του Χότζα, όταν πρωτοξεκίνησε η μεγάλη μεταναστευτική ροή από τη γείτονα χώρα και σταδιακά μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια, έγινε ένα από τα πρόσωπα που έχουν συνεχή παρουσία σε κάθε κίνηση αλληλεγγύης. Θα τον δεις με μια τεράστια κουτάλα να ανακατεύει φαγητό στην κοινωνική κουζίνα Ο Άλλος Άνθρωπος και θα τον παρατηρήσεις σε κινητοποιήσεις να κρατάει ένα πανό αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες. Μιας αλληλεγγύης που στάθηκε αρκετά τυχερός να γνωρίσει και ο ίδιος όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα.
Μπορεί να μην φαντάστηκε ποτέ ότι θα έγραφε ένα βιβλίο, όμως ο Φατός χωρίς να το γνωρίζει, είναι καταδικασμένος να γίνει συγγραφέας. Η πένα του είναι φτιαγμένη από αυτό το υλικό που καταφέρνει να πάρει το βίωμα και το βάσανο, να το εκφράσει λογικά και να το πλασάρει σε αυτό το σημείο του εγκεφάλου σου που πυρπολεί τα συναισθήματα. Μέσα σε 143 σελίδες χώρεσε τη ζωή του και καταφέρνει να σε ανατριχιάσει χωρίς ο ίδιος να προσπαθήσει ιδιαίτερα. Η μητέρα του του είχε πει κάποτε «Ας μείνεις γυμνός, ας μείνεις νηστικός. Χωρίς φίλους μην μείνεις αγόρι μου». Η ιστορία της ζωής του οξύμωρα ένωσε τις κουκίδες ώστε να τα υποστεί όλα. Έμεινε γυμνός, νηστικός και άστεγος. Αλλά ποτέ χωρίς φίλους.
VICE: Πώς αποφάσισες να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Φατός Ρόσα: Έγραφα μικρά διηγήματα στο Facebook με τις ιστορίες της ζωής μου. Ένας φίλος δημοσιογράφος από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Ανδρέας Μακρίδης μου πρότεινε να τα κάνω βιβλίο. Στην αρχή γέλασα γιατί νόμιζα πως αστειευόταν. Μου φαινόταν έτσι κι αλλιώς άπιαστο το να το καταφέρω αυτό. Τότε μου είπε πως υπάρχουν πολλά πράγματα για την αλβανική κοινότητα που εδώ στην Ελλάδα δεν τα ξέρουν. Μου είπε «Γιατί να μην γράψεις αυτά που έχεις περάσει σαν μετανάστης ώστε να δείξεις στον κόσμο τι ακριβώς συμβαίνει;». Στη συνέχεια μου έκανε την επιμέλεια και με βοήθησε να βρω εκδοτικό οίκο. Ήταν μια περίοδος που δεν είχα δουλειά, όπως τώρα και ξεκίνησα να γράφω σε ένα τετράδιο που μου είχαν χαρίσει. Η ορθογραφία μου δεν ήταν τόσο καλή γιατί δεν είχα ούτε ένα χρόνο που πήγαινα σχολείο τότε. Έγραφα μόνο κεφαλαία γράμματα γιατί δεν είχα μάθει καλά τους τόνους. Αργότερα έμαθα να γράφω με μικρά γράμματα.
Η μητέρα του του είχε πει κάποτε «Ας μείνεις γυμνός, ας μείνεις νηστικός. Χωρίς φίλους μην μείνεις αγόρι μου»
Στην αρχή έγραψα 30 σελίδες και τον πήρα τηλέφωνο για να βρεθούμε και να του δείξω αυτά που είχα γράψει. Είχα αγωνία αν θα μπορούσε να τα διαβάσει και αν ήταν σωστή η ορθογραφία μου. Βρεθήκαμε για ένα καφέ στο Λυκαβηττό μια μέρα που είχε λιακάδα, έβγαλα από την τσάντα το τετράδιο μου και όταν το διάβασε μου είπε ότι είναι πολύ καλό. Για την ορθογραφία με καθησύχασε και μου είπε να μην αγχώνομαι γιατί θα τα διορθώναμε με την επιμέλεια. Το μόνο που μου είπε είναι «Γράφε-γράφε». Μετά με καθοδήγησε και μου ζητούσε να του γράψω για συγκεκριμένα πράγματα που θα ήθελε να μάθει σαν δημοσιογράφος και πράγματα που ήταν άγνωστα για τους Έλληνες. Τελικά το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.
Όταν περνούσες τα ελληνοαλβανικά σύνορα φανταζόσουν ότι η ιστορία σου μια μέρα θα γραφτεί σε χαρτί και θα τη διαβάσουν όλοι;
Όταν περνούσα τα σύνορα δεν φανταζόμουν καν ότι θα καταφέρω να αγοράσω ένα τζιν παντελόνι, γιατί στην Αλβανία ακόμη και αυτό ήταν άπιαστο όνειρο. Δεν είχαν. Ούτε είχα σκεφτεί ότι θα πετύχω επαγγελματικά και θα γίνω εργολάβος οικοδομών και θα έχω δικό μου συνεργείο. Σήμερα με την κρίση μπορεί να μην το έχω πια, αλλά στις καλές εποχές ήμουν ένας πετυχημένος εργολάβος οικοδομών. Ή ότι θα πάρω αυτοκίνητο.
Μέχρι το 2000 και λίγο αργότερα η λέξη «Αλβανός» ήταν βρισιά
Τα πρώτα χρόνια μια οικογένεια με βοήθησε πάρα πολύ, μου είπε «θα πρέπει να μάθεις να γράφεις, να διαβάζεις, γιατί αύριο μεθαύριο μπορεί να θέλεις να αγοράσεις ας πούμε ένα μηχανάκι, θα πρέπει να ξέρεις που να υπογράψεις». Τους είπα «Εγώ να πάρω παπί; Εδώ δεν έχω άδεια παραμονής, πως θα πάρω κάτι τέτοιο;» Μου είπαν «κάποια στιγμή θα μου δώσουν χαρτιά, θα ανέβει το μεροκάματο σου και θα μαζέψεις λεφτά. Ποτέ μην αποκλείεις τίποτα. Θα μάθεις μόνος σου ελληνικά». Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω, να διαβάζω γράμμα γράμμα και του χρόνου τελειώνω το εσπερινό ΕΠΑΛ στο οποίο έχω γραφτεί. Άργησα να πάω σχολείο γιατί έπρεπε να δουλεύω. (σ.σ. έχει και πολύ καλούς βαθμούς που τους υπερηφανεύεται).
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα για τους Αλβανούς; Έχουν αλλάξει τα πράγματα;
Μέχρι το 2000 και λίγο αργότερα η λέξη «Αλβανός» ήταν βρισιά. Και μετά, αλλά μέχρι τότε το άκουγες πάρα πολύ. Τη δεκαετία του 1990, τότε που οι Αλβανοί ήταν ακόμη στο επίκεντρο και στην επικαιρότητα με τα Μέσα Ενημέρωσης και με τους πολιτικούς που καθημερινά συζητούσαν για εμάς με τα χειρότερα λόγια κάθε μέρα, η κυρία Τασία, μια γυναίκα που με βοήθησε πολύ και με είχε σαν γιο της, μου είπε «αγόρι μου, μην στεναχωριέσαι. Πριν έρθετε εσείς, έβριζαν τους Φιλιππινέζους. Πρίν χρόνια, ένας Φιλιππινέζος που δούλευε στα Βόρεια Προάστια σε ένα σπίτι, επειδή το αφεντικό του, του έφαγε τα λεφτά αυτός σκότωσε το παιδί της οικογένειας. Τότε έγιναν ο φόβος και ο τρόμος. Μόλις άκουγαν ότι κάποιος είναι από τις Φιλιππίνες, τον έλεγαν δολοφόνο. Ήρθατε εσείς και τους ξέχασαν. Θα κάνεις κάποια χρόνια υπομονή, θα έρθουν κάποιοι άλλοι και θα σας ξεχάσουν εσάς». Και όντως έτσι έγινε.
Ντράπηκες ποτέ για το ότι είσαι Αλβανός;
Ναι, φυσικά. Γιατί με έκαναν να ντρέπομαι. Καμιά φορά αναγκαζόμασταν να πούμε και ψέματα. Τότε που έπιασα δουλειά και δεν είχα χαρτιά, μου είχε πει το αφεντικό μου να λέω ότι είμαι από τη Βόρεια Ήπειρο για να μπορεί να με βγάλει ευκολότερα έξω. Μια φορά με έπιασαν στο Ψυχικό και άλλη μια στην Κυψέλη. Αλλά δεν το έκρυψα ποτέ.
Που να ήξερα ότι θα έρθω εδώ, θα με κλέψουν, με εκμεταλλευτούν, φάω τόσο ξύλο και θα κοιμάμαι τέσσερα χρόνια έξω σε περιβόλια, κάτω από τις λεμονιές.
Πώς φανταζόσουν την Ελλάδα πριν φύγεις από την Αλβανία;
Καταρχήν εμένα ο πατέρας μου δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω. Εγώ φανταζόμουν πως θα φύγω και πως εδώ θα είναι όλα μέλι γάλα. Ήμουν και έφηβος, 17 χρονών παιδάκι. Δεν είχα βγει παραέξω, δεν είχα πάει καν στις μεγάλες αλβανικές πόλεις. Οπότε τι γνώμη μπορούσα να έχω εγώ για μια άλλη χώρα; Εγώ φανταζόμουν ότι θα έρθω εδώ και ότι θα μας φροντίσουν γιατί ερχόμασταν από ένα σάπιο καθεστώς. Δεν φανταζόμουν ότι θα αντιμετωπίσω προβλήματα. Που να ξέρω ότι θα έρθω εδώ, ότι θα με κλέψουν, θα με εκμεταλλευτούν, θα φάω τόσο ξύλο και ότι θα κοιμάμαι τέσσερα χρόνια έξω σε περιβόλια, κάτω από τις λεμονιές.
Ποιό είναι το χειρότερο βίωμα που έζησες;
Όταν έγραψα το βιβλίο έκλαψα πολλές φορές. Γιατί όλα όσα πέρασα ήρθαν πάλι στο μυαλό μου. Το ότι με έκλεψαν, το ξύλο που έχω φάει από φαντάρους και μπάτσους. Το χειρότερο ήταν ο ρατσισμός που έζησα. Όχι μόνο εδώ, αλλά πρώτα στην Αλβανία γιατί η οικογένεια μου είναι φτωχή. Τα αναφέρω κι αυτά στο βιβλίο, γιατί κι αυτό ρατσισμός είναι. Σε χαρακτήριζαν με τα χειρότερα λόγια επειδή είσαι φτωχός ή από χωριό και στην Αλβανία. Ο ρατσισμός είναι ένα ζήτημα ταξικό.
Και στην Αλβανία δεχόμουν ρατσισμό γιατί ήμουν φτωχός. Ο ρατσισμός είναι ένα ζήτημα ταξικό
Θα έχεις δει ότι υπάρχουν Αλβανοί που έχουν μπει στη Χρυσή Αυγή ή που έχουν καταλήξει εθνικιστές.
Μένω σε μια περιοχή που είναι γεμάτη με Χρυσαυγίτες. Εκεί συναντάς και Αλβανούς Χρυσαυγίτες. Οι περισσότεροι είναι Βορειοηπειρώτες αλλά έχει και «καθαρούς» Αλβανούς που ήρθαν μωρά και μεγάλωσαν εδώ. Χρησιμοποιούν τη δικαιολογία ότι «Η Χρυσή Αυγή δεν έχει πρόβλημα με εμάς, αλλά με τους μαύρους. Εμάς μας φέρονται καλά και μας βρίσκουν δουλειά». Το έχω ακούσει αρκετές φορές αυτό. Ένας φίλος πρόσφυγας Αφγανός μου είπε «Φατός, το να με δείρει ένας Έλληνας Χρυσαυγίτης κάπου μπορεί να το καταλάβω. Το να με χτυπάει ένας Αλβανός Χρυσαυγίτης μου φαίνεται περίεργο».Και αυτό που σου λέω δεν είναι ανέκδοτο. Μου το είπε και ντράπηκα, γιατί είναι η πικρή αλήθεια. Ασχολούμαι με το αντιρατσιστικό κίνημα και τα κινήματα αλληλεγγύης. Η αλβανική κοινότητα δεν παίρνει μέρος σε αυτά, σαν να μην τους αφορά. Για παράδειγμα, στις 18 Δεκέμβρη, την παγκόσμια Ημέρα του Μετανάστη, τους είχα ρωτήσει αν θα κάναμε κάτι συλλογικά και μου απάντησαν: «Τι είναι στις 18 Δεκέμβρη;».
Οι Αλβανοί Χρυσαυγίτες χρησιμοποιούν τη δικαιολογία ότι «Η Χρυσή Αυγή δεν έχει πρόβλημα με εμάς, αλλά με τους μαύρους. Εμάς μας φέρονται καλά και μας βρίσκουν δουλειά»
Είδαμε και τον Έντι Ράμα να κλείνει τα σύνορα στους πρόσφυγες.
Το έχω πει πολλές φορές. Αυτή η κίνηση με θίγει προσωπικά. Δεν μπορεί η Κυβέρνηση μιας χώρας της οποίας ο μισός πληθυσμός είναι μετανάστες να μην δείχνει αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Δεν είπαμε να δεχτεί ένα εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά θα μπορούσε να φιλοξενήσει όσους μπορεί. Χίλια ή πέντε χιλιάδες άτομα. Να πάρει έναν αριθμό προσφύγων και να τους βοηθήσει όπως μας βοήθησαν κι εμάς άλλοι άνθρωποι όταν μεταναστεύσαμε. Να δείξει ότι ξέρει από προσφυγιά. Κι εμάς μας βοήθησαν τα πρώτα χρόνια, και ακόμα μας βοηθάνε. Γι΄ αυτό κι εγώ βοηθάω όπου και όπως μπορώ. Ό,τι μπορώ κάνω και όπου μπορώ πάω.
Κρατάς επαφές με την Αλβανία;
Κοντεύω να χάσω εντελώς την επαφή με την Αλβανία, γιατί αυτό συμβαίνει όταν δεν πηγαίνεις συχνά. Εγώ για παράδειγμα έχω να πάω 7μιση χρόνια. Έχω εκεί τη μάνα μου και τον πατέρα μου, τον αδερφό μου που πήγε εκεί πριν λίγα χρόνια ξανά, έχω άλλη μια αδερφή στο Μεσολόγγι. Σκορπισμένοι όλοι. Έτσι τα έφερε η ζωή, δεν είναι ότι το επιλέξαμε, αλλά όπου γης και πατρίς. Αν δεν βρίσκεις δουλειά εδώ, θα πας παραπέρα για να βρεις δουλειά. Άλλο το ότι δεν είχαμε τότε τη δυνατότητα να μετακινηθούμε ελεύθερα και αναγκαστήκαμε να ζήσουμε στην παρανομία επειδή δεν είχαμε χαρτιά. Δεν έτυχε να έχω και πολλούς φίλους Αλβανούς εδώ.
Όταν με σταματούσαν με ρωτούσαν «Τι είσαι εσύ;», απαντούσα πως είμαι άνθρωπος
Ποιο κομμάτι του βιβλίου ξεχωρίζεις;
Στο βιβλίο γράφω πολύ για τη μάνα μου και τον αποχωρισμό, της έχω τεράστια αδυναμία.
Θυμάσαι τους ανθρώπους να πεθαίνουν και να πνίγονται στην προσπάθεια τους να έρθουν στην Ελλάδα ή να πάνε στην Ιταλία;
Φαντάζομαι έχεις δει το εξώφυλλο του βιβλίου μου. Η φωτογραφία αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Τραβήχτηκε το 1991, 7 Αυγούστου. Ήταν η δεύτερη φορά που έφευγαν οι Αλβανοί για να πάνε στην Ιταλία. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου είχαν φύγει 3-4 πλοία. Εκείνη την ημέρα έφυγε μόνο αυτό το πλοίο, γιατί τα άλλα πρόλαβαν οι αρχές και τα έβγαλαν στα ανοιχτά. Δεν πρόλαβε ο κόσμος να ανέβει σε άλλα πλοία και να τα πάρει. Μέσα σε αυτό το πλοίο ήταν ο μπαμπάς μου. Εγώ ήμουν 16μιση χρονών τότε, δηλαδή ένα χρόνο πριν έρθω στην Ελλάδα. Την ώρα που έφτασα στο λιμάνι το πλοίο είχε αρχίσει να απομακρύνεται, το είχαν λύσει. Τριγύρω υπήρχαν εκατοντάδες άτομα, κρεμόντουσαν από σχοινιά για να ανέβουν. Δεν ήξερα καλά να κολυμπάω, όπως και τώρα, φοβόμουν να πηδήξω για να πιαστώ από κάποιο σχοινί μήπως δεν προλάβω να ανέβω. Φοβόμουν ότι θα πνιγώ και ήλπιζα να φύγει και κάποιο άλλο πλοίο. Άτομα που ήταν στην παρέα μου και είχαν προλάβει να ανέβουν στο πλοίο, συνάντησαν τον πατέρα μου και του είπαν «Είναι και ο Φατός εδώ». Ο πατέρας μου λοιπόν με έψαχνε και δεν με έβρισκε μέσα στο καράβι. Όταν το πλοίο Vlora έφτασε στην Ιταλία γεμάτο πρόσφυγες, έγιναν αυτά που όλοι ξέρουμε. Ξυλοδαρμοί και φόνοι. Από τη μια οι Αλβανοί μαφιόζοι, από την άλλη η ιταλική αστυνομία.
Έλληνας, Αλβανός ή άνθρωπος;
Έχω γραμμένες τις πατρίδες και τα σύνορα. Αν μου κάνει ο άλλος σαν άνθρωπος θα τον κάνω παρέα. Θα κάνω παρέα και με τον Αφρικανό και με τον Ρομά, και σπίτι μου τους έχω βάλει, έχω φάει και έχω πιει μαζί τους. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Και να με ρωτήσει κάποιος απαντάω «Έχει σημασία από που είμαι;» ή λέω ειρωνικά ότι είμαι από το Πακιστάν. Και με τους μπάτσους, όταν με σταματούσαν με ρωτούσαν «Τι είσαι εσύ;», απαντούσα πως είμαι άνθρωπος.
Στο λιμάνι του Δυρραχίου, στις 7 Αυγούστου του 1991 το πλοίο Vlora είχε δέσει ώστε να ξεφορτώσει 10.000 τόνους ζάχαρης από την Κούβα. Όταν το πλοίο έδεσε άρχισαν να ανεβαίνουν οι πολίτες για να το καταλάβουν και να το οδηγήσουν προς την Ιταλία στην προσπάθεια τους να φύγουν από την Αλβανία. Ο αριθμός των ανθρώπων που στοιβάχτηκαν, δολοφονήθηκαν ή πνίγηκαν παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος. Όταν το πλοίο έφτασε στην Ιταλία, ένας αριθμός ατόμων κατάφερε να ξεφύγει από τους Αλβανούς μαφιόζους και τους Ιταλούς Αστυνομικούς. Ο σκηνοθέτης Ντανιέλε Βικάρι βρήκε ορισμένους από αυτούς και τους ζήτησε να αφηγηθούν την ιστορία εκείνων των ματωμένων ημερών στο ντοκιμαντέρ του La Nave Dolce- To γλυκό πλοίο. Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα:
vice
«Εμένα με έβαλαν στη μέση οι Έλληνες φαντάροι και μ' έπαιζαν μπάλα. Ήμουνα, θυμάμαι, μόλις 19 χρονών και μικρόσωμος κι αυτοί πέντε γομάρια. Αφού έφαγα πολύ ξύλο με άφησαν με...
τους άλλους. Το βράδυ μας κλείδωσαν σε μια αποθήκη. Αργότερα γύρισαν μεθυσμένοι, διάλεξαν τους πιο μεγαλόσωμους, τους έβγαλαν έξω και τους βασάνισαν. Τα παιδιά αυτά ήταν 25-27 χρονών. Πιο ωραία σώματα σπάνια βλέπεις στα αγόρια. Ούρλιαζαν κι έκλαιγαν από τα χτυπήματα... Μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι κι ανατριχιάζω».
Αυτό είναι μόνο ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Εγώ ο Λαθρομετανάστης» (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος) του Φατός Ρόσα. Ένα βιβλίο που προλαβαίνει σε μόλις 143 σελίδες, χωρισμένες σε μικρά αυτοτελή διηγήματα, να σε στροβιλίσει και να σε πετάξει μέσα στην πραγματικότητα της μετανάστευσης, του αποχωρισμού και των κακουχιών που έζησε ο ίδιος και τόσοι άλλοι που περπάτησαν επί μέρες τα ελληνοαλβανικά σύνορα, για να αγγίξουν μια στάλα του άπιαστου ελληνικού ονείρου και μιας καλύτερης ζωής. Ενός ονείρου που εκφυλίστηκε σταδιακά όταν έπεσε θύμα ληστείας από συμπατριώτες του στα ελληνοαλβανικά βουνά, όταν κακοποιήθηκε από τις ελληνικές αρχές, όταν γνώρισε την πείνα και την εκμετάλλευση. Μιας ζωής που φάνταζε ιδανική, αλλά κλείστηκε σε παρενθέσεις και επανήλθε όταν γνώρισε την αλληλεγγύη όσων θέλησαν να βοηθήσουν τον «λάθρο», όπως αστειευόμενος αυτοαποκαλείται. Στο βιβλίο του περιγράφει αυτοβιογραφικά, μια αλήθεια που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε, αφού οι Αλβανοί αν και αποτελούν τη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα στην Ελλάδα, δεν συνηθίζουν να μιλούν για όσα βίωσαν.
Πνεύμα επαναστατημένο με μια ακαταμάχητη λαχτάρα για ζωή και παθιασμένος λάτρης της δικαιοσύνης, ο Φατός που ήρθε στην Ελλάδα μόνος μόλις στα 17 του, σήμερα είναι 43ων ετών. Έφυγε από την Αλβανία λίγο αφότου κατέρρευσε το καθεστώς του Χότζα, όταν πρωτοξεκίνησε η μεγάλη μεταναστευτική ροή από τη γείτονα χώρα και σταδιακά μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια, έγινε ένα από τα πρόσωπα που έχουν συνεχή παρουσία σε κάθε κίνηση αλληλεγγύης. Θα τον δεις με μια τεράστια κουτάλα να ανακατεύει φαγητό στην κοινωνική κουζίνα Ο Άλλος Άνθρωπος και θα τον παρατηρήσεις σε κινητοποιήσεις να κρατάει ένα πανό αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες. Μιας αλληλεγγύης που στάθηκε αρκετά τυχερός να γνωρίσει και ο ίδιος όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα.
Μπορεί να μην φαντάστηκε ποτέ ότι θα έγραφε ένα βιβλίο, όμως ο Φατός χωρίς να το γνωρίζει, είναι καταδικασμένος να γίνει συγγραφέας. Η πένα του είναι φτιαγμένη από αυτό το υλικό που καταφέρνει να πάρει το βίωμα και το βάσανο, να το εκφράσει λογικά και να το πλασάρει σε αυτό το σημείο του εγκεφάλου σου που πυρπολεί τα συναισθήματα. Μέσα σε 143 σελίδες χώρεσε τη ζωή του και καταφέρνει να σε ανατριχιάσει χωρίς ο ίδιος να προσπαθήσει ιδιαίτερα. Η μητέρα του του είχε πει κάποτε «Ας μείνεις γυμνός, ας μείνεις νηστικός. Χωρίς φίλους μην μείνεις αγόρι μου». Η ιστορία της ζωής του οξύμωρα ένωσε τις κουκίδες ώστε να τα υποστεί όλα. Έμεινε γυμνός, νηστικός και άστεγος. Αλλά ποτέ χωρίς φίλους.
VICE: Πώς αποφάσισες να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Φατός Ρόσα: Έγραφα μικρά διηγήματα στο Facebook με τις ιστορίες της ζωής μου. Ένας φίλος δημοσιογράφος από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Ανδρέας Μακρίδης μου πρότεινε να τα κάνω βιβλίο. Στην αρχή γέλασα γιατί νόμιζα πως αστειευόταν. Μου φαινόταν έτσι κι αλλιώς άπιαστο το να το καταφέρω αυτό. Τότε μου είπε πως υπάρχουν πολλά πράγματα για την αλβανική κοινότητα που εδώ στην Ελλάδα δεν τα ξέρουν. Μου είπε «Γιατί να μην γράψεις αυτά που έχεις περάσει σαν μετανάστης ώστε να δείξεις στον κόσμο τι ακριβώς συμβαίνει;». Στη συνέχεια μου έκανε την επιμέλεια και με βοήθησε να βρω εκδοτικό οίκο. Ήταν μια περίοδος που δεν είχα δουλειά, όπως τώρα και ξεκίνησα να γράφω σε ένα τετράδιο που μου είχαν χαρίσει. Η ορθογραφία μου δεν ήταν τόσο καλή γιατί δεν είχα ούτε ένα χρόνο που πήγαινα σχολείο τότε. Έγραφα μόνο κεφαλαία γράμματα γιατί δεν είχα μάθει καλά τους τόνους. Αργότερα έμαθα να γράφω με μικρά γράμματα.
Η μητέρα του του είχε πει κάποτε «Ας μείνεις γυμνός, ας μείνεις νηστικός. Χωρίς φίλους μην μείνεις αγόρι μου»
Στην αρχή έγραψα 30 σελίδες και τον πήρα τηλέφωνο για να βρεθούμε και να του δείξω αυτά που είχα γράψει. Είχα αγωνία αν θα μπορούσε να τα διαβάσει και αν ήταν σωστή η ορθογραφία μου. Βρεθήκαμε για ένα καφέ στο Λυκαβηττό μια μέρα που είχε λιακάδα, έβγαλα από την τσάντα το τετράδιο μου και όταν το διάβασε μου είπε ότι είναι πολύ καλό. Για την ορθογραφία με καθησύχασε και μου είπε να μην αγχώνομαι γιατί θα τα διορθώναμε με την επιμέλεια. Το μόνο που μου είπε είναι «Γράφε-γράφε». Μετά με καθοδήγησε και μου ζητούσε να του γράψω για συγκεκριμένα πράγματα που θα ήθελε να μάθει σαν δημοσιογράφος και πράγματα που ήταν άγνωστα για τους Έλληνες. Τελικά το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.
Όταν περνούσες τα ελληνοαλβανικά σύνορα φανταζόσουν ότι η ιστορία σου μια μέρα θα γραφτεί σε χαρτί και θα τη διαβάσουν όλοι;
Όταν περνούσα τα σύνορα δεν φανταζόμουν καν ότι θα καταφέρω να αγοράσω ένα τζιν παντελόνι, γιατί στην Αλβανία ακόμη και αυτό ήταν άπιαστο όνειρο. Δεν είχαν. Ούτε είχα σκεφτεί ότι θα πετύχω επαγγελματικά και θα γίνω εργολάβος οικοδομών και θα έχω δικό μου συνεργείο. Σήμερα με την κρίση μπορεί να μην το έχω πια, αλλά στις καλές εποχές ήμουν ένας πετυχημένος εργολάβος οικοδομών. Ή ότι θα πάρω αυτοκίνητο.
Μέχρι το 2000 και λίγο αργότερα η λέξη «Αλβανός» ήταν βρισιά
Τα πρώτα χρόνια μια οικογένεια με βοήθησε πάρα πολύ, μου είπε «θα πρέπει να μάθεις να γράφεις, να διαβάζεις, γιατί αύριο μεθαύριο μπορεί να θέλεις να αγοράσεις ας πούμε ένα μηχανάκι, θα πρέπει να ξέρεις που να υπογράψεις». Τους είπα «Εγώ να πάρω παπί; Εδώ δεν έχω άδεια παραμονής, πως θα πάρω κάτι τέτοιο;» Μου είπαν «κάποια στιγμή θα μου δώσουν χαρτιά, θα ανέβει το μεροκάματο σου και θα μαζέψεις λεφτά. Ποτέ μην αποκλείεις τίποτα. Θα μάθεις μόνος σου ελληνικά». Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω, να διαβάζω γράμμα γράμμα και του χρόνου τελειώνω το εσπερινό ΕΠΑΛ στο οποίο έχω γραφτεί. Άργησα να πάω σχολείο γιατί έπρεπε να δουλεύω. (σ.σ. έχει και πολύ καλούς βαθμούς που τους υπερηφανεύεται).
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα για τους Αλβανούς; Έχουν αλλάξει τα πράγματα;
Μέχρι το 2000 και λίγο αργότερα η λέξη «Αλβανός» ήταν βρισιά. Και μετά, αλλά μέχρι τότε το άκουγες πάρα πολύ. Τη δεκαετία του 1990, τότε που οι Αλβανοί ήταν ακόμη στο επίκεντρο και στην επικαιρότητα με τα Μέσα Ενημέρωσης και με τους πολιτικούς που καθημερινά συζητούσαν για εμάς με τα χειρότερα λόγια κάθε μέρα, η κυρία Τασία, μια γυναίκα που με βοήθησε πολύ και με είχε σαν γιο της, μου είπε «αγόρι μου, μην στεναχωριέσαι. Πριν έρθετε εσείς, έβριζαν τους Φιλιππινέζους. Πρίν χρόνια, ένας Φιλιππινέζος που δούλευε στα Βόρεια Προάστια σε ένα σπίτι, επειδή το αφεντικό του, του έφαγε τα λεφτά αυτός σκότωσε το παιδί της οικογένειας. Τότε έγιναν ο φόβος και ο τρόμος. Μόλις άκουγαν ότι κάποιος είναι από τις Φιλιππίνες, τον έλεγαν δολοφόνο. Ήρθατε εσείς και τους ξέχασαν. Θα κάνεις κάποια χρόνια υπομονή, θα έρθουν κάποιοι άλλοι και θα σας ξεχάσουν εσάς». Και όντως έτσι έγινε.
Ντράπηκες ποτέ για το ότι είσαι Αλβανός;
Ναι, φυσικά. Γιατί με έκαναν να ντρέπομαι. Καμιά φορά αναγκαζόμασταν να πούμε και ψέματα. Τότε που έπιασα δουλειά και δεν είχα χαρτιά, μου είχε πει το αφεντικό μου να λέω ότι είμαι από τη Βόρεια Ήπειρο για να μπορεί να με βγάλει ευκολότερα έξω. Μια φορά με έπιασαν στο Ψυχικό και άλλη μια στην Κυψέλη. Αλλά δεν το έκρυψα ποτέ.
Που να ήξερα ότι θα έρθω εδώ, θα με κλέψουν, με εκμεταλλευτούν, φάω τόσο ξύλο και θα κοιμάμαι τέσσερα χρόνια έξω σε περιβόλια, κάτω από τις λεμονιές.
Πώς φανταζόσουν την Ελλάδα πριν φύγεις από την Αλβανία;
Καταρχήν εμένα ο πατέρας μου δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω. Εγώ φανταζόμουν πως θα φύγω και πως εδώ θα είναι όλα μέλι γάλα. Ήμουν και έφηβος, 17 χρονών παιδάκι. Δεν είχα βγει παραέξω, δεν είχα πάει καν στις μεγάλες αλβανικές πόλεις. Οπότε τι γνώμη μπορούσα να έχω εγώ για μια άλλη χώρα; Εγώ φανταζόμουν ότι θα έρθω εδώ και ότι θα μας φροντίσουν γιατί ερχόμασταν από ένα σάπιο καθεστώς. Δεν φανταζόμουν ότι θα αντιμετωπίσω προβλήματα. Που να ξέρω ότι θα έρθω εδώ, ότι θα με κλέψουν, θα με εκμεταλλευτούν, θα φάω τόσο ξύλο και ότι θα κοιμάμαι τέσσερα χρόνια έξω σε περιβόλια, κάτω από τις λεμονιές.
Ποιό είναι το χειρότερο βίωμα που έζησες;
Όταν έγραψα το βιβλίο έκλαψα πολλές φορές. Γιατί όλα όσα πέρασα ήρθαν πάλι στο μυαλό μου. Το ότι με έκλεψαν, το ξύλο που έχω φάει από φαντάρους και μπάτσους. Το χειρότερο ήταν ο ρατσισμός που έζησα. Όχι μόνο εδώ, αλλά πρώτα στην Αλβανία γιατί η οικογένεια μου είναι φτωχή. Τα αναφέρω κι αυτά στο βιβλίο, γιατί κι αυτό ρατσισμός είναι. Σε χαρακτήριζαν με τα χειρότερα λόγια επειδή είσαι φτωχός ή από χωριό και στην Αλβανία. Ο ρατσισμός είναι ένα ζήτημα ταξικό.
Και στην Αλβανία δεχόμουν ρατσισμό γιατί ήμουν φτωχός. Ο ρατσισμός είναι ένα ζήτημα ταξικό
Θα έχεις δει ότι υπάρχουν Αλβανοί που έχουν μπει στη Χρυσή Αυγή ή που έχουν καταλήξει εθνικιστές.
Μένω σε μια περιοχή που είναι γεμάτη με Χρυσαυγίτες. Εκεί συναντάς και Αλβανούς Χρυσαυγίτες. Οι περισσότεροι είναι Βορειοηπειρώτες αλλά έχει και «καθαρούς» Αλβανούς που ήρθαν μωρά και μεγάλωσαν εδώ. Χρησιμοποιούν τη δικαιολογία ότι «Η Χρυσή Αυγή δεν έχει πρόβλημα με εμάς, αλλά με τους μαύρους. Εμάς μας φέρονται καλά και μας βρίσκουν δουλειά». Το έχω ακούσει αρκετές φορές αυτό. Ένας φίλος πρόσφυγας Αφγανός μου είπε «Φατός, το να με δείρει ένας Έλληνας Χρυσαυγίτης κάπου μπορεί να το καταλάβω. Το να με χτυπάει ένας Αλβανός Χρυσαυγίτης μου φαίνεται περίεργο».Και αυτό που σου λέω δεν είναι ανέκδοτο. Μου το είπε και ντράπηκα, γιατί είναι η πικρή αλήθεια. Ασχολούμαι με το αντιρατσιστικό κίνημα και τα κινήματα αλληλεγγύης. Η αλβανική κοινότητα δεν παίρνει μέρος σε αυτά, σαν να μην τους αφορά. Για παράδειγμα, στις 18 Δεκέμβρη, την παγκόσμια Ημέρα του Μετανάστη, τους είχα ρωτήσει αν θα κάναμε κάτι συλλογικά και μου απάντησαν: «Τι είναι στις 18 Δεκέμβρη;».
Οι Αλβανοί Χρυσαυγίτες χρησιμοποιούν τη δικαιολογία ότι «Η Χρυσή Αυγή δεν έχει πρόβλημα με εμάς, αλλά με τους μαύρους. Εμάς μας φέρονται καλά και μας βρίσκουν δουλειά»
Είδαμε και τον Έντι Ράμα να κλείνει τα σύνορα στους πρόσφυγες.
Το έχω πει πολλές φορές. Αυτή η κίνηση με θίγει προσωπικά. Δεν μπορεί η Κυβέρνηση μιας χώρας της οποίας ο μισός πληθυσμός είναι μετανάστες να μην δείχνει αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Δεν είπαμε να δεχτεί ένα εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά θα μπορούσε να φιλοξενήσει όσους μπορεί. Χίλια ή πέντε χιλιάδες άτομα. Να πάρει έναν αριθμό προσφύγων και να τους βοηθήσει όπως μας βοήθησαν κι εμάς άλλοι άνθρωποι όταν μεταναστεύσαμε. Να δείξει ότι ξέρει από προσφυγιά. Κι εμάς μας βοήθησαν τα πρώτα χρόνια, και ακόμα μας βοηθάνε. Γι΄ αυτό κι εγώ βοηθάω όπου και όπως μπορώ. Ό,τι μπορώ κάνω και όπου μπορώ πάω.
Κρατάς επαφές με την Αλβανία;
Κοντεύω να χάσω εντελώς την επαφή με την Αλβανία, γιατί αυτό συμβαίνει όταν δεν πηγαίνεις συχνά. Εγώ για παράδειγμα έχω να πάω 7μιση χρόνια. Έχω εκεί τη μάνα μου και τον πατέρα μου, τον αδερφό μου που πήγε εκεί πριν λίγα χρόνια ξανά, έχω άλλη μια αδερφή στο Μεσολόγγι. Σκορπισμένοι όλοι. Έτσι τα έφερε η ζωή, δεν είναι ότι το επιλέξαμε, αλλά όπου γης και πατρίς. Αν δεν βρίσκεις δουλειά εδώ, θα πας παραπέρα για να βρεις δουλειά. Άλλο το ότι δεν είχαμε τότε τη δυνατότητα να μετακινηθούμε ελεύθερα και αναγκαστήκαμε να ζήσουμε στην παρανομία επειδή δεν είχαμε χαρτιά. Δεν έτυχε να έχω και πολλούς φίλους Αλβανούς εδώ.
Όταν με σταματούσαν με ρωτούσαν «Τι είσαι εσύ;», απαντούσα πως είμαι άνθρωπος
Ποιο κομμάτι του βιβλίου ξεχωρίζεις;
Στο βιβλίο γράφω πολύ για τη μάνα μου και τον αποχωρισμό, της έχω τεράστια αδυναμία.
Θυμάσαι τους ανθρώπους να πεθαίνουν και να πνίγονται στην προσπάθεια τους να έρθουν στην Ελλάδα ή να πάνε στην Ιταλία;
Φαντάζομαι έχεις δει το εξώφυλλο του βιβλίου μου. Η φωτογραφία αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Τραβήχτηκε το 1991, 7 Αυγούστου. Ήταν η δεύτερη φορά που έφευγαν οι Αλβανοί για να πάνε στην Ιταλία. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου είχαν φύγει 3-4 πλοία. Εκείνη την ημέρα έφυγε μόνο αυτό το πλοίο, γιατί τα άλλα πρόλαβαν οι αρχές και τα έβγαλαν στα ανοιχτά. Δεν πρόλαβε ο κόσμος να ανέβει σε άλλα πλοία και να τα πάρει. Μέσα σε αυτό το πλοίο ήταν ο μπαμπάς μου. Εγώ ήμουν 16μιση χρονών τότε, δηλαδή ένα χρόνο πριν έρθω στην Ελλάδα. Την ώρα που έφτασα στο λιμάνι το πλοίο είχε αρχίσει να απομακρύνεται, το είχαν λύσει. Τριγύρω υπήρχαν εκατοντάδες άτομα, κρεμόντουσαν από σχοινιά για να ανέβουν. Δεν ήξερα καλά να κολυμπάω, όπως και τώρα, φοβόμουν να πηδήξω για να πιαστώ από κάποιο σχοινί μήπως δεν προλάβω να ανέβω. Φοβόμουν ότι θα πνιγώ και ήλπιζα να φύγει και κάποιο άλλο πλοίο. Άτομα που ήταν στην παρέα μου και είχαν προλάβει να ανέβουν στο πλοίο, συνάντησαν τον πατέρα μου και του είπαν «Είναι και ο Φατός εδώ». Ο πατέρας μου λοιπόν με έψαχνε και δεν με έβρισκε μέσα στο καράβι. Όταν το πλοίο Vlora έφτασε στην Ιταλία γεμάτο πρόσφυγες, έγιναν αυτά που όλοι ξέρουμε. Ξυλοδαρμοί και φόνοι. Από τη μια οι Αλβανοί μαφιόζοι, από την άλλη η ιταλική αστυνομία.
Έλληνας, Αλβανός ή άνθρωπος;
Έχω γραμμένες τις πατρίδες και τα σύνορα. Αν μου κάνει ο άλλος σαν άνθρωπος θα τον κάνω παρέα. Θα κάνω παρέα και με τον Αφρικανό και με τον Ρομά, και σπίτι μου τους έχω βάλει, έχω φάει και έχω πιει μαζί τους. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Και να με ρωτήσει κάποιος απαντάω «Έχει σημασία από που είμαι;» ή λέω ειρωνικά ότι είμαι από το Πακιστάν. Και με τους μπάτσους, όταν με σταματούσαν με ρωτούσαν «Τι είσαι εσύ;», απαντούσα πως είμαι άνθρωπος.
Στο λιμάνι του Δυρραχίου, στις 7 Αυγούστου του 1991 το πλοίο Vlora είχε δέσει ώστε να ξεφορτώσει 10.000 τόνους ζάχαρης από την Κούβα. Όταν το πλοίο έδεσε άρχισαν να ανεβαίνουν οι πολίτες για να το καταλάβουν και να το οδηγήσουν προς την Ιταλία στην προσπάθεια τους να φύγουν από την Αλβανία. Ο αριθμός των ανθρώπων που στοιβάχτηκαν, δολοφονήθηκαν ή πνίγηκαν παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος. Όταν το πλοίο έφτασε στην Ιταλία, ένας αριθμός ατόμων κατάφερε να ξεφύγει από τους Αλβανούς μαφιόζους και τους Ιταλούς Αστυνομικούς. Ο σκηνοθέτης Ντανιέλε Βικάρι βρήκε ορισμένους από αυτούς και τους ζήτησε να αφηγηθούν την ιστορία εκείνων των ματωμένων ημερών στο ντοκιμαντέρ του La Nave Dolce- To γλυκό πλοίο. Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα:
vice