Πίσω από την αστραφτερή πρόσοψη, το Χονγκ Κονγκ των 7,5 εκατ. κατοίκων, με τα brands πολυτελείας, τα προϊόντα τελευταίας τεχνολογίας και τους ουρανοξύστες, βρίσκονται τα εφιαλτικά «σπίτια - φέρετρα». Το θέμα έχει φτάσει μέχρι τα...
Ηνωμένα Έθνη και η λύση του προβλήματος μοιάζει μακρινή.
Οι ένοικοι του Lucky House στο Χονγκ Κονγκ διαβιούν σε συνθήκες αδιανόητες. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι, στην καρδιά της πιο ακριβής πόλης του κόσμου -μία από τις πιο διάσημες εμπορικές συνοικίες του Χονγκ Κονγκ απέχει από το Lucky House μόλις 15 λεπτά με τα πόδια- δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κατοικούν σε «σπίτια - φέρετρα».
Στα διαμερίσματα του Lucky House (ένα από τα πολλά κτίρια τέτοιου τύπου στην παλιά πλευρά της πόλης, που κατά τα άλλα, θεωρείται μετά τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, ο τρίτος πιο σημαντικός οικονομικός κόμβος του κόσμου) 30 άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι μέσα σε 46 τ.μ.
Κοιμούνται σε μικρά, ξύλινα κρεβάτια - κουκέτες, κάθε ένα από τα οποία έχει τη δική του συρόμενη πόρτα. Τα κρεβάτια αυτά -με μήκος 1,70 μ. και πλάτος 0,60 μ. - είναι γνωστά ως «φέρετρα».
Οι κουκέτες είναι στοιβαγμένες σε δύο σειρές, δεξιά και αριστερά ενός διαδρόμου. Κάθε σειρά έχει 16 «φέρετρα».
Οι ένοικοι είναι συνταξιούχοι, χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, χρήστες ναρκωτικών -αν και σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian, αυτό δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα- ψυχικά ασθενείς, εν γένει άνθρωποι οι οποίοι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος της στέγης στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 50% από το 2012.
Αυτή τη στιγμή, το Χονγκ Κονγκ έχει την πιο ακριβή αγορά ακινήτων του κόσμου και η στεγαστική κρίση έχει «χτυπήσει κόκκινο».
Για να αγοράσει σπίτι στο Χονγκ Κονγκ ένας μέσος εργαζόμενος θα έπρεπε να αποταμιεύει τους μισθούς 18 χρόνων (προ φόρων). Ένας στους επτά κατοίκους της πόλης ζει σε συνθήκες φτώχειας. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων έξι χρόνων.
Όσο για την πιθανότητα να καταφέρει κάποιος να μπει στο κρατικό πρόγραμμα παροχής στέγης, ο μέσος χρόνος αναμονής είναι 4 χρόνια και 8 μήνες και στη λίστα περιμένουν 100.000 πολίτες.
Όπως γράφει το Νational Geographic, περίπου 200.000 άνθρωποι, ανάμεσα τους 40.000 παιδιά, ζουν στα «σπίτια - φέρετρα», τα οποία τα Ηνωμένα Έθνη έχουν χαρακτηρίσει «προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Κάποιοι περνούν εκεί μερικούς μήνες, άλλοι καθηλώνονται χρόνια ολόκληρα.
Ο χωρισμός, η «υποδιαίρεση» των διαμερισμάτων από τους ιδιοκτήτες είναι παράνομος και μάλιστα, το κόστος παραμένει υψηλό, αφού κάθε ένα από τα «σπίτια - φέρετρα» ενοικιάζεται προς 250 δολάρια τον μήνα.
Παρότι στο Χονγκ Κονγκ τα coffin homes είναι συνώνυμα του κινδύνου, των άθλιων συνθηκών υγιεινής, των εγκληματιών και των ναρκομανών, ο φωτογράφος του Νational Geographic, Benny Lam εξηγεί ότι οι περισσότεροι ένοικοι δεν ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία.
«Είναι άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρχουν στη ζωή σας καθημερινά: Οι σερβιτόροι στα εστιατόρια που τρώμε, οι σεκιούριτι στα εμπορικά κέντρα που κάνουμε τη βόλτα μας, οι οδοκαθαριστές, οι εργαζόμενοι στα ντελίβερι. Η μόνη διαφορά που έχουμε εμείς και εκείνοι είναι τα σπίτια. Είναι ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Παρά την ασφυκτική, απάνθρωπη συνθήκη και παρά τη ντροπή που αισθάνονται, οι ένοικοι ανοίγουν τις πόρτες τους και μοιράζονται τις ιστορίες τους. Όπως γράφει μάλιστα, ο δημοσιογράφος του Guardian, Benjamin Haas, που πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα στο Lucky House, στα σκοτεινά δωμάτια του συνάντησε μερικούς από τους συμπαθείς ανθρώπους που γνώρισε στο Χονγκ Κονγκ.
Τα coffin homes δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Έκαναν την εμφάνιση τους πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν στο μεγάλο λιμάνι άρχισαν να φθάνουν οι εσωτερικοί μετανάστες. Ήταν ο τρόπος που οι εργοδότες της εποχής παρείχαν στέγη στους εργαζόμενους.
Εφέτος, συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον Ιούλιο του 1997 όταν το Χονγκ Κονγκ «επέστρεψε» από τη Βρετανία στη μητέρα- Κίνα. Μπορεί τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους, η εγκληματικότητα και η φορολογία να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, αλλά περίπου 1 εκατ. Κινέζοι από την ενδοχώρα μετακινήθηκαν στο Χονγκ Κονγκ -παράγοντας ο οποίος επίσης, εκτόξευσε το real estate.
Οι πρώτοι που επλήγησαν από την τεράστια αυτή εισροή ήταν η μεσαία τάξη και οι νέοι.
Όπως γράφουν οι New York Times, οι αδιάκοπες διενέξεις μεταξύ Πεκίνου και αντιπολίτευσης έχουν φέρει καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση σημαντικών κατασκευαστικών έργων και κυρίως, οικισμών στη βόρεια, αγροτική πλευρά της πόλης, παρά τη διαβεβαίωση για «μία χώρα, δύο συστήματα» και τον μεγάλο βαθμό αυτονομίας που υποσχέθηκε στο Χονγκ Κονγκ το Πεκίνο.
Η κυβέρνηση προγραμματίζει να χτίσει 460.000 διαμερίσματα την επόμενη δεκαετία, όμως η προοπτική μοιάζει μακρινή, καθώς οι κοινωνικοί λειτουργοί υπογραμμίζουν ότι απαιτούνται άμεσες λύσεις.
ΠΗΓΗ
Ηνωμένα Έθνη και η λύση του προβλήματος μοιάζει μακρινή.
Οι ένοικοι του Lucky House στο Χονγκ Κονγκ διαβιούν σε συνθήκες αδιανόητες. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι, στην καρδιά της πιο ακριβής πόλης του κόσμου -μία από τις πιο διάσημες εμπορικές συνοικίες του Χονγκ Κονγκ απέχει από το Lucky House μόλις 15 λεπτά με τα πόδια- δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κατοικούν σε «σπίτια - φέρετρα».
Στα διαμερίσματα του Lucky House (ένα από τα πολλά κτίρια τέτοιου τύπου στην παλιά πλευρά της πόλης, που κατά τα άλλα, θεωρείται μετά τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, ο τρίτος πιο σημαντικός οικονομικός κόμβος του κόσμου) 30 άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι μέσα σε 46 τ.μ.
Κοιμούνται σε μικρά, ξύλινα κρεβάτια - κουκέτες, κάθε ένα από τα οποία έχει τη δική του συρόμενη πόρτα. Τα κρεβάτια αυτά -με μήκος 1,70 μ. και πλάτος 0,60 μ. - είναι γνωστά ως «φέρετρα».
Οι κουκέτες είναι στοιβαγμένες σε δύο σειρές, δεξιά και αριστερά ενός διαδρόμου. Κάθε σειρά έχει 16 «φέρετρα».
Οι ένοικοι είναι συνταξιούχοι, χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, χρήστες ναρκωτικών -αν και σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian, αυτό δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα- ψυχικά ασθενείς, εν γένει άνθρωποι οι οποίοι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος της στέγης στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 50% από το 2012.
Αυτή τη στιγμή, το Χονγκ Κονγκ έχει την πιο ακριβή αγορά ακινήτων του κόσμου και η στεγαστική κρίση έχει «χτυπήσει κόκκινο».
Για να αγοράσει σπίτι στο Χονγκ Κονγκ ένας μέσος εργαζόμενος θα έπρεπε να αποταμιεύει τους μισθούς 18 χρόνων (προ φόρων). Ένας στους επτά κατοίκους της πόλης ζει σε συνθήκες φτώχειας. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων έξι χρόνων.
Όσο για την πιθανότητα να καταφέρει κάποιος να μπει στο κρατικό πρόγραμμα παροχής στέγης, ο μέσος χρόνος αναμονής είναι 4 χρόνια και 8 μήνες και στη λίστα περιμένουν 100.000 πολίτες.
Όπως γράφει το Νational Geographic, περίπου 200.000 άνθρωποι, ανάμεσα τους 40.000 παιδιά, ζουν στα «σπίτια - φέρετρα», τα οποία τα Ηνωμένα Έθνη έχουν χαρακτηρίσει «προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Κάποιοι περνούν εκεί μερικούς μήνες, άλλοι καθηλώνονται χρόνια ολόκληρα.
Ο χωρισμός, η «υποδιαίρεση» των διαμερισμάτων από τους ιδιοκτήτες είναι παράνομος και μάλιστα, το κόστος παραμένει υψηλό, αφού κάθε ένα από τα «σπίτια - φέρετρα» ενοικιάζεται προς 250 δολάρια τον μήνα.
Παρότι στο Χονγκ Κονγκ τα coffin homes είναι συνώνυμα του κινδύνου, των άθλιων συνθηκών υγιεινής, των εγκληματιών και των ναρκομανών, ο φωτογράφος του Νational Geographic, Benny Lam εξηγεί ότι οι περισσότεροι ένοικοι δεν ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία.
«Είναι άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρχουν στη ζωή σας καθημερινά: Οι σερβιτόροι στα εστιατόρια που τρώμε, οι σεκιούριτι στα εμπορικά κέντρα που κάνουμε τη βόλτα μας, οι οδοκαθαριστές, οι εργαζόμενοι στα ντελίβερι. Η μόνη διαφορά που έχουμε εμείς και εκείνοι είναι τα σπίτια. Είναι ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Παρά την ασφυκτική, απάνθρωπη συνθήκη και παρά τη ντροπή που αισθάνονται, οι ένοικοι ανοίγουν τις πόρτες τους και μοιράζονται τις ιστορίες τους. Όπως γράφει μάλιστα, ο δημοσιογράφος του Guardian, Benjamin Haas, που πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα στο Lucky House, στα σκοτεινά δωμάτια του συνάντησε μερικούς από τους συμπαθείς ανθρώπους που γνώρισε στο Χονγκ Κονγκ.
Τα coffin homes δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Έκαναν την εμφάνιση τους πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν στο μεγάλο λιμάνι άρχισαν να φθάνουν οι εσωτερικοί μετανάστες. Ήταν ο τρόπος που οι εργοδότες της εποχής παρείχαν στέγη στους εργαζόμενους.
Εφέτος, συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον Ιούλιο του 1997 όταν το Χονγκ Κονγκ «επέστρεψε» από τη Βρετανία στη μητέρα- Κίνα. Μπορεί τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους, η εγκληματικότητα και η φορολογία να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, αλλά περίπου 1 εκατ. Κινέζοι από την ενδοχώρα μετακινήθηκαν στο Χονγκ Κονγκ -παράγοντας ο οποίος επίσης, εκτόξευσε το real estate.
Οι πρώτοι που επλήγησαν από την τεράστια αυτή εισροή ήταν η μεσαία τάξη και οι νέοι.
Όπως γράφουν οι New York Times, οι αδιάκοπες διενέξεις μεταξύ Πεκίνου και αντιπολίτευσης έχουν φέρει καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση σημαντικών κατασκευαστικών έργων και κυρίως, οικισμών στη βόρεια, αγροτική πλευρά της πόλης, παρά τη διαβεβαίωση για «μία χώρα, δύο συστήματα» και τον μεγάλο βαθμό αυτονομίας που υποσχέθηκε στο Χονγκ Κονγκ το Πεκίνο.
Η κυβέρνηση προγραμματίζει να χτίσει 460.000 διαμερίσματα την επόμενη δεκαετία, όμως η προοπτική μοιάζει μακρινή, καθώς οι κοινωνικοί λειτουργοί υπογραμμίζουν ότι απαιτούνται άμεσες λύσεις.
ΠΗΓΗ