Έλληνες εργοδότες που προσφέρουν εργασία σε πρόσφυγες, ντόπιοι που έμειναν ή επέστρεψαν στο νησί λόγω της προσφυγικής κρίσης –στην Τήλο πραγματοποιείται ένα απρόσμενα πετυχημένο κοινωνικό πείραμα.
Στην πλατεία του νησιού οι πιτσιρικάδες τρέχουν αλαφιασμένοι. Στροβιλίζονται γύρω από τις ξύλινες καρέκλες των...
καφενείων, αδιαφορώντας για τις ξέπνοες παρατηρήσεις των μεγαλύτερων. Τίποτα δεν μοιάζει ικανό να τους αποσπάσει την προσοχή από το τρεχαλητό που ηχεί σαν επαναλαμβανόμενος βόμβος. Τριγύρω ντόπιοι και πρόσφυγες έχουν χυθεί στα παγκάκια με ένα αίσθημα απόσυρσης, απολαμβάνοντας το δροσερό, απογευματινό αεράκι. Τα παιδιά τους παίζουν μαζί.
Η Τήλος έχει κατορθώσει, σήμερα, να θεωρείται case study ορθής διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, έστω κι αν κατά την έναρξη των ροών, απουσίαζαν παντελώς, από το μικρό νησάκι των Δωδεκανήσων, οι δομές, οι στοχευμένες υπηρεσίες, η πρότερη εμπειρία ανάλογων καταστάσεων και η κρατική βοήθεια. Παρόλα αυτά, όταν χρειάστηκε, οι λιγοστοί κάτοικοι του ακριτικού νησιού δραστηριοποιήθηκαν άμεσα και προχώρησαν συλλογικά σε δράσεις, συχνά υπεράνω των δυνάμεών τους, δείχνοντας εμπράκτως την αλληλεγγύη τους σε εκατοντάδες πρόσφυγες που έφταναν όπως, όπως στις ακτές με τα παιδιά τους στην αγκαλιά.
«Όταν μιλάμε για κοινωνική ένταξη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πρώτος και βασικότερος πυλώνας είναι η ένταξη στην αγορά εργασίας. Και αυτό είναι το πραγματικά μοναδικό στην περίπτωση της Τήλου» - Ιωακείμ Βράβας, επικεφαλής παρακολούθησης, αξιολόγησης και λογοδοσίας της οργάνωσης SolidarityNow
«Από την Τήλο έχουν περάσει περισσότεροι από 7.000 άνθρωποι τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο νούμερο, αναλογικά με το μέγεθος και τον πληθυσμό του νησιού...», μου εξηγεί ο Σπύρος Αλιφέρης, μόνιμος κάτοικος Τήλου και ένας από τους πιο ενεργούς εθελοντές-διασώστες τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα εργάζεται στο πρόγραμμα φιλοξενίας της οργάνωσης SolidarityNow. «Υπήρχαν τουριστικές σεζόν που οι πρόσφυγες έφταναν μέχρι και το 1/3 του πληθυσμού μας, όμως ουδέποτε τους εγκαταλείψαμε στην τύχη τους. Ακόμα και στις πρώτες ροές, που πιαστήκαμε απροετοίμαστοι, υπήρξε μια διαχείριση με ανθρώπινο πρόσημο. Δεν τους αφήσαμε, να περιμένουν εβδομάδες έξω από αστυνομικό τμήμα. Ανοίξαμε το σχολείο, μετά το μοναστήρι ώσπου σιγά, σιγά φτιάχθηκε το καμπ φιλοξενίας στον παλιό στρατώνα. Όλο το νησί προσέφερε –ό,τι μπορούσε ο καθένας. Σήμερα αισθανόμαστε πραγματικά περήφανοι, όχι μόνο γιατί ζούμε αρμονικά μαζί, αλλά κυρίως διότι οι πρόσφυγες είναι πια κομμάτι του νησιού μας».
Η αλήθεια είναι πως το «μοντέλο της Τήλου» είναι μοναδικό στην Ελλάδα. Μόλις πρόσφατα το βρετανικό δίκτυο BBC πραγματοποίησε εκτενές ρεπορτάζ, σε μια προσπάθεια να αναδείξει τους λόγους που έχουν οδηγήσει στην εξόχως ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην τοπική κοινωνία. «Αυτό που πραγματικά διαφοροποιεί την Τήλο δεν είναι μονάχα οι καλές συνθήκες φιλοξενίας, αλλά ότι πρόκειται για μικρές δομές που μπορείς να κάνεις ουσιαστική παρέμβαση, πέρα από το πρώτο επίπεδο, δηλαδή, την παροχή μιας άμεση βοήθειας. Όταν έχεις σχεδόν 50 ανθρώπους στο καμπ, μπορείς να επενδύσεις σε αυτούς, στην εξέλιξη και την υποστήριξή τους με μια πιο ολιστική προσέγγιση. Και από την άλλη οι ίδιοι μπορούν να αναπτύξουν πιο εύκολα κοινωνικές επαφές και νέα υποστηρικτικά δίκτυα, σε αντίθεση με τα μεγάλα καμπ όπου οι συνθήκες δεν ευνοούν...», μου εξηγεί ο Ιωακείμ Βράβας, επικεφαλής παρακολούθησης, αξιολόγησης και λογοδοσίας της οργάνωσης SolidarityNow, η οποία υποστηρίζει εδώ και δύο χρόνια την προσπάθεια που πραγματοποιείται στο νησί. Λίγο αργότερα διευκρινίζει: «Βέβαια, όταν μιλάμε για κοινωνική ένταξη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πρώτος και βασικότερος πυλώνας είναι ταυτόχρονα η ένταξη στην αγορά εργασίας. Και αυτό είναι το πραγματικά μοναδικό στην περίπτωση της Τήλου: πολλοί από τους ενήλικες πρόσφυγες που διαμένουν στο καμπ φιλοξενίας, εργάζονται σήμερα στο νησί, σε διάφορα καταστήματα και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις».
Το ίδιο πρωί επισκέπτομαι το εστιατόριο «Γοργόνα» στον παραλιακό πεζόδρομο της Τήλου. Εκεί εργάζεται στην κουζίνα η Μαϊσούν Αλντέρι από τη Συρία, μητέρα πέντε παιδιών. Όπως μου λέει «προσελήφθη πριν από ενάμιση μήνα περίπου» και θεωρεί «πραγματικό δώρο αυτή τη δουλειά». Τη ρωτώ αν εργαζόταν στη Συρία. «Όχι, μεγάλωνα τα παιδιά μου, ο άντρας μου εργαζόταν. Τώρα, βέβαια, δουλεύω εγώ και προσέχει εκείνος τα παιδιά στο καμπ. Δεν του άρεσε καθόλου στην αρχή, αλλά προσαρμόζεται!», μου αποκαλύπτει χαμογελώντας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Μαϊσούν είναι η γλώσσα –γνωρίζει ελάχιστες λέξεις σε ελληνικά και αγγλικά, οπότε συχνά οι συννενοήσεις στην κουζίνα γίνονται με τη γλώσσα του σώματος. «Ξέρω ελάχιστα ελληνικά, πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στο σχολείο για να μάθω περισσότερες λέξεις». «Έχεις μάθει καμιά;», ρωτώ. «Φέτα, ψυγείο, σαλάτα, ποτήρι», απαντά, γελώντας δυνατά.
Ιδιοκτήτης του εστιατορίου που εργάζεται η Μαϊσούν είναι ο 34χρονος, Νίκος Παπαδόπουλος. Όπως μου λέει: «Είναι ένα πολύ εργατικό άτομο και εξαιρετικά συνεργάσιμη –με τη σύζυγό μου έχουν γίνει πλέον φίλες. Δουλεύουν μαζί στην κουζίνα. Το φοβερό είναι πως παρότι η Μαϊσούν δεν μιλά σχεδόν καθόλου ελληνικά και αγγλικά και γενικώς η επικοινωνία μας είναι δύσκολη, παρόλα αυτά έχουμε αναπτύξει έναν δικό μας κώδικα επικοινωνίας». Ρωτώ τον Νίκο αν η παρουσία της Μαϊσούν έχει φέρει αέρα ανατολής και στο μενού του μαγαζιού. «Έχουμε συμπεριλάβει στον κατάλογο τη δική της μελιτζανοσαλάτα, η οποία είναι πραγματικά πεντανόστιμη. Αυτή είναι η μόνη επιρροή». «Έχουν υπάρξει αρνητικά σχόλια στο νησί για την επιλογή σου να προσλάβεις την Μαϊσούν;», ρωτώ τον Νίκο, ενώ η εκείνη επιστρέφει στην κουζίνα για να συνεχίσει την εργασία της. «Όχι, ούτε έχουν παρουσιαστεί στο μαγαζί φαινόμενα ξενοφοβίας. Μονάχα κάποιοι ξένοι τουρίστες κοιτούν λίγο περίεργα καμιά φορά, αλλά μέχρι εκεί. Οι ντόπιοι είναι όλοι, ή έστω σχεδόν όλοι, φιλικοί με τους πρόσφυγες. Έχουν ενσωματωθεί πλήρως οι άνθρωποι εδώ».
Το παράδειγμά της Μαϊσούν δεν είναι το μοναδικό στην Τήλο –αρκετοί ακόμα συμπατριώτες της εργάζονται σε τοπικές επιχειρήσεις. Η Μάχα Μπαράκα και η Ζουχόρ Κλιφ, ως καθαρίστριες, σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ενώ ο Κουσάι Αλ Νταμάντ στο μοναδικό φούρνο της Τήλου. Τον συναντώ το βράδυ, λίγο προτού πιάσει δουλειά. «Η Τήλος δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα νησιά που βρέθηκα», μου λέει εξαρχής ο Κουσάι. «Τι διαφορετικό έχει;», ρωτώ. «Όλα είναι διαφορετικά, από τη συμπεριφορά των ντόπιων έως το καμπ που διαμένουμε και οι συνθήκες δεν έχουν καμία σχέση με άλλα καμπ που έτυχε να φιλοξενηθώ. Επίσης, στην Τήλο βρήκα δουλειά, που είναι πολύ σημαντικό για εμένα, διότι ένιωσα αμέσως καλύτερα, ένιωσα πως μπορούσα να προσφέρω στην οικογένειά μου μια ασφάλεια». Ο Κουσάι είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Εργάζεται τα βράδια και το πρωί επιστρέφει στο καμπ για να ξεκουραστεί.
Όσο ζούσε στη Συρία τοποθετούσε air condition και δεν είχε ιδέα από τη δουλειά του φούρναρη. «Έμαθε πολύ γρήγορα, ήδη από την τρίτη μέρα εργαζόταν κανονικά μέσα στο μαγαζί, όταν οι προηγούμενοι εργαζόμενοι που είχα χρειάζονταν τουλάχιστον ένα 15νθημερο...», μου εξηγεί ο Μιχάλης Πανίδης, ιδιοκτήτης του φούρνου στην Τήλο και ο άνθρωπος που έδωσε εργασία στον Κουσάι. Τον ρωτώ αν αυτή η απόφαση πάρθηκε με γνώμονα την αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες ή αν πράγματι είχε ανάγκη στην επιχείρησή του από έναν εργαζόμενο. «Ήταν συνδυασμός...», απαντά. «Χρειαζόμουν έναν extra υπάλληλο στο μαγαζί, αλλά ταυτόχρονα είμαι και της άποψης πως η εργασία είναι βασική προϋπόθεση για την ομαλή ένταξη των προσφύγων στην κοινωνία μας. Συνεπώς μόλις παρουσιάστηκε η ευκαιρία το έκανα. Δεν τον έχω μετανιώσει ούτε στιγμή –είμαι πολύ ευχαριστημένος από τον Κουσάι. Φάνηκε από την πρώτη στιγμή πως ήθελε να εργαστεί ο άνθρωπος». Λίγο προτού φύγω από τον φούρνο ρωτώ τον 35χρονο Κουσάι, αν σκέφτεται να μείνει μόνιμα στο νησί. «Έχω συγγενείς που με περιμένουν στη Γερμανία, οπότε ακόμα δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Πάντως, για την ώρα είμαι πολύ ευχαριστημένος στην Τήλο».
Σήμερα στο καμπ φιλοξενίας της Τήλου ζουν 46 πρόσφυγες από τη Συρία -26 ενήλικες και 20 παιδιά. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ένα άτομο το οποίο εργάζεται στο νησί. Την ίδια ώρα, η ύπαρξη του καμπ έχει ανοίξει θέσεις εργασίας σε ντόπιους που μέχρι πρότινος ζούσαν σε άλλα σημεία της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικογένεια του Θαρρενού Χατζηφούντα και της Βασιλικής Τασίου. Αν και το ζευγάρι έμενε για χρόνια στη Ρόδο, μαζί με τα δύο τους παιδιά, μόλις ο Θαρρενός κατάφερε να εξασφαλίσει εργασία στο καμπ φιλοξενίας, πήραν από κοινού την απόφαση να επιστρέψουν. Συναντώ τους δυο τους στο κομμωτήριου που εργάζεται σήμερα η Βασιλική. «Πως σας φαίνεται η επιλογή να επιστρέψετε στην Τήλο;», ρωτώ. Το λόγο παίρνει πρώτος ο Θαρρενός. «Εγώ πάντα ήθελα να γυρίσω πίσω στο νησί, αλλά φοβόμουν μήπως δεν έβρισκα δουλειά. Ξέρεις είναι μικρός ο τόπος εδώ. Με το που άνοιξε, όμως, μια καινούρια θέση εργασίας στο καμπ φιλοξενίας, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Το δύσκολο ήταν να πείσω την Βασιλική, που στην αρχή δεν ήθελε καθόλου να μετακομίσουμε».
«Το μετάνιωσες που ήρθατε;», στρέφομαι προς τη Βασιλική. «Στην αρχή φοβόμουν, αλλά τώρα δεν το αλλάζω με τίποτα. Έχω χρόνο να βλέπω τα παιδιά μου, τον άντρα μου, είναι καλύτερη η ποιότητα ζωής απ' ότι στη Ρόδο που οι ρυθμοί είναι πολύ πιο έντονοι και απαιτητικοί. Οπότε όχι δεν το έχω μετανιώσει καθόλου, το αντίθετο», μου ξεκαθαρίζει. «Έχετε αναπτύξει προσώπικες σχέσεις με τους πρόσφυγες;», ρωτώ και τους δύο. «Εννοείται...», μου λέει η Βασιλική. «Με τους περισσότερους είμαστε φίλοι, κάθε μέρα άλλωστε τα παιδιά μας παίζουν μαζί». «Αν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, δεν θα είχαμε επιστρέψει ποτέ στο νησί εμείς», προσθέτει ο Θαρρενός.
Υπεύθυνη της κοινωνικής ομάδας και των δραστηριοτήτων της δομής φιλοξενίας του SolidarityNow είναι η Έλενα Πισσά, η οποία και αυτή με τη σειρά της έχει επιστρέψει πλέον μόνιμα στην Τήλο. «Μέχρι να ξεκινήσουν οι προσφυγικές ροές ερχόμουν στο νησί για την καλοκαιρινή σεζόν και Σεπτέμβριο επέστρεφα στην Αθήνα», μου εξηγεί. «Πλέον ζω όλο το χρόνο εδώ μαζί με το παιδί μου. Με έναν τρόπο η προσφυγική κρίση άλλαξε και τις δικές μας ζωές. Στην Αθήνα είχα μια εταιρεία με φυσικά καλλυντικά, την οποία έκλεισα για να επιστρέψω. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, ούτε έκανα δεύτερες σκέψεις. Γενικώς το προσφυγικό άλλαξε την εικόνα της Τήλου. Οικογένειες επέστρεψαν, άτομα που θα έφευγαν το χειμώνα, βρήκαν δουλειά στη δομή φιλοξενίας και έμειναν, αυτή είναι η πραγματικότητα. Υπήρξε μια θετική αλληλεπίδραση μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. Για μένα η Τήλος είναι ένα κοινωνικό πείραμα που πέτυχε, διότι στο τέλος της ημέρας όλοι ωφελήθηκαν. Πρωτίστως οι πρόσφυγες που αισθάνονται σήμερα ασφαλείς και μέρος της τοπικής κοινωνίας, αλλά και οι ντόπιοι».
vice
Στην πλατεία του νησιού οι πιτσιρικάδες τρέχουν αλαφιασμένοι. Στροβιλίζονται γύρω από τις ξύλινες καρέκλες των...
καφενείων, αδιαφορώντας για τις ξέπνοες παρατηρήσεις των μεγαλύτερων. Τίποτα δεν μοιάζει ικανό να τους αποσπάσει την προσοχή από το τρεχαλητό που ηχεί σαν επαναλαμβανόμενος βόμβος. Τριγύρω ντόπιοι και πρόσφυγες έχουν χυθεί στα παγκάκια με ένα αίσθημα απόσυρσης, απολαμβάνοντας το δροσερό, απογευματινό αεράκι. Τα παιδιά τους παίζουν μαζί.
Η Τήλος έχει κατορθώσει, σήμερα, να θεωρείται case study ορθής διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, έστω κι αν κατά την έναρξη των ροών, απουσίαζαν παντελώς, από το μικρό νησάκι των Δωδεκανήσων, οι δομές, οι στοχευμένες υπηρεσίες, η πρότερη εμπειρία ανάλογων καταστάσεων και η κρατική βοήθεια. Παρόλα αυτά, όταν χρειάστηκε, οι λιγοστοί κάτοικοι του ακριτικού νησιού δραστηριοποιήθηκαν άμεσα και προχώρησαν συλλογικά σε δράσεις, συχνά υπεράνω των δυνάμεών τους, δείχνοντας εμπράκτως την αλληλεγγύη τους σε εκατοντάδες πρόσφυγες που έφταναν όπως, όπως στις ακτές με τα παιδιά τους στην αγκαλιά.
«Όταν μιλάμε για κοινωνική ένταξη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πρώτος και βασικότερος πυλώνας είναι η ένταξη στην αγορά εργασίας. Και αυτό είναι το πραγματικά μοναδικό στην περίπτωση της Τήλου» - Ιωακείμ Βράβας, επικεφαλής παρακολούθησης, αξιολόγησης και λογοδοσίας της οργάνωσης SolidarityNow
«Από την Τήλο έχουν περάσει περισσότεροι από 7.000 άνθρωποι τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο νούμερο, αναλογικά με το μέγεθος και τον πληθυσμό του νησιού...», μου εξηγεί ο Σπύρος Αλιφέρης, μόνιμος κάτοικος Τήλου και ένας από τους πιο ενεργούς εθελοντές-διασώστες τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα εργάζεται στο πρόγραμμα φιλοξενίας της οργάνωσης SolidarityNow. «Υπήρχαν τουριστικές σεζόν που οι πρόσφυγες έφταναν μέχρι και το 1/3 του πληθυσμού μας, όμως ουδέποτε τους εγκαταλείψαμε στην τύχη τους. Ακόμα και στις πρώτες ροές, που πιαστήκαμε απροετοίμαστοι, υπήρξε μια διαχείριση με ανθρώπινο πρόσημο. Δεν τους αφήσαμε, να περιμένουν εβδομάδες έξω από αστυνομικό τμήμα. Ανοίξαμε το σχολείο, μετά το μοναστήρι ώσπου σιγά, σιγά φτιάχθηκε το καμπ φιλοξενίας στον παλιό στρατώνα. Όλο το νησί προσέφερε –ό,τι μπορούσε ο καθένας. Σήμερα αισθανόμαστε πραγματικά περήφανοι, όχι μόνο γιατί ζούμε αρμονικά μαζί, αλλά κυρίως διότι οι πρόσφυγες είναι πια κομμάτι του νησιού μας».
Η αλήθεια είναι πως το «μοντέλο της Τήλου» είναι μοναδικό στην Ελλάδα. Μόλις πρόσφατα το βρετανικό δίκτυο BBC πραγματοποίησε εκτενές ρεπορτάζ, σε μια προσπάθεια να αναδείξει τους λόγους που έχουν οδηγήσει στην εξόχως ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην τοπική κοινωνία. «Αυτό που πραγματικά διαφοροποιεί την Τήλο δεν είναι μονάχα οι καλές συνθήκες φιλοξενίας, αλλά ότι πρόκειται για μικρές δομές που μπορείς να κάνεις ουσιαστική παρέμβαση, πέρα από το πρώτο επίπεδο, δηλαδή, την παροχή μιας άμεση βοήθειας. Όταν έχεις σχεδόν 50 ανθρώπους στο καμπ, μπορείς να επενδύσεις σε αυτούς, στην εξέλιξη και την υποστήριξή τους με μια πιο ολιστική προσέγγιση. Και από την άλλη οι ίδιοι μπορούν να αναπτύξουν πιο εύκολα κοινωνικές επαφές και νέα υποστηρικτικά δίκτυα, σε αντίθεση με τα μεγάλα καμπ όπου οι συνθήκες δεν ευνοούν...», μου εξηγεί ο Ιωακείμ Βράβας, επικεφαλής παρακολούθησης, αξιολόγησης και λογοδοσίας της οργάνωσης SolidarityNow, η οποία υποστηρίζει εδώ και δύο χρόνια την προσπάθεια που πραγματοποιείται στο νησί. Λίγο αργότερα διευκρινίζει: «Βέβαια, όταν μιλάμε για κοινωνική ένταξη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πρώτος και βασικότερος πυλώνας είναι ταυτόχρονα η ένταξη στην αγορά εργασίας. Και αυτό είναι το πραγματικά μοναδικό στην περίπτωση της Τήλου: πολλοί από τους ενήλικες πρόσφυγες που διαμένουν στο καμπ φιλοξενίας, εργάζονται σήμερα στο νησί, σε διάφορα καταστήματα και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις».
Το ίδιο πρωί επισκέπτομαι το εστιατόριο «Γοργόνα» στον παραλιακό πεζόδρομο της Τήλου. Εκεί εργάζεται στην κουζίνα η Μαϊσούν Αλντέρι από τη Συρία, μητέρα πέντε παιδιών. Όπως μου λέει «προσελήφθη πριν από ενάμιση μήνα περίπου» και θεωρεί «πραγματικό δώρο αυτή τη δουλειά». Τη ρωτώ αν εργαζόταν στη Συρία. «Όχι, μεγάλωνα τα παιδιά μου, ο άντρας μου εργαζόταν. Τώρα, βέβαια, δουλεύω εγώ και προσέχει εκείνος τα παιδιά στο καμπ. Δεν του άρεσε καθόλου στην αρχή, αλλά προσαρμόζεται!», μου αποκαλύπτει χαμογελώντας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Μαϊσούν είναι η γλώσσα –γνωρίζει ελάχιστες λέξεις σε ελληνικά και αγγλικά, οπότε συχνά οι συννενοήσεις στην κουζίνα γίνονται με τη γλώσσα του σώματος. «Ξέρω ελάχιστα ελληνικά, πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στο σχολείο για να μάθω περισσότερες λέξεις». «Έχεις μάθει καμιά;», ρωτώ. «Φέτα, ψυγείο, σαλάτα, ποτήρι», απαντά, γελώντας δυνατά.
Ιδιοκτήτης του εστιατορίου που εργάζεται η Μαϊσούν είναι ο 34χρονος, Νίκος Παπαδόπουλος. Όπως μου λέει: «Είναι ένα πολύ εργατικό άτομο και εξαιρετικά συνεργάσιμη –με τη σύζυγό μου έχουν γίνει πλέον φίλες. Δουλεύουν μαζί στην κουζίνα. Το φοβερό είναι πως παρότι η Μαϊσούν δεν μιλά σχεδόν καθόλου ελληνικά και αγγλικά και γενικώς η επικοινωνία μας είναι δύσκολη, παρόλα αυτά έχουμε αναπτύξει έναν δικό μας κώδικα επικοινωνίας». Ρωτώ τον Νίκο αν η παρουσία της Μαϊσούν έχει φέρει αέρα ανατολής και στο μενού του μαγαζιού. «Έχουμε συμπεριλάβει στον κατάλογο τη δική της μελιτζανοσαλάτα, η οποία είναι πραγματικά πεντανόστιμη. Αυτή είναι η μόνη επιρροή». «Έχουν υπάρξει αρνητικά σχόλια στο νησί για την επιλογή σου να προσλάβεις την Μαϊσούν;», ρωτώ τον Νίκο, ενώ η εκείνη επιστρέφει στην κουζίνα για να συνεχίσει την εργασία της. «Όχι, ούτε έχουν παρουσιαστεί στο μαγαζί φαινόμενα ξενοφοβίας. Μονάχα κάποιοι ξένοι τουρίστες κοιτούν λίγο περίεργα καμιά φορά, αλλά μέχρι εκεί. Οι ντόπιοι είναι όλοι, ή έστω σχεδόν όλοι, φιλικοί με τους πρόσφυγες. Έχουν ενσωματωθεί πλήρως οι άνθρωποι εδώ».
Το παράδειγμά της Μαϊσούν δεν είναι το μοναδικό στην Τήλο –αρκετοί ακόμα συμπατριώτες της εργάζονται σε τοπικές επιχειρήσεις. Η Μάχα Μπαράκα και η Ζουχόρ Κλιφ, ως καθαρίστριες, σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ενώ ο Κουσάι Αλ Νταμάντ στο μοναδικό φούρνο της Τήλου. Τον συναντώ το βράδυ, λίγο προτού πιάσει δουλειά. «Η Τήλος δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα νησιά που βρέθηκα», μου λέει εξαρχής ο Κουσάι. «Τι διαφορετικό έχει;», ρωτώ. «Όλα είναι διαφορετικά, από τη συμπεριφορά των ντόπιων έως το καμπ που διαμένουμε και οι συνθήκες δεν έχουν καμία σχέση με άλλα καμπ που έτυχε να φιλοξενηθώ. Επίσης, στην Τήλο βρήκα δουλειά, που είναι πολύ σημαντικό για εμένα, διότι ένιωσα αμέσως καλύτερα, ένιωσα πως μπορούσα να προσφέρω στην οικογένειά μου μια ασφάλεια». Ο Κουσάι είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Εργάζεται τα βράδια και το πρωί επιστρέφει στο καμπ για να ξεκουραστεί.
Όσο ζούσε στη Συρία τοποθετούσε air condition και δεν είχε ιδέα από τη δουλειά του φούρναρη. «Έμαθε πολύ γρήγορα, ήδη από την τρίτη μέρα εργαζόταν κανονικά μέσα στο μαγαζί, όταν οι προηγούμενοι εργαζόμενοι που είχα χρειάζονταν τουλάχιστον ένα 15νθημερο...», μου εξηγεί ο Μιχάλης Πανίδης, ιδιοκτήτης του φούρνου στην Τήλο και ο άνθρωπος που έδωσε εργασία στον Κουσάι. Τον ρωτώ αν αυτή η απόφαση πάρθηκε με γνώμονα την αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες ή αν πράγματι είχε ανάγκη στην επιχείρησή του από έναν εργαζόμενο. «Ήταν συνδυασμός...», απαντά. «Χρειαζόμουν έναν extra υπάλληλο στο μαγαζί, αλλά ταυτόχρονα είμαι και της άποψης πως η εργασία είναι βασική προϋπόθεση για την ομαλή ένταξη των προσφύγων στην κοινωνία μας. Συνεπώς μόλις παρουσιάστηκε η ευκαιρία το έκανα. Δεν τον έχω μετανιώσει ούτε στιγμή –είμαι πολύ ευχαριστημένος από τον Κουσάι. Φάνηκε από την πρώτη στιγμή πως ήθελε να εργαστεί ο άνθρωπος». Λίγο προτού φύγω από τον φούρνο ρωτώ τον 35χρονο Κουσάι, αν σκέφτεται να μείνει μόνιμα στο νησί. «Έχω συγγενείς που με περιμένουν στη Γερμανία, οπότε ακόμα δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Πάντως, για την ώρα είμαι πολύ ευχαριστημένος στην Τήλο».
Σήμερα στο καμπ φιλοξενίας της Τήλου ζουν 46 πρόσφυγες από τη Συρία -26 ενήλικες και 20 παιδιά. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ένα άτομο το οποίο εργάζεται στο νησί. Την ίδια ώρα, η ύπαρξη του καμπ έχει ανοίξει θέσεις εργασίας σε ντόπιους που μέχρι πρότινος ζούσαν σε άλλα σημεία της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικογένεια του Θαρρενού Χατζηφούντα και της Βασιλικής Τασίου. Αν και το ζευγάρι έμενε για χρόνια στη Ρόδο, μαζί με τα δύο τους παιδιά, μόλις ο Θαρρενός κατάφερε να εξασφαλίσει εργασία στο καμπ φιλοξενίας, πήραν από κοινού την απόφαση να επιστρέψουν. Συναντώ τους δυο τους στο κομμωτήριου που εργάζεται σήμερα η Βασιλική. «Πως σας φαίνεται η επιλογή να επιστρέψετε στην Τήλο;», ρωτώ. Το λόγο παίρνει πρώτος ο Θαρρενός. «Εγώ πάντα ήθελα να γυρίσω πίσω στο νησί, αλλά φοβόμουν μήπως δεν έβρισκα δουλειά. Ξέρεις είναι μικρός ο τόπος εδώ. Με το που άνοιξε, όμως, μια καινούρια θέση εργασίας στο καμπ φιλοξενίας, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Το δύσκολο ήταν να πείσω την Βασιλική, που στην αρχή δεν ήθελε καθόλου να μετακομίσουμε».
«Το μετάνιωσες που ήρθατε;», στρέφομαι προς τη Βασιλική. «Στην αρχή φοβόμουν, αλλά τώρα δεν το αλλάζω με τίποτα. Έχω χρόνο να βλέπω τα παιδιά μου, τον άντρα μου, είναι καλύτερη η ποιότητα ζωής απ' ότι στη Ρόδο που οι ρυθμοί είναι πολύ πιο έντονοι και απαιτητικοί. Οπότε όχι δεν το έχω μετανιώσει καθόλου, το αντίθετο», μου ξεκαθαρίζει. «Έχετε αναπτύξει προσώπικες σχέσεις με τους πρόσφυγες;», ρωτώ και τους δύο. «Εννοείται...», μου λέει η Βασιλική. «Με τους περισσότερους είμαστε φίλοι, κάθε μέρα άλλωστε τα παιδιά μας παίζουν μαζί». «Αν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, δεν θα είχαμε επιστρέψει ποτέ στο νησί εμείς», προσθέτει ο Θαρρενός.
Υπεύθυνη της κοινωνικής ομάδας και των δραστηριοτήτων της δομής φιλοξενίας του SolidarityNow είναι η Έλενα Πισσά, η οποία και αυτή με τη σειρά της έχει επιστρέψει πλέον μόνιμα στην Τήλο. «Μέχρι να ξεκινήσουν οι προσφυγικές ροές ερχόμουν στο νησί για την καλοκαιρινή σεζόν και Σεπτέμβριο επέστρεφα στην Αθήνα», μου εξηγεί. «Πλέον ζω όλο το χρόνο εδώ μαζί με το παιδί μου. Με έναν τρόπο η προσφυγική κρίση άλλαξε και τις δικές μας ζωές. Στην Αθήνα είχα μια εταιρεία με φυσικά καλλυντικά, την οποία έκλεισα για να επιστρέψω. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, ούτε έκανα δεύτερες σκέψεις. Γενικώς το προσφυγικό άλλαξε την εικόνα της Τήλου. Οικογένειες επέστρεψαν, άτομα που θα έφευγαν το χειμώνα, βρήκαν δουλειά στη δομή φιλοξενίας και έμειναν, αυτή είναι η πραγματικότητα. Υπήρξε μια θετική αλληλεπίδραση μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. Για μένα η Τήλος είναι ένα κοινωνικό πείραμα που πέτυχε, διότι στο τέλος της ημέρας όλοι ωφελήθηκαν. Πρωτίστως οι πρόσφυγες που αισθάνονται σήμερα ασφαλείς και μέρος της τοπικής κοινωνίας, αλλά και οι ντόπιοι».
vice