Ο Λεωνίδας Καβάκος, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, από το σπίτι του έξω από τη Ζυρίχη, ακούγεται ευδιάθετος. Εχει τους λόγους του: το νέο του άλμπουμ «Beethoven Violin Concerto» μόλις κυκλοφόρησε (Sony Classical / Panik Records) και...
ο ίδιος ετοιμάζεται να πετάξει για τις ΗΠΑ, για δύο συναυλίες με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου, υπό τη διεύθυνση του Ιταλού σούπερ σταρ του πόντιουμ, Ρικάρντο Μούτι. Η «ξεκούραση» υπάρχει, άραγε, στο λεξιλόγιό του; «Ξεκουράζομαι μόνο βάσει... προγράμματος», απαντά γελώντας. «Οι συναυλίες μου κλείνονται μέχρι και δύο χρόνια πριν κι έτσι έχω εικόνα των μικρότερων ή μεγαλύτερων κενών που προκύπτουν ανάμεσά τους. Εχω συνηθίσει να ζω, λοιπόν, με την αίσθηση όχι του παρόντος αλλά του μετατοπισμένου χρόνου».
Η «συνάντησή» του με τον Μπετόβεν ήταν κάτι που χρόνια σκεφτόταν. Το «Κονσέρτο για Βιολί» το πρωτομελέτησε νωρίς, σε ηλικία 18 ετών. Εκτοτε το άκουσε και σε πολλές ηχογραφήσεις. «Οταν όμως στέκεσαι μπροστά στην παρτιτούρα και αρχίζεις να παίζεις, όλα αλλάζουν. Ενώ έχεις τη δίψα της κατάκτησης και την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος σου ανήκει, μπροστά σε τέτοια έργα συνειδητοποιείς ότι υπάρχει κάτι με το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσεις να συγκριθείς, κάτι τεράστιο, που σε ξεπερνάει. Και δεν αναφέρομαι στο τεχνικό κομμάτι –δεν είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει– αλλά στη σοφία που αυτό το έργο μεταφέρει. Ευτυχώς, είχα σωστή καθοδήγηση από τους γονείς και τον δάσκαλό μου. Εμαθα ότι πρέπει να έχω την ευαισθησία να παρατηρώ και να πλησιάζω κάτι τόσο σπουδαίο, όχι να προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου. Μόνο έτσι ανεβαίνω επίπεδο ως άνθρωπος. Διδάσκομαι ακόμα. Εξελίσσομαι».
Εξέλιξη. Πώς να χωρέσουν σ’ αυτή τη λέξη όλα όσα έχει πετύχει ο 52χρονος Καβάκος; Κορυφαίος βιολιστής και αρχιμουσικός με τεχνική αρτιότητα και καθηλωτική δεξιοτεχνία, απόλυτα δοσμένος στην τέχνη του, γεμίζει αίθουσες όπου κι αν παίζει. Αλλά δεν «κολλάει» στη βιρτουοζιτέ. Βελτιώνει διαρκώς την τεχνική του προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα το μουσικό κείμενο, να αναδείξει με μεγαλύτερη σαφήνεια τη σκέψη του συνθέτη. Εχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τη σκέψη του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν;
«Εχω καταλάβει ότι ενώ είχε την πηγαία άνεση να γράψει οτιδήποτε, τον παίδευε η ευθύνη που ένιωθε για το τι έπρεπε να γράψει. Αν δείτε τα χειρόγραφά του, την ώρα που συνθέτει είναι σαν να γίνεται πόλεμος. Ακόμα και το “Κονσέρτο για Βιολί” μοιάζει με... εμπόλεμη ζώνη: διορθώσεις επί διορθώσεων, άλλες με κόκκινο, άλλες με μαύρο κι άλλες με μπλε χρώμα, μουντζούρες παντού. Είναι δυνατόν, σκέφτεσαι, αυτή η θεία μουσική, που ρέει μ’ αυτόν τον εξαίσιο ρυθμό, να έχει προκύψει μέσα από μια τέτοια αγωνία; Προκαλούσε τους πάντες και τα πάντα, αμφισβητούσε τα όρια της κλασικής έκφρασης και άγγιζε τον ρομαντισμό με έναν τρόπο σχεδόν βίαιο. Η μουσική του έχει ένα άρειο στοιχείο. Πέρα από το έργο του, όμως, με συγκινεί και ο τρόπος που πορεύτηκε. Ο Μπετόβεν δεν άντεχε την υποκρισία και την αδικία. Συνέθεσε την “Ηρωική Συμφωνία” για να υμνήσει τον Ναπολέοντα, αλλά όταν έμαθε ότι εκείνος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, πήρε πίσω την αφιέρωση. Σκεφτείτε πόσο θάρρος χρειαζόταν για να το κάνει. Και προς το τέλος της ζωής του, όταν έχανε την ακοή του, μολονότι μπορούσε να σταματήσει να γράφει –ακόμα κι έτσι θα ήταν ο συνθέτης στον οποίο σήμερα όλοι υποκλινόμαστε–, συνέχισε να δημιουργεί, αποδεικνύοντας την αξία της “εσωτερικής μας ακοής”. Τα κουαρτέτα που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι θαυμάσια. Από τέτοιους “φάρους” προσπαθώ να διδάσκομαι, από το πώς διαχειρίστηκαν τις συμφορές τους, γιατί αυτή η δύναμη υπάρχει σε όλους μας, στο DNA μας, απλώς δεν ξέρουμε πάντα πώς να τη χρησιμοποιήσουμε».
Για τον Λεωνίδα Καβάκο, ο Μπετόβεν είναι ο πλέον σύγχρονος συνθέτης με την έννοια ότι και εμείς στην εποχή μας, όπως εκείνος στη δική του, καλούμαστε όχι μόνο να διεκδικήσουμε νέες κατακτήσεις αλλά να εκτιμήσουμε και να διατηρήσουμε όσα έχουμε.
Το δίλημμα του καιρού μας
«Να προστατεύσουμε τα κεκτημένα μας και να μην απειλούμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Εχουμε συνειδητοποιήσει το δίλημμα του καιρού μας; Από τη μια, οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις μας προσφέρουν πολλά. Και από την άλλη είμαστε πολύ κοντά στην καταστροφή. Βρισκόμαστε απέναντι σε μια μεγάλη ευθύνη: μπορούμε να την αναλάβουμε, να αγωνιστούμε, ακόμα και να υποφέρουμε, για να τη σηκώσουμε στους ώμους μας; Εχουμε τη διάθεση να στερηθούμε μερικές από τις ευκολίες μας; Σε μια τέτοια εποχή –αλλαγών, προκλήσεων και ανακατατάξεων– οι ευκολίες είναι σαν υπνωτικό χάπι που μας αφαιρεί τη δυνατότητα και την τόλμη να αντιδράσουμε», τονίζει.
Εδώ και λίγα χρόνια ο διεθνούς φήμης Ελληνας μαέστρος και σολίστ έχει εγκατασταθεί μονίμως στην Ελβετία. Ηταν μια απολύτως συνειδητή απόφαση, όπως μου λέει, αν και δεν κρύβει την πίκρα του για όσα τον οδήγησαν σ’ αυτήν. «Εμενα στη χώρα μας όσο διατηρούσα την ελπίδα και την απατηλή προσδοκία ότι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος, να βοηθήσω τα παιδιά που μαθαίνουν μουσική ή θέλουν να ασχοληθούν γενικότερα με τις τέχνες. Ξέρετε, εγώ φύτρωσα στον χώρο της μουσικής σαν πρασινάδα στην άσφαλτο. Τα πρώτα χρόνια, στο εξωτερικό, με έβλεπαν παραξενεμένοι. “Καλά, πώς προκύψατε από μια χώρα όπως η Ελλάδα;” με ρωτούσαν. Τους φαινόταν αξιοπερίεργο. Δεν περιφέρομαι ως παντογνώστης· αυτή την εμπειρία ήθελα να μεταλαμπαδεύσω στις νεότερες γενιές. Αλλά ό,τι γινόταν –τα σεμινάρια με το Ωδείο “Μουσικοί Ορίζοντες” ή οι δωρεάν συναυλίες σε διάφορες πόλεις– τα έκανα μόνος μου. Κανένας υπουργός Πολιτισμού δεν με κάλεσε ποτέ ν’ ακούσει, έστω, τις απόψεις μου, για το πώς η ελληνική πραγματικότητα θα έρθει πιο κοντά στη διεθνή και πώς θα αποδείξουμε ότι είμαστε κράτος ανεπτυγμένο πολιτιστικά. Αν βγείτε στον δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Οχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους. Με κούρασε αυτή η αδιαφορία. Ποτέ δεν επεδίωξα θέσεις και αξιώματα. Ομως βαρέθηκα να είμαι άχρηστος στην πατρίδα μου. Ο δεύτερος λόγος που έφυγα –και δεν φοβάμαι να το πω– ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου δημιουργούσε τεράστια δυστυχία αυτή η αισθητική με αρνητικό πρόσημο...».
«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση», έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν. Για τον Λεωνίδα Καβάκο η τέχνη είναι κάτι παραπάνω από απάντηση στα διλήμματα του βίου μας... «Το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα. Μια κρίση κυρίως ηθική, αξιών, που θα έπρεπε να μας έχει φέρει μπροστά στο ερώτημα πώς μπορούμε να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία, την αντιμετωπίσαμε απλώς ως κρίση οικονομική, αριθμών. Ελπίζω, έστω και αργά, να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα περιβάλλον στο οποίο θα υπάρχει άνθηση των τεχνών, σημαίνει υγεία. Η ψυχική αγαλλίαση που νιώθει όποιος έχει ουσιαστική επαφή με κάποια τέχνη είναι το καλύτερο φάρμακο...».
kathimerini.gr
ο ίδιος ετοιμάζεται να πετάξει για τις ΗΠΑ, για δύο συναυλίες με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου, υπό τη διεύθυνση του Ιταλού σούπερ σταρ του πόντιουμ, Ρικάρντο Μούτι. Η «ξεκούραση» υπάρχει, άραγε, στο λεξιλόγιό του; «Ξεκουράζομαι μόνο βάσει... προγράμματος», απαντά γελώντας. «Οι συναυλίες μου κλείνονται μέχρι και δύο χρόνια πριν κι έτσι έχω εικόνα των μικρότερων ή μεγαλύτερων κενών που προκύπτουν ανάμεσά τους. Εχω συνηθίσει να ζω, λοιπόν, με την αίσθηση όχι του παρόντος αλλά του μετατοπισμένου χρόνου».
Η «συνάντησή» του με τον Μπετόβεν ήταν κάτι που χρόνια σκεφτόταν. Το «Κονσέρτο για Βιολί» το πρωτομελέτησε νωρίς, σε ηλικία 18 ετών. Εκτοτε το άκουσε και σε πολλές ηχογραφήσεις. «Οταν όμως στέκεσαι μπροστά στην παρτιτούρα και αρχίζεις να παίζεις, όλα αλλάζουν. Ενώ έχεις τη δίψα της κατάκτησης και την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος σου ανήκει, μπροστά σε τέτοια έργα συνειδητοποιείς ότι υπάρχει κάτι με το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσεις να συγκριθείς, κάτι τεράστιο, που σε ξεπερνάει. Και δεν αναφέρομαι στο τεχνικό κομμάτι –δεν είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει– αλλά στη σοφία που αυτό το έργο μεταφέρει. Ευτυχώς, είχα σωστή καθοδήγηση από τους γονείς και τον δάσκαλό μου. Εμαθα ότι πρέπει να έχω την ευαισθησία να παρατηρώ και να πλησιάζω κάτι τόσο σπουδαίο, όχι να προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου. Μόνο έτσι ανεβαίνω επίπεδο ως άνθρωπος. Διδάσκομαι ακόμα. Εξελίσσομαι».
Εξέλιξη. Πώς να χωρέσουν σ’ αυτή τη λέξη όλα όσα έχει πετύχει ο 52χρονος Καβάκος; Κορυφαίος βιολιστής και αρχιμουσικός με τεχνική αρτιότητα και καθηλωτική δεξιοτεχνία, απόλυτα δοσμένος στην τέχνη του, γεμίζει αίθουσες όπου κι αν παίζει. Αλλά δεν «κολλάει» στη βιρτουοζιτέ. Βελτιώνει διαρκώς την τεχνική του προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα το μουσικό κείμενο, να αναδείξει με μεγαλύτερη σαφήνεια τη σκέψη του συνθέτη. Εχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τη σκέψη του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν;
«Εχω καταλάβει ότι ενώ είχε την πηγαία άνεση να γράψει οτιδήποτε, τον παίδευε η ευθύνη που ένιωθε για το τι έπρεπε να γράψει. Αν δείτε τα χειρόγραφά του, την ώρα που συνθέτει είναι σαν να γίνεται πόλεμος. Ακόμα και το “Κονσέρτο για Βιολί” μοιάζει με... εμπόλεμη ζώνη: διορθώσεις επί διορθώσεων, άλλες με κόκκινο, άλλες με μαύρο κι άλλες με μπλε χρώμα, μουντζούρες παντού. Είναι δυνατόν, σκέφτεσαι, αυτή η θεία μουσική, που ρέει μ’ αυτόν τον εξαίσιο ρυθμό, να έχει προκύψει μέσα από μια τέτοια αγωνία; Προκαλούσε τους πάντες και τα πάντα, αμφισβητούσε τα όρια της κλασικής έκφρασης και άγγιζε τον ρομαντισμό με έναν τρόπο σχεδόν βίαιο. Η μουσική του έχει ένα άρειο στοιχείο. Πέρα από το έργο του, όμως, με συγκινεί και ο τρόπος που πορεύτηκε. Ο Μπετόβεν δεν άντεχε την υποκρισία και την αδικία. Συνέθεσε την “Ηρωική Συμφωνία” για να υμνήσει τον Ναπολέοντα, αλλά όταν έμαθε ότι εκείνος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, πήρε πίσω την αφιέρωση. Σκεφτείτε πόσο θάρρος χρειαζόταν για να το κάνει. Και προς το τέλος της ζωής του, όταν έχανε την ακοή του, μολονότι μπορούσε να σταματήσει να γράφει –ακόμα κι έτσι θα ήταν ο συνθέτης στον οποίο σήμερα όλοι υποκλινόμαστε–, συνέχισε να δημιουργεί, αποδεικνύοντας την αξία της “εσωτερικής μας ακοής”. Τα κουαρτέτα που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι θαυμάσια. Από τέτοιους “φάρους” προσπαθώ να διδάσκομαι, από το πώς διαχειρίστηκαν τις συμφορές τους, γιατί αυτή η δύναμη υπάρχει σε όλους μας, στο DNA μας, απλώς δεν ξέρουμε πάντα πώς να τη χρησιμοποιήσουμε».
Για τον Λεωνίδα Καβάκο, ο Μπετόβεν είναι ο πλέον σύγχρονος συνθέτης με την έννοια ότι και εμείς στην εποχή μας, όπως εκείνος στη δική του, καλούμαστε όχι μόνο να διεκδικήσουμε νέες κατακτήσεις αλλά να εκτιμήσουμε και να διατηρήσουμε όσα έχουμε.
Το δίλημμα του καιρού μας
«Να προστατεύσουμε τα κεκτημένα μας και να μην απειλούμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Εχουμε συνειδητοποιήσει το δίλημμα του καιρού μας; Από τη μια, οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις μας προσφέρουν πολλά. Και από την άλλη είμαστε πολύ κοντά στην καταστροφή. Βρισκόμαστε απέναντι σε μια μεγάλη ευθύνη: μπορούμε να την αναλάβουμε, να αγωνιστούμε, ακόμα και να υποφέρουμε, για να τη σηκώσουμε στους ώμους μας; Εχουμε τη διάθεση να στερηθούμε μερικές από τις ευκολίες μας; Σε μια τέτοια εποχή –αλλαγών, προκλήσεων και ανακατατάξεων– οι ευκολίες είναι σαν υπνωτικό χάπι που μας αφαιρεί τη δυνατότητα και την τόλμη να αντιδράσουμε», τονίζει.
Εδώ και λίγα χρόνια ο διεθνούς φήμης Ελληνας μαέστρος και σολίστ έχει εγκατασταθεί μονίμως στην Ελβετία. Ηταν μια απολύτως συνειδητή απόφαση, όπως μου λέει, αν και δεν κρύβει την πίκρα του για όσα τον οδήγησαν σ’ αυτήν. «Εμενα στη χώρα μας όσο διατηρούσα την ελπίδα και την απατηλή προσδοκία ότι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος, να βοηθήσω τα παιδιά που μαθαίνουν μουσική ή θέλουν να ασχοληθούν γενικότερα με τις τέχνες. Ξέρετε, εγώ φύτρωσα στον χώρο της μουσικής σαν πρασινάδα στην άσφαλτο. Τα πρώτα χρόνια, στο εξωτερικό, με έβλεπαν παραξενεμένοι. “Καλά, πώς προκύψατε από μια χώρα όπως η Ελλάδα;” με ρωτούσαν. Τους φαινόταν αξιοπερίεργο. Δεν περιφέρομαι ως παντογνώστης· αυτή την εμπειρία ήθελα να μεταλαμπαδεύσω στις νεότερες γενιές. Αλλά ό,τι γινόταν –τα σεμινάρια με το Ωδείο “Μουσικοί Ορίζοντες” ή οι δωρεάν συναυλίες σε διάφορες πόλεις– τα έκανα μόνος μου. Κανένας υπουργός Πολιτισμού δεν με κάλεσε ποτέ ν’ ακούσει, έστω, τις απόψεις μου, για το πώς η ελληνική πραγματικότητα θα έρθει πιο κοντά στη διεθνή και πώς θα αποδείξουμε ότι είμαστε κράτος ανεπτυγμένο πολιτιστικά. Αν βγείτε στον δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Οχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους. Με κούρασε αυτή η αδιαφορία. Ποτέ δεν επεδίωξα θέσεις και αξιώματα. Ομως βαρέθηκα να είμαι άχρηστος στην πατρίδα μου. Ο δεύτερος λόγος που έφυγα –και δεν φοβάμαι να το πω– ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου δημιουργούσε τεράστια δυστυχία αυτή η αισθητική με αρνητικό πρόσημο...».
«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση», έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν. Για τον Λεωνίδα Καβάκο η τέχνη είναι κάτι παραπάνω από απάντηση στα διλήμματα του βίου μας... «Το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα. Μια κρίση κυρίως ηθική, αξιών, που θα έπρεπε να μας έχει φέρει μπροστά στο ερώτημα πώς μπορούμε να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία, την αντιμετωπίσαμε απλώς ως κρίση οικονομική, αριθμών. Ελπίζω, έστω και αργά, να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα περιβάλλον στο οποίο θα υπάρχει άνθηση των τεχνών, σημαίνει υγεία. Η ψυχική αγαλλίαση που νιώθει όποιος έχει ουσιαστική επαφή με κάποια τέχνη είναι το καλύτερο φάρμακο...».
kathimerini.gr